ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 791/2011)
20 Ιουνίου, 2013
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 25, 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
G.A.P. CLOSE PROTECTION (SECURITY) SERVICES LTD,
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία υπέβαλε αίτηση στις 13.12.2010 μαζί με τα δικαιολογητικά της προς τον Αρχηγό Αστυνομίας για την έκδοση Άδειας Ίδρυσης και Λειτουργίας Ιδιωτικού Γραφείου Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας, δυνάμει του άρθρου 9(1) του περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Νόμου (Νόμος αρ. 125(Ι)/2007) («ο Νόμος»). Διευθυντές και μέτοχοι της εταιρείας κατά τον ουσιώδη χρόνο ήσαν δύο αδέλφια. Κατόπιν εξέτασης της αίτησης, ο Αρχηγός της Αστυνομίας την απέρριψε. Συγκεκριμένα, με επιστολή του ημερομηνίας 20.1.2011 προς την εταιρεία, ο Αρχηγός την πληροφορούσε περί της απόρριψης της αίτησής της και συνημμένα διαβίβαζε σχετικό Πρακτικό στο οποίο αναφέρονταν οι λόγοι απόρριψή της.
Με επιστολή του ημερομηνίας 10.2.2011, ο δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή, δυνάμει του Νόμου, προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, εξηγώντας και αναλύοντας τους λόγους διαφωνίας του με την απόρριψη και ζητώντας και δια ζώσης ανάπτυξη των λόγων που προέβαλλε.
Ακολούθησε πράγματι συνάντηση στο γραφείο του Υπουργού κατά την 16.3.2011 στην οποία παρίστατο ένας των διευθυντών της αιτήτριας και ο δικηγόρος της. Όπως προκύπτει από σχετικό Πρακτικό του Υπουργείου, το οποίο τηρήθηκε για τη συνάντηση, ο δικηγόρος της αιτήτριας ουσιαστικά υπέβαλε, όπως και στις γραπτές του παραστάσεις, ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν από τον Αρχηγό Αστυνομίας για την απόρριψη της αίτησης, συνιστούσαν απλή επανάληψη των άρθρων του Νόμου, χωρίς εξήγηση και συγκεκριμενοποίηση. Υπέβαλε ακόμα ότι, με βάση τη νομολογία, η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης, πρέπει να είναι σαφής, κυρίως όταν η απόφαση είναι δυσμενής για τον ενδιαφερόμενο. Ο Υπουργός επεφύλαξε ακολούθως την απόφασή του. Με επιστολή του δε ημερομηνίας 24.5.2011 προς το δικηγόρο της αιτήτριας, τον πληροφόρησε ότι, αφού μελέτησε τις πληροφορίες που κατέχει η Αστυνομία οι οποίες δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν, και αφού έλαβε υπόψη του τα όσα υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της ιεραρχικής προσφυγής, έκρινε ότι ο Διευθυντής της εταιρείας, τον οποίο και κατονομάζει, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7(1)(η) του Νόμου, δηλαδή δεν κρίνεται κατάλληλο πρόσωπο να ασκήσει το επάγγελμα του φύλακα ή ιδιώτη φύλακα. Για τούτο, η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε.
Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής της από τον καθ΄ου η αίτηση Υπουργό.
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγόρευσης της αιτήτριας, το ουσιαστικό παράπονό της, το οποίο προβάλλεται κάτω από διάφορες νομικές προεκτάσεις του, είναι ότι για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας, τόσο ο Αρχηγός Αστυνομίας, όσο και ο Υπουργός, είχαν ενώπιόν τους και έλαβαν υπόψη πληροφορίες σε σχέση με το πρόσωπό του, τις οποίες δεν κοινοποίησαν ποτέ στον ίδιο ή στον δικηγόρο του ώστε να του εδίδετο η ευκαιρία να ακουστεί σε σχέση με αυτές και να τις αντιμετωπίσει.
Η μελέτη των εγγράφων τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω της Ένστασης του καθ΄ου η αίτηση και του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο, καταδεικνύει ότι πράγματι τόσο ο Αρχηγός της Αστυνομίας όσο και ο αρμόδιος Υπουργός είχαν ενώπιόν τους κάποιες λεπτομερείς πληροφορίες και πραγματικά στοιχεία που σχετίζονταν με το πρόσωπο του υπό αναφορά εκ των Διευθυντών της αιτήτριας εταιρείας, στα οποία και προφανώς βάσισαν την κρίση τους ως προς την ακαταλληλότητα του Διευθυντή της εταιρείας και τα οποία δε φαίνεται να κοινοποιήθηκαν προς τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο ή το δικηγόρο του. Πιο συγκεκριμένα, αυτά τα στοιχεία και πληροφορίες περιλαμβάνονταν σε έγγραφο με τίτλο "ΠΡΑΚΤΙΚΑ", το οποίο υπογράφεται από Υπαστυνόμο, υπεύθυνη του Γραφείου Ιδιωτικών Υπηρεσιών Ασφαλείας. Σύμφωνα με αυτά, εναντίον του εκ των Διευθυντών της εταιρείας είχαν διαβιβαστεί στο παρελθόν πληροφορίες στην ΥΚΑΝ, οι οποίες τον ενέπλεκαν σε διάφορες παράνομες δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονταν με προμήθεια ναρκωτικών. Στο προαναφερθέν έγγραφο, δίδονται κάποιες λεπτομέρειες ως προς το χρόνο λήψης των πληροφοριών και άτομο με το οποίο ο Διευθυντής φέρεται να συνεργαζόταν. Σημειώνεται εδώ ότι αυτό το έγγραφο, ή το περιεχόμενό του, ουδέποτε τέθηκε υπόψη της αιτήτριας, του Διευθυντή της ή του δικηγόρου της πριν από τη δικαστική διαδικασία.
Σημειώνεται ότι στην επιστολή-απόφασή του, με την οποία απέρριπτε την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας εταιρείας, ο Υπουργός ανέφερε ότι μελέτησε τις πληροφορίες που κατέχει η Αστυνομία, οι οποίες, όπως έκρινε, για λόγους δημοσίας τάξεως, δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν.
Έχω προηγουμένως αναφερθεί στο κύριο επιχείρημα που προβάλλεται από την αιτήτρια εταιρεία αναφορικά με τη μεμπτότητα της παράλειψης όπως κοινοποιηθούν στην ίδια οι πραγματικοί λόγοι απόρριψης της αίτησής της και οι λόγοι της ακαταλληλότητας του προτεινόμενου Διευθυντή της εταιρείας.
Από την άλλη, ο καθ΄ου η αίτηση υποβάλλει ότι οι πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως που λαμβάνει η Αστυνομία, δύνανται να μην αποκαλύπτονται, εάν αυτό είναι προς το συμφέρον της δημόσιας τάξης. Όπως δε εισηγείται, το δικαίωμα ακρόασης "δεν υπαγορεύει στη διοίκηση τι θα αποκαλύψει και/ή τι θα πει στον αιτητή, αλλά αποτελεί δικαίωμα του αιτητή να προβάλει ο ίδιος τις θέσεις και απόψεις του, επί του αιτήματός του". Αυτό, το τελευταίο είναι βέβαια σωστό, πλην όμως το ζήτημα που εγείρεται είναι το ότι ο αιτητής, για να είναι σε θέση να προβάλει τις θέσει και απόψεις του σωστά και τεκμηριωμένα, θα πρέπει να είναι κατάλληλα ενημερωμένος ως προς το τι είναι που αντιμετωπίζει ως κώλυμα στην έγκριση της αίτησής του.
Παρόμοιο θέμα με το εδώ εξεταζόμενο, απασχόλησε και σε πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υπόθεση η οποία επίσης αφορούσε σε ανάκληση εγκριθείσας άδειας λειτουργίας γραφείου υπηρεσιών ασφαλείας λόγω πληροφοριών οι οποίες προέκυψαν αργότερα και αφορούσαν σε ακαταλληλότητα ενός των αιτητών. (Υπόθεση Αρ. 1049/2011, D.F. Iakovou Group Limited κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15.2.2013). Ακυρώνοντας τη σχετική διοικητική πράξη, μεταξύ άλλων, και επειδή δεν τέθηκαν υπόψη του ενδιαφερόμενου αιτητή οι σχετικές εμπιστευτικές πληροφορίες, ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ, στην απόφασή του ανέφερε και τα ακόλουθα:
"...Η επίκληση αόριστων πληροφοριών που κατέχει η αστυνομία, που οδηγούν στο συμπέρασμα, εν μέσω ισχύος μάλιστα της άδειας, ακαταλληλότητας δεν είναι δυνατόν να αποτελεί αιτιολογία στο διοικητικό δίκαιο. Πουθενά στο Νόμο δεν παρέχεται το δικαίωμα είτε στον Αρχηγό, είτε στον Υπουργό να μην αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που οδηγούν στην παραγωγή της διοικητικής πράξης, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για ανάκληση νόμιμης πράξης. Οι καθ΄ ων στην προσβαλλόμενη πράξη δεν ισχυρίζονται ότι οι αιτητές συνέβαλαν με οποιοδήποτε τρόπο στην έκδοση και χορήγηση της άδειας λειτουργίας κατά τρόπο που να την καθιστούσε παράνομη, ώστε να ήταν δυνατή η ανάκληση έστω και μετά από παρέλευση ευλόγου χρόνου, (Ν. Ε. Κλαππής & Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 396).
Εδώ υπήρχε διοικητική πράξη νόμιμη κατά την παραγωγή της. Επομένως η αιτιολογία της ανάκλησης νόμιμης πράξης έπρεπε να ήταν σαφής και συγκεκριμένη και, όπως εξηγείται και στον Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ., σελ. 385-486 παρ. 716, νόμιμες διοικητικές πράξεις που δημιουργούν δικαιώματα ιδιωτών ή πραγματικές καταστάσεις μπορούν να ανακληθούν κατ΄ αρχήν μόνο για λόγους «επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος». Η στάθμιση, όμως, όπως εξηγείται, μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος «. πρέπει .. να ικανοποιεί ακόμη αυστηρότερα κριτήρια από την περίπτωση ανακλήσεως παράνομης πράξεως.».
Και αργότερα στην ίδια απόφαση προστέθηκαν και τα ακόλουθα:
"Οι καθ΄ ων θα έπρεπε πρόσθετα να θέσουν ενώπιον των αιτητών τις όποιες πληροφορίες είχαν συλλέξει ώστε να δοθεί σε αυτούς το δικαίωμα να τοποθετηθούν δεόντως. Όπως αναφέρεται στον Δαγτόγλου - πιο πάνω - το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του ιδιώτη που υπάρχει στην περίπτωση ανάκλησης παράνομης ευμενούς πράξεως, ισχύει «... κατά μείζονα λόγο επί ανακλήσεως νόμιμων ευμενών πράξεων.». Αυτή η αρχή θα πρέπει να ακολουθηθεί και στην υπό κρίση περίπτωση διαφορετικά θα ήταν δυνατό να ανακαλούνται άδειες στη βάση πληροφοριών από τρίτους που εκ των υστέρων περιέρχονται στην αντίληψη της διοίκησης και οι οποίες όμως πληροφορίες μπορεί να προέρχονται από άτομα που έχουν αντίθετο συμφέρον οικονομικό ή άλλο από τους αιτητές ή να είναι και απλά υποβολιμαία ή και σκόπιμα και χωρίς να περιέχουν ίχνος αληθείας. Παρατηρείται εδώ ότι οι αιτητές στην ιεραρχική προσφυγή τους έθεσαν εαυτούς στη διάθεση του Υπουργού για περαιτέρω εξηγήσεις, χωρίς όμως ποτέ να κληθούν να καταθέσουν οτιδήποτε από τον Υπουργό. Βεβαίως, ο Υπουργός δυνητικά είναι που ακούει τον ενώπιον του προσφεύγοντα κατά το εδάφιο (5) του άρθρου 12. Αλλά, εδώ δεν τέθηκαν στοιχεία από τους ίδιους τους αιτητές ώστε ενώπιον του Υπουργού να μην χρειαζόταν ενδεχομένως, κατά την κρίση του, να προστεθεί οτιδήποτε. Οι πληροφορίες που οδήγησαν στην ανάκληση, προήλθαν από τρίτους. Και ο Υπουργός, ως ιεραρχικό όργανο που δεν εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή υπό τύπο έφεσης, αλλά υπό τύπο επανεξέτασης εξ αρχής ώστε να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα, (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431 κ.ά.), ενδείκνυτο να θέσει τις πληροφορίες αυτές και στους αιτητές ώστε να λάβει και τις δικές τους απόψεις.
Το ότι στον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο αναφέρονται κάποια στοιχεία και ονόματα και η κατ΄ ισχυρισμόν διασύνδεση των αιτητών με αυτά, δεν προωθούν τη θέση των καθ΄ ων, καθότι το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή κρίση και ούτε μπορούν να τεθούν ενώπιον του στοιχεία που δεν είχαν οι ίδιοι οι αιτητές για να λάβουν επ΄ αυτών θέση. Το μεμπτό ήταν ότι δεν παρασχέθησαν οι όποιες πληροφορίες στους ίδιους τους αιτητές για να ακουστούν επ΄ αυτών πριν την παραγωγή της προσβαλλόμενης πράξης."
Συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση η οποία, κατά την άποψή μου, τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση απόρριψης αρχικής αίτησης και όχι μόνο ανάκλησης εγκριθείσας αίτησης.
Δεν μπορώ βέβαια να αποκλείσω το ότι σε κάποιες περιπτώσεις είναι δυνατό να υπάρχουν κάποιας φύσεως ευαίσθητες εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να μην αποκαλυφθούν σε ένα αιτητή για ευνόητους λόγους δημόσιας ασφάλειας ή τάξης, ή ακόμα διότι δυνατόν να έθεταν σε πραγματικό κίνδυνο τη ζωή η ακεραιότητα άλλων προσώπων. Όμως, εδώ οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν παρουσιάζονται να ήσαν τέτοιες, ώστε να μη μπορούσαν να είχαν τεθεί ενώπιον του υπό αναφορά προσώπου, επιφυλασσόμενης οποιασδήποτε λεπτομέρειας που δυνατόν να προκαλούσε πρόβλημα σε άλλα άτομα ή στην Υπηρεσία. Με το να αναφερθεί όμως στην αιτήτρια ότι ο συγκεκριμένος Διευθυντής δεν ήταν κατάλληλο πρόσωπο δυνάμει του Νόμου, χωρίς άλλη εξήγηση, λεπτομέρεια, ή αιτιολογία, σαφώς έθετε την αιτήτρια εταιρεία και τον ίδιο το Διευθυντή της σε πραγματική και νομική αδυναμία να προβάλει τη δική του άποψη, τόσο ενώπιον του Αρχηγού Αστυνομίας, όσο και ενώπιον του Υπουργού, αργότερα κατά το στάδιο της ιεραρχικής προσφυγής.
Καταλήγω ότι πράγματι η αιτήτρια εταιρεία αποστερήθηκε του δικαιώματος της όπως ακουσθεί, η δε δοθείσα αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματός της ήταν νομικά πάσχουσα.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρούται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ