ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 406/2010)
3 Ιουνίου, 2013
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΕΝΕΤΟΚΛΗΣ ΛΑΝΙΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Καμία εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Μ. Κυριακίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών, στη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην ειδικότητα της Ορθοπεδικής.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή είναι σε συντομία τα πιο κάτω.
Στις 29/2/2008 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας μια θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην ειδικότητα της Ορθοπεδικής. Της δημοσίευσης προηγήθηκε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, ημερομηνίας 3/1/2008, με την οποία ο Γενικός Διευθυντής είχε ζητήσει πλήρωση της συγκεκριμένης θέσης. Λίγο αργότερα και συγκεκριμένα στις 13/5/2008, ο Γενικός Διευθυντής με δεύτερη επιστολή του ζήτησε την πλήρωση μιας ακόμα θέσης Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην ειδικότητα της Ορθοπεδικής. Σε συνεδρία τους που έλαβε χώρα στις 26/5/2008, οι καθ'ων η αίτηση αποφάσισαν όπως η δεύτερη θέση ενταχθεί στην υφιστάμενη διαδικασία, έτσι ώστε ο αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων να ανέλθει στις δυο.
Υποβλήθηκαν συνολικά πέντε αιτήσεις. Μεταξύ αυτών που ενδιαφέρθηκαν για τις θέσεις ήταν ο αιτητής και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.
Οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν, μαζί με αντίγραφο της σχετικής δημοσίευσης και του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας, απεστάλησαν, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 34(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, στη Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας υπό την ιδιότητά της ως Προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή ετοίμασε σχετική έκθεση η οποία και υποβλήθηκε στους καθ'ων η αίτηση από τη Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, στις 28/4/2009. Η εν λόγω έκθεση τέθηκε ενώπιον των καθ'ων η αίτηση κατά τη συνεδρία τους που έλαβε χώρα στις 14/10/2009, ότε και λήφθηκε η απόφαση να κληθούν σε προφορική εξέταση οι υποψήφιοι που είχαν συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Οι καθ'ων η αίτηση δέχθηκαν τους υποψηφίους που κλήθηκαν για προφορική εξέταση, σε συνεδρία της ημερομηνίας 16/12/2009.
Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης η Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών αξιολόγησε τους υποψηφίους. Τον αιτητή τον αξιολόγησε «Πάρα πολύ καλός», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 1 «Εξαίρετος» και το ενδιαφερόμενο μέρος 2 «Σχεδόν εξαίρετος». Ακολούθως η Διευθύντρια σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Στη συνέχεια οι καθ'ων η αίτηση με γνώμονα την προφορική συνέντευξη προέβηκαν στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων. Παραθέτω τα σχετικά με τον αιτητή και τα ενδιαφερόμενα μέρη αποσπάσματα από την εν λόγω αξιολόγηση:
"2 ΛΑΝΙΤΗΣ Βενετοκλής . Παρά πολύ καλός. Έχει παρά πολύ καλές γνώσεις για τις ευθύνες, τα καθήκοντα και τα θέματα της θέσης που διεκδικεί. Αντιμετωπίζει τα θέματα σφαιρικά και απαντά με ευφράδεια λόγου και επί της ουσίας στις ερωτήσεις που του τέθηκαν. Προβάλλει τις απόψεις του με πειστικά επιχειρήματα. Σε μεμονωμένες, όμως, ερωτήσεις οι απαντήσεις του δεν ήταν πλήρως ολοκληρωμένες αλλά κάπως γενικές. Ως προσωπικότητα κρίνεται σοβαρός.
3. ΜΕΤΑΞΑΣ Γεώργιος: Σχεδόν εξαίρετος. Με άνεση στη χρήση του λόγου έδωσε ορθές απαντήσεις στις διαφορές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Οι τοποθετήσεις του σαφείς, θετικές και κατά κανόνα πλήρεις έπεισαν για το σχεδόν εξαίρετο επίπεδο του στο αντικείμενο της προφορικής εξέτασης. Από τις απαντήσεις του φάνηκε η ικανότητά του να αντιμετωπίζει τα θέματα σφαιρικά και να επικεντρώνεται στην ουσία τους. Η τεκμηρίωση των θέσεών του συνοδεύεται από τα κατάλληλα επιχειρήματα. Παρουσίασε αρκετά υψηλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης. Είναι άτομο με γνώσεις και εμπειρίες. Ώριμος και σοβαρός.
4 ΣΠΑΣΤΡΗΣ Πέτρος: Εξαίρετος. Έδωσε ορθές απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που εκλήθη να πραγματευθεί, πείθοντας για το εξαίρετο επίπεδο των γνώσεών του αναφορικά με το αντικείμενο και τα καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί. Απάντησε με ηρεμία, με άμεσες, πλήρεις και σαφείς απαντήσεις επί της ουσίας σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, επιστρατεύοντας πάντοτε επιστημονική ορολογία και γνώσεις. Έχει απλό και πειστικό τρόπο προσέγγισης των θεμάτων και οι απαντήσεις του συνοδεύονταν πάντοτε με αξιόλογα επιχειρήματα. Διαθέτει υψηλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης, αυτοπεποίθηση και γενικά είναι μια καθόλα ολοκληρωμένη προσωπικότητα."
Στη συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
"Επιλέγοντας το Σπαστρή Πέτρο η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Σχεδόν εξαίρετος από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τους μη επιλεγέντες και στις δυο περιπτώσεις, υπερέχει ουσιαστικά όλων των λοιπών υποψηφίων σε αρχαιότητα, ουδενός υστερεί σε προσόντα, ούτε και σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων ετών, και, επιπλέον, διαθέτει τη σύσταση της Διευθύντριας.
Επιλέγοντας τον Μεταξά Γεώργιο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Σχεδόν εξαίρετος τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια την επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τους μη επιλεγέντες και στις δυο περιπτώσεις, ουδενός υστερεί σε προσόντα, ούτε και σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, και, επιπλέον, διαθέτει της σύσταση της Διευθύντριας.
Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Μεταξάς υστερεί πολύ οριακά του Λανίτη Βενετοκλή, αρχαιότητα που ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης μόνο, ο επιλεγείς όμως αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, δεν υστερεί αυτού σε αξία, ούτε σε προσόντα και, επιπλέον διαθέτει την υπέρ του σύσταση της Διευθύντριας."
Ο αιτητής προβάλλει αριθμό λόγων ακύρωσης, τους οποίους προχωρώ να εξετάσω με τη σειρά που σχολιάζονται και συζητούνται στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του.
Ως πρώτος λόγος ακύρωσης προβάλλεται η θέση ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παραβίασε τα άρθρα 34(4) και 34(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90 εφόσον δεν τήρησε, σύμφωνα με το συνήγορο, τις προθεσμίες που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα.
Σύμφωνα με το άρθρο 34(4), η Συμβουλευτική Επιτροπή, συνέρχεται, μετά τη λήψη των αιτήσεων, μέσα σε δυο εβδομάδες και μεριμνά όπως οι υποψήφιοι υποβληθούν σε γραπτή ή προφορική εξέταση.
Σύμφωνα με το άρθρο 34(6), το έργο της Συμβουλευτικής Επιτροπής πρέπει να ολοκληρωθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία λήψης των αιτήσεων και εάν αυτό δεν καταστεί δυνατό, η Συμβουλευτική Επιτροπή, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πρόνοιες, ενημερώνει το Γραμματέα της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν στη μη τήρηση του χρονικού πλαισίου των έξι μηνών.
Σ' αυτό το στάδιο θεωρώ σκόπιμο να παρεμβάλω τα εξής σχετικά με το θέμα που εξετάζουμε, αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Οι καθ'ων η αίτηση απέστειλαν στη Συμβουλευτική Επιτροπή τις αιτήσεις των υποψηφίων στις 14/4/2008 και η Συμβουλευτική Επιτροπή συνήλθε σε συνεδρία την 1/9/2008, πέντε μήνες αργότερα. Οι υποψήφιοι κλήθηκαν σε προφορική εξέταση στις 27/2/2009 και η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής υποβλήθηκε στις 28/4/2009. Είναι πρόδηλο, εξάλλου επ' αυτού δεν έχει προκύψει διαφωνία, ότι οι προθεσμίες που αναφέρονται στα πιο πάνω άρθρα δεν τηρήθηκαν.
Είναι η θέση του αιτητή ότι οι προνοούμενες από τα συγκεκριμένα άρθρα προθεσμίες είναι επιτακτικές και συνεπώς η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει.
Σε απάντηση της πιο πάνω θέσης του αιτητή, οι καθ'ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος 2 προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν δικογραφείται στο δικόγραφο της προσφυγής και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 «έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται αιτιολογών ταύτα πλήρως».
Έχω την άποψη ότι στην αίτηση δεν προβάλλεται με επάρκεια η παράβαση των συγκεκριμένων νομοθετικών προνοιών. Η επί του προκειμένου αναφορά του αιτητή στην υπό στοιχείο (4) παράγραφο των νομικών σημείων της προσφυγής, εξαντλείται σε μια γενικής φύσης αναφορά ότι οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν «κατά προφανή παράβαση του Νόμου, Κανονισμών και Διαδικασίας».
Εκείνο που προκύπτει από τη σχετική με την ερμηνεία του Κανονισμού 7, νομολογία, είναι πως τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται από τη δικογραφία η οποία διατηρεί τη φύση της ως μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας (Β. Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Ο ρόλος των γραπτών αγορεύσεων μέσα σε αυτά τα πλαίσια εξαντλείται στην εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση των νομικών λόγων που προσδιορίζονται στην αίτηση και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η χρήση τους για προβολή νέων πρόσθετων λόγων.
Ενδεικτικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την Υπόθεση Αρ. 1514/2008 Μαυρομουστάκη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12/11/2010, το οποίο και υιοθετώ:
"Η εισήγηση είναι ότι η Σ.Ε. ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 34(4) του Ν. 1/1990 αφού δεν συνήλθε εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή των αιτήσεων και των φακέλων. Συμφωνώ με τη Δημοκρατία ότι τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν καλύπτεται από τα νομικά σημεία και τα γεγονότα της προσφυγής, ούτε θα τον εξέταζα αυτεπαγγέλτως, σημειώνω δε περαιτέρω ότι η Αιτήτρια δεν ήγειρε τέτοιο θέμα ενώπιον της Σ.Ε. ή της Ε.Δ.Υ."
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι το θέμα παραβίασης των προνοιών των εδαφίων (4) και (6) του άρθρου 34 του Ν. 1/90 δεν εξειδικεύεται επαρκώς στην προσφυγή και συνεπώς δεν θα εξεταστεί.
Έστω όμως και αν η συγκεκριμένη παραβίαση εξειδικευόταν από τον αιτητή επαρκώς στο δικόγραφό του, η επί του προκειμένου θέση του δεν θα με εύρισκε σύμφωνο. Έχω την άποψη ότι οι προθεσμίες που οι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες θέτουν, δεν είναι επιτακτικού χαρακτήρα ως είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για προθεσμίες ενδεικτικής παρά ανατρεπτικής φύσης. Σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 11(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, (Ν. 158(Ι)/1999), σύμφωνα με τις οποίες οι προθεσμίες που τάσσονται για την έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός και αν ρητά προνοείται ότι αυτές είναι ανατρεπτικές. Στην περίπτωση μας οι υπό εξέταση πρόνοιες δεν ορίζουν ρητά ότι η προθεσμία των τριάντα ημερών είναι ανατρεπτική, έτσι ώστε η μη τήρηση της προθεσμίας να συνεπάγεται ακυρότητα της διοικητικής πράξης που εκδίδεται μετά την εκπνοή της.
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Α.Ε. 67/2008 κ.ά., Pharmnet ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10/1/2011 και συγκεκριμένα στο πιο κάτω απόσπασμα:
"Η μη τήρηση των χρονικών προθεσμιών από τη διοίκηση, δεν έχει τις ίδιες συνέπειες όπως στην περίπτωση του διοικούμενου. Η μη τήρηση από το διοικούμενο οδηγεί σε στέρηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων του, ενώ η μη τήρηση από τη διοίκηση δεν επιφέρει αυτόματα ακυρότητα της απόφασης (Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181)."
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Ως δεύτερο λόγο ακύρωσης, ο αιτητής προβάλλει τη θέση μη τήρησης άρτιου πρακτικού από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Ισχυρίζεται ότι στην έκθεση της δεν αναφέρεται εάν υπήρξε συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων και έγκριση του τελικού κειμένου από τα μέλη της. Προβάλλει επίσης ότι δεν αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε η διεξαγωγή προφορικής συνέντευξης έξι μήνες μετά την πρώτη συνεδρία, καθώς επίσης και ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική εξήγηση για τους λόγους της απουσίας ενός εκ των μελών της επιτροπής. Τέλος, ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν καταγράφεται η συζήτηση που έγινε, τα θέματα πάνω στα οποία βασίστηκε η εξέταση ούτε και ο χρόνος διάρκειας της.
Το άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), προβλέπει ότι:-
"24. - (1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία."
Έχει κατ' επανάληψη λεχθεί ότι η απουσία πρακτικών στερεί την απόφαση από τη δέουσα αιτιολογία, η οποία δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί με αναφορά στο περιεχόμενο του φακέλου λόγω έλλειψης ουσιωδών στοιχείων (Medcon Construction and others v. Republic (1968) C.L.R. 535), ενώ παράλληλα ενδεχομένως να παραβιάζει τους κανόνες της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης.
Στην κρινόμενη περίπτωση οι επί του προκειμένου ισχυρισμοί του αιτητή κρίνονται ανεδαφικοί. Το ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή τήρησε πρακτικά φαίνεται από την έκθεσή της, στην οποία ενσωματώθηκαν τα πρακτικά όπου γίνεται χωριστή αναφορά στην κάθε μια συνεδρία της.
Στα επισυναπτόμενα στην έκθεση πρακτικά των συνεδριάσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής γίνεται ρητή αναφορά στο ποια μέλη ήταν παρόντα στην κάθε συνεδρία. Επίσης καταγράφεται ο λόγος για τον οποίο συγκεκριμένο μέλος απουσίαζε. Είναι η διαπίστωση μου ότι η έκθεση και τα παραρτήματα περιέχουν τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Η έκθεση ήταν υπογεγραμμένη από τον Πρόεδρο και τα τρία μέλη τα οποία ήταν παρόντα κατά την προφορική εξέταση. Όσον αφορά τα πρακτικά των συνεδριάσεων και αυτά φέρουν την υπογραφή των παρόντων μελών. Συνεπώς τηρήθηκαν πλήρη πρακτικά των συνεδριών της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως συλλογικού οργάνου στα οποία αποτυπώθηκαν με σαφήνεια οι αποφάσεις που λήφθηκαν σε κάθε στάδιο, σύμφωνα με το άρθρο 24, του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 και τη νομολογία.
Αναφορικά με τη σχετική με την απόδοση του αιτητή βαθμολογία, η οποία έπρεπε να είχε, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους του, δοθεί στον αιτητή, αυτό συνιστά θέμα που ανάγεται στην υποκειμενική κρίση των αξιολογούντων και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Εκείνο που ελέγχεται είναι η νομιμότητα της απόφασης και η αιτιολογία της, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά από τη συζήτηση του συλλογικού οργάνου και όχι η νοητική λειτουργία των μελών του. (Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452).
Αναφορικά με το ότι δεν δόθηκαν εξηγήσεις ως προς το γιατί η απόφαση για διεξαγωγή προφορικής εξέτασης λήφθηκε με καθυστέρηση έξι μηνών, περιορίζομαι να υπενθυμίσω την κατάληξη μου ότι οι προθεσμίες δεν είναι επιτακτικού χαρακτήρα και συνεπώς η καταγραφή ως προς τον χρόνο διεξαγωγής της προφορικής συνέντευξης δεν ήταν αναγκαία.
Για τους πιο πάνω λόγους, αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του αιτητή περί μη αποκάλυψης του είδους των θεμάτων που τέθηκαν στους υποψηφίους.
Ως λόγο ακύρωσης, ο αιτητής προβάλλει επίσης ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή στερείται της δέουσας αιτιολογίας. Η επί του προκειμένου θέση του περιστρέφεται γύρω από τον πιο κάτω άξονα.
Απλή αναφορά που καταλήγει σε κοινοτυπία δεν αποτελεί αιτιολογία ενώ η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη δεν παρέχει καμιά πληροφορία για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης και δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Για να είναι νοητός ο έλεγχος θα πρέπει, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση να είναι γνωστή. Η ανυπαρξία οποιωνδήποτε στοιχείων μέσα στο έγγραφο της απόφασης της αρμόδιας αρχής την καθιστά αναιτιολόγητη και κατά συνέπεια καθιστά την απόφαση ακυρώσιμη. Το διορίζον όργανο έχει καθήκον να καταγράψει τις εντυπώσεις από τη συνέντευξη του κάθε υποψήφιου γιατί μόνο έτσι είναι εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος.
Ούτε ο εν λόγω ισχυρισμός γίνεται δεκτός. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού περάτωσε την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων και την αξιολόγηση της, προχώρησε στη γενική αξιολόγηση. Αφού έλαβε υπόψη, σύμφωνα με το πρακτικό, την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Είναι η διαπίστωση μου ότι υπάρχει επαρκής αιτιολογία στην αποτύπωση της εντύπωσης των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσον αφορά την προφορική εξέταση των υποψηφίων ενώπιόν της. Οι λόγοι για τη σύσταση των ενδιαφερόμενων μερών φαίνονται σαφώς στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και θεωρώ ότι η απόφαση της να μην συμπεριλάβει τον αιτητή στους υποψήφιους που συστήθηκαν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η Συμβουλευτική Επιτροπή προσδιόρισε με σαφήνεια την εντύπωση που απεκόμισε για κάθε υποψήφιο. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την έκθεση της:
"ΙΙ. Λανίτης Βενετοκλής: Πάρα Πολύ Καλός
Αξιολογήθηκε ως Πάρα Πολύ Καλός κατά την προφορική εξέταση.
Στις ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων 5 χρόνων έχει βαθμολογηθεί με εξαίρετα
Εργάστηκε ως:
Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης (Ορθοπεδικής), Γ.Ν. Λάρνακας 15/10/1992 - 31/5/1993 (υποβολή παραίτησης)
Έκτακτος Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης (Ορθοπεδικής), Γ.Ν. Πάφου, 19/09/1994 - 31/12/1996
Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης (Ορθοπεδικής), Γ.Ν. Πάφου, Γ.Ν. Λεμεσού 1/1/1997 - 23/5/1999, 24/5/1999 - Σήμερα
Πληροί τους όρους 3Β(1), Β(2)(α), Γ(1) και Σημείωση (1) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας. Λόγω του ότι ο υποψήφιος δεν έχει επιπρόσθετα προσόντα, η τελική του αξιολόγηση παραμένει η ίδια με την προφορική του.
ΙΙΙ. Μεταξάς Γεώργιος: Σχεδόν Εξαίρετος
Αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Εξαίρετος κατά την προφορική εξέταση.
Στις ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων 5 χρόνων έχει βαθμολογηθεί με εξαίρετα
Εργάστηκε ως:
Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης (Ορθοπεδικής), Γ.Ν. Πάφου, 1/1/1997 - Σήμερα
Πληροί τους όρους Β(1), Β(2)(α), Γ(1) και Σημείωση (1) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας. Λόγω του ότι ο υποψήφιος δεν έχει επιπρόσθετα προσόντα, η τελική του αξιολόγηση παραμένει η ίδια με την προφορική του.
IV. Σπαστρής Πέτρος: Σχεδόν Εξαίρετος
Αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Εξαίρετος κατά την προφορική εξέταση.
Στις ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων 5 χρόνων έχει βαθμολογηθεί με εξαίρετα
Εργάστηκε ως:
Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης (Ορθοπεδικής), Γ.Ν. Λάρνακας, 2/3/1993 - 31/10/1994, Γ.Ν. Λευκωσίας, 1/11/1994 - Σήμερα
Πληροί τους όρους 3Β(1), Β(2)(α), Γ(1) και Σημείωση (1) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας. Λόγω του ότι ο υποψήφιος δεν έχει επιπρόσθετα προσόντα, η τελική του αξιολόγηση παραμένει η ίδια με την προφορική του."
Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει εφόσον αυτή δεν έλαβε υπόψη όλα τα κριτήρια των υποψηφίων και συνεπώς τελούσε υπό πλάνη. Συγκεκριμένα παραγνώρισε, σύμφωνα με το συνήγορο, ότι ο αιτητής υπερείχε σε πείρα έναντι των ενδιαφερόμενων μερών και σε ηλικιακή αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 2. Ούτε ο εν λόγω ισχυρισμός ευσταθεί.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνεκτίμησε όχι μόνο την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση αλλά και τα υπόλοιπα στοιχεία, δηλαδή την αξία, την αρχαιότητα και τα προσόντα. Η μη ρητή αναφορά στην όποια πείρα του αιτητή, δεν εξυπακούει ότι αυτή δεν λήφθηκε υπόψη. Τα στοιχεία των φακέλων ήταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία, αφού προέβη σε εκτίμηση όλων των στοιχείων, αποφάσισε να συστήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στον κατάλογο των αιτητών, ο οποίος επισυνάφθηκε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταγράφεται η σταδιοδρομία των υποψηφίων. Στην απουσία απόδειξης περί του αντιθέτου, πρέπει να εκληφθεί ότι η Ε.Δ.Υ., έλαβε υπόψη της την πείρα των υποψηφίων ενόψει του τεκμηρίου της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων (βλ. C. Skarparis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 106 και Kousoulides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438). Ο αιτητής επικαλείται πείρα που απέκτησε πριν το μόνιμο διορισμό του στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης. Σημειώνω ότι το ενδιαφερόμενο μέρος 1 είχε αρχαιότητα έναντι του αιτητή στην αμέσως προηγούμενη θέση. Κατείχε τη θέση ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης από τις 2/3/1994 έναντι του αιτητή, ο οποίος είχε διοριστεί την 1/1/1997.
Σύμφωνα με τη νομολογία η πείρα, ως παράγοντας που επηρεάζει τις προαγωγές, για να είναι αποφασιστικής σημασίας, πρέπει να είναι πείρα που έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης. Πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα.
Συνεπώς και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Ως λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει επίσης τη θέση ότι πάσχει η σύσταση της Διευθύντριας των Ιατρικών Υπηρεσιών. Ισχυρίζεται ότι η Διευθύντρια εσφαλμένα προέβηκε σε αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και αυτό συνιστά αναρμόδια ανάμειξη.
Με όλο το σέβας, ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Η παρουσία και γενικά ο ρόλος της Διευθύντριας κατά την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον της ΕΔΥ, είναι η υποβοήθηση της Επιτροπής στο έργο της για διαμόρφωση ολοκληρωμένης εικόνας για τον κάθε υποψήφιο, εικόνας βασιζόμενης σε προηγούμενη γνώση σε σχέση με τους υποψηφίους.
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 83:
"Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η άποψη του Διευθυντή αποτέλεσε παράγοντα που βοήθησε στη διαμόρφωση άποψης χωρίς να αποτελέσει κριτήριο επιλογής, είναι ορθή. Από τα πρακτικά της υπόθεσης φαίνεται ότι η αξιολόγηση του Διευθυντή δεν επέδρασε, αλλά ούτε και επηρέασε την ΕΔΥ η οποία προέβηκε στη δική της αξιολόγηση που μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν διαφορετική από εκείνη του Διευθυντή. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ιωνά κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1775, 1788, αναφορικά με τις εντυπώσεις που εκφράζει ο Διευθυντής,
"Οι εντυπώσεις του Διευθυντή του Τμήματος και η εκτίμησή του για την απόδοση των υποψηφίων σε συνεντεύξεις δεν αποτελούν σύσταση με το νόημα του άρθρου 44(3). Στην υπόθεση Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856, αποφασίστηκε ότι η απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη είναι διαδικασία, η οποία βοηθά την αξιολόγηση των υποψηφίων κυρίως αναφορικά με την αξία και σε κάποιο βαθμό με τα προσόντα.""
Έχω την άποψη ότι η σύσταση της Διευθύντριας δεν έγινε στη βάση των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης∙ κάτι τέτοιο δεν θα ήταν επιτρεπτό. Ενώπιον της είχαν τεθεί οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, στη βάση των οποίων η Διευθύντρια προέβηκε στη σύσταση της και όχι με βάση την αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Επομένως τα όσα λέχθηκαν obiter στην υπόθεση Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12, τα οποία επικαλείται ο συνήγορος του αιτητή, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Είναι επιτρεπτή η έκφραση γνώμης από τη Διευθύντρια, η οποία παρευρίσκεται στη διαδικασία της συνέντευξης. Τέτοια έκφραση γνώμης είναι βοηθητική και δεν δεσμεύει την Ε.Δ.Υ. (Υπόθεση Αρ. 76/2010, Βραχίμης ν Δημοκρατίας, ημερομηνίας 27/9/2011).
Τέλος ο αιτητής, ως λόγο ακύρωσης προβάλλει τη θέση ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, καθώς και ότι δόθηκε αποφασιστική σημασία στην προφορική συνέντευξη.
Δεν συμμερίζομαι την εν λόγω θέση. Η απόφαση των καθ'ων η αίτηση δεν φαίνεται να είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, αφού τα ενδιαφερόμενα μέρη και ο αιτητής ήταν ισάξιοι. Πέραν όμως τούτου και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η αξιολόγηση των ενδιαφερόμενων μερών από τους καθ'ων η αίτηση κατά τη διάρκεια της προφορικής συνέντευξης ευνοεί τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα ενδιαφερόμενα μέρη διαθέτουν υπέρ τους και τη σύσταση του Διευθυντή, απόκλιση από την οποία όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά.
Η απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις έχει αυξημένη βαρύτητα όταν πρόκειται για πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και θέσεων υψηλών στην υπαλληλική ιεραρχία, όπου η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων των προϋποθέτει πρόσωπα που διαθέτουν προσωπικότητα, καθώς και διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες. Έχοντας δε υπόψη την εξίσου καλή αξιολόγηση των ενδιαφερόμενων μερών κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής, θεωρώ ότι δεν ήταν υπέρμετρη η βαρύτητα που της δόθηκε.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση €1.350. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ