ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1640/2011)
4 Ιουνίου 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΓΡΗΓΟΡΗ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
2. ΜΗΝΑ ΤΑΠΑΚΗ
Αιτητών
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄Ης η Αίτηση.
_________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ΄Ης η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex Tempore)
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με επιστολές ημερομηνίας 14.9.2011 προσέφερε, αντιστοίχως, διορισμό στους δύο Αιτητές στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού Τμήματος Δημοσίων Έργων από 17.10.2011, με όρους που επεσυνάφθησαν στις εν λόγω επιστολές. Οι Αιτητές, με επιστολές ημερομηνίας 21.9.2011 και 22.9.2011 αντιστοίχως, απεδέχθησαν την προσφορά διορισμού και τους όρους αυτού. Την 4.10.2011 η ΕΔΥ με άλλη επιστολή ενημέρωσε τους Αιτητές ότι οι όροι υπηρεσίας που εκτίθεντο στην προσφορά διορισμού τους στις 14.9.2011 τροποποιούντο και αντικαθίσταντο με άλλους όρους. Τούτο συναρτάτο προς την εν τω μεταξύ ψήφιση του Νόμου 113(Ι)/2011 ο οποίος εδημοσιεύθη μεν την 31.8.2011 αλλά ετέθη σε ισχύ από την 1.10.2011. Βάσει γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας, την οποία έλαβε η ΕΔΥ, με ημερομηνία 24.11.2011, οι πρόνοιες του Νόμου εθεωρούντο ότι υπερείχαν οποιασδήποτε άλλης πρόνοιας και άρα ορθώς θα έπρεπε να εφαρμόζοντο και στους Αιτητές ως νεοεισερχόμενους υπαλλήλους. Αυτό με αναφορά στις πρόνοιες του Νόμου. Οι Αιτητές όμως, αντιδρούντες με την προσφυγή τους, επιδιώκουν δήλωση ότι δεν ήταν δυνατή η εκ των υστέρων τροποποίηση των όρων διορισμού των μετά από την τελείωση του διορισμού των με την αποδοχή των της προσφοράς η οποία περιείχε τους αρχικούς όρους.
Το θέμα ρυθμίζεται από το άρθρο 37 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και ρυθμίζεται πολύ καθαρά. Το άρθρο 37(1) προβλέπει:
«Μόνιμος διορισμός ή προαγωγή γίνεται με γραπτή προσφορά από την Επιτροπή προς το πρόσωπο το οποίο αυτή επιλέγει για διορισμό ή προαγωγή, ανάλογα με την περίπτωση, και γραπτή αποδοχή από αυτό.»
Και προχωρεί στο άρθρο 37(2) ο Νόμος να προβλέψει ότι:
«Η προσφορά αναφέρει την αμοιβή και τους λοιπούς όρους υπηρεσίας της θέσης.»
Προνοείται περαιτέρω στο άρθρο 37(5) ότι:
«Οι μόνιμοι διορισμοί και οι προαγωγές δημοσιεύονται το ταχύτερο στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, αλλ' όχι αργότερα από 45 ημέρες από την αποδοχή της προσφοράς.»
Είναι η θέση της Δημοκρατίας ότι η δημοσίευση της πράξης του διορισμού είναι συστατικό στοιχείο για την ολοκλήρωση της πράξης και απαιτείται, όπως ισχυρίζεται η Δημοκρατία, ρητά από το νόμο όπως αυτός παραταθεί. Η πράξη, λέγει η Δημοκρατία, τελειούται με τη δημοσίευση, οπότε και μόνο τότε ολοκληρώνεται ο διορισμός.
Τα πράγματα σαφώς δεν είναι έτσι και έχουν πλήρες έρεισμα οι αιτιάσεις των Αιτητών. Η αναφορά στο άρθρο 37(1) δείχνει ότι είναι η προσφορά και η αποδοχή που συνιστούν το διορισμό και τούτο με βάση την περαιτέρω αναφορά στο άρθρο 37(2) όσον αφορά το ότι στην προσφορά περιέχονται οι όροι υπηρεσίας του διορισμού. Η αναφορά στη δημοσίευση στο άρθρο 37(5), και μάλιστα χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία μετά από την οποία θα πρέπει να γίνει η δημοσίευση παρά μόνο εντός 45 ημερών, δείχνει ακριβώς ότι η δημοσίευση δεν είναι απαραίτητο στοιχείο του διορισμού, της τελείωσης δηλαδή του διορισμού, παρά μόνο αναγκαίο να γίνει για τους σκοπούς για τους οποίους η δημοσίευση θεωρείται από το νόμο ως κοινοποίηση του διορισμού. Εξ ου και, όπως ανέφερα, οι διορισμοί δημοσιεύονται το ταχύτερο και εντός 45 ημερών από της αποδοχής της προσφοράς, παραπέμποντας στην αποδοχή της προσφοράς η οποία έχει τη δική της σημασία ως προς την τελείωση του διορισμού. Αυτό είναι με συνέπεια και προς τις παραδοσιακές αρχές των αντιλήψεων του νόμου, ότι δηλαδή η προσφορά και η αποδοχή είναι εκείνες που συνιστούν μια τελειωμένη πράξη. Πέραν τούτου βεβαίως, έχει γίνει αναφορά από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους Αιτητές και στη νομολογία. Στην Ιωσήφ ν. ΕΔΥ (1998) 4Α ΑΑΔ 68, ο Δικαστής Καλλής είπε:
«Κρίνω ότι ο διορισμός και κατ' επέκταση η δημοσιοϋπαλληλική σχέση "τελειούται" με την αποδοχή της προσφοράς του διορισμού και με τον διορισμό του υποψηφίου μετά την αποδοχή της προσφοράς (Βλ. άρθρα 37 (1) και (3) του Νόμου).»
Περαιτέρω αναφορά γίνεται στη νομολογία που προέρχεται από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Τριμιθιώτη ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2003) 3 ΑΑΔ 422 και Κωμοδρόμου ν. Δήμου Πάφου (2004) 3 ΑΑΔ 663.
Δεν ήταν λοιπόν δυνατό για τη διοίκηση να δικαιούται εκ των υστέρων να τροποποιήσει τους όρους της προσφοράς οι οποίοι είχαν ήδη γίνει αποδεκτοί και να αλλάξει έτσι την όλη υπόσταση του διορισμού ο οποίος είχε ήδη γίνει. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι ο νόμος δεν μπορούσε να τροποποιήσει τους όρους της υπηρεσίας. Το κρινόμενο όμως πλέον δεν θα ήταν η νομιμότητα της πράξης της ΕΔΥ να τροποποιήσει η ίδια τους όρους του διορισμού, αλλά οι όποιες συνέπειες του νόμου οι οποίες και θα εκρίνοντο ανάλογα στη διαδικασία στην οποία το θέμα θα μπορούσε να είχε εγερθεί, και τούτο μετά από την ισχύ του διορισμού και στα πλαίσια σχέσεως ΕΔΥ και διορισθέντος υπαλλήλου. Αυτό δεν είναι το εγειρόμενο στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία το μόνο κρινόμενο είναι η νομιμότητα της ενέργειας της ΕΔΥ να τροποποιήσει εκ των υστέρων τους όρους της προσφοράς η οποία ήδη έγινε αποδεκτή.
Θέλω να πω και κάτι άλλο το οποίο επεκτείνεται και στο θέμα της καλής πίστης της διοίκησης. Ο νόμος αυτός εδημοσιεύθη την 31.8.2011 και είχε ισχύ από την 1.10.2011. Ήταν λοιπόν υπ΄όψη της ΕΔΥ η ύπαρξη αυτού του νόμου, με σαφή την ημερομηνία ισχύος του από 1.10.2011. Επομένως όταν η ΕΔΥ διαμόρφωνε τους όρους τους οποίους είχε υπ΄όψη να προσφέρει στους Αιτητές, είχε υπ΄όψη της τις πρόνοιες του νόμου και μπορούσε είτε να διαμόρφωνε τη δική της θέση αναλόγως ή να έδιδε την προσφορά της μετά την ισχύ του νόμου. Δεν έπραξε όμως τούτο, και η ενέργεια της, εκ των υστέρων κρινόμενη, να επιδιώξει τροποποίηση των όρων, έχει προεκτάσεις και σε αυτή τη πτυχή του θέματος η οποία σαφώς καθιστούσε ακόμα πιο αδικαιολόγητη τη δική της μετάλλαξη όσον αφορά το θέμα της καλής πίστης προς τον πολίτη.
Η προσφυγή λοιπόν επιτυγχάνει και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται. Επιδικάζονται σε κάθε Αιτητή €600 έξοδα πλέον ΦΠΑ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΚΧ»Π