ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1458/2011)
28 Ιουνίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Μ. Μενελάου, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής αφυπηρέτησε πρόωρα στην ηλικία των 51 ετών από τη θέση του Λοχία στην Πυροσβεστική Υπηρεσία στις 6.8.2011. Είχε συνολικά υπηρετήσει στην Πυροσβεστική Υπηρεσία 29 έτη, 6 μήνες και 29 ημέρες. Στις 26.8.2011, το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας του απέστειλε επιστολή με την οποία παρέλειψε να χορηγήσει στα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα αύξηση 2 ετήσιων προσαυξήσεων της κλίμακας Α8+1, κατά παράβαση, ως ο αιτητής διατείνεται, του άρθρου 8(2) του περί Συντάξεων Νόμου αρ. 97(Ι)/97, ως τροποποιήθηκε.
Κατά τη θέση του αιτητή, η αφυπηρέτηση του σε προγενέστερο του 55ου έτους της ηλικίας του χρόνο, του έδιδε το δικαίωμα ή το ευεργέτημα για αύξηση στις συντάξιμες απολαβές του κατά ποσό ίσο με 2 ετήσιες προσαυξήσεις. Ο ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι οι καθ΄ ων ερμήνευσαν λανθασμένα το άρθρο 8(2) του Νόμου, το οποίο αρχικώς προνοούσε τα εξής:
«(2) Τηρουμένων των διατάξεων για ανώτατο ποσοστό σύνταξης, σε περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος υπηρέτησε ως αστυνομικός ή λοχίας πάνω από είκοσι πέντε έτη η συντάξιμη υπηρεσία του επαυξάνεται κατά τόσους πρόσθετους μήνες όσοι είναι οι μήνες της υπηρεσίας του πάνω από είκοσι πέντε έτη, με ανώτατο όριο επαύξησης εξήντα μήνες:
Νοείται ότι σε περίπτωση αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας με το βαθμό του αστυνομικού ή λοχία -
(α) Με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του• ή
(β) δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) του παρόντος Νόμου, αφού συμπληρώσει τους μήνες υπηρεσίας που διασφαλίζουν το ανώτατο ποσοστό σύνταξης,
θα λογίζεται ότι οι συντάξιμες απολαβές του αυξάνονται κατά ποσό ίσο με δύο ετήσιες προσαυξήσεις της κλίμακάς του.»
Η περί Συντάξεων Νομοθεσία τροποποιήθηκε όμως με το Νόμο αρ. 37(Ι)/2010, με την προσθήκη των εξής επιφυλάξεων, στο πιο πάνω άρθρο 8(2):
«Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία το οποίο υπηρετεί κατά την 10η Μαρτίου 2010 και το οποίο αφυπηρετεί με τη συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του ή σε οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι σε περίπτωση αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία -
(α) το οποίο συμπληρώνει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του μεταξύ της 11ης Μαρτίου 2010 και της 10ης Σεπτεμβρίου 2011, και των δύο ημερομηνιών περιλαμβανομένων, θα λογίζεται ότι οι συντάξιμες απολαβές του αυξάνονται κατά ποσό ίσο με δύο ετήσιες προσαυξήσεις της κλίμακάς του• ή
(β) το οποίο συμπληρώνει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του μεταξύ της 11ης Σεπτεμβρίου 2011 και της 10ης Μαρτίου 2013, και των δύο ημερομηνιών περιλαμβανομένων, θα λογίζεται ότι οι συντάξιμες απολαβές του αυξάνονται κατά ποσό ίσο με μία ετήσια προσαύξηση της κλίμακάς του.»
Εισήγηση, επομένως, του αιτητή είναι ότι οι προσαυξήσεις συναρτώντο προς ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, η πρώτη των οποίων ήταν ότι η αφυπηρέτηση γίνεται με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας ή σε οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο, προϋπόθεση την οποία ο αιτητής πληρούσε εφόσον κατά την αφυπηρέτηση του στις 6.8.2011 ήταν 51 ετών, με ημερομηνία γέννησης την 17.4.1960.
Διά της τροποποιήσεως αυτής και της προσθήκης της φράσεως «σε προγενέστερο χρόνο», ο νομοθέτης έδωσε ευεργέτημα στους Λοχίες της Αστυνομίας για αύξηση των συνταξίμων απολαβών κατά πόσο ίσο με 2 ετήσιες προσαυξήσεις της κλίμακας τους. Εάν η ως άνω φράση δεν ερμηνευθεί κατά την καθαρή και δηλωτική πρόθεση του νομοθέτη για παροχή αυτών των προσαυξήσεων, τότε αναιρείται ο σκοπός θέσπισης της τροποποιήσεως.
Οι καθ΄ ων η αίτηση με αναφορά στα ίδια γεγονότα και στα ουσιώδη άρθρα της περί Συντάξεων Νομοθεσίας, εισηγούνται ότι η τροποποίηση που επήλθε δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να εισάγει ευνοϊκότερη ρύθμιση σε ό,τι αφορούσε την παροχή των προσαυξήσεων από αυτή που υπήρχε προηγουμένως. Σ΄ αυτό το ερμηνευτικό αποτέλεσμα οδηγούνται οι καθ΄ ων και από την απάντηση του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ως το αρμόδιο Τμήμα για τη θέσπιση και τροποποίηση της περί Συντάξεων Νομοθεσίας, το οποίο Τμήμα εξέφρασε ακριβώς την άποψη σε απαντητική επιστολή του προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, ο οποίος απηύθυνε σχετικό ερώτημα με επιστολή του ημερ. 10.6.2011, λόγω διαφορετικής άποψης που είχε η Αστυνομία με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ότι διατηρούνταν τα αυξημένα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που παραχωρούνταν στη βάση της νομοθεσίας στις περιπτώσεις των Αστυνομικών και Λοχίων που βρίσκονταν εν υπηρεσία κατά την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού Νόμου και ότι δεν ήταν δυνατή η ερμηνεία κατά τρόπο που να ρυθμίζετο διαφορετικά το θέμα από προηγουμένως. Είναι με αυτό το σκεπτικό που το Γενικό Λογιστήριο κατά την αφυπηρέτηση του αιτητή στις 6.8.2011, δεν του παραχώρησε τις δύο προσαυξήσεις.
Πρέπει κατ΄ αρχάς να τονισθεί ότι η όποια αντίκρυση του θέματος ερμηνείας από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού σαφώς δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, το οποίο είναι και το μόνο που δύναται να ερμηνεύει αυθεντικά οποιαδήποτε νομοθεσία, πρωτογενή ή δευτερογενή, έγγραφα ή κείμενα. Το Δικαστήριο ερμηνεύει και δεν αναπλάθει ή συμπληρώνει βέβαια το Νόμο, (δέστε Εταιρεία Γύψου & Γυψοσανίδων Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 46). Σ΄ ό,τι αφορά την ερμηνεία νομοθετικών διατάξεων προέχει σ΄ αυτές η απόδοση τέτοιας ερμηνείας ώστε να αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοια τους. Αν υπάρχει ασάφεια στις λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούνται, είναι δυνατή η καταφυγή στην τελεολογική ερμηνεία ενός νομοθετήματος και ο προσανατολισμός μέσω του σκοπού του νομοθέτη, χωρίς όμως αυτού του είδους η προσέγγιση να επιτρέπει ταυτόχρονα απόκλιση από τις ρητές διατάξεις του νόμου ή της τροποποίησης του, (Odgers´: The Construction of Deeds and Documents, 4η έκδ., σελ. 174 και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151).
Είναι πρόδηλο ότι η τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 37(Ι)/2010, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 30.4.2010, είχε σκοπό να επιφέρει μια αλλαγή στο προηγούμενο καθεστώς, εξ ου και τέθηκαν σε ισχύ οι δύο πρόσθετες επιφυλάξεις. Ο αιτητής υπηρετούσε στις 10.3.2010, που είναι η ημερομηνία που καθορίζεται στην πρώτη επιφύλαξη της τροποποίησης και έτσι πληρούσε τον όρο αυτό. Το ερώτημα είναι κατά πόσο, εφόσον κατά την αφυπηρέτηση του στις 6.8.2011, παραδεκτά δεν είχε συμπληρώσει την ηλικία των 55 ετών, που είναι η άλλη προϋπόθεση της εν λόγω επιφύλαξης, δικαιούτο να ευεργετηθεί ως εμπίπτων στην έννοια της φράσης «σε οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο».
Μετά από περίσκεψη ως προς την όλη έννοια της επελθούσας τροποποίησης, κρίνεται ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί, διότι τα δεδομένα του αιτητή δεν καλύπτονται από αυτή. Η αντιπαραβολή του αρχικού κειμένου του εδαφίου (2) του άρθρου 8, με το κείμενο όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με το Νόμο αρ. 37(Ι)/2010, δείχνει τα εξής: αρχικά ο νομοθέτης προνόησε για την προσαύξηση της συντάξιμης υπηρεσίας σε αστυνομικούς ή λοχίες οι οποίοι υπηρέτησαν για περίοδο άνω των 25 ετών, οπότε προστίθενται τόσοι μήνες όσοι οι μήνες υπηρεσίας με ανώτατο όριο τους 60 μήνες προσαύξησης. Ιδιαιτέρως όμως προβλέφθηκε ότι για όσους αφυπηρετούν στα 55 τους έτη, η προσαύξηση θα ισούται με δύο ετήσεις προσαυξήσεις της κλίμακας τους.
Ο αιτητής έχοντας υπηρετήσει πάνω από 25 έτη, αλλά αφυπηρετήσας πριν τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του, έλαβε ως προσαύξηση τους πρόσθετους μήνες υπηρεσίας άνω των 25 ετών υπηρεσίας μέχρι το ανώτατο όριο των 60 μηνών, δηλαδή, τα πέντε έτη, τα οποία ο αιτητής υπολοιπόταν κατά λιγότερο από έξι μήνες. Η τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 37(Ι)/2010, επέφερε αναμφίβολα αλλαγή, αλλά δεν επηρέασε τα δεδομένα του αιτητή. Αυτό γιατί σημείο αναφοράς και πριν και μετά την τροποποίηση είναι η συμπλήρωση της ηλικίας των 55 ετών ως παρέχουσα το δικαίωμα στην αφυπηρέτηση. Κατά την αρχική επιφύλαξη, η δυνάμει της υποπαρ. (α) αφυπηρέτηση στα 55 έτη, (η υποπαρ. (β) δεν εφαρμόζεται εν πάση περιπτώσει στον αιτητή), έδιδε δικαίωμα προσαύξησης στις συντάξιμες απολαβές κατά δυο ετήσιες προσαυξήσεις της κλίμακας του.
Η τροποποίηση επέφερε τις εξής αλλαγές, κατά σταδιακό μάλιστα τρόπο: (i) όσοι υπηρετούσαν στις 10.3.2010 και αφυπηρετούσαν συμπληρώνοντας την ηλικία των 55 ετών σε βαθμό όχι ανώτερο από του λοχία, δικαιούνταν επίσης στο ευεργέτημα των δύο ετήσιων προσαυξήσεων. Αυτό το ευεργέτημα ήταν ουσιαστικά επέκταση της αρχικής επιφύλαξης, αλλά μόνο (έτσι το καθορίζει ρητά η προστεθείσα επιφύλαξη), για όσους στις 10.3.2010, συμπλήρωναν το 55ο έτος. Η φράση «ή σε οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο», ορθά ερμηνευόμενη, δεν συναρτάται προς την ηλικία των 55 ετών μόνο, αλλά και προς την ημερομηνία 10.3.2010. Δεν μπορεί να αποσυνδεθούν τα δύο, όπως επιχειρεί ο αιτητής, διαφορετικά η ημερομηνία 10.3.2010 δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Δεν μπορεί, δηλαδή, απλώς ο λοχίας που υπηρετούσε στις τάξεις της αστυνομίας στις 10.3.2010, αλλά αφυπηρετούσε οποτεδήποτε πριν τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του, να δικαιούται στην περαιτέρω αύξηση των δύο ετήσιων προσαυξήσεων στη σύνταξη του. Τέτοια ερμηνεία εμφανώς θα εξουδετέρωνε την αρχική επιφύλαξη, (η οποία και δεν αλλοιώθηκε), που συνάρτησε ρητά τη συμπλήρωση του 55ου έτους με τις δύο ετήσιες προσαυξήσεις.
(ii) Το ότι η ηλικία των 55 ετών παραμένει το ουσιαστικό κριτήριο για την προσθήκη των δύο ετησίων προσαυξήσεων φανερώνεται και από την περαιτέρω επιφύλαξη που προσέθεσε ο Νόμος αρ. 37(Ι)/2010. Στις δύο υποπαραγράφους (α) και (β), η ηλικία της συμπλήρωσης των 55 ετών συναρτάται με δύο περιόδους χρόνου, η μια μεταξύ 11.3.2010-10.9.2011 και η άλλη μεταξύ 11.9.2011-10.3.2013. Στην πρώτη περίπτωση, η αύξηση είναι ίση με δύο ετήσιες προσαυξήσεις, στη δεύτερη, η αύξηση περιορίζεται στη μια ετήσια προσαύξηση.
Επομένως, η όλη προσθήκη των δύο περαιτέρω επιφυλάξεων με το Νόμο αρ. 37(Ι)/2010, ήταν περιοριστικής φύσεως εφόσον η εισαγωγή της έγινε υπό τύπον διευκρινίσεως και αποκλειστικά αφορούσε τους εν υπηρεσία ουχί ανώτερους του βαθμού του λοχία, οι οποίοι κατά την περίοδο 10.3.2010-10.3.2013 συμπλήρωναν το 55ο έτος της ηλικίας τους για σκοπούς αφυπηρέτησης. Ο αιτητής επέλεξε να αφυπηρετήσει σε ηλικία 51 ετών και άρα στις 10.3.2010, δεν ήταν εν πάση περιπτώσει 55 ετών. Η φράση «ή σε οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο», σημαίνει υπό το φως όλων των ανωτέρω, ότι θα έπρεπε να είχε, ούτως ή άλλως, συμπληρώσει πριν τις 10.3.2010, την ηλικία των 55 ετών και όχι ότι μπορούσε να αφυπηρετήσει σε μικρότερη ηλικία. Άλλωστε ο αιτητής δεν αφυπηρέτησε στις 10.3.2010 ή προγενέστερα, αλλά στις 6.8.2011. Ούτε τότε όμως ενέπιπτε στις περαιτέρω επιφυλάξεις της τροποποίησης, εφόσον στις περιόδους που εκεί καθορίζονται, θα έπρεπε να είχε συμπληρώσει και πάλι την ηλικία των 55 ετών.
Ακριβώς, η ερμηνεία που δίδει ο αιτητής είναι αδόκιμη διότι ένας Νόμος ερμηνεύεται στο σύνολο του και όχι απομονωμένα, ενώ αποκτά σημασία και ο σκοπός που ήθελε να επιφέρει ο νομοθέτης διά αλλαγής σε προηγούμενο καθεστώς στη βάση του «mischief rule», της πρόθεσης δηλαδή που είχε κατά νουν διορθώνοντας ενδεχομένως κάποια αδικία ή στοχεύοντας σε συγκεκριμένη, αλλά, περιορισμένη αλλαγή, (Cross: Statutory Interpretation, σελ. 9 και 51 και Oxford: Dictionary of Law, 5η έκδ. σελ. 261-262). Η ανίχνευση του σκοπού του νομοθέτη, ο λόγος δηλαδή που νομοθέτημα ή η τροποποίηση του έχει θεσπιστεί, είναι επιτρεπτή και απαραίτητη ερμηνευτική άσκηση, (Καυκαρής (Αρ. 1) (2004) 1 Α.Α.Δ. 315).
Υπό το φως των όσων έχουν εξηγηθεί, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.