ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1069/2013)
3 Ιουνίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
GANNA NELEPA,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΝΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ,
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, 2013, ΓΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ
_________________________
Ροβέρτος Βραχίμης, για την Αιτήτρια.
Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, Ουκρανή υπήκοος, στις 29/4/2013, καταχώρισε την πιο πάνω προσφυγή, αξιώνοντας την ακύρωση της απόφασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 26/4/2013, με την οποία, αφού η ίδια κηρύχθηκε ως απαγορευμένη μετανάστρια, ανακλήθηκε η προσωρινή άδεια παραμονής της στη Δημοκρατία και εξεδόθησαν εναντίον της Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης. Το Διάταγμα Κράτησής της εκτελέστηκε και αυτή κρατείται, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, στα Αστυνομικά Κρατητήρια Λεμεσού.
Την ίδια ημέρα, η αιτήτρια καταχώρισε μονομερώς και την υπό εκδίκαση αίτηση, με την οποία ζητά όπως η απόφαση κράτησης και απέλασής της ανασταλεί μέχρι τελικής εκδίκασης της προσφυγής ή νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Η μονομερής αίτηση, με οδηγίες του Δικαστηρίου επιδόθηκε στους καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι και καταχώρισαν γραπτή ένσταση.
Η αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα ΄Αρθρα 13, 17 - 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, στο ΄Αρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), στα ΄Αρθρα 1, 5 - 8, 13 και 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στο ΄Αρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»), και στο κοινοτικό κεκτημένο στον τομέα της ελεύθερης διακίνησης εργατών.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση της αιτήτριας, σύμφωνα με την οποία αυτή ήλθε και διέμεινε στην Κύπρο κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, πάντοτε νόμιμα. Για τελευταία φορά, ήλθε στις 24/7/2012 και εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι 6/7/2013. Την 1/3/2013, παραιτήθηκε από την εργασία της, λόγω του γάμου της με Βούλγαρο υπήκοο και με σκοπό την ανεύρεση πρωινής απασχόλησης. Με το σύζυγό της προέβη σε διαβήματα στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στη Λεμεσό, (το «Τμήμα»), με σκοπό την εγγραφή του γάμου της και την τροποποίηση του καθεστώτος παραμονής της στην Κύπρο, υποβάλλοντας διάφορα έγγραφα που της είχαν ζητηθεί. Τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της κλήθηκαν σε συνέντευξη ενώπιον αρμόδιας λειτουργού και κατέβαλαν το ποσό των €40,00, που τους ζητήθηκε, χωρίς να λάβουν απόδειξη, με οδηγίες, όμως, όπως την επομένη παρουσιαστούν, για να παραλάβουν τη σχετική άδεια και τις αποδείξεις. Στις 26/4/2013, μετά που επισκέφθηκε μόνη της το Τμήμα, συνελήφθη, χωρίς να της κοινοποιηθεί οποιοδήποτε διάταγμα ή απόφαση.
Οι καθ' ων η αίτηση, με ένορκο δήλωση της Ε. Κυριάκου, Διοικητικού Λειτουργού στο Τμήμα, (η «Λειτουργός»), αρνούνται τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, στην έκταση που αυτοί βρίσκονται σε αντίθεση με τα πιο κάτω: -
Η αιτήτρια, αναφέρει η Λειτουργός, ήλθε για πρώτη φορά στην Κύπρο το 2004, για να εργαστεί ως χορεύτρια σε νυκτερινά κέντρα, εξασφαλίζοντας προς τούτο τις σχετικές άδειες εισόδου και προσωρινής παραμονής μέχρι 4/5/2005. Με τη λήξη της άδειάς της, έφυγε από την Κύπρο, επανήλθε, όμως, ως τουρίστρια. Στις 22/12/2006, τέλεσε πολιτικό γάμο στην Ουκρανία με Κύπριο υπήκοο. Στη συνέχεια, της χορηγήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής, για να διαμένει με το σύζυγό της. ΄Εφυγε, όμως, από την Κύπρο στις 7/8/2007. Ο γάμος τους λύθηκε, με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις 3/10/2007. Η αιτήτρια ήλθε, εκ νέου, στην Κύπρο στις 24/7/2012, με άδεια επισκέπτριας και, στη συνέχεια, εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως χορεύτρια στο καμπαρέ "SILK & VELVET", στη Λεμεσό, με ισχύ μέχρι 6/7/2013. Την 1/3/2013, ο εργοδότης της ενημέρωσε τις Αστυνομικές Αρχές ότι αυτή δεν είχε μεταβεί στην εργασία της και, στις 5/3/2013, σε γραπτή καταγγελία του, ανέφερε ότι η αιτήτρια είχε εγκαταλείψει τον τόπο διαμονής και εργασίας της και ότι, σε μεταγενέστερη συνάντησή τους, του ανέφερε ότι είχε τελέσει πολιτικό γάμο με Βούλγαρο στην Βουλγαρική Πρεσβεία, παραδίδοντάς του σχετικό έγγραφο. Επειδή, από τον έλεγχο και τις έρευνες που ακολούθησαν, δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός είτε της ίδιας της αιτήτριας είτε του Βούλγαρου πολίτη και επειδή, σύμφωνα με Γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, γάμοι που τελούνται σε ξένες πρεσβείες στην Κύπρο δεν αναγνωρίζονται από την Κυπριακή Δημοκρατία, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, μετά που έτυχε ενημέρωσης από το Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών & Μετανάστευσης, ανακάλεσε την άδεια παραμονής της και προχώρησε στην έκδοση εναντίον της των εν λόγω Διαταγμάτων. Η έκδοσή τους γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 26/4/2013, αυτή, όμως, αρνήθηκε να υπογράψει.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι τα όσα η ίδια αναφέρει στην ένορκο δήλωσή της αποτελούν παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, εφόσον αυτά δεν αμφισβητήθηκαν στα πλαίσια της αίτησης habeas corpus - Πολιτική Αίτηση Αρ. 84/2013 - που καταχώρισε η ίδια εναντίον της κράτησής της και οι καθ' ων η αίτηση κωλύονται να τα αμφισβητούν, εφόσον εναντίον της απόφασης στην πιο πάνω αίτηση, η οποία εκδόθηκε στις 15/5/2013, δεν ασκήθηκε έφεση. Ισχυρίζεται ότι, αφού, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, δεν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής της, η παρανομία είναι έκδηλη και προφανής, στη βάση του κοινοτικού κεκτημένου. Η έκδηλη παρανομία προκύπτει, επίσης, εισηγείται από το Διάταγμα Κράτησης, το οποίο, όπως και η συνοδευτική επιστολή ημερομηνίας 26/4/2013, δεν αναφέρει αιτιολογία για την κράτησή της, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 18ΠΣΤ(2) του Νόμου. Οι καθ' ων η αίτηση, ισχυρίζεται, την διαβεβαίωναν ότι η άδεια παραμονής, που αυτή κατείχε, έληγε στις 6/7/2013, ότι συνεχίζονταν οι διαδικασίες για αλλαγή του καθεστώτος της παραμονής της και δεν υπήρχε πρόβλημα. Περαιτέρω, προβάλλει ότι η έκδηλη παρανομία των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασής της προκύπτει από τις πρόνοιες του περί Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007, (Ν. 7(Ι)/2007), (όπως έχει τροποποιηθεί). Σε ό,τι αφορά το θέμα της εγκυρότητας του γάμου της, θέση της είναι ότι αυτός δεν έχει κηρυχθεί ανυπόστατος, όπως προβλέπεται στον περί Γάμου Νόμου του 2003, (Ν. 104(Ι)/2003), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «περί Γάμου Νόμος»).
Θέτει, επίσης, η αιτήτρια ζήτημα ανεπανόρθωτης βλάβης της, εάν εκτελεστούν τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασής της, αφού ο σύζυγός της θα αναγκαστεί να την ακολουθήσει και, ως αποτέλεσμα, θα απολέσει την εργασία του. Η κράτηση και η απέλασή της την μειώνουν ως άνθρωπο και εκμηδενίζουν την περίοδο της ζωής της που αυτή ζούσε με το σύζυγό της στην Κύπρο.
Στην Αντωνίου ν. Συμβ. Κεντρ. Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 164, αναφέρονται τα ακόλουθα:- (σελ. 167)
«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις. Αποτέλεσε δε και σ' αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης. Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ. Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»
Τι αποτελεί «έκδηλη παρανομία» έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η έννοια της οποίας συνοψίστηκε ως εξής στη Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233:- (σελ. 240)
«΄Εκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»
Το προσωρινό διάταγμα, στα πλαίσια του διοικητικού δικαίου, αποτελεί θεραπεία κατ' εξαίρεση, αφού η έκδοσή του γίνεται εκτός των πλαισίων της δίκης ή της έρευνας της ουσίας της υπόθεσης. Πρόκειται για δραστική θεραπεία, η οποία παρέχεται με μεγάλη φειδώ. Δεν ταυτίζεται με το απαγορευτικό διάταγμα του ιδιωτικού δικαίου, όπου μια από τις προϋποθέσεις είναι ο αιτητής να έχει συζητήσιμη υπόθεση - (βλ. Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976. Η παρανομία, για να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα, πρέπει να είναι έκδηλη. Είναι δε έκδηλη, όταν είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη από μια εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, αφού, κατά το στάδιο αυτό, το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην εξέταση της ουσίας της διαφοράς, ούτε εκφέρει κρίση επί του θέματος.
Στη Χρίστου Σιοπαχά ν. Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 68/98, 5/2/98, αναφορικά με αιτήσεις αυτής της φύσης, αναφέρθηκαν τα εξής:-
«Στην υπόθεση Κροκίδου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) εξετάστηκε ο κίνδυνος το Δικαστήριο να υπεισέλθει από το προκαταρκτικό στάδιο στην ουσία της διαφοράς και να εκφέρει άκαιρα την τελική του κρίση επί του θέματος. Ακόμα και στην περίπτωση που η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη για να μη χάνεται το νόημα και η σημασία που ενέχει η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς. Βλ. Sofocleous v. The Republic (1971) 3 CLR 345, Karram ν. The Republic (1983) 3 CLR 199, 203. Εξάλλου στην υπόθεση Georghios Miltiadous v. The Republic (1972) 3 CLR 341, 352, αναφέρεται ότι ο Καν. 13(1) των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν ενθαρρύνει την έκφραση γνώμης επί των επιδίκων θεμάτων εκκρεμούσης της διαδικασίας. (Βλ. επίσης Karram v. The Republic (ανωτέρω)).»
΄Εχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές, καταλήγω ότι δεν έχουν τεκμηριωθεί οι προϋποθέσεις που τίθενται για έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Ο ισχυρισμός της έκδηλης παρανομίας εξετάζεται σε συνάρτηση με το νομοθετικό πλαίσιο που καθόριζε το καθεστώς παραμονής της αιτήτριας κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης.
Στην παρούσα περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα παραδεκτών γεγονότων, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της αιτήτριας. Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας που δε συνάδουν με όσα οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται δε γίνονται αποδεκτοί από τους καθ' ων η αίτηση. ΄Οσα η αιτήτρια προβάλλει ότι διημείφθησαν μεταξύ της και της Λειτουργού Ισαβέλλας Μάρκου του Τμήματος αποτελούν ισχυρισμούς που θα πρέπει, στα πλαίσια της προσφυγής, να αποδειχθούν.
΄Οπως προκύπτει από τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν, τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης ήταν το αποτέλεσμα της κήρυξης της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας, δυνάμει του ΄Αρθρου 6(1)(κ) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο «απαγορευμένος μετανάστης» είναι:-
«(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών·»
Η προσωρινή άδεια παραμονής της αιτήτριας, η οποία αφορούσε εργασία της ως χορεύτρια σε συγκεκριμένο καμπαρέ και διαμονή της σε συγκεκριμένο τόπο, περιείχε ρητό όρο ότι αυτή θα τερματιζόταν και θα θεωρείτο άκυρη, σε περίπτωση που η κάτοχός της έπαυε τη συγκεκριμένη εργασία. Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες θεωρήθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του πιο πάνω όρου, καταγράφονται στην επιστολή του Κλιμακίου της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λεμεσού - Τεκμήριο 17 στην ένσταση. Υπήρξε, επίσης, καταγγελία από τον εργοδότη της αιτήτριας ότι αυτή εγκατέλειψε την εργασία της. Στη συνέχεια, η αιτήτρια αναζητήθηκε, δεν ανευρέθηκε, με αποτέλεσμα την έκδοση των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασής της, για τα οποία η ίδια ενημερώθηκε. Η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστριας συνιστά την αιτιολογία των εν λόγω Διαταγμάτων. Συνεπώς, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, και για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη παρανομία, υπό την έννοια της ξεκάθαρης παραβίασης της νόμιμης διαδικασίας ή της εμφανούς παραγνώρισης των αρχών του διοικητικού δικαίου. Εκ πρώτης όψεως, τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης φαίνεται να εκδόθηκαν νόμιμα. Εάν, βέβαια, αυτά εκδόθηκαν στη βάση παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας, ή χωρίς αιτιολογία, είναι ζητήματα που θα εξεταστούν στο πλαίσιο της προσφυγής.
Ούτε το θέμα του ισχυριζόμενου γάμου της αιτήτριας, με όσα έχουν προωθηθεί, καταδεικνύεται ότι αντιμετωπίστηκε κατά τρόπο που έκδηλα παραβιάζει τον περί Γάμου Νόμο.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό για ανεπανόρθωτη ζημιά, παρατηρώ ότι δεν έχει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, καταδειχθεί ότι η ζημιά που θα υποστεί η αιτήτρια από την κράτηση και την απέλασή της δε θα μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. ΄Εχω την άποψη ότι, αν η προσφυγή επιτύχει, οποιαδήποτε ζημιά υποστεί η αιτήτρια μπορεί να αποκατασταθεί με βάση το δικαίωμα που της παρέχεται από την παράγραφο 6 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος.
Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ