ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 862/2011)
23 Μαΐου, 2013
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΡΟΥΤΣΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Χρ. Τιμοθέου για Ευάγγελο Πουργουρίδη, για τον Αιτητή.
Κυρ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο Υπαρχηγός της Εθνικής Φρουράς Σάββας Αργυρού, απέστειλε επιστολή ημερ. 27.11.2010, προς το Υπουργείο ΄Αμυνας, με την οποία καλούσε τους ενδιαφερόμενους Εθελοντές Πενταετούς Υποχρέωσης (ΕΠΥ) των οποίων έληγε το συμβόλαιό τους, να υποβάλουν έγγραφη αναφορά με την οποία να δηλώνουν αν επιθυμούν να ανανεώσουν ή όχι το συμβόλαιό τους. Σχετικός πίνακας 102 Εθελοντών Πενταετούς Υποχρέωσης, επισυναπτόταν.
Ο αιτητής υπέβαλε στις 7.12.2010 γραπτό αίτημα με το οποίο εξέφραζε την επιθυμία του για ανανέωση του συμβολαίου του. Στις 12.2.2011, το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς με επιστολή του έκρινε σκόπιμη την ανανέωση της σύμβασης απασχόλησης αριθμού ΕΠΥ πλην δύο περιπτώσεων και εισηγείτο με αιτιολογημένη έκθεσή του Α/ΓΕΕΦ τη μη ανανέωση της σύμβασης. Kρίθηκε ότι: η παραμονή τους στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς, συμπεριλαμβανομένου και του αιτητή, δεν εξυπηρετεί τις επιχειρησιακές και λειτουργικές της ανάγκες. Στις 21.2.2011 το Υπουργείο ΄Αμυνας προς το ΓΕΕΦ, Διεύθυνση Προσωπικού, ζήτησε να αποσταλούν νέες αιτιολογημένες εκθέσεις οι οποίες να αφορούν γεγονότα που σχετίζονται με την περίοδο της τρίτης πενταετούς υπηρεσίας απασχόλησής τους, οι οποίες κατά την κρίση του ΓΕΕΦ, εμπόδιζαν την ανανέωση της σύμβασης απασχόλησης. Οι εν λόγω εμπιστευτικές και αιτιολογημένες εκθέσεις στάληκαν στις 3.3.2011, όπου καταγράφονταν τα γεγονότα που αφορούσαν στον αιτητή και στην αξιολόγησή του, τα οποία καταδείκνυαν ότι δεν δικαιολογείτο η ανανέωση της σύμβασης. Στις 14.3.2011, το Υπουργείο ΄Αμυνας, μέσω του Γενικού Διευθυντή, κοινοποίησε στον αιτητή την πρόθεση για μη ανανέωση της σύμβασης απασχόλησής του και τον καλούσε να υποβάλει γραπτώς οποιεσδήποτε παραστάσεις έκρινε σκόπιμο. Ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 30.3.2011, παρέθετε τα γεγονότα και επιζητούσε να του δοθεί η δυνατότητα να επανορθώσει και να ανανεωθεί η σύμβασή του. Το ΓΕΕΦ με επιστολή του ημερ. 5.4.2011, επέμενε στις απόψεις του και ζητούσε τις περαιτέρω ενέργειες του αρμοδίου οργάνου. Ο αιτητής εν τω μεταξύ υπέβαλε αίτημα για προσωπική ακρόαση το οποίο και εγκρίθηκε στις 11.4.2011. Ο Υπουργός ΄Αμυνας στις 9.5.2011, αφού εξέτασε τις γραπτές παραστάσεις που υπέβαλε ο αιτητής, έκρινε ότι τα γεγονότα που παρέθετε ο Αρχηγός στη σχετική έκθεσή του δεν συνηγορούσαν στην ανανέωση της σύμβασης και ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από τις διατάξεις του Κανονισμού 10, αποφάσισε τη μη ανανέωση της απασχόλησής του στο στρατό της Δημοκρατίας. Απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 11.5.2011.
Είναι αυτή η απόφαση η οποία προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή ως προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, λήφθηκε κάτω από συνθήκες που ισοδυναμούν με κατάχρηση εξουσίας, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω κακής σύνθεσης και/ή κακής συγκρότησης.
Με τη γραπτή τους αγόρευση οι καθ΄ ων η αίτηση προβάλλουν δύο προδικαστικές ενστάσεις: Ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος. Είναι η θέση του κ. Σταυρινού ότι η περίπτωση του αιτητή αφορά σε σύμβαση με το Υπουργείο ΄Αμυνας η οποία έληγε στις 13.6.2011. Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν υπήρξε τερματισμός των υπηρεσιών του αιτητή, αλλά μη ανανέωση του συμβολαίου του κατά τη λήξη του. Συνεπώς, η διοίκηση δεν είχε οποιαδήποτε νομική υποχρέωση για ανανέωσή της. Δεν επρόκειτο, εισηγείται, για τερματισμό των υπηρεσιών του αιτητή, οπότε το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό, όπως στην Κυριάκου Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 102/1997, ημερ. 12.2.1999, όπου εκεί το Υπουργείο Υγείας σε περίπτωση αιτητή βοηθού νεωκόρου, έκρινε ότι δεν θα έπρεπε να ανανεωθεί η σύμβαση διότι δεν ήταν προς το δημόσιο συμφέρον: κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του, είχαν υποβληθεί αρκετές σοβαρές καταγγελίες εναντίον του οι οποίες έτειναν να δυσφημίσουν την υπηρεσία.
Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η περίπτωση του αιτητή ως συμβασιούχου, ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της παρούσας αίτησης (Αντιγόνη Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49).
Ο αιτητής με την απαντητική του αγόρευση απορρίπτει τις θέσεις που εξεφράσθηκαν από τη Δημοκρατία όσον αφορά τις προδικαστικές ενστάσεις, παραπέμποντας στον Κανονισμό 10 των περί Εθελοντών Πενταετούς υποχρέωσης Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 44/1995, σύμφωνα με την οποία η σύμβαση των ΕΠΥ ανανεώνεται για διαδοχικές πενταετείς περιόδους μετά από αίτησή τους και απόφαση του Υπουργού ΄Αμυνας, αφού ληφθούν υπ΄ όψιν γεγονότα που πιθανόν να εμποδίζουν την ανανέωση της σύμβασης. Οι ΕΠΥ που συνεχίζουν να υπηρετούν μετά τη συμπλήρωση της τρίτης πενταετούς περιόδου απασχόλησής τους, θα υπηρετούν με σύμβαση μέχρι την ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησής τους. Ο αιτητής συνεπώς, καταλήγει, έχει έννομο συμφέρον για την προσβολή της επίδικης πράξης: μη ανανέωση της σύμβασής του παρήγαγε άμεσα, έννομα, αποτελέσματα: απολύθηκε από την εργασία του και στερήθηκε του δικαιώματός του να υπηρετεί μέχρι την αφυπηρέτησή του, χάνοντας έτσι και τα όποια ωφελήματα θα έχει. Η μη ανανέωση, εισηγείται, δεν οφειλόταν στη λήξη της περιόδου απασχόλησής του, όπως υποστηρίζει ο δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση, αλλά στην ισχυριζόμενη έλλειψη ζήλου προς την υπηρεσία του και στην ισχυριζόμενη απειθαρχία του.
Όσον αφορά τη θέση ότι η εν λόγω απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, καλεί το Δικαστήριο να διαφοροποιηθεί από την υπόθεση Αντιγόνη Αβραάμ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, και αυτό γιατί, όπως εισηγείται, η εργασία του αιτητή διέπετο από σύμβαση και για τη μη ανανέωσή της απαιτείτο απόφαση του Υπουργού ΄Αμυνας, διαδικασία κατά την οποία ασκείται δημόσια εξουσία: πρόκειται λοιπόν, είναι η θέση του κ. Τιμοθέου, για διοικητική εκτελεστή πράξη, η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Παρέπεμψε δε σχετικά στη Γεώργιος Χριστοφοράκης ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού ΄Αμυνας, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερ. 30.9.2012, όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«..............................
Για να υποστηρίξει τις θέσεις του, ο δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση αντιπαραβάλλει το καθεστώς των έκτακτων υπαλλήλων του δημοσίου, με αναφορά στην υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας στην Αντιγόνη Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 49 η οποία στηρίχθηκε και στις πρόνοιες της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ και στο Νόμο 98(Ι)/2003.
Από την άλλη, ο δικηγόρος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι πρόκειται για εκτελεστή διοικητική πράξη. Η εκτελεστή απόφαση του Υπουργού ήταν «μηχανική», αντί να στηριχθεί στους σχετικούς Κανονισμούς και απορρόφησε την προπαρασκευαστική απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων, με την οποία ο Αιτητής κρίθηκε μη προακτέος. Επομένως από τη στιγμή που βρεθεί ότι πάσχει η προπαρασκευαστική πράξη, συμπαρασύρει και την τελική. Κατά τη δικηγόρο του Αιτητή, η απόφαση στην Αντιγόνη Αβραάμ ν. Δημοκρατία, πιο πάνω, δεν έχει καμιά σχέση με την παρούσα υπόθεση, αφού εκεί η πράξη τερματισμού σαφώς ήταν μηχανική ως αποτέλεσμα των προνοιών του σχετικού Νόμου και επομένως έξω από τη σφαίρα του δημοσίου.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.
Η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την άποψή μου είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Αφενός παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα για τον Αιτητή (απολύεται από την εργασία του ακόμη και αν ήταν με σύμβαση) και αφετέρου για την έκδοσή της απαιτείται απόφαση του Υπουργού που κατά τη διαδικασία αυτή, αλλά και την προηγηθείσα, ασκείται δημόσια εξουσία. Οι αναφορές του συνηγόρου των Καθ' ων η αίτηση στην περίπτωση εκτάκτων του δημοσίου, κατά την άποψή μου, δεν σχετίζονται με την παρούσα περίπτωση, αφού εδώ έχουμε απόφαση οργάνου που ασκεί δημόσια εξουσία κατά την έκδοσή της. Επίσης δεν πρόκειται για «μηχανική πράξη τερματισμού» όπως στην περίπτωση του ιδιωτικού δικαίου, αλλά για διαδικασία όπου κατ' αρχάς, με βάση ετήσια αξιολόγηση, διαπιστώθηκε ότι η βαθμολογία του ήταν χαμηλή και ο ίδιος είχε μειωμένη απόδοση. Έτσι αφού κρίθηκε μη προακτέος από το Συμβουλευτικό όργανο, ακολούθως το αποφασίζον όργανο ασκώντας εκτελεστή διοικητική εξουσία, στη βάση των σχετικών Κανονισμών, όπως αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 6.5.2010, έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.».
Στη σύμβαση, Παράρτημα 1, όρος 3 «Περίοδος Υπηρεσίας» προνοείται: «Η περίοδος υπηρεσίας για την οποία γίνεται η πρόσληψη θα είναι διάρκειας πέντε (5) χρόνων...... Η Σύμβαση απασχόλησης μπορεί να ανανεώνεται με απόφαση του Υπουργού για περαιτέρω διαδοχικές πενταετείς περιόδους, ανάλογα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας και ύστερα από γραπτή αίτηση του Προσλαμβανομένου». Στον όρο 3 επίσης προνοείται ότι: Ο Προσλαμβανόμενος που θα συνεχίσει να υπηρετεί μετά τη συμπλήρωση της τρίτης πενταετούς περιόδου υπηρεσίας του, θα υπηρετεί με Σύμβαση μέχρι την ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησής του.».
Βάσει όλων των πιο πάνω κρίνω ότι η εδώ περίπτωση αφορά σε μη ανανέωση σύμβασης ορισμένου χρόνου (πενταετής), κατά τη λήξη της, η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Η μη ανανέωσή της στηρίχθηκε στις σχετικές πρόνοιές της και τους δεσμευτικούς και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, όρους. Στην περίπτωση του αιτητή δεν εφαρμόζεται η σχετική πρόνοια, σύμφωνα με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση θα δεσμεύονταν να κρατήσουν τον αιτητή στην υπηρεσία του μέχρι την ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησής του, εφ΄ όσον δεν συμπληρώθηκε η τρίτη πενταετής περίοδος υπηρεσίας του, ούτως ώστε να καθίστατο πλέον η σύμβαση αορίστου χρόνου. Η ανανέωση της σύμβασης εναπόκειτο στην κρίση του Υπουργού, αναλόγως με τις ανάγκες της υπηρεσίας, ανάγκες οι οποίες κρίθηκαν ότι δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση του αιτητή, οπότε και ο Υπουργός, κατέληξε στη μη ανανέωσή της, ενώ προηγήθηκαν σχετικές διαδικασίες και δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης στον αιτητή, σύμφωνα με τις εξουσίες που του παρέχονται από τις διατάξεις του Κανονισμού 10 (α) (2) των περί Εθελοντών Πενταετούς Υποχρέωσης Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών, του 1995-2002. Βρίσκω ότι είναι ο λόγος της Ολομέλειας στην Αντιγόνης Αβραάμ, ανωτέρω, που τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση:
Ο περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμος του 2003, Ν.98(Ι)/2003, που είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ορίζει στο ΄Αρθρο 10 ως αρμόδιο δικαστήριο «προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου», το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Και βεβαίως ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου εμπίπτει στην έννοια «διαφοράς αστικής φύσεως». Ο καθορισμός του αρμόδιου δικαστηρίου στο Νόμο έγινε σύμφωνα με το ΄Αρθρο 5 στη Ρήτρα 8 της Οδηγίας.
Οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβασή τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες: ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος. Ν.127(Ι)/06, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.
Η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Η κατάληξη του Δικαστηρίου είναι ότι αφορά σε πράξη της διοίκησης που ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση ο αιτητής δεν παραμένει χωρίς θεραπεία: έχει το δικαίωμα να αποταθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο: Εργατικών Διαφορών ή Πολιτικό Δικαστήριο για αποκατάσταση των δικαιωμάτων του. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
/ΜΔ