ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μάρτης Γεώργιος (2007) 1 ΑΑΔ 92
NIOVI MICHAEL GLYKI AND ANOTHER ν. THE MUNICIPAL CORPORATION OF FAMAGUSTA (1967) 3 CLR 677
Σπύρου Mενέλαος Aντώνη ν. Δημοτικού Συμβουλίου Kάτω Πολεμιδιών και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 307
Καραολής Μιχάλης ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 ΑΑΔ 76
Zήνων Eυθυμιάδης Eστέιτς Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166
Πιερίδη Ολυμπία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2007) 3 ΑΑΔ 543
Ψάλτης Δημήτρης Ιωάννου και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 452
ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ κ.α. ν. ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 27/2009, 20/7/2012
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.731/2012)
31 Μαΐου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΜΥΡΤΩ ΑΧΙΛΛΕΑ ΜΑΡΚΙΔΗ,
2. ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΑΧΙΛΛΕΑ ΜΑΡΚΙΔΗ,
Αιτήτριες
- ΚΑΙ -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Μ. Κατσελλή (κα) για Κ. Μιχαηλίδη και Β. Αργυρού (κα),
για τις Αιτήτριες.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτήτριες είναι συνιδιοκτήτριες των τεμαχίων 690 και 691 στην ενορία Τρυπιώτη, Λευκωσία με αριθμούς εγγραφής 3804 και 2171 αντίστοιχα. Στα πλαίσια ευρύτερου σχεδιασμού για ενιαία πολεοδομική διαμόρφωση, ανάπτυξη και αξιοποίηση του ευρύτερου χώρου του ΓΣΠ και για τη διασφάλιση της λειτουργικής συνέχειας του αστικού κέντρου της Λευκωσίας, τα τεμάχια αυτά απαλλοτριώθηκαν με σχετικό διάταγμα που δημοσιεύτηκε στις 13.10.1995 με την ΑΔΠ αρ. 1344. Προηγήθηκε η δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης στις 4.2.1994 με την ΑΔΠ αρ. 158, η οποία λόγω μη έγκαιρης δημοσίευσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης ατόνισε, με αποτέλεσμα να δημοσιευτεί νέα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης με την υπ΄ αρ. ΑΔΠ 1916, στις 23.12.1994.
Με την εν λόγω γνωστοποίηση, η απαλλοτρίωση θεωρήθηκε αναγκαία, επηρεάζουσα και τα τεμάχια των αιτητριών, όπως επί λέξει αναφέρεται,
«.. για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για την πολεοδομική και χωροδρομική αναβάθμιση και βελτίωση της περιοχής του αστικού κέντρου της Λευκωσίας και η απαλλοτρίωσή της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους, δηλαδή για τη διασφάλιση της λειτουργικής συνέχειας και των δυνατοτήτων ενιαίας πολεοδομικής διαμόρφωσης, ανάπτυξης και αξιοποίησης του ευρύτερου χώρου του Γ.Σ.Π., του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων και του αστικού κέντρου της Λευκωσίας.»
Το ακόλουθο διάταγμα απαλλοτρίωσης επιβεβαίωσε «τους σκοπούς που καθορίζονται στην πιο πάνω γνωστοποίηση», ως ακόλουθο της εξέτασης των ενστάσεων που είχαν υποβληθεί.
Σ΄ αμφότερα τα τεμάχια των αιτητριών υπήρχαν οικοδομές, ενώ λειτουργούσε και επιχείρηση πλυντηρίου-λιπαντηρίου αυτοκινήτων και πρατήριο πετρελαιοειδών επί του τεμαχίου 691. Όλες οι οικοδομές κατεδαφίστηκαν και η επιχείρηση σταμάτησε να λειτουργεί λόγω της απαλλοτρίωσης. Το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης με αρ. 1344 δημοσιεύτηκε παρά την υποβληθείσα ένσταση των αιτητριών. Εν τέλει καταχωρήθηκε ειδοποίηση παραπομπής, συμφωνήθηκε αποζημίωση, η οποία καταβλήθηκε, με αποτέλεσμα η Δημοκρατία να καταστεί πλέον ιδιοκτήτρια.
Στις 21.1.2010, οι αιτήτριες, βλέποντας ότι παρά την πάροδο πολλών ετών τα τεμάχια τους παρέμεναν κενά οικόπεδα, χωρίς καμιά απολύτως αξιοποίηση, ζήτησαν με επιστολή του δικηγόρου τους, από τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων την επιστροφή των τεμαχίων έναντι της επανακαταβολής του ποσού που κατεβλήθη ως αποζημίωση. Ουδεμία απάντηση λήφθηκε και έτσι με νέα επιστολή ημερ. 30.4.2010, οι αιτήτριες επανέλαβαν το αίτημα τους. Και αυτή η επιστολή αγνοήθηκε. Σε τρίτη επιστολή ημερ. 14.7.2010, το Υπουργείο ευαισθητοποιήθηκε να απαντήσει στις 11.8.2010, πληροφορώντας την αιτήτρια 1, η οποία και απηύθυνε προσωπικώς την τελευταία αυτή επιστολή, ότι το αίτημα της εξεταζόταν και θα υπήρχε απάντηση ανάλογα με τις εξελίξεις. Μήνες μετέπειτα, στις 14.1.2011, το εν λόγω Υπουργείο πληροφόρησε απλώς την αιτήτρια ότι το αίτημα διεβιβάσθη προς μελέτη στο Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως. Από τότε μέχρι την καταχώρηση της προσφυγής στις 7.5.2012, ουδεμία περαιτέρω πληροφόρηση υπήρξε.
Οι αιτήτριες διατείνονται ότι ο σκοπός για τον οποίο εγένετο η απαλλοτρίωση ήταν γενικός, αόριστος και νεφελώδης και εν πάση περιπτώσει, ο όποιος σκοπός, δεν επετεύχθη και/ή εγκαταλείφθηκε. Με αναφορά στην υπόθεση Φιλιαστίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1008/04, ημερ. 7.9.2004, οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι έπρεπε να είχε με ακρίβεια προσδιοριστεί ο σκοπός ώστε να είναι καθαρός και εξειδικευμένος, ενώ με παραπομπή στη συναφή απόφαση αυτού του Δικαστηρίου στην Tivoli Property Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 788/2008, ημερ. 29.1.2010, (η οποία τελεί υπό έφεση), παρέπεμψαν σε παρόμοια δεδομένα εφόσον η υπόθεση που αφορούσε απαλλοτρίωση γειτονικού των αιτητριών τεμαχίου, όπου στεγαζόταν ο γνωστός κινηματογράφος «Αθήναιον», και το οποίο διετάχθη να επιστραφεί εφόσον κρίθηκε ότι ουδέν ουσιαστικό έγινε παρά την πάροδο πολλών ετών από την απαλλοτρίωση, η οποία ήταν γενική και χωρίς πρότερο επαρκή ή και καθόλου σχεδιασμό ώστε να ήταν ευκταία η ευόδωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Οι αιτήτριες αναφέρονται και σε άλλες αποφάσεις είτε πρωτόδικες, είτε της Ολομέλειας, για να εισηγηθούν ότι τα τελευταία χρόνια το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε μια πλέον αυστηρή προσέγγιση σ΄ ότι αφορά τις απαλλοτριώσεις και την ανάγκη εφαρμογής των συνταγματικών προνοιών έναντι της αδράνειας και της αυθαιρεσίας της διοίκησης.
Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων θέτει τα πράγματα ως εξής: αναφερόμενοι στα γεγονότα που κατά συνοπτικό τρόπο αναφέρονται στην ένσταση τους και που κατά τη θέση τους δεν αμφισβητούνται από τις αιτήτριες, τονίζουν ότι πριν τη δημοσίευση της απαλλοτρίωσης στις 28.9.1995, είχε προκηρυχθεί αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την ανέγερση νέου κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων, ανατέθηκε δε σε συγκεκριμένο οίκο η ετοιμασία των σχετικών μελετών. Οι σύμβουλοι μελετητές ετοίμασαν πλήρη μελέτη του έργου (αρχιτεκτονικές, στατικές και ηλεκτρομηχανολογικές μελέτες), συμπλήρωσαν δε τις προδιαγραφές, τα δελτία ποσοτήτων και τα έγγραφα προσφορών, πλην όμως, αρχαιολογικής αξίας και σπουδαιότητας ευρήματα στο χώρο ανέγερσης, καθυστέρησαν σημαντικά την προώθηση του έργου, ενώ χρειάστηκε και η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών Γερμανού αρχαιολόγου προς βοήθεια του Τμήματος Αρχαιοτήτων ώστε να καθοριστούν και προστατευτούν οι αρχαιότητες.
Το Υπουργικό Συμβούλιο με σχετική απόφαση του στις 15.1.2009, ενέκρινε την κατ΄ αρχάς ανέγερση του νέου κτιρίου της Βουλής έναντι δαπάνης €100.000.000 πλέον Φ.Π.Α., με βάση τη μέθοδο Μελέτη-Κατασκευή και με διαδικασία που θα καθοριζόταν από το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και με πιστώσεις που θα βρίσκονταν από τον Υπουργό Οικονομικών. Υπογράφηκε συναφώς νέα συμφωνία με τους αρχιτέκτονες ώστε, μεταξύ άλλων, να γίνει πρόνοια για μετακίνηση του χώρου ανέγερσης της νέας Βουλής λαμβάνοντας υπόψη και τις ανευρεθείσες αρχαιότητες. Οι αρχιτέκτονες ολοκλήρωσαν και αυτό το σχεδιασμό, ενώ στις 27.2.2009, το Τμήμα Δημοσίων Έργων προέβηκε σε προκήρυξη σύμβασης για προεπιλογή οικονομικών φορέων για μελέτη, κατασκευή και συντήρηση του νέου κτιρίου, προεπιλέγησαν δε οκτώ τέτοιοι οικονομικοί φορείς.
Αποτελεί, στη βάση των πιο πάνω, τη θέση των καθ΄ ων ότι η γενικότητα της περιγραφής του σκοπού της απαλλοτρίωσης καλύπτει και τη χωροθέτηση και οικοδόμηση του νέου κτιρίου της Βουλής ως θεμιτή εξειδίκευση του γενικού σχεδιασμού, όπως αυτός αποτυπώθηκε στο σχετικό Διάταγμα Απαλλοτρίωσης του 1995. Ιδιαιτέρως, υπό το φως του γεγονότος ότι οι αιτήτριες δεν προσέβαλαν διά προσφυγής το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Επομένως, δεν δύνανται, κατά την εισήγηση, να παραπονούνται εκ των υστέρων κατά του κύρους του Διατάγματος, το οποίο εξεδόθη με αμάχητο πλέον το τεκμήριο νομιμότητας.
Οι αιτήτριες δικαίως παραπονούνται. Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι οποιαδήποτε απαλλοτρίωση πρέπει να εδράζεται επί υπαρκτών σχεδιασμών και μελετών κατά τρόπο που να είναι εύκολα αναγνωρίσιμη η στόχευση της. Όπως λέχθηκε και στη συναφή υπόθεση Tivoli - ανωτέρω -, δεν είναι δυνατό να καθορίζεται σκοπός με τέτοια γενικότητα που στο τέλος η διοίκηση να εφησυχάζει και να αδρανεί κατ΄ ουσίαν λόγω ακριβώς αυτής της γενικότητας. Ένας με γενικότητα προσδιοριζόμενος σκοπός παρέχει μεν στη διοίκηση ευχέρεια διαμόρφωσης του τελικού στόχου, αλλά «.. την επιβαρύνει ταυτόχρονα με την αναγκαιότητα να προχωρήσει τάχιστα με τη συγκεκριμενοποίηση και υλοποίηση του έργου.». Η γενικότητα του σκοπού της απαλλοτρίωσης εμπεριέχει σπόρους μη χρηστής διοίκησης. Τοποθετείται ως στόχος ένας τόσο γενικός σκοπός, με ευρύτητα μάλιστα διατυπωμένος, που στο τέλος της ημέρας διολισθαίνει την διοίκηση σε εφησυχασμό. Όπως ακριβώς έγινε στην Tivoli, και όπως καθίσταται φανερό, συμβαίνει και εδώ. Η νομολογία επιτάσσει τον εκ των προτέρων εκ μέρους της διοίκησης έγκαιρο σχεδιασμό του προτεινόμενου έργου.
Ο προκαθορισμός του έργου, με συγκεκριμένη στόχευση ως προς τον τρόπο επίτευξης του, βοηθά τη σκέψη της διοίκησης να διαμορφώσει στην πράξη τον τρόπο υλοποίησης του. Είναι το στάδιο της χωροταξικής έρευνας, της μελέτης, της αρχιτεκτονικής διάπλασης του έργου, έστω και με αρχικό σχεδιασμό, η ανεύρεση των κατάλληλων φορέων υλοποίησης του έργου, είτε από το ίδιο το δημόσιο με την εμπλοκή των αρμοδίων Υπουργείων και κυβερνητικών Τμημάτων, είτε από τον ιδιωτικό τομέα με την κατάλληλη προκήρυξη προσφορών και την ανάθεση σε ένα ή περισσότερους προσφοροδότες της υλοποίησης του έργου. Εξίσου σημαντική είναι και η έγκαιρη εξεύρεση των καταλλήλων πόρων και η πρόνοια για την απαραίτητη δαπάνη στον προϋπολογισμό. Κάτι το οποίο επίσης η διοίκηση φαίνεται να αγνοεί ή να παραλείπει. Όπως έγινε στη Δήμος Αραδίππου ν. Χριστοθέας Λοΐζου Καλλικά κ.ά., Α.Ε. αρ. 174/208, ημερ. 15.5.2012, όπου η Ολομέλεια αναφέρθηκε στο καθυστερημένο της ανάθεσης εξεύρεσης των απαραίτητων πιστώσεων και τη συμπερίληψη του προτεινόμενου έργου 16 έτη μετά τη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης, ενώ προηγουμένως καμιά ουσιαστική δαπάνη δεν είχε γίνει.
Οι καθ΄ ων ουσιαστικώς αδράνησαν απαραδέκτως στην υλοποίηση του έργου. Αναμφίβολα, εκ των υστέρων άλλαξαν και το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Ο ευρύτερος σχεδιασμός για τη διασφάλιση της λειτουργικής συνέχειας και των δυνατοτήτων ενιαίας πολεοδομικής συμμόρφωσης, ανάπτυξης και αξιοποίησης του ευρύτερου χώρου του Γ.Σ.Π., του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων και του ευρύτερου αστικού κέντρου της Λευκωσίας, ουδόλως στόχευε στην ανέγερση νέου κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων, ένα εξειδικευμένο έργο ιδιαίτερης σημασίας και δομής που θα έπρεπε εξ αρχής να ήταν στη σκέψη της διοίκησης. Αντ΄ αυτού είναι φανερό ότι η ανέγερση του νέου κτιρίου της Βουλής στο χώρο της απαλλοτρίωσης των τεμαχίων των αιτητριών ήταν εκ των υστέρων σκέψεις και αυτή είναι πλέον και η μοναδική βάση πάνω στην οποία οι καθ΄ ων στην ένσταση διατείνονται ότι θα χρησιμοποιούνταν τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα. Η προκήρυξη διαγωνισμού για το νέο κτίριο της Βουλής είχε γίνει από το 1994 και η ανάθεση σε συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό γραφείο της όλης μελέτης κλπ, έγινε από τον Φεβρουάριο και Μάϊο του 1995, πολύ πριν δηλαδή τη δημοσίευση της απαλλοτρίωσης στις 13.10.1995.
Όπως έχει λεχθεί και στην απόφαση της Ολομέλειας Ψάλτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 452, το αναφαίρετο δικαίωμα στην ιδιοκτησία όπως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, υπόκειται μόνο στους περιορισμούς εκείνους που καταγράφονται στην παρ. 3 αυτού και είναι ταυτόχρονα απολύτως απαραίτητοι. Ο καθορισμένος στη Γνωστοποίηση και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης σκοπός δημοσίας ωφελείας πρέπει να είναι εξειδικευμένος με αιτιολογημένη απόφαση της απαλλοτριούσας αρχής. Όπως δε εξηγήθηκε και στην Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13, δεν είναι δυνατή η συμπλήρωση ή επεξήγηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης με εκ των υστέρων θέσεις ή εξηγήσεις καταστρατηγώντας έτσι τις ρητές πρόνοιες του Συντάγματος και του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου αρ. 15/62, ως τροποποιήθηκε, περί σαφούς και εξειδικευμένης αναφοράς στο σκοπό της απαλλοτρίωσης.
Υποδείχθηκε περαιτέρω και στην υπόθεση Tivoli, ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης όπως είχε αρχικά καταγραφεί στη σχετική Γνωστοποίηση εφόσον δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε προσφυγή εκ μέρους των αιτητριών παραμένει δεδομένος, η μη προσβολή όμως του εγκύρου του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν αποστερεί τις αιτήτριες από το δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή των τεμαχίων τους εφόσον η υποχρέωση της διοίκησης για την υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης παραμένει διαρκής. Η αναφορά στον καταγραφέντα στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης σκοπό, δίνει και τη δυνατότητα του εκ των υστέρων ελέγχου της υλοποίησης του. Ακριβώς αυτή είναι και η διαμορφωθείσα πλέον νομολογία μετά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, με αναφορά και στη Mustafa v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 44, στην οποία διατυπώθηκε η γενική αρχή ότι η υποχρέωση της διοίκησης είναι συνεχιζόμενη, αναφέροντας τα εξής:
«Η υποχρέωση της διοίκησης να προσφέρει επιστροφή κτήματος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός, όπως επιβάλλεται με συνταγματική ισχύ στο Άρθρο 23.5, είναι άρρηκτα και πάγια ακόλουθη της υποχρέωσης της εκείνης.. Ανεπιτυχής προσβολή τέτοιας απόφασης ή παράλειψη εμπρόθεσμης προσβολής της διατηρεί τη νομιμότητα της ως διοικητικής κρίσης επί των δεδομένων της. Δεν καταργεί όμως τη θεμελιακή υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να επανέλθει με νέο αίτημα για επιστροφή.»
Δεν αποτελεί επομένως βάσιμη αντίδραση εκ μέρους των καθ΄ων το γεγονός ότι δεν καταχωρήθηκε προσφυγή (διότι ένσταση καταχωρήθηκε), επί της δημοσιεύσεως της απαλλοτρίωσης. Το ζητούμενο είναι να είναι κατά εφικτό τρόπο υλοποιήσιμος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, να είναι δηλαδή υλοποιήσιμος σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η Ευθυμιάδης έχει περαιτέρω υποδείξει ότι το ζητούμενο δεν είναι η αρνητική απόφαση της διοίκησης, αλλά η ακόλουθη εκείνης και η συνεχιζόμενη υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό τον σκοπό. Η παράλειψη εκπλήρωσης του σκοπού μπορεί πάντοτε να προσβάλλεται, όπως έχει υποδείξει και η Mustafa v. Republic - ανωτέρω -. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας στη Δήμος Αραδίππου ν. Χριστοθέας Λοΐζου Καλλικά κ.ά. - ανωτέρω -, αλλά και η Επαμεινώνδα κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού, Α.Ε. αρ. 27/2009, ημερ. 20.7.2012.
Αναδρομή στους κατατεθέντες διοικητικούς φακέλους αποκαλύπτει το ουσιαστικό πρόβλημα αδράνειας της διοίκησης στην επίτευξη του στόχου που καθορίσθηκε, έστω εκ των υστέρων, κατά συγκεκριμένο τρόπο, της ανέγερσης δηλαδή του νέου κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Από το 1995 μέχρι το τέλος του 2008, το Τμήμα Αρχαιοτήτων μελετούσε τρόπους προστασίας των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στον υπό απαλλοτρίωση χώρο, ενώ 15 χρόνια μετά την απαλλοτρίωση, το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνει την κατ΄ αρχάς ανέγερση του νέου κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Όπως αναφέρεται στην ένσταση των καθ΄ ων, μόλις στις 15.1.2009 το Υπουργικό Συμβούλιο με αρ. Απόφαση του 68.270, ενέκρινε την κατ΄ αρχάς ανέγερση του νέου κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων έναντι €100.000.000 περίπου. Οπότε και η ανεύρεση των απαραιτήτων πιστώσεων ανατέθηκε, τότε και μόνον, στον Υπουργό Οικονομικών, 15 χρόνια μετά την απαλλοτρίωση, όπως είχε γίνει και στη Δήμος Αραδίππου ν. Καλλικά - ανωτέρω -, γεγονός που είχε κριθεί βεβαίως ως ενδεικτικό της απραξίας της διοίκησης και της εγκατάλειψης του σκοπού. Και ορθά παρατηρεί περαιτέρω ο συνήγορος των αιτητριών στην απαντητική του αγόρευση με αναφορά στην παρ. 9 της αγόρευσης των καθ΄ ων, ότι το νέο κτίριο της Βουλής για το οποίο υπήρχε σκέψη από το 1995, δεν προοριζόταν εν πάση περιπτώσει να επεκταθεί και στα τεμάχια των αιτητριών, αλλά αυτή η επέκταση έγινε με την τροποποίηση και επέκταση της αρχιτεκτονικής μελέτης.
Όμως η νομολογία, όπως έχει αναφερθεί μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76, Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543 και στις προαναφερθείσες Ψάλτης ν. Δημοκρατίας και Χωματένος ν. Δημοκρατίας, επιβάλλει να προηγηθεί συγκεκριμένη μελέτη ή σχέδιο, εξέταση των αναγκών του έργου της φύσης και της έκτασης της, καθώς και υποχρέωση εξέτασης των δυνατοτήτων πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, ως προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Με άλλα λόγια χρειάζεται να προηγηθεί ολοκληρωμένη μελέτη, (Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677).
Η Δημοκρατία λέγει ότι η διαφοροποίηση αυτής της υπόθεσης από την Tivoli είναι το γεγονός ότι ανακαλύφθηκαν αρχαιότητες που διαφοροποίησαν την όλη εικόνα, ούτως ώστε να υπήρξε ανάγκη επανασχεδιασμού του έργου ώστε να μείνουν ανέπαφα τα αρχαία. Παρά την ανακάλυψη των αρχαιοτήτων, η διοίκηση ενέμεινε με συνέπεια στην εκτέλεση του έργου και επομένως η μεγάλη καθυστέρηση την οποία δέχεται ότι υπάρχει ο κ. Καλλίγερος, δικαιολογείται από την ανεύρεση των αρχαιοτήτων. Η απάντηση σ΄ αυτό είναι ότι είναι παντελώς αναιτιολόγητη η επί σχεδόν εικοσαετία (μέχρι την καταχώρηση της προσφυγής), συνεχιζόμενη μη εκπλήρωση του έργου. Έχει υποδειχθεί από τη νομολογία ότι οι δυσκολίες που τυχόν αντιμετωπίζει η διοίκηση στην προώθηση του έργου είναι αναμενόμενες και επιτρεπτές ώστε να αντιμετωπίζονται, μέσα σε εύλογο όμως χρόνο, τα όποια γραφειοκρατικά προβλήματα και οι εγγενείς δυσκολίες από την εμπλοκή διαφόρων τμημάτων. Αυτές οι δυσκολίες όμως δεν δικαιολογούν την εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση ούτως ώστε τόσα χρόνια μετέπειτα ουδέν να έχει οικοδομηθεί.
Ενδεικτικά και σταχυολογικά, μπορούν να αναφερθούν τα πιο κάτω σε σχέση με την αδράνεια, αλλά και την ανεπίτρεπτη καθυστέρηση στον όλο προγραμματισμό. Από το διοικητικό φάκελο υπ΄ αρ. 5.28.3.1 που καλύπτει την περίοδο 3/2007 μέχρι 31.12.2007, διαπιστώνεται από τα πρακτικά που τηρήθηκαν στις 20.7.2007 (κυανά 26-23), ότι τότε (13 χρόνια μετά την απαλλοτρίωση), γίνεται ακόμη λόγος για επιτάχυνση της διαδικασίας ανέγερσης του νέου κτιρίου της Βουλής, με απόφαση το κτίριο να μετακινηθεί ελαφρώς νοτιότερα, αλλά και με χάρτη που θα διαβιβαζόταν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων στον μελετητή του έργου για νέες υψομετρήσεις. Στα κυανά 14-13, φανερώνεται στη σχετική επιστολή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων ημερ. 15.7.2007, ότι είχαν ήδη παρέλθει τα δέκα έτη ως προς τη δέσμευση του εργοδότη (της Κυβέρνησης), έναντι του μελετητή που είχε βραβευτεί στον Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό, ο οποίος μελετητής και αρχιτέκτονας στην επιστολή του ημερ. 26.3.2007 προς τον τότε Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων, (κυανούν 1), ουσιαστικά διαμαρτύρεται για τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις εκ μέρους της Κυβέρνησης, ζητώντας να ενημερωθεί «. περί των προθέσεων της Εργοδοτικής πλευράς και σε ποιο στάδιο βρίσκεται η προώθηση για υλοποίηση του πιο πάνω Έργου.». Αυτό 14 έτη μετά την αρχική δημοσίευση της γνωστοποίησης.
Η ιδιοκτησία των αιτητριών δεν μπορεί να παραμένει εσαεί απαλλοτριωμένη για ένα σκοπό που ουδέποτε κατέστη εφικτά υλοποιήσιμος. Δεν είναι, όπως έχει αναφερθεί και στην Ευθυμιάδης, οι υποκειμενικές προθέσεις και επιθυμίες της διοίκησης που καθορίζουν την έννοια του εφικτού, αλλά τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου. Οι αιτήτριες δεν έχουν υποχρέωση να αποδείξουν ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή έχει καταστεί ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν έλαβε εκείνα τα μέτρα και ενέργειες που, αντικειμενικά κρινόμενες, ήταν ευλόγως αναγκαία για υλοποίηση του σκοπού. Το πώς η διοίκηση εδώ γενικώς έχει μεταχειριστεί την όλη υπόθεση, αλλά και τις ίδιες τις αιτήτριες, φανερώνεται και από τα όσα καταγράφηκαν στην αρχή του σκεπτικού, με τη διοίκηση να απαξιεί στην ουσία να απαντήσει για πολλούς μήνες στις επιστολές των αιτητριών για επιστροφή των τεμαχίων τους. Κάθε άλλο παρά χρηστή διοίκηση φανερώνεται από αυτή τη μεταχείριση.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος, με έξοδα υπέρ των αιτητριών και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Εφόσον, περαιτέρω, η άρνηση των καθ΄ ων να επιστρέψουν τα απαλλοτριωθέντα τεμάχια παραπέμπει σε συνεχιζόμενη παράλειψη, διατάσσεται περαιτέρω όπως παν παραληφθέν, δέον όπως εκτελεσθεί.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ