ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 559/2011)
31 Μαΐου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΛΤΔ,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------
Λ. Διομήδους για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Ανδρέου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ε. Φιλίππου ως Παραλήπτη/Διαχειριστή Σκυροποιίας «ΛΕΩΝΙΚ ΛΤΔ».
Μ. Αντωνίου (κα) για Π. Πολυβίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.
---------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές επιδιώκουν με την προσφυγή τους την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 1.3.2011, με την οποία κοινοποιήθηκε σ΄ αυτούς η ακύρωση της εκδοθείσας στο όνομα των αιτητών πολεοδομικής άδειας υπ΄ αρ. ΛΕΥ/0793/2005 ημερ. 31.3.2009 και η επανέκδοση της στο όνομα της εταιρείας Σκυροποιΐα Λεωνίκ Λτδ.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση προσφυγή είναι ιδιαιτέρως περίπλοκα τόσο κατά την καταχώρηση αυτής, όσο και στη μετεξέλιξη της πορείας της. Μπορούν όμως να συνοψιστούν με επάρκεια για σκοπούς της παρούσας απόφασης στα εξής: Η εταιρεία Σκυροποιΐα Λεωνίκ Λτδ (εφεξής «η Λεωνίκ»), κατείχε προνόμιο μεταλλείου στη Λατομική Ζώνη Μιτσερού που είχε εκδοθεί στις 3.12.2003 και έληξε στις 26.6.2005. Στις 4.5.2005, πριν τη λήξη του προνομίου, η Λεωνίκ υπέβαλε νέα αίτηση για επανέκδοση/ανανέωση του προνομίου λατομείου. Στις 25.1.2006 κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αίτησης από τις αρμόδιες αρχές, ο Ιωάννης Κυριακίδης, αντιπρόσωπος της Λεωνίκ, ζήτησε με σχετική επιστολή του όπως η πολεοδομική άδεια χορηγηθεί εν τέλει στο όνομα της Λεωνίδας Κυριακίδης Λτδ, δηλαδή, στους αιτητές, δεδομένης της σύναψης σχετικής συμφωνίας μεταξύ της Λεωνίκ και των αιτητών. Όντως η άδεια χορηγήθηκε στις 31.3.2009 στο όνομα των αιτητών, αλλά στις 14.9.2009, η Λεωνίκ, η οποία στο μεταξύ είχε τεθεί υπό εκκαθάριση, αποτάθηκε μέσω του Παραλήπτη-Διαχειριστή αυτής Ελευθέριου Φιλίππου, όπως η εκδοθείσα πολεοδομική άδεια τροποποιηθεί από το όνομα των αιτητών στο όνομα της Λεωνίκ. Ο Παραλήπτης-Διαχειριστής της Λεωνίκ είχε αναλάβει τη διαχείριση της εταιρείας μετά από σχετικό αίτημα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, εφόσον η Λεωνίκ τέθηκε από τις 23.7.2009 υπό διαχείριση με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113.
Στις 14.5.2010, στα πλαίσια αίτησης της Τράπεζας Κύπρου στην Αγωγή υπ΄ αρ. 1454/99, στην οποία είχε εκδοθεί απόφαση στις 27.1.2000 για το ποσό των €245.316 με τόκο και έξοδα, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ακυρώνετο η μεταβίβαση της πολεοδομικής άδειας από το όνομα των αιτητών και η επανεγγραφή της στο όνομα της Λεωνίκ ενόψει του ότι η μεταβίβαση αυτή έγινε χωρίς αντάλλαγμα και με πρόθεση να εμποδιστεί η Τράπεζα Κύπρου στην εκτέλεση της δικαστικής απόφασης. Το διάταγμα αυτό εκδόθηκε ερήμην της Λεωνίκ και των αιτητών παρόλο που τους είχε επιδοθεί η σχετική αίτηση. Ακολούθησε αίτηση ημερ. 2.6.2010 από τους αιτητές για παραμερισμό του σχετικού διατάγματος, η οποία στέφθηκε με επιτυχία στις 7.4.2011, λόγω κακής επίδοσης στους παρόντες αιτητές. Ακολούθησαν η υπ΄ αρ. 59/2011 και 53/2011 αιτήσεις από την Τράπεζα Κύπρου, αλλά και τη Λεωνίκ, η οποία υπενθυμίζεται τελούσε υπό διαχείριση, στο Ανώτατο Δικαστήριο για άδεια καταχώρησης αιτήσεων τύπου certiorari. Οι άδειες δόθηκαν και καταχωρήθηκαν οι αιτήσεις υπ΄ αρ. 65/2011 και 66/2011.
Οι δικηγόροι όλων των διαδίκων στα πλαίσια των αιτήσεων για έκδοση certiorari κατέληξαν σε συμφωνία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία και κατεγράφη δεόντως στις 11.7.2011. Με βάση τη συμφωνία, η αίτηση της Τράπεζας Κύπρου ημερ. 8.4.2010, θα θεωρείτο ως μη εκδικασθείσα δεόντως και ότι θα επαναδικαζόταν στην παρουσία όλων των ενδιαφερομένων μερών περιλαμβανομένου και του Παραλήπτη/Διαχειριστή της Λεωνίκ. Μέχρι την αποπεράτωση της αιτήσεως ημερ. 8.4.2010, η πολεοδομική άδεια θα παρέμενε επ΄ ονόματι της Λεωνίκ και του Παραλήπτη/Διαχειριστή αυτής, στο όνομα του οποίου είχε εκδοθεί στο μεταξύ η άδεια αυτή από 1.3.2011.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το οποία επανεκδίκασε στη βάση της πιο πάνω συμφωνίας των διαδίκων την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου ημερ. 8.4.2010, που καταχωρήθηκε στην ως άνω υπ΄ αρ. αγωγή 1454/99, εξέδωσε απόφαση στις 27.4.2012, με την οποία διακήρυξε τη συμφωνία μεταβίβασης από τη Λεωνίκ στους αιτητές ως δόλια μεταβίβαση και επομένως την έκρινε άκυρη. Αποφάσισε επίσης ότι η πολεοδομική άδεια που είχε εκδοθεί και μεταβιβαστεί στη Λεωνίκ, θα παρέμεινε σε αυτή και ότι ουδέποτε η άδεια μεταβιβάστηκε και ενεγράφη νόμιμα στο όνομα των αιτητών. Το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση αυτή αφού άκουσε σειρά μαρτύρων εκ μέρους όλων των διαδίκων μέσα από μια, όπως την αποκάλεσε, «ασυνήθιστα μακρά ακροαματική διαδικασία» και με την ενώπιον του κατάθεση 30 τεκμηρίων. Προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, κρίνοντας τον Ιωάννη Κυριακίδη ως αναξιόπιστο, η μαρτυρία του οποίου ήταν «απογυμνωμένη από οποιαδήποτε υποστηρικτικά στοιχεία», ενώ οι εξηγήσεις που είχε δώσει ενώπιον του Δικαστηρίου στερούνταν «λογικής και σοβαρότητας, δεν πείθουν και είναι μεταξύ τους αντιφατικές». Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το ποσό των £12.000 στο οποίο πωλήθηκε η περιουσία από τη Λεωνίκ στους αιτητές στις 20.12.2005, ήταν «απειροελάχιστο και ευτελές», στη βάση της μαρτυρίας ότι η αξία του προνομίου ήταν €543.000, ενώ η αξία του πετρώματος του λατομείου πέραν των € 3.500.000.
Η πιο πάνω απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας δεν εφεσιβλήθηκε. Υπεβλήθη όμως αίτηση από τους παρόντες αιτητές για παράταση χρόνου υποβολής έφεσης, η οποία απερρίφθη. Παρόμοια αίτηση που υπεβλήθη στο Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ίδια τύχη, (δέστε την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Σκυροποιΐα Λεωνίκ Λτδ κ.ά., Πολ. Αίτηση αρ. 12/2013, ημερ. 5.4.2013).
Στη βάση των πιο πάνω διαδραματισθέντων αποτελεί την εισήγηση τόσο των καθ΄ ων, όσο και των ενδιαφερομένων μερών, ότι δεν παρέμεινε πλέον αντικείμενο εκδίκασης της προσφυγής εφόσον οι αιτητές δεν διατηρούν πλέον έννομο συμφέρον να προωθούν αίτηση για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 1.3.2011, όπως αυτή προαναφέρθηκε. Για τους καθ΄ ων, αλλά ιδιαιτέρως και για τα ενδιαφερόμενα μέρη προβάλλοντας τις σχετικές προδικαστικές ενστάσεις, η συμφωνία μεταβίβασης μεταξύ των δύο εταιρειών κρίθηκε τελεσιδίκως ως δόλια και αποκηρύχθηκε από το Δικαστήριο. Η αντίθετη θέση των αιτητών διά του νέου δικηγόρου τους είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας να εξετάσει τη νομιμότητα της πράξης της διοίκησης με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα και δεδομένα που ίσχυαν την 1.3.2011. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν δεσμεύεται, κατά τη θέση των αιτητών, από τις αποφάσεις Πολιτικών Δικαστηρίων, ούτε και η συμφωνία που έγινε στα πλαίσια των αιτήσεων για certiorari δέσμευε οποιαδήποτε πλευρά ως προς την τύχη της παρούσας προσφυγής.
Έχει κατά κόρον λεχθεί ότι το έννομο συμφέρον ενός αιτητή που ασκεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εναντίον διοικητικής απόφασης, θα πρέπει να υπάρχει σε όλα τα στάδια της αίτησης ακυρώσεως, περιλαμβανομένης βεβαίως και της έφεσης, (δέστε την απόφαση της Ολομέλειας στη Μαρία Λαμπρατσιώτη ν. Ηλιάνας Ανδρέου, Α.Ε. αρ. 137/2009, ημερ. 8.4.2013). Σύμφωνα και με το σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος ΙΙ, σελ. 85-87, το έννομο συμφέρον πρέπει να καταδεικνύεται ως υπάρχον τόσο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, όσο και κατά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, αλλά και κατά την επί Δικαστηρίω συζήτηση. Και βεβαίως έπεται ότι το έννομο αυτό συμφέρον πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει και κατά το στάδιο συζήτησης της έφεσης.
Περαιτέρω, όχι μόνο η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αφορά στην ίδια την προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να προβάλλονται με έννομο συμφέρον, (δέστε Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389). Όπως λέχθηκε και πρόσφατα στη Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 132/2009, ημερ. 26.2.2013, με αναφορά και στη Χατζησωτηρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524, «το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».
Οι λόγοι ακυρώσεως όπως έχουν καταγραφεί στην υπό κρίση προσφυγή δεν μπορούν πλέον βάσιμα να θεωρούνται ως προβαλλόμενοι μετ΄ εννόμου συμφέροντος, μετά τη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί με τη συμφωνία των διαδίκων και που οδήγησε, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, στην τελεσίδικη πλέον απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ότι η συμφωνία μεταβίβασης από τη Λεωνίκ στους αιτητές, ήταν άκυρη ως δόλια, με συνακόλουθη κατάληξη ότι και η πολεοδομική άδεια που είχε εκδοθεί και μεταβιβαστεί ουδέποτε ενεγράφη νόμιμα στο όνομα των παρόντων αιτητών. Η σύμπλεξη των ζητημάτων είναι στην περίπτωση τέτοια που δεν μπορεί να υποστηρίζεται από την πλευρά των αιτητών ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αφήνει αλώβητη την ουσία της προσφυγής και αυτό ασχέτως από τη συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των συνηγόρων εκ μέρους των διαδίκων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η υπόθεση θα εξεταζόταν από πλευράς δόλιας ή όχι μεταβίβασης από το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Ενώπιον του Χατζηχαμπή, Δ., σύμφωνα με την επισύναψη 5 στην ένσταση της Τράπεζας Κύπρου, δηλώθηκε στις 11.7.2011 στα πλαίσια της εξέτασης των Πολιτικών Αιτήσεων αρ. 65/2011 και 66/2011 για certiorari, ότι η πολεοδομική άδεια θα παρέμενε στη Λεωνίκ και τον διαχειριστή αυτής μέχρι την εξέταση και απόφαση επί της αίτησης ημερ. 8.4.2010 στην αγωγή υπ΄ αρ. 1454/1999, προς ακύρωση της μεταβιβασθείσας πολεοδομικής άδειας. Δεν λέχθηκε βεβαίως οτιδήποτε αναφορικά με την καταχωρηθείσα επίδικη προσφυγή ημερ. 2.5.2011, αλλά όπως σαφώς εγείρεται στις προδικαστικές ενστάσεις, οι αιτητές στερούνταν πλέον του εννόμου συμφέροντος να προωθούν την προσφυγή εφόσον αυτό εξαλείφθηκε, η δε προσφυγή δεν στρεφόταν κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελούσε απλώς το προϊόν της συμμόρφωσης των καθ΄ ων με το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 14.5.2010.
Ορθά, επομένως, εισηγούνται οι καθ΄ ων και τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι όχι μόνο δεν παραμένει έννομο συμφέρον στους αιτητές να προωθούν την προσφυγή τους, αλλά και στην ουσία δεν υπήρξε εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον οι καθ΄ ων καθηκόντως συμμορφούμενοι με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 14.5.2010, ακύρωσαν ή ανέστειλαν την εκδοθείσα πολεοδομική άδεια επ΄ ονόματι των αιτητών και την επανέγραψαν στη Λεωνίκ. Δεν υπήρξε με άλλα λόγια αυτοτελής διοικητική πράξη εκ μέρους των καθ΄ ων, έξω και ανεξάρτητα από τη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία διαδικασία αρχικά απέληξε με το διάταγμα ημερ. 14.5.2010 στην ακύρωση της μεταβίβασης της πολεοδομικής άδειας στο όνομα των αιτητών και την επανεγγραφή της στη Λεωνίκ και μετέπειτα, εκ νέου και τελεσιδίκως, μετά την εξ συμφώνου ακύρωση της απόφασης αυτής, τη νέα εκδίκαση της αίτησης της Τράπεζας Κύπρου που απέληξε στην απόφαση ημερ. 27.4.2012, μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία.
Όλοι οι λόγοι ακυρώσεως στρέφονται γύρω από την αρχική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και μάλιστα οι ίδιοι οι αιτητές στα γεγονότα που καταγράφονται στην προσφυγή ισχυρίζονται ότι το διάταγμα ημερ. 14.5.2010 είχε εκδοθεί καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας στην απουσία των αιτητών, απουσία που οφειλόταν σε κακή ή λανθασμένη επίδοση. Αυτά αναφέρονται στην παρ. 4 των γεγονότων όπου και καταγράφεται επίσης ότι είχαν καταχωρηθεί οι Πολιτικές Αιτήσεις με αρ. 65/2011 και 66/2011, για certiorari. Το ζήτημα όμως αυτό ξεπεράστηκε με τη συμφωνία όπως η αίτηση της Τράπεζας Κύπρου για δόλια μεταβίβαση επανεκδικαστεί, όπως και έγινε. Και η ουσία παραμένει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν εκδόθηκε κατά διακριτική ευχέρεια, αλλά καθηκόντως προς συμμόρφωση με δικαστικό διάταγμα, κατόπιν αλλεπαλλήλων νομικών γνωματεύσεων της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας προς τους καθ΄ ων, στη βάση σχετικών εκ μέρους της Τράπεζας Κύπρου και του διαχειριστή της Λεωνίκ επιστολών και αιτημάτων. Τα αναφερόμενα στην ένσταση και τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των καθ΄ ων και ιδιαιτέρως τα όσα καταγράφονται στις παρ. 5-16, είναι απόλυτα σαφή και αδιαμφισβήτητα.
Ορθά ο δικηγόρος των καθ΄ ων εισηγείται στην αγόρευση του σε συμφωνία με τα προαναφερθέντα ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 27.4.2012 είναι «κεφαλαιώδους σημασίας» και ότι από την έκδοση της διαπλάθηκε δεσμευτικά το δίκαιο και η νομική κατάσταση των πραγμάτων, γεγονός που οι αιτητές παραγνωρίζουν.
Κατά τον ίδιο τρόπο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εγείρουν ορθά το ζήτημα ότι δεν υπάρχει αντικείμενο στην προσφυγή εφόσον η ακύρωση της εκδοθείσας επ΄ ονόματι των αιτητών πολεοδομικής άδειας και η επανεγγραφή αυτής στο όνομα της Λεωνίκ εξέλιπε, έχοντας υπόψη ότι η συμφωνία πώλησης επί της οποίας στηρίχθηκε η μεταβίβαση ακυρώθηκε τελεσίδικα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Περαιτέρω, ορθά το ενδιαφερόμενο μέρος του Παραλήπτη/Διαχειριστή της Λεωνίκ εγείρει και ζήτημα ότι δεν είναι δυνατό οι αιτητές να επιδοκιμάζουν και αποδοκιμάζουν την ίδια στιγμή με την όλη συμπεριφορά τους. Αυτό στην ουσία σημαίνει ότι με τη συμμετοχή των αιτητών στη διαδικασία certiorari ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου συναίνεσαν στην επανεκδίκαση του πυρήνα της διαφοράς που ήταν κατά πόσο η μεταβίβαση της πολεοδομικής άδειας ήταν ή όχι νόμιμη ή δόλια και, επομένως, έχοντας το ζήτημα κριθεί εναντίον τους, δεν μπορούν να προχωρούν τη διαδικασία της παρούσας προσφυγής «μηδενίζοντας», όπως το θέτει το ενδιαφερόμενο μέρος, όλη την προηγηθείσα συμφωνία και την ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου διαδικασία.
Έπεται ότι έστω και αν αυστηρά ομιλούντες δεν δηλώθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο θα δεσμεύει και τη διαδικασία στην προσφυγή, εν τούτοις η επίπτωση της συμμετοχής των αιτητών στη διαδικασία του Επαρχιακού Δικαστηρίου τους αποκλείει από το να επιμένουν στην προώθηση της παρούσας αίτησης ακυρώσεως. Στην ουσία, η προσφυγή και οι λόγοι ακυρώσεως είναι αλυσιτελείς υπό το φως των εξελίξεων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Είναι συναφώς εύστοχη και η περαιτέρω εισήγηση ότι η συμπεριφορά των αιτητών οδηγεί σε αντινομικές καταλήξεις και διατηρεί πολλαπλότητα διαδικασιών με αποτέλεσμα την κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Κατάχρηση που, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Διευθυντής Φυλακών ν. Jenaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, επεκτείνεται σε κάθε διαδικασία που επιδιώκει όμοια θεραπεία με την προώθηση παράλληλων ένδικων μέσων, διαδικασία που το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να ελέγχει προς αποφυγή κατάχρησης, η οποία και δύναται «. να προσλάβει πολλές μορφές• ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την παρεμπόδιση της.». Η σύμφυτη εξουσία και δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αποτελεί ουσιαστική λειτουργία του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου ώστε να ελέγχεται κάθε πτυχή της διαδικασίας, (δέστε Επί τοις αφορώσι την αίτηση του Ιερόθεου Χριστοδούλου Ρόπα (2009) 2 Α.Α.Δ. 235).
Ως εκ των ανωτέρω, οι προδικαστικές ενστάσεις κρίνονται βάσιμες και η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ