ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 482/2013)

 

 

27 Μαΐου, 2013

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

         

Αιτητής,

 

ν. 

 

                     ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

                 2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Β. Μπίσας για Μ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.

 

Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, στην οποία υπηρετεί ως Ειδικός Αστυφύλακας.

 

Στις 13/5/2012 ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα για τρεις μήνες, μέχρι την ολοκλήρωση των ερευνών που είχαν διαταχθεί με σκοπό τη διερεύνηση ποινικής και πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του, σε σχέση με αδικήματα που αφορούσαν παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77. Η διαθεσιμότητα του αιτητή παρατάθηκε για περίοδο τριών μηνών με απόφαση που λήφθηκε στις 25/7/2012. Καμιάς από τις εν λόγω δύο αποφάσεις, το κύρος, αμφισβητήθηκε από τον αιτητή.

 

Στις 19/9/2012 αποφασίστηκε νέα παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή, η οποία όμως ανακλήθηκε στις 18/1/2013 μετά που ο τελευταίος, ο οποίος είχε στο μεταξύ προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο αμφισβητώντας τη νομιμότητα της (Προσφυγή 1936/12), εξασφάλισε προσωρινό διάταγμα αναστολής της. Ως αποτέλεσμα, ο αιτητής επέστρεψε στα καθήκοντα του την επομένη, δηλαδή στις 19/1/2013.

 

Στις 29/1/2013 αποφασίστηκε νέα παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή από τις 31/1/2013 μέχρι την εκδίκαση της πειθαρχικής και ποινικής υπόθεσης που στο μεταξύ είχε καταχωρηθεί εναντίον του. Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε την Προσφυγή 181/13, στα πλαίσια της οποίας επεδίωξε και πέτυχε την έκδοση μονομερούς ενδιάμεσου διατάγματος αναστολής της νέας απόφασης για παράταση της διαθεσιμότητας του. Ως αποτέλεσμα, η προσβαλλόμενη με την Προσφυγή 181/13 απόφαση των καθ'ων η αίτηση ανακλήθηκε στις 5/3/2013 και στις 8/3/2013 η προσφυγή αποσύρθηκε από τον αιτητή, με έξοδα υπέρ του.

 

Στο μεταξύ και συγκεκριμένα στις 6/3/2013, την επομένη δηλαδή της ανάκλησης της απόφασης ημερομηνίας 29/1/2013, ο Αρχηγός Αστυνομίας με απόφαση του παρέτεινε τη διαθεσιμότητα του αιτητή, αυτή τη φορά όμως με αναδρομική ισχύ από τις 19/9/2012, παρέχοντας του πρώτα το δικαίωμα ακρόασης λόγω λήψης εναντίον του διοικητικού μέτρου δυσμενούς φύσης. Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή. Για σκοπούς ολοκλήρωσης των γεγονότων θα πρέπει να λεχθεί ότι στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής ο αιτητής αρχικά καταχώρισε και ενδιάμεση αίτηση, επιδιώκοντας την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης, την οποία όμως απέσυρε αποδεχόμενος, μαζί με την άλλη πλευρά, εισήγηση του Δικαστηρίου για σύντομη εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής του, πράγμα το οποίο και έγινε.

 

Βασικούς άξονες της όλης, σχετικά με τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, συνιστούν οι πιο κάτω δύο θέσεις:

 

(α) Οι καθ'ων η αίτηση δεν μπορούσαν να παρατείνουν την ισχύ διαθεσιμότητας, η οποία είχε ήδη εκπνεύσει. Με αιχμή του δόρατος του           την πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή 1720/12, Ανδρέας Νικολάου                ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 29/3/2013 (απόφαση Κραμβή, Δ.), ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αφού επεσήμανε το γεγονός ότι τόσο η περίοδος των τριών μηνών που ο αιτητής αρχικά τέθηκε σε διαθεσιμότητα, όσο και η περίοδος των τριών μηνών για την οποία η διαθεσιμότητα του παρατάθηκε για πρώτη φορά, είχαν εκπνεύσει πολύ πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, όπως και το γεγονός ότι η απόφαση ημερομηνίας 19/9/2012, δυνάμει της οποίας η διαθεσιμότητα του αιτητή παρατάθηκε για δεύτερη φορά, ανακλήθηκε, ισχυρίζεται ότι οι καθ'ων η αίτηση «δεν μπορούσαν να παρατείνουν κάτι το οποίο έπαψε να υπάρχει». «Πώς είναι δυνατό να συνεχίζει να υπάρχει παράταση αφού η διαθεσιμότητα έχει εκπνεύσει;» διερωτάται ο κ. Μπίσας.

 

(β) Η επίδικη απόφαση είναι προϊόν κατάχρησης εξουσίας, εφόσον η ανάκληση των δύο προηγούμενων αποφάσεων με βάση τις οποίες η διαθεσιμότητα του αιτητή είχε παραταθεί, έγινε με πρωτοβουλία αποκλειστικά των καθ'ων η αίτηση.

 

Στην αντίπερα όχθη η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση εξέφρασε εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Η κα Πιπερή, επισημαίνοντας το γεγονός ότι το κύρος της απόφασης με βάση την οποία ο αιτητής είχε αρχικά τεθεί σε διαθεσιμότητα, όπως και το κύρος της απόφασης με βάση την             οποία η διαθεσιμότητα του αιτητή παρατάθηκε για πρώτη φορά, δεν αμφισβητήθηκαν από τον αιτητή και συνεπώς οι εν λόγω δύο αποφάσεις «έχουν ενδυθεί», όπως ισχυρίζεται, «αμάχητο τεκμήριο νομιμότητας το οποίο δεν μπορεί πλέον να ανατραπεί με την έλευση της προθεσμίας των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής να έχει παρέλθει άπραγη», υποστήριξε πως το ζητούμενο στην υπό κρίση περίπτωση είναι ο τρόπος με τον οποίο διενεργήθηκε η επανεξέταση αναφορικά με την παράταση διαθεσιμότητας που εκδόθηκε στις 19/9/2012.

 

Το Δικαστήριο, ορθά, ανέφερε η κα Πιπερή, εξέδωσε διάταγμα αναστολής της προσβαλλόμενης με την Προσφυγή 181/13 απόφασης των καθ'ων η αίτηση, ημερομηνίας 31/1/2003, με την οποία παρατεινόταν η διαθεσιμότητα του αιτητή, εφόσον, επρόκειτο για πράξη επανεξέτασης στην οποία όμως δεν είχε προσδοθεί αναδρομική ισχύ. Το γεγονός αυτό, δηλαδή το γεγονός ότι       δεν προσδόθηκε στην εν λόγω απόφαση αναδρομική ισχύ, αναπόφευκτα συνεπαγόταν, σύμφωνα με τη συνήγορο, διακοπή της χρονικής συνέχειας της διαθεσιμότητας από τις 18/1/2013, που εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 1936/12, μέχρι την 31/1/2013 που λήφθηκε η απόφαση. Επομένως, ισχυρίστηκε η κα Πιπερή, οι καθ'ων η αίτηση, με δεδομένη την υποχρέωση τους να προβούν σε επανεξέταση ανατρέχοντας για το σκοπό αυτό στον ουσιώδη χρόνο, έτσι ώστε να «θεραπευθεί η τρωθείσα νομιμότητα», αυτοί δεν είχαν άλλη επιλογή από του να «εκδώσουν πράξη παράτασης διαθεσιμότητας με αναδρομική ισχύ και όχι νέα πράξη διαθεσιμότητας».

 

Διεξήλθα προσεκτικά τα γεγονότα που περιβάλλουν την κρινόμενη περίπτωση, έχοντας συνέχεια κατά νου τις ενδιαφέρουσες εισηγήσεις των δύο συνηγόρων, οι οποίοι για σκοπούς τεκμηρίωσης των θέσεων τους παρέπεμψαν σε σωρεία νομολογίας, όπως και σε συγγράμματα.

 

Κατ' αρχήν θα πρέπει να πω ότι ήταν επίσης η θέση του κ. Μπίσα, ότι στην επίδικη απόφαση δεν είχε προσδοθεί αναδρομική ισχύ. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας την απόφαση για να διαπιστώσει (2η σελίδα της επίδικης απόφασης) ακριβώς το αντίθετο. Η αναφορά στην 4η παράγραφο της απόφασης, «... αποφάσισα ότι η σοβαρότητα των ισχυριζόμενων αδικημάτων δεν μου αφήνει άλλη επιλογή από τη διαθεσιμότητά σου με αναδρομική ισχύ από 19.9.2012 αφού η έρευνα σε βάρος σου ολοκληρώθηκε την προαναφερόμενη ημερομηνία και πριν από την εκπνοή της παράτασης της διαθεσιμότητας σου στις 13.11.2012», δεν αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο αμφισβήτησης ότι στην επίδικη απόφαση έχει προσδοθεί αναδρομική ισχύς. Συνεπώς, η επί του προκειμένου θέση του αιτητή απορρίπτεται.

 

Στρέφομαι τώρα στην υπό στοιχείο (α) πιο πάνω θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή.

 

Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι η ανάκληση ή η ακύρωση παράνομης πράξης, συνεπάγεται την εξαφάνιση και κατάργηση της πράξης και την επαναφορά του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε             πριν την έκδοσή της. (Χριστ. Καγιάς & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1989)                3 Α.Α.Δ. 3329 και Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 2006, υπό Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, σ. 198).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, η ανάκληση στις 18/1/2013 της απόφασης ημερομηνίας 19/9/2012, με την οποία η διαθεσιμότητα του αιτητή παρατάθηκε για δεύτερη φορά, αναπόφευκτα οδηγεί στην εξαφάνιση και κατάργηση της εν λόγω απόφασης. Ταυτόχρονα, επαναφέρει το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν την έκδοση της, που είναι το καθεστώς που διαμορφώθηκε με τη λήξη της πρώτης περιόδου παράτασης της διαθεσιμότητας του αιτητή. Υπενθυμίζω ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε στις 25/7/2012 και το κύρος της ουδέποτε αμφισβητήθηκε. Εξ' ου και ο αιτητής επέστρεψε στα καθήκοντα του.

 

Το εν λόγω νομικό και πραγματικό καθεστώς συνέχισε να υφίσταται μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης με την παρούσα προσφυγή απόφασης, δηλαδή της απόφασης ημερομηνίας 6/3/2013. Το γεγονός ότι είχε μεσολαβήσει αρχικά η επιστροφή του αιτητή στα καθήκοντα του και στη συνέχεια η λήψη στις 29/1/2013 της απόφασης για παράταση της διαθεσιμότητας του, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση του για δεύτερη φορά από τα καθήκοντα του, ουδόλως διαφοροποιεί για σκοπούς της υπό στοιχείο (α) πιο πάνω θέσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, το ισχύον νομικό και πραγματικό καθεστώς όπως αυτό είχε διαμορφωθεί συνεπεία της ανάκλησης στις 18/1/2013 της απόφασης 19/9/2012. Με την ανάκληση στις 5/3/2013 της απόφασης 29/1/2013, η απόφαση 29/1/2013 εξαφανίστηκε και καταργήθηκε. Ως αποτέλεσμα, επανήλθε το καθεστώς που ίσχυε αμέσως πριν τη λήψη της, το οποίο όμως έπαυσε να ισχύει με τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης,  στην οποία αυτή τη φορά δόθηκε αναδρομική ισχύς.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω πως κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης, υπήρχε εν ισχύει νομικό και πραγματικό καθεστώς και συνεπώς            η θέση ότι με την επίδικη απόφαση επιχειρείτο η παράταση ανύπαρκτης διαθεσιμότητας, δεν με βρίσκει σύμφωνο και συνεπώς η υπό στοιχείο (α) πιο πάνω θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του αιτητή δεν μπορεί να γίνει δεκτή και απορρίπτεται.

 

Με όλο το σέβας προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, η υπόθεση Νικολάου (πιο πάνω) στην οποία με έχει παραπέμψει ο συνήγορος για σκοπούς τεκμηρίωσης της υπό στοιχείο (α) πιο πάνω θέσης του, διαφοροποιείται ουσιωδώς από την παρούσα ως προς τα γεγονότα. Σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση, στην υπόθεση Νικολάου η ακύρωση της απόφασης με την οποία ο αιτητής είχε αρχικά τεθεί σε διαθεσιμότητα, στέρησε την απόφαση για παράταση της διαθεσιμότητας του, που ήταν και το αντικείμενο στην εν λόγω υπόθεση, από το αναγκαίο υπόβαθρο. Στην υπό κρίση περίπτωση, ούτε η απόφαση με την οποία ο αιτητής είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα, ούτε η απόφαση με την οποία η διαθεσιμότητα του παρατάθηκε για πρώτη φορά, ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε.

 

Ήταν επίσης η θέση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, για τους λόγους που έχω παραθέσει πιο πάνω, ήταν το προϊόν κατάχρησης εξουσίας. Ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 48 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), κατάχρηση εξουσίας και/ή υπέρβαση συνιστά «η επιδίωξη σκοπού κατάδηλα ξένου προς το σκοπό του νόμου, όπως επίσης η υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας».

 

Είχα την ευκαιρία σχετικά πρόσφατα και συγκεκριμένα στα πλαίσια των συνεκδικαζόμενων Προσφυγών 778/2009, 1182/2009, 1184/2009 και 1185/2009, Αλβέρτος Φένεκ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11/4/2012, να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο θέμα. Επειδή οι αρχές που το διέπουν εξακολουθούν να παραμένουν οι ίδιες, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το πιο κάτω απόσπασμα από την στην εν λόγω υπόθεση απόφαση μου, το οποίο και υιοθετώ για σκοπούς και της παρούσας υπόθεσης:

 

    "Στην υπόθεση E. Yiamas and Sons Constructions and Developments Ltd. ν. Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων, Α.Ε. 96/2007, ημερομηνίας 20/10/2010, η Ολομέλεια με αναφορά σε σχετική νομολογία (Theodoros G. Papapetrou v. The Republic, 2 R.S.C.C. 61 και Τριλλίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 284), αφού επεσήμανε την πάγια νομολογιακή αρχή ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι ακύρωσης, δηλαδή «υπέρβαση» και «κατάχρηση εξουσίας», εξετάζονται από το Δικαστήριο όχι αφηρημένα και ακαδημαϊκά, αλλά με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, έθεσε τη νομολογιακή προσέγγιση του υπό συζήτηση θέματος με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα «Διοικητικό Δίκαιο» του Δ. Κόρσου, Γενικό Μέρος, Τρίτη Έκδοση, σελ. 427 και 428:

 

    "Η κατάχρηση εξουσίας είναι διάφορη από την παράβαση διατάξεως του νόμου. Η τελευταία είναι προφανής. Η πρώτη (η κατάχρηση εξουσίας) είναι αφανής. Και δυσχερής περί την απόδειξη. Κατά την αναζήτηση αυτής η ΔιοικΠρ ελέγχεται βαθύτερα. Ο ακυρωτικός δικαστής εμβατεύει εδώ στην καρδιά της εκδούσης την ΔιοικΠρ αρχής, ερευνά το εσωτερικό, το ενδιάθετο αυτής βούλευμα, γίνεται κριτής αφανών αυτής σκέψεων, αφανών αυτής προθέσεων, γίνεται «κριτικός ενθυμήσεων (αφανών σκέψεων) και εννοιών καρδίας», κατά την φράση του Παύλου (Εβρ, δ, 12). .................................

 

Ώστε κατάχρηση εξουσίας έχομε, όταν η διοικητική αρχή μολονότι είναι αρμοδία προς έκδοση ΔιοικΠρ, μολονότι κατά την έκδοση αυτής τηρεί όλους τους από τον νόμο διαγεγραμμένους τύπους, μολονότι δεν παραβιάζει ευθέως τον νόμο, εν τούτοις ασκεί την αρμοδιότητα αυτής προς σκοπό διάφορο του από τον νόμο ηθελημένου.""

 

 

Στην κρινόμενη περίπτωση ο αιτητής, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης ότι οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν με τρόπο που συνιστά κατάχρηση εξουσίας, δεν έθεσε οτιδήποτε ενώπιον μου που να καταδεικνύει ότι οι τελευταίοι άσκησαν την επί του προκειμένου αρμοδιότητα τους «προς σκοπό διάφορο του από το νόμο ηθελημένου». Εκείνο που οι καθ'ων η αίτηση έπραξαν ήταν αυτό που όφειλαν να πράξουν, δηλαδή να επανεξετάσουν την υπόθεση θεραπεύοντας τα σφάλματα που οδήγησαν στην ανάκληση της σχετικής απόφασης.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με έξοδα €1.250 υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο