ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 235/2012)
31 Μαΐου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
RANDA AHMED FATHY GAD,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
--------------------------------------
Ν. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Μ. Πασιαρδή (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια χρησιμοποιώντας κανονικά το διαβατήριο της αναχώρησε από την Αίγυπτο και αφιχθείσα στη Δημοκρατία νομίμως στις 22.4.2004, υπέβαλε στις 25.5.2004 αίτηση ασύλου στο σχετικό έντυπο με τα προσωπικά της στοιχεία.
Στις 18.11.2008, η Υπηρεσία Ασύλου διεξήγαγε συνέντευξη της αιτήτριας στην οποία παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα, μετά την οποία ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε απορριπτική εισήγηση ημερ. 28.1.2010 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, ο οποίος και απέρριψε την αίτηση στις 17.2.2010. Καταχωρήθηκε στη συνέχεια εμπροθέσμως στις 24.3.2010, διοικητική προσφυγή εκ μέρους της αιτήτριας από την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη και Αντιρατσισμό, (ΚΙΣΑ), η οποία επίσης απερρίφθη στις 28.11.2011, αφού προηγουμένως δόθηκε στην νομικό εκπρόσωπο της αιτήτριας δικαίωμα πρόσβασης στο σχετικό φάκελο, ο οποίος και επιθεωρήθηκε.
Η προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων και παρά τα όσα καταγράφονται στην ίδια την προσφυγή και τα όσα τέθηκαν λεπτομερώς ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κατά τη διοικητική προσφυγή από την νομικό εκπρόσωπο της ΚΙΣΑ, εν τούτοις η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας περιορίστηκε σε δύο σύντομους λόγους προς ακύρωση, ο ένας εκ των οποίων χαρακτηρίζει παράδοξη και παράνομη την επίδικη απόφαση διότι δεν εστράφη εναντίον της Αρχής Ασύλου, ενώ εφόσον η Υπηρεσία Ασύλου είχε ήδη απορρίψει την προσφυγή της αιτήτριας, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν είχε δικαίωμα δεύτερης απόρριψης, ο έτερος δε λόγος αφορά την εσφαλμένη κατάληξη ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε ότι θα υφίστατο φόβο δίωξης εξ αιτίας του αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι αυτή ησπάσθη τον Χριστιανισμό, όπως και η μητέρα και η αδέλφη της, ενώ στην Αίγυπτο εξακολουθεί να υπάρχει καθημερινός πόλεμος εναντίον των Χριστιανών με εμπρησμούς εκκλησιών και δολοφονίες Χριστιανών.
Η αντίθετη θέση της Αναθεωρητικής Αρχής είναι ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε καθόλα νόμιμα και εύλογη ήταν η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται σ΄ αυτήν να απορρίψει τη διοικητική προσφυγή της αιτήτριας εφόσον αυτή κρίθηκε αναξιόπιστη, ενώ δεν ήταν δυνατό να της δοθεί ούτε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, ούτε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ή το καθεστώς της προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον και οι δύο άξονες στους οποίους αυτή ουσιαστικά βασίζεται δεν έχουν στοιχειοθετήσει λόγους ακυρότητας, όλων των υπολοίπων αναφερομένων στο σώμα της ίδιας της προσφυγής και ιδιαιτέρως των εκτεθέντων κατά τη διοικητική προσφυγή, θεωρουμένων ως εγκαταλειφθέντων.
Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, στο βαθμό που αυτός είναι κατανοητός, εμφανώς η Αναθεωρητική Αρχή έχοντας την αρμοδιότητα της εξέτασης διοικητικών προσφυγών συμφώνως του άρθρου 28(1) του περί Προσφύγων Νόμου Αρ. 6(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε, εξέτασε δεόντως και νομίμως τη διοικητική προσφυγή η οποία βεβαίως στρεφόταν εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία Υπηρεσία κατεγράφη στο σώμα της απόφασης ως καθ΄ ων η αίτηση. Η όλη διαδικασία της εγκαθιδρυθείσας, δυνάμει του άρθρου 28(1), Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, βρίσκεται στα άρθρα 28Ε, 28ΣΤ, 28Ζ και 28Η, καθώς και στο άρθρο 28Θ, με πλαγιότιτλο «Βασικές Αρχές που διέπουν τη λειτουργία και τις διαδικασίες της Αναθεωρητικής Αρχής». Προς εξέταση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής είναι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στη βάση των ευρημάτων και της αιτιολογίας της τελευταίας. Αν η θέση του δικηγόρου της αιτήτριας ήταν ορθή, δηλαδή, «ότι εσφαλμένα η επίδικη απόφαση στρέφεται εναντίον απορριφθείσας ήδη απόφασης», τότε δεν θα χρειαζόταν εκ του Νόμου να παρέχεται καν δικαίωμα διοικητικής προσφυγής.
Σκοπός της ύπαρξης διοικητικής προσφυγής είναι ακριβώς η εκ νέου και εξ υπαρχής εξέταση της αρχικής αιτήσεως και η εκ νέου διερεύνηση των όλων δεδομένων. Η διοικητική προσφυγή δεν επενεργεί ως έφεση, (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426 και D.F. Iacovou Group Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. υπ΄ αρ. 1049/2011, ημερ. 15.2.2013). Όπως δε αναφέρεται στο άρθρο 28Ε(2), η Αναθεωρητική Αρχή με αιτιολογημένη απόφαση της, «... επικυρώνει ή ακυρώνει και τροποποιεί την απόφαση του Προϊστάμενου ή του Διευθυντή.».
Ως προς το δεύτερο λόγο που πλήττει το συμπέρασμα της Αναθεωρητικής Αρχής ότι όντως η αιτήτρια δεν απέδειξε ότι υφίσταται οποιοδήποτε φόβο δίωξης εξ αιτίας του γεγονότος ότι η αιτήτρια και η μητέρα και η αδελφή της είχαν ασπασθεί τον Χριστιανισμό, αυτός προβάλλεται με τέτοια γενικότητα και αοριστία που στην ουσία αυτοαναιρείται. Το μόνο που ο συνήγορος της αιτήτριας αναφέρει στις αγορεύσεις του είναι ότι δόθηκαν στοιχεία από την αιτήτρια για την ύπαρξη καθημερινού πολέμου και δίωξης των Χριστιανών, τα οποία και απορρίφθηκαν χωρίς επαρκή αιτιολογία. Τίποτε το συγκεκριμένο όμως δεν προβάλλεται ως προς το ποια στοιχεία αγνοήθηκαν, ενώ είχαν δοθεί από την αιτήτρια και γιατί η απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Εξέταση της προσβαλλόμενης πράξης που αποτελείται από 11 συναπτές σελίδες, αποδεικνύει το αστήρικτο του προβαλλόμενου αυτού λόγου. Η Αναθεωρητική Αρχή με πολλή επιμέλεια αναφέρθηκε στα όλα δεδομένα και αποφάσισε ότι τα όσα η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ως προς την αναξιοπιστία της αιτήτριας ήταν εύλογα και ορθά, προσφέροντας προς τούτο συγκεκριμένους λόγους που απαντώνται στις σελ. 3 και 4 της απόφασης. Κρίθηκε επίσης ότι δεν υποστηριζόταν ο ισχυρισμός της για φόβο ή δίωξη διότι εγκατέλειψε τη χώρα της δύο χρόνια μετά τη βάπτιση και την επίσημη αποδοχή εκ μέρους της του Χριστιανισμού, ενώ ταυτόχρονα έφυγε από την Αίγυπτο με νόμιμο τρόπο, χρησιμοποιώντας το νόμιμο διαβατήριο της. Σχετικά, μεταξύ άλλων, κρίθηκε εξωπραγματικός ο ισχυρισμός της ότι εγκατέλειψε τη χώρα της τόσο μυστικά, ώστε ούτε και ο πατέρας της δεν το γνώριζε. Περαιτέρω, η αιτήτρια παρουσίασε σοβαρή αδυναμία να απαντήσει ικανοποιητικά ερωτήσεις επί βασικών πτυχών του Χριστιανισμού ώστε να δημιουργείται αμφιβολία για την άσκηση της πίστης της στον Χριστιανισμό από μικρή ηλικία.
Περαιτέρω, όλα τα θέματα, (τα οποία εδώ δεν εγείρονται πλέον εφόσον δεν αποτέλεσαν με λεπτομέρεια το υπόβαθρο της προσφυγής ή των αγορεύσεων της αιτήτριας), εξετάστηκαν από την Αναθεωρητική Αρχή, η οποία ενδιέτριψε και στα όσα η νομικός εκπρόσωπος της παρουσίασε ως λόγους ακύρωσης της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην πολυσέλιδη επιστολή της, κατά την άσκηση της διοικητικής προσφυγής. Δεν χρειάζεται εδώ να καταγραφεί ο τρόπος αντιμετώπισης των θεμάτων αυτών από την Αναθεωρητική Αρχή και αρκεί η παραπομπή στις σελ. 6 με 11 της απόφασης της για να καταδειχθεί ότι όλες οι θέσεις της αιτήτριας εξετάστηκαν με επάρκεια και κρίθηκαν αναλόγως.
Διαπιστώνεται επομένως πλήρης αιτιολογία από πλευράς της Αναθεωρητικής Αρχής, αιτιολογία η οποία αποκαλύπτει την ταυτόχρονη διερεύνηση κάθε θέματος που έθιξε η αιτήτρια ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής με πρόσθετες θέσεις και έγγραφα τα οποία δεόντως εξετάστηκαν. Ορθά επομένως οι καθ΄ ων θεωρούν στη βάση των άρθρων 3(1), 13(4) και 17(1)(β) του Νόμου, ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο καταδίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή άλλους, ούτε μπορούσε να της δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας εφόσον δεν είχε κριθεί αξιόπιστη και ούτε οι ισχυρισμοί της παρουσίαζαν εκείνη τη συνοχή που ήταν αναγκαία ώστε οι θέσεις της να θεωρούνταν λογικοφανείς.
Ως εκ των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.