ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Papaleontjou Georghios ν. Andreas Karageorghis and Another (1987) 3 CLR 211
Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 6(I)/1998 - Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998
Ν. 8(I)/1998 - Ο περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος του 1998
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1207/2010)
27 Μαΐου, 2013
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΡΙΡΗ,
Αιτητής,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Καθ'ων η αίτηση.
Βρ. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή.
Ρ. Ιάσονος (κα), για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α. Αποστολίδης για Α.Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση τους, την επίδικη απόφαση, η οποία λήφθηκε στις 29/7/2010, οι καθ'ων η αίτηση διόρισαν τη Μαριάννα Χρίστου (ενδιαφερόμενο μέρος) στη θέση του Λειτουργού Δημοτικής Υπηρεσίας από τις 11/8/2010, αντί του αιτητή, ο οποίος αντιδρώντας καταχώρισε την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή και τα οποία συνιστούν κοινό έδαφος είναι, σε συντομία, τα πιο κάτω:
Το Δεκέμβριο 2009 με γνωστοποίηση που δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο, όπως και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δημοσιεύθηκε από τους καθ'ων η αίτηση μια κενή θέση Λειτουργού Δημοτικής Υπηρεσίας στο Δήμο Αγίου Αθανασίου, η οποία να σημειωθεί ήταν θέση πρώτου διορισμού.
Μεταξύ αυτών που εκδήλωσαν ενδιαφέρον και αποτάθηκαν για διορισμό στην εν λόγω θέση, ήταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος, οι οποίοι εργάζοντο τότε, ο μεν αιτητής ως κτηματολογικός γραφέας από τις 29/8/2007, το δε ενδιαφερόμενο μέρος ως έκτακτη εργατική λειτουργός από τον Ιούλιο του 2009.
Πρόσθετα της πείρας που αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν αποκτήσει με την υπηρεσία τους στη δημόσια υπηρεσία, πείρα η οποία να σημειωθεί, έστω και ολιγόχρονη, παραγνωρίστηκε από τους καθ'ων η αίτηση και δεν αξιολογήθηκε για κανένα από τους δύο, ο αιτητής ήταν κάτοχος πρώτου πτυχίου στις Πολιτικές Επιστήμες, όπως και μεταπτυχιακού στις Ευρωπαϊκές Σπουδές (MA in European Studies), ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχος πτυχίου Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, βάσει του οποίου και θεωρήθηκε προσοντούχος.
Όλοι οι υποψήφιοι, 122 συνολικά, κλήθηκαν σε γραπτή εξέταση στις 24/4/2010, την οποία διεξήγαγε η Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Εδώ θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για διορισμό στην επίδικη θέση ήταν αυτή που προβλεπόταν από τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημοτική Υπηρεσία Νόμο 1998 (Ν. 6(Ι)/98), όπως μεταγενέστερα είχε τροποποιηθεί (ο Νόμος).
Σύμφωνα με τον πίνακα επιτυχόντων που δημοσιεύτηκε, ο αιτητής κατετάγη πρώτος στις γραπτές εξετάσεις με συνολική βαθμολογία 64,50%, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος δεύτερο με 62,70%. Οι καθ'ων η αίτηση, αφού μελέτησαν τις αιτήσεις των επιτυχόντων υποψηφίων, τα προσόντα τους και τις επιδόσεις τους στη γραπτή εξέταση, αποφάσισαν όπως καλέσουν και κάλεσαν, σε προφορική εξέταση τους τρεις πρώτους υποψηφίους κατά σειρά επιτυχίας.
Σε συνεδρία των καθ'ων η αίτηση που έλαβε χώρα στις 29/7/2010, τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου των καθ'ων η αίτηση, αξιολόγησαν τον κάθε υποψήφιο χωριστά και κατέγραψαν τις εντυπώσεις και τη βαθμολογία τους σε ειδικό έντυπο για το κριτήριο της προφορικής εξέτασης. Σύμφωνα με το συνοπτικό πίνακα βαθμολογίας, στην προφορική εξέταση το ενδιαφερόμενο μέρος συγκέντρωσε 18.32 βαθμούς έναντι 15.73 που συγκέντρωσε ο αιτητής. Στο σχετικό με την εν λόγω συνεδρία πρακτικό που τηρήθηκε, μεταξύ άλλων, αναφέρονται και τα εξής:
"Προτού το Δημοτικό Συμβούλιο προχωρήσει στην προφορική εξέταση και αφού στο Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προνοείτο κάτι τέτοιο, αποφάσισε να μην απονέμει ουδεμία μονάδα στα κριτήρια των παραγράφων (iii), (iv) και (v) της παραγράφου (α) του εδαφίου 1 του άρθρου 3 του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου 8(Ι)/1998, ως έχει τροποποιηθεί, δηλ. ανάμεσα στα κριτήρια «προσόντα ως πλεονέκτημα», «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα» και «πείρα» σχετικά με τα προσόντα της θέσης, η βαθμολόγηση των υποψηφίων να γίνει μόνο για το κριτήριο της παραγράφου (ii) αποτελέσματα «προφορικής εξέτασης», δηλαδή το κάθε ένα Μέλος να βαθμολογήσει από το 0 έως 20 μονάδες η οποία να γίνει σε ειδικό έντυπο που έχει ετοιμασθεί και εγκρίθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο, ως κατάλληλο για σκοπούς βαθμολόγησης και το οποίο είχε ενώπιον του το κάθε ένα μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου."
Αφού συγχωνεύθηκε ο μέσος όρος βαθμολογίας της προφορικής εξέτασης (από 0 έως 20 μονάδες), με τη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση (από 0 έως 100 μονάδες), ο αιτητής συγκέντρωσε 80,22 μονάδες, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 81,02. Το εν λόγω αποτέλεσμα οδήγησε τελικά και στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Στα πλαίσια της προσφυγής του ο αιτητής εγείρει αριθμό λόγων ακύρωσης, οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τους πιο κάτω άξονες. Θα πρέπει να πω ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται:
(α) Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληροί το σχέδιο υπηρεσίας «καθότι το πρώτο και μοναδικό του πτυχίο δεν είναι σε κατάλληλο θέμα». Υπενθυμίζω ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχος πτυχίου Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.
(β) Ο αιτητής υπερτερεί σε αρχαιότητα-πείρα και στο πιο αντικειμενικό κριτήριο, αυτό των γραπτών εξετάσεων, όπως και σε πρόσθετα προσόντα, στοιχεία που τον καθιστούν καταλληλότερο για τη θέση.
(γ) Η προφορική συνέντευξη στερείται αιτιολογίας και/ή η αιτιολογία της πάσχει λόγω ανομοιομορφίας και αντιφατικότητας.
(δ) Εσφαλμένα δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης.
(ε) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς και/ή μη δέουσας έρευνας και/ή καθόλου έρευνας.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης σχετική είναι η παράγραφος 3.1 του σχεδίου υπηρεσίας, την οποία και παραθέτω:
"Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-law), Οικονομικά, Πολιτικές Επιστήμες ή Πολιτιστικές ή Κοινωνιολογικές Επιστήμες, Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Διεθνείς Σχέσεις, Δημόσιες Σχέσεις, Ευρωπαϊκές Σπουδές, Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή/και της Πληροφορικής (περιλαμβανομένων των Software Engineering, Management Information Systems, Information Technology), Ηλεκτρονική Μηχανική, Διοίκηση Μονάδων Τοπικής Αυτοδιοίκησης."
Διεξήλθα προσεκτικά το ενώπιον μου υλικό και δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε που να δείχνει προς την κατεύθυνση που εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ'ων η αίτηση, δηλαδή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ορθά κρίθηκε προσοντούχο. Αντίθετα, εκείνο που προκύπτει με ασφάλεια από το ενώπιον μου υλικό, είναι ότι οι καθ'ων η αίτηση που, σύμφωνα με τη νομολογία μας (βλ. Papaleontiou v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 211 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517) είναι το επιφορτισμένο με το καθήκον ερμηνείας και εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας όργανο, όχι μόνο δεν προέβησαν σε ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, αλλά και ότι η κατάληξη τους ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι προσοντούχο, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η Βεβαίωση του Πανεπιστημίου Κύπρου ημερομηνίας 31/5/2011, σύμφωνα με την οποία «η σπουδή στον τομέα της Ψυχολογίας εμπίπτει επιστημολογικά στον ευρύτερο κλάδο των Κοινωνικών Επιστημών που συμπεριλαμβάνουν τη Ψυχολογία, Κοινωνιολογία και Πολιτική Επιστήμη», στην οποία με παρέπεμψαν οι συνήγοροι των καθ'ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, ουδόλως θεραπεύει την κατάσταση. Πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν έχουν προβεί οι ίδιοι, ως όφειλαν, σε ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, η Βεβαίωση στο περιεχόμενο της οποίας παραπέμπουν, είναι πολύ μεταγενέστερη της λήψης της επίδικης απόφασης, όπως και της καταχώρισης της προσφυγής, γεγονός που, μεταξύ άλλων, δημιουργεί και ερωτηματικά αναφορικά με τη σκοπιμότητα που η εξασφάλιση του εν λόγω εγγράφου έτεινε να εξυπηρετήσει. Εν πάση περιπτώσει, το συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο θέμα δεν έτυχε της δέουσας έρευνας έγκαιρα, προκύπτει αβίαστα από τα όσα έχω ήδη αναφέρει.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ο πρώτος λόγος ένστασης ευσταθεί και συνεπώς η προσφυγή θα πρέπει να πετύχει.
Την προσφυγή όμως, θα έκαμνα δεκτή και για τους πιο κάτω λόγους.
Σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(α) του Νόμου 6(Ι)/98 - υπενθυμίζω ότι η διαδικασία την οποία ακολούθησαν οι καθ'ων η αίτηση στην παρούσα περίπτωση ήταν αυτή που προβλέπεται από τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου:
"Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου που αφορά .................... χωρίς όμως να επηρεάζονται οι διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, σε οποιαδήποτε διαδικασία για διορισμό σε θέση στη δημόσια υπηρεσία, η επιλογή και ο διορισμός των υποψηφίων γίνονται με βάση -
(i) τα αποτελέσματα γραπτής εξέτασης,
(ii) τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης εφόσον αυτή κριθεί αναγκαία από τη διορίζουσα αρχή, έστω και αν δεν επιβάλλει την προφορική εξέταση ο οικείος νόμος,
(iii) .........................................................................................
(iv) άλλα ακαδημαϊκά προσόντα,
(v) την πείρα που είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, και
(vi) ......................................................"
Σύμφωνα με το εδάφιο (β) του ίδιου άρθρου,
"Η βαρύτητα που δίδεται από τη διορίζουσα αρχή στο καθένα από τα κριτήρια που καθορίζονται στην παράγραφο (α) αποτιμάται σε μονάδες ως ακολούθως:
(i) Αποτελέσματα γραπτής εξέτασης: σύνολο μονάδων με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες∙
(ii) αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, αν έχει διεξαχθεί: 0 έως 20 μονάδες∙
(iii) προσόντα που, με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας θεωρούνται ως πλεονέκτημα: 0 έως 5 μονάδες∙
(iv) άλλα ακαδημαϊκά προσόντα: 0 έως 3 μονάδες∙
(v) πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: 0 έως 5 μονάδες.
Νοείται ότι οι μονάδες αυτές απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και το βάρος που η διορίζουσα αρχή .......... αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό υπηρεσίας και ..............."
Στην υπό κρίση περίπτωση η υπηρεσία τόσο του αιτητή όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους ως δημοσίων υπαλλήλων και συνεπώς η πείρα τους, έστω και περιορισμένης έκτασης, αγνοήθηκε και δεν αξιολογήθηκε. Περαιτέρω, στην περίπτωση του αιτητή παραγνωρίσθηκε παντελώς και δεν αξιολογήθηκε το πρόσθετο προσόν του, ήτοι το μεταπτυχιακό του στις ευρωπαϊκές σπουδές. Έχω την άποψη ότι η αιτιολογία που οι καθ'ων η αίτηση παρέθεσαν για την παντελή παραγνώριση τόσο του κριτηρίου της πείρας όσο και του κριτηρίου των άλλων ακαδημαϊκών προσόντων του αιτητή, αιτιολογία την οποία έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω, δεν ευσταθεί. Τα συγκεκριμένα κριτήρια - πείρα και άλλα ακαδημαϊκά προσόντα - ως στοιχεία του φακέλου και νομοθετημένα κριτήρια σε διαδικασία διορισμού με βάση το Νόμο, λαμβάνονται υπόψη ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν είναι βέβαια έργο του Δικαστηρίου να προβεί σε αξιολόγηση των συγκεκριμένων κριτηρίων πρωτογενώς, αλλά το διορίζον όργανο, στην περίπτωση μας οι καθ'ων η αίτηση, όφειλαν να αξιολογήσουν τη σχετικότητα/συνάφεια τους, όπου αυτό χρειαζόταν και να προκαθορίσουν τη βαθμολογική τους βαρύτητα, αριθμοποιώντας τα.
Πέραν όμως των πιο πάνω, η καλύτερη βαθμολογία της οποίας το ενδιαφερόμενο μέρος έτυχε για την απόδοση του στην προφορική εξέταση υπερακόντισε το προβάδισμα με 1.8% μονάδες διαφορά του αιτητή στο γραπτό διαγωνισμό. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στο ειδικό θέμα που αφορούσε στην λειτουργία του Δήμου, ο αιτητής βαθμολογήθηκε με 66% ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος με 51%.
Κατ' αρχήν θα πρέπει να διευκρινισθεί πως δεν τίθεται θέμα υπέρμετρης βαρύτητας στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, εφόσον αυτή κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο αριθμοποίησης που ο Νόμος προνοεί (μέχρι 20 μονάδες). Όμως, τίθεται θέμα υποβάθμισης της σημασίας που πρέπει να αποδίδεται στις γραπτές εξετάσεις ως ασφαλή δείκτη της αξίας των υποψηφίων. (Μ. Χατζησωτηρίου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 2364/2006, ημερομηνίας 2/9/2009 και Ε. Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1336/2008, ημερομηνίας 10/2/2010). Στην υπό κρίση περίπτωση η γραπτή εξέταση δεν ήταν μόνο διαγνωστικού χαρακτήρα, ως ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους εισηγείται, ήταν και συναγωνιστικού χαρακτήρα, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα συγκριτικά αποτελέσματα.
Μπορεί, για τους λόγους που έχω ήδη αναφέρει, να μην εγείρεται στην παρούσα περίπτωση θέμα υπέρμετρης βαρύτητας στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, εγείρεται όμως θέμα αιτιολογίας των συνεντεύξεων, όπως προκύπτει από την επισύναψη 8 της ένστασης, όπου παρατίθενται τα έντυπα που συμπλήρωσαν τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου για να αιτιολογήσουν τη βαθμολογία για την επίδοση κάθε υποψηφίου στις συνεντεύξεις. Οι σημειώσεις στην πλειοψηφία τους περιορίζονται σε γενικόλογους χαρακτηρισμούς, όπως «καλός», «πολύ καλός», «άριστη», «εξαίρετη», «έξυπνος», «λίαν καλός», χωρίς να υπάρχει συνέπεια και ομοιομορφία. Δηλαδή με την ίδια αιτιολογία του «μέτρια» αποδόθηκαν διαφορετικές βαθμολογίες όπως 12,14,17,18. Ο βαθμός του 20 αιτιολογήθηκε μονολεκτικά με τις λέξεις άριστη, εξαιρετική, πολύ καλή. Με την ίδια αιτιολογία «καλός-ή» αποδόθηκαν βαθμολογίες του 14 αλλά και του 19. Με την ίδια φράση «πολύ καλός-ή», άλλο μέλος βαθμολογούσε με 16, άλλο με 19 και άλλο με 20.
Η αιτιολογία που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζεται μονολεκτικά στη γενική εντύπωση, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που θα επέτρεπαν το δικαστικό έλεγχο της βαθμολόγησης που αποδόθηκε κατ' αντιστοιχία της γενικής εντύπωσης. Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι εκείνο που απαιτείται είναι η μεταφορά των όσων το σώμα που διενέργησε τις συνεντεύξεις απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο, όχι μόνο με τη γενική εντύπωση αλλά και των επί μέρους λόγων που εξηγούν και συγκεκριμενοποιούν αυτή την εντύπωση. (Βλ. Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ., 485, Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ., 374, 388). Συνεπώς η κρίση των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου ως προς την απόδοση κατά την προφορική εξέταση έχει, για τους λόγους που έχω πιο πάνω εξηγήσει, παραμείνει αυθαίρετη και αναιτιολόγητη, γεγονός που καθιστά την επίδικη απόφαση τρωτή.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή €1.250. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ