ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 829/2011)
23 Απριλίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΝΑ ΜΙΣΙΑΟΥΛΗ,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση
-----------------------------------
Χρ. Χριστάκη, για την Αιτήτρια.
Ρ. Ολυμπίου (κα) για Χατζηαναστασίου, Αναστασιάδη & Ιωαννίδη
Δ.Ε.Π.Ε., για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απλή αυτή υπόθεση έμελλε να διατρέξει ολόκληρη τη διαδικασία για να οδηγηθεί εν τέλει, μετά και την καταχώρηση των αγορεύσεων, στο στάδιο των διευκρινίσεων.
Το τι επιδιώκεται από την αιτήτρια σε αυτή την προσφυγή είναι δήλωση του Δικαστηρίου ότι παρανόμως ο καθ΄ ου η αίτηση αρνήθηκε ή παρέλειψε να επανεξετάσει στα πλαίσια συμμόρφωσης του μετά από ακυρωτική απόφαση, το αίτημα της για καθορισμό ως χρονικό σημείο έναρξης υπολογισμού της προσαύξησης της, τον Ιούλιο του 1999, αντί τον Αύγουστο του 2002.
Η αιτήτρια διορίσθηκε από τον καθ΄ ου η αίτηση Οργανισμό, ως Λειτουργός Νεολαίας στις 16.6.1999. Στις 13.4.2000 υπέβαλε αίτημα για άδεια άνευ απολαβών για εκπαιδευτικούς λόγους, αίτημα που έγινε δεκτό. Το διετές συμβόλαιο εργοδότησης της, το οποίο ήταν ανανεώσιμο, διεκόπη ώστε να επαναρχίσει με την επιστροφή της στην Κύπρο. Με την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών της σπουδών, η αιτήτρια επανετάχθη στην υπηρεσία του καθ΄ ου από την 1.8.2002 και η καταβολή του μισθού της γινόταν κανονικά ως να μην είχε ποτέ διακοπεί το συμβόλαιο της. Δημιουργήθηκε όμως διαφορά. Η αιτήτρια θεώρησε ότι η ημερομηνία υπολογισμού της προσαύξησης της θα έπρεπε να ήταν ο Ιούλιος του 1999, ενώ στις αρχές του 2007, ο καθ΄ ου ανέστειλε την προσαύξηση από 1.7.2006, σε δε συνεδρία του ημερ. 12.3.2008, απεφασίσθη ως ημερομηνία προσαύξησης ο Αύγουστος του 2002.
Η αιτήτρια καταχώρησε στη συνέχεια την προσφυγή υπ΄ αρ. 810/2008, στην οποία εκδόθηκε στις 16.11.2009 ακυρωτική απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η ακύρωση επεσυνέβη λόγω της διαπίστωσης ότι υπήρξε παράλειψη τήρησης των αναγκαίων πρακτικών στη σχετική συνεδρία ημερ. 12.3.2008, στην οποία είχε ληφθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Δεν μπορούσε επομένως, κατά το Δικαστήριο, να διαπιστωθεί κατά πόσο είχε όντως ληφθεί οποιαδήποτε σχετική απόφαση αναφορικά με την ημερομηνία έναρξης του υπολογισμού των προσαυξήσεων, με αποτέλεσμα να ήταν αδύνατη η άσκηση δικαστικού ελέγχου. Έκτοτε, σύμφωνα με την αιτήτρια, και παρά τις επιστολές που απέστειλε διά του συνηγόρου της ημερ. 26.11.2009 και 2.9.2010, ο καθ΄ ου δεν επανεξέτασε το όλο θέμα και επομένως δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωση επανεξέτασης που προέκυψε από την ακυρωτική απόφαση.
Στην ένσταση, αλλά και τη γραπτή αγόρευση του καθ΄ ου προβάλλονται συγκεχυμένοι ισχυρισμοί που δείχνουν τη μη κατανόηση από πλευράς του, του ζητούμενου στην υπό κρίση περίπτωση. Αφενός γίνεται αναφορά σε επίδικη απόφαση που λήφθηκε στα πλαίσια ορθής και νόμιμης ενάσκησης στης διαδικασίας και των αρμοδιοτήτων του καθ΄ ου, ενώ φανερά είναι η μη λήψη οποιασδήποτε απόφασης που τυγχάνει εδώ κρίσης. Ταυτόχρονα, ο καθ΄ ου ισχυρίζεται ότι δεν παρέβη την υποχρέωση του να επανεξετάσει την υπόθεση διότι δεν υπήρχε οτιδήποτε σχετικό να επανεξεταστεί, αλλά και διότι το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος δεν προβλέπει οτιδήποτε σχετικά με το χρόνο που η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί με ακυρωτική απόφαση. Επομένως δεν υπάρχει ούτε παραβίαση του ευλόγου χρόνου που προνοείται και από το άρθρο 10 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Η περαιτέρω εισήγηση είναι ότι ορθά και νόμιμα λήφθηκε η απόφαση και δικαιολογημένα είχε αναφερθεί στην αιτήτρια σε σχετικές επιστολές ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αλλαγής και επανεξέτασης της απόφασης μετά την ακυρωτική κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διότι τυχόν επανεξέταση θα οδηγούσε τον καθ΄ ου σε δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και θα επηρεαζόταν η όλη λειτουργία του.
Είναι φανερό ότι η όλη ένσταση και επιχειρηματολογία όπως έχει καταγραφεί πιο πάνω, αλλά και τα όσα περαιτέρω καταγράφονται στην αγόρευση του καθ΄ ου, παραγνωρίζουν και παρερμηνεύουν το αιτητικό της προσφυγής. Κάθε διοικητικό όργανο μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου οφείλει να επανεξετάσει την απόφαση στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και να εκδώσει νέα πράξη. Αυτή η υποχρέωση πηγάζει τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από το Νόμο αρ. 158(Ι)/99 και η παράλειψη του διοικητικού οργάνου να προβεί σε επανεξέταση συνιστά αφ΄ εαυτής λόγο προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ρητά το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος υποχρεώνει τη διοίκηση, μεταξύ άλλων, σε ενεργό συμμόρφωση με οποιαδήποτε απόφαση που εκδόθηκε επί προσφυγής, αναλόγως του αποτελέσματος της, ως προνοείται από την παράγραφο 4 του ιδίου Άρθρου. Το ίδιο βεβαίως ακολουθείται, δυνάμει της ως άνω ρητής συνταγματικής επιταγής, και από το Μέρος XI του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, άρθρα 57-59, το πρώτο των οποίων προνοεί ότι έπειτα από ακυρωτική απόφαση, η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση «υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρισκόταν πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.».
Ο καθ΄ ου όφειλε να λάβει υπόψη του το λόγο ακύρωσης της τότε προσβαλλόμενης πράξης όπως διαπιστώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 810/2008 και να προβεί σε συμμόρφωση υπό τύπο επανεξέτασης, καταγράφοντας σε άρτιο πρακτικό την απόφαση του. Δεν νοείται το διοικητικό όργανο να μην προχωρεί σε επανεξέταση ώστε να διαιωνίζεται μια κατάσταση πραγμάτων προς δυσμένεια και βλάβη του διοικούμενου, τα δικαιώματα του οποίου παραμένουν μετέωρα χωρίς την επανεξέταση του όποιου αιτήματος του από το διοικητικό όργανο. Ορθά ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγείται ότι η παράλειψη συνιστά μη χρηστή διοίκηση και αποτελεί περιφρόνηση της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης στην προσφυγή υπ΄ αρ. 810/2008, ημερ. 16.11.2009. Άλλωστε, συμφώνως και του Άρθρου 29 του Συντάγματος, κάθε αίτηση ή παράπονο διοικούμενου πρέπει να τυγχάνει αιτιολογημένης έγγραφης απάντησης εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις τριάντα μέρες. Τα περί «εύλογου χρόνου» για την επανεξέταση και η επίκληση του άρθρου 10 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, προκαλούν, το ελάχιστο, εντύπωση και απαραδέκτως αναφύονται προς συζήτηση. Το άρθρο 10 δεν έχει εφαρμογή μετά από ακυρωτική απόφαση, αλλά αφορά το πρώτο στάδιο παραγωγής της διοικητικής πράξης και όχι τη διαδικασία επανεξέτασης. Νοείται ότι προς συμμόρφωση με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η επανεξέταση, αυτονόητα, διενεργείται τάχιστα ή το ταχύτερο δυνατό.
Ο καθ΄ ου συγχύζει απλές νομικές έννοιες όταν εισηγείται ότι η «προσβαλλόμενη πράξη» στερείται εκτελεστότητας διότι είναι βεβαιωτική της προαναφερθείσας απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κατ΄ αρχάς, δεν έχει εκδοθεί νέα πράξη από τον καθ΄ ου λόγω ακριβώς της παράλειψης του να επανεξετάσει, και ούτε είναι δυνατό μια διοικητική απόφαση να βεβαιώνει απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν είναι αυτό το νόημα της βεβαιωτικής πράξης στο διοικητικό δίκαιο. Μετέπειτα, η αναφορά στην υπόθεση Laos Bros Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων, υπόθ. αρ. 561/2005, ημερ. 7.8.2006, είναι άστοχη διότι εκεί λέχθηκε με αναφορά σε απόσπασμα του συγγράμματος της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου: «Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της Διοικήσεως» στη σελ. 285, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η in natura αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα τους θέση είναι εξ αντικειμένου αδύνατη, όπως όταν η ακυρωθείσα πράξη ήδη έχει εκτελεσθεί επιφέροντας υλική αλλοίωση, όπως κατεδάφιση κτιρίου ή χορήγηση ή μη άδειας κυκλοφορίας οχήματος για ορισμένη ημέρα και ώρα. Συμπληρώνεται όμως από το παρόν Δικαστήριο, ότι ακόμη και τότε η επανεξέταση θα ήταν επιβεβλημένη για να διαπιστωθεί ακριβώς αυτή η εξ αντικειμένου αδυναμία, με το δικαίωμα του διοικούμενου να παραμένει, όπως εύστοχα κατά τα λοιπά σημειώνεται στο εν λόγω απόσπασμα, στη χρηματική αποζημίωση. Άλλωστε η επανεξέταση, ιδιαιτέρως όταν επιδιώκεται από τον επιτυχόντα σε προσφυγή αιτητή, είναι προϋπόθεση κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, για το διοικούμενο να αναζητήσει αποζημιώσεις. Η ρητή πρόνοια της παραγράφου αυτής αφορά στο δικαίωμα αποζημίωσης από Δικαστήριο «εφόσον η αξίωση αυτού δεν ικανοποιηθεί υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου ...». Επί επανεξετάσεως δυνατόν να αποκατασταθεί πλήρως η τυχόν προκληθείσα ζημιά.
Εδώ τέτοια θέματα δεν υπεισέρχονται στην εικόνα. Η απλή λύση που έπρεπε να είχε προωθηθεί από τον καθ΄ ου και μάλιστα εν τάχει, ήταν να επανεξετάσει το ζήτημα και να πάρει νέα απόφαση συμμορφούμενος με το ακυρωτικό αποτέλεσμα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η παράλειψη του καθ΄ ου να επενεξετάσει την υπόθεση είναι παράνομη και επομένως παν ό,τι έχει παραλειφθεί, δέον όπως εκτελεσθεί.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ΄ ου, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ