ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 730/2012)
8 Απριλίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Μ. Θεοκλήτου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά από το Δικαστήριο όπως η παράλειψη του Υπουργείου Εσωτερικών να του απαντήσει στο αίτημά του για αποκατάσταση της δυσμενούς διάκρισης εις βάρος του, θεωρηθεί παράνομη και βάσει του Άρθρου 29 του Συντάγματος, διαταχθεί η διοίκηση να του απαντήσει.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Ο Αιτητής απέστειλε προς τον Υπουργό Εσωτερικών επιστολή ημερ. 20.3.2012, η οποία αν και με βάση τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, ήτοι από την απόδειξη παραλαβής, προκύπτει να έχει παραληφθεί στις 22.3.2012, εντούτοις δεν εντοπίστηκε στο ηλεκτρονικό σύστημα του Υπουργείου Εσωτερικών, ούτε και βρέθηκε καταχωρημένη σε οποιοδήποτε διοικητικό φάκελο. Αυτός είναι και ο λόγος, όπως αναφέρουν οι Καθ' ων η αίτηση, για τον οποίο η επιστολή του Αιτητή δεν έτυχε χειρισμού ενωρίτερα.
Μετά την επίδοση της παρούσας προσφυγής, εστάλη στον Αιτητή επιστολή ημερ. 20.7.2012, με την οποία ενημερώνεται ότι το αίτημα του μελετάται με προσοχή και ότι θα γίνει εκ νέου επικοινωνία μαζί του, μόλις ολοκληρωθεί η σχετική μελέτη.
Έχω εξετάσει το παράπονο του Αιτητή και κατά την κρίση μου αυτό ευσταθεί.
Ο Αιτητής ο οποίος χειρίζεται προσωπικά την υπόθεσή του, δεν διατυπώνει με σαφήνεια, ούτε τα γεγονότα, ούτε τους λόγους ακύρωσης. Όμως αυτό δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να διακριβώσει τα γεγονότα τα οποία στην ουσία είναι απλά. Όμως, τα όσα περαιτέρω αναφέρει στην Απαντητική του αγόρευση κατά τρόπο γενικό και αόριστο, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον ξεφεύγουν της ουσίας του παραπόνου του, ότι η διοίκηση δεν του έχει απαντήσει μέσα στο χρόνο που προβλέπεται στο Άρθρο 29 του Συντάγματος. Είναι γεγονός ότι ο Αιτητής απέστειλε στις 20.3.2010 επιστολή προς το Υπουργείο Εσωτερικών, με την οποία αναφέρει μόνο ότι:- «Απαιτώ όπως αποκαταστήσετε άμεσα το δικαίωμα επαναδραστηριοποίησης το οποίο μου στερεί το κράτος για σχεδόν 38 χρόνια», επισυνάπτοντας τα σχετικά με την ακίνητη περιουσία του η οποία βρίσκεται στα κατεχόμενα. Ο Αιτητής απέστειλε αυτήν την επιστολή υπό την ιδιότητά του ως πρόσφυγας, του οποίου η περιουσία κατακρατείται παράνομα από τα τούρκικα στρατεύματα κατοχής, θεωρώντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει ή αποκαταστήσει. Αυτή είναι η ουσία του αρχικού αιτήματός του.
Σ' αυτό το αίτημα είναι παραδεχτό ότι δεν έτυχε μέχρι σήμερα απάντησης. Στη γραπτή αγόρευση της η δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση προσπαθώντας να εξηγήσει την καθυστέρηση αναφέρθηκε και σε άλλες παρόμοιες επιστολές που απέστειλε ο Αιτητής, καθώς και στην προσφυγή 287/12 και στην αγωγή 5397/09 που καταχώρησε ο Αιτητής, για να εικάσει ότι ενδεχομένως η επιστολή του ημερ. 20.3.2012 να είχε μπερδευτεί με τις άλλες υποθέσεις. Πέραν τούτου, παραδέχεται ότι μετά που η διοίκηση παρέλαβε την παρούσα προσφυγή προχώρησε σε εξέταση του αιτήματος, αλλά μέχρι σήμερα δεν απάντησε, καθότι προσπαθεί να διαμορφώσει μια ενιαία πολιτική ώστε να δοθεί η ίδια απάντηση και σε άλλους πρόσφυγες που υπέβαλαν το ίδιο παράπονο.
Ανεξάρτητα των πιο πάνω, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η παράλειψη απάντησης κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 29 του Συντάγματος, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης μόνο όταν αφορά σε ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κάτι τέτοιο, κατά την εισήγηση, δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση εφόσον είτε η τυχόν αποδοχή, είτε η απόρριψη του αιτήματος που υπέβαλε ο Αιτητής για αποκατάστασή του, δεν παράγει οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου ώστε να μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146.
Ο Αιτητής, ο οποίος παρουσιαζόταν μόνο του, δεν ασχολήθηκε στην απαντητική του αγόρευση με το συγκεκριμένο ζήτημα, προφανώς επειδή αυτό ήταν νομικό και ήταν πέραν της εμβέλειας των γνώσεων του.
Σύμφωνα με τη νομολογία, για να τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 29 του Συντάγματος, θα πρέπει το αντικείμενο της αίτησης στην οποία δεν δόθηκε απάντηση, να άπτεται εκτελεστής ή διοικητικής λειτουργίας, ώστε να μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146. Η προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 29 δεν νομιμοποιείται σε κάθε παράλειψη της διοίκησης να απαντήσει σε συγκεκριμένο αίτημα. Απαιτείται όπως το αντικείμενο της αίτησης που υποβάλλεται, να εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και να αναφέρεται σε άσκηση διοικητικής ή εκτελεστικής αρμοδιότητας (βλ. Σωτήρης Γιωργαλλής κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (1990) 3(Γ) ΑΑΔ 1585, Δήμος Λεμεσού ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ (1999) 3 ΑΑΔ 610 και Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων (2000) 3 ΑΑΔ 777).
Όπως περαιτέρω αναφέρθηκε από την Ολομέλεια στην Κολοκάση ν. Δημοκρατίας κ.α. (2008) 3 ΑΑΔ 373:-
«..η λειτουργία της δημόσιας αρχής μπορεί να επεκτείνεται τόσο στον τομέα του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού δικαίου. Κριτήριο για το διαχωρισμό των δύο αποτελεί η ουσία, ο σκοπός για τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση ή η μορφή που λαμβάνει η πράξη και όχι ο τύπος. Δημόσιος σκοπός είναι «εκείνος για τον οποίο εξ αντικειμένου το κοινό ή τμήμα του έχουν εκ της φύσεως των πραγμάτων συμφέρον στην ευόδωση του». Πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, είναι όσες έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση ή το διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.»
Στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα για το οποίο ο Αιτητής απευθύνθηκε στη διοίκηση, κατά την άποψή μου εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου, εφόσον αφορά σε πρόσφυγα ο οποίος στην ουσία ζητά να αποκατασταθεί. Το αίτημα του άπτεται της διαχείρισης του προσφυγικού προβλήματος και γενικά της διαχείρισης των τουρκοκυπριακών περιουσιών. Όπως νομολογήθηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ζητήματα που σχετίζονται με τον προσφυγικό κόσμο ανάγονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, αφού σχετίζονται με την υποχρέωση που ανέλαβε η πολιτεία για παροχή βοήθειας στις δεκάδες χιλιάδες προσφύγων που παρέμειναν άστεγοι λόγω της τουρκικής εισβολής (βλ. Πλάτων κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) ΑΑΔ 2042, Σπύρου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2006) 3 ΑΑΔ 87 και Κολοκάση ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος, η διοίκηση έχει υποχρέωση να απαντά σε οποιαδήποτε επιστολή του διοικούμενου εντός 30 ημερών. Οι Καθ' ων η αίτηση στην παρούσα περίπτωση, όχι μόνο δεν απάντησαν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο Άρθρο 29 του Συντάγματος, αλλά δεν απάντησαν ούτε μέσα σε εύλογο χρόνο. Το ότι απάντησαν στον Αιτητή στις 20.7.2012 ότι θα εξετάσουν το αίτημα του, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για την παρεκτροπή που παρατηρείται από τη συνταγματική επιταγή του Άρθρου 29.
Όπως έχω εξηγήσει, τα όσα εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Καθ' ων η αίτηση περί μη εφαρμογής του Άρθρου 29 του Συντάγματος, δεν ευσταθούν, αφού ο Αιτητής δικαιούται σε απάντηση, είτε αρνητική, είτε θετική, ανεξάρτητα από τους λόγους που ενδεχομένως να επικαλεστούν οι Καθ' ων η αίτηση. Αν οι Καθ' ων η αίτηση απαντούσαν στον Αιτητή, αυτός θα μπορούσε να προσβάλει την απόφασή τους, ανάλογα με το περιεχόμενό της. Χωρίς να τύχει απάντησης, η μόνη θεραπεία είναι αυτή που προβλέπεται από το Άρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Αυτό που παραλήφθηκε θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί. Επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή τα πραγματικά του έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.