ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.720 /2010)
10 Απριλίου, 2013
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
LEONIE MARLYSE YOMBIA NGASSAM
Αιτήτρια,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, και
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Ν.Χαραλαμπίδου, (κα.), για την Αιτήτρια
Κ.Σταυρινός - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και στις 31 Μαρτίου 2009 εισήλθε παρανόμως στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχομένων, από τα τουρκικά στρατεύματα, περιοχών.
Στις 18 Μαϊου 2009 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο. Κλήθηκε δε προς τούτο για προφορική συνέντευξη στις 24 Αυγούστου 2009. Στην έκθεση που υπέβαλε προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου η αρμόδια Λειτουργός που διενήργησε τη συνέντευξη, εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης, καθότι, όπως ανέφερε, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000, έτσι ώστε να αναγνωριστεί στην αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα. Παράλληλα, ήταν η εισήγηση ότι ούτε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ήταν εφικτό να δοθεί, καθότι, δεν συνέτρεχαν λόγοι για παραχώρηση αδείας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Στις 17 Αυγούστου 2009 ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού μελέτησε την έκθεση, απέρριψε την υποβληθείσα αίτηση. Ενημερώθηκε σχετικώς η αιτήτρια στις 14 Σεπτεμβρίου 2009 και στη συνέχεια υπέβαλε διοικητική προσφυγή ημερομηνίας 13 Οκτωβρίου 2009.
Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αφού μελέτησε τη σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε από αρμόδιο Λειτουργό, εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 31 Μαρτίου 2010 και επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Η αιτήτρια, τελικώς, συνελήφθη στις 13 Απριλίου 2010, ως παρανόμως διαμένουσα και της επιδόθηκε η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.
Είχε τεθεί από τους καθ΄ων η αίτηση υπό τη μορφή της προδικαστικής ενστάσεως η αδυναμία προώθησης, λόγων ακυρώσεως, οι οποίοι δεν είχαν, αρχικώς κατά το στάδιο της ιεραρχικής προσφυγής, προβληθεί. ΄Εχοντας ακούσει και τις δύο πλευρές επί του εν λόγω προδικαστικού σημείου, αποφάσισα στις 27 Δεκεμβρίου 2012, ότι η προβληθείσα ένσταση ήταν βάσιμη. Η βάση του σκεπτικού της απόφασης ήταν το γεγονός ότι λόγοι οι οποίοι δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων δεν ήτο δυνατό να εξεταστούν στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχοντας υπόψη ότι το ζητούμενο είναι η νομιμότητα της απόφασης της εν λόγω αναθεωρητικής αρχής.
Πρόβαλε αρχικώς η αιτήτρια ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν προβεί σε δέουσα έρευνα, αναφορικά με το αίτημα της για παραχώρηση ασύλου και απλώς υιοθέτησαν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν έχει υποχρέωση η ιδία να προβεί σε νέα έρευνα των υποβληθέντων στοιχείων, εργασία η οποία ανατίθεται στην Υπηρεσία Ασύλου, πλην όπου αυτό είναι αναγκαίο. Στην προκείμενη περίπτωση η αιτήτρια δεν παρουσίασε οποιοδήποτε λόγο, κατά τη διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, που να δικαιολογούσε περαιτέρω διερεύνηση. ΄Εχω σημειώσει την παρατήρηση της Αναθεωρητικής Αρχής σύμφωνα με την οποία ο σύμβουλος της αιτήτριας ζήτησε και είχε πρόσβαση στο φάκελο, εντούτοις δεν είχε προβεί σε οποιοδήποτε περαιτέρω λόγο.
Η ακολουθηθείσα διαδικασία τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ήταν απολύτως ορθή. Δόθηκε στην αιτήτρια, κατά τη συνέντευξη της με τη Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου η δυνατότητα να προβάλει, με τη βοήθεια διερμηνέα, όλα όσα εκείνη θεωρούσε ότι στήριζαν το αίτημα της και τα οποία εξετάστηκαν. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της προτού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας. Είμαι της γνώμης ότι ο ισχυρισμός της ότι τα τεθέντα γεγονότα δεν αξιολογήθηκαν ορθώς ή ότι είχε εμφιλοχωρήσει πλάνη δεν τεκμηριώνονται. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της επίδικης απόφασης, το αίτημα της εξετάστηκε με κάθε λεπτομέρεια νομίμως και με καλή πίστη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Παράλληλα, οι προβληθέντες ισχυρισμοί κατά το στάδιο της διοικητικής προσφυγής, εξετάστηκαν προτού αιτιολογημένα απορριφθούν. Το τι ουσιαστικώς αναπτύσσει με τη γραπτή αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της η αιτήτρια επιζητά επανεκτίμηση των γεγονότων, με απώτερο στόχο να υποκαταστήσει το Δικαστήριο την αρμοδιότητα απόφασης, που εμπίπτει στη σφαίρα εξουσίας της αρμόδιας αρχής, πράγμα ανεπίτρεπτο. Όπως έχει λεχθεί στην απόφαση της Ολομέλειας Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, ούτε υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με τη δική του. Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν το θέμα.
Η αιτήτρια πρόβαλε ότι το συμπέρασμα των καθ΄ων η αίτηση ότι ήταν αναξιόπιστη, ήταν λανθασμένο. Μετά από μελέτη του κειμένου της απόφασης και του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1, διαπιστώνω ότι η υπό εξέταση απόφαση ήταν ορθή και δεόντως αιτιολογημένη. Είναι γεγονός ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο είχε απορριφθεί η αίτηση της αιτήτριας ήταν η διαπιστωθείσα αναξιοπιστία της. Η αξιοπιστία αυτή είχε τρωθεί σε μεγάλο βαθμό που δεν επέτρεπε, όπως καταγράφεται στην εν λόγω απόφαση, να γίνουν αποδεκτοί οι προβληθέντες ισχυρισμοί της αναφορικά με τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή. Γίνεται μια ευρεία αναφορά στους προβληθέντες ισχυρισμούς οι οποίοι, κατά τη γνώμη μου, είναι ικανοποιητικοί για να στοιχειοθετήσουν το εύρημα περί αναξιοπιστίας, στοιχείο που συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι η απόφαση της αρμοδίας αρχής ήταν δεόντως αιτιολογημένη.
Η αιτήτρια πρόβαλε κατά το στάδιο της συνέντευξης που έδωσε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι ο λόγος που αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα της ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με την οικογένεια του συζύγου της, συνεπώς δεν υπήρχε οποιοσδήποτε φόβος για δίωξη της. Είπε στη συνέχεια ότι υπέβαλε αίτηση ασύλου, επειδή είχε αφιχθεί στην Κύπρο παράνομα, και ήταν ο μοναδικός τρόπος για να παραμείνει στη χώρα. Είναι έκδηλο ότι τα πιο πάνω εύλογα δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το αξιόπιστο του αιτήματος της.
Η ληφθείσα απόφαση ήταν αποτέλεσμα πλάνης, όπως περαιτέρω προβλήθηκε αναφορικά με το καθεστώς του πρόσφυγα. Όπως σημείωσα, κατά το στάδιο της συνέντευξης της, η αιτήτρια είχε αναφέρει ότι εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω οικογενειακών προβλημάτων και ότι δεν αντιμετώπιζε οποιαδήποτε άλλα προβλήματα. Είχε επίσης αναφέρει ότι ενδεχομένως να υπήρχαν δυσκολίες αναφορικά με την ιατρική περίθαλψη που θα λάμβανε στη χώρα της. Τους ίδιους ισχυρισμούς επανέλαβε και κατά το στάδιο της ιεραρχικής προσφυγής που ακολούθησε.
Οι καθ΄ων η αίτηση είχαν προβεί σε έρευνα αναφορικά με τον τρόπο χειρισμού ατόμων που είχαν προσβληθεί με τον ιό του Aids και διαπίστωσαν ότι υπήρχαν κατάλληλα ιατρικά κέντρα για φροντίδα τέτοιων ασθενών. Αποτελεί επομένως δικαιολογημένο εύρημα ότι δεν μπορούσε να γίνει αποδεχτό το αίτημα της αιτήτριας να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας.
Περαιτέρω η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε κατά πόσο η αιτήτρια θα μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και ευλόγως κατέληξαν σε αρνητικό αποτέλεσμα, έχοντας υπόψη ότι η αιτήτρια δεν είχε αποσείσει το βάρος που επιτάσσει το άρθρο 19(1) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να αποδείξει βάσιμο λόγο, ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως καθορίζει το άρθρο 19(2) του Νόμου. Θεωρώ επίσης ότι η διαπίστωση των καθ ΄ων η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν ικανοποίησε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19Α του Νόμου, για παραχώρηση σ΄αυτήν του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, ήταν εύλογη.
Είμαι της γνώμης ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το ΄Αρθρο 146(4)(α) του Συντάγματος.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.