ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 669/2012

 

 

26 Aπριλίου, 2013

 

 [Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΘΩΜΑΣ ΚΑΟΥΛΛΑΣ

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση

 

..........

 

Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά

Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

........

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Ο αιτητής, πρόσφυγας από την Αμμόχωστο, στις 20/1/12 απέστειλε μαζί με τη σύζυγο του επιστολή προς τον Υπουργό Εσωτερικών με την οποία πολύ λακωνικά «απαιτούσαν» άμεση αποκατάσταση της περιουσίας τους στην κατεχόμενη Αμμόχωστο.  Λόγω μη έγκαιρης απάντησης από τον Υπουργό, καταχωρήθηκε από τον αιτητή προσφυγή αρ. 284/12, η οποία και εκκρεμεί.

 

Στις 12/3/12 και πάλιν ο αιτητής μετά της συζύγου του απέστειλαν επιστολή προς τον Υπουργό Εσωτερικών με την οποία «απαιτούσαν» την άμεση καταβολή του ποσού των €7.490.000 ως απώλεια εισοδημάτων από τις περιουσίες τους στην κατεχόμενη Αμμόχωστο από το 1974 σύμφωνα με έκθεση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

 

Στις 5/4/12 εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών απεστάλη επιστολή προς τον αιτητή και σύζυγο του σε απάντηση των επιστολών τους ημερ. 20/1/12 και 12/3/12 με τ' ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στις επιστολές σας προς τον υπουργό Εσωτερικών με ημερομηνίες 12.3.2012 και 20.1.2012 και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας για άμεση αποκατάσταση, όχι μόνο της δικής σας περιουσίας στα κατεχόμενα, αλλά της περιουσίας όλων των προσφύγων, είναι διαχρονικός στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας που υποστηρίζεται από όλες συνολικά τις ενέργειες του Κράτους.  Επίσης, το θέμα της καταβολής αποζημιώσεων για απώλεια χρήσης περιουσίας, προβλέπεται ότι θα επιλυθεί σε μια συνολική επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.»

 

Ως αποτέλεσμα ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή με την οποία αιτείται:

 

«... αποκατάσταση της περιουσίας του ή λήψη τέτοιων μέτρων ώστε να τερματισθεί η δυσμενής διάκρισης εναντίον του από την Κυπριακή Δημοκρατία.»

 

Στα γεγονότα που παραθέτει ο αιτητής στην προσφυγή του είναι ξεκάθαρο ότι αυτός προσβάλει τα όσα αναφέρονται στην επιστολή ημερ. 5/4/12 (άνω).  Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία με επιστολή της ημερ. 5/4/12 αρνείται να προχωρήσει προς αποκατάσταση της περιουσίας μου ή λήψη τέτοιων μέτρων ώστε να τερματιστεί η δυσμενής διάκριση εναντίον μου»  (το κείμενο παρατίθεται αυτούσιο).

 

Οι καθ' ων η αίτηση με την ένσταση τους εγείρουν τέσσερεις προδικαστικές ενστάσεις.  Μεταξύ αυτών είναι ότι «... η επιστολή ημερ. 5/4/12 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη».

 

Ο αιτητής στην αγόρευση του για την άνω επιστολή ημερ. 5/4/12 προβάλλει ότι είναι «αρνητική απάντηση στο αίτημα του όπως η Δμοκρατία λάβη τέτοια μέτρα ώστε να τερματίσει την δυσμενή διάκριση εναντίον του.»

 

Με την απαντητική του αγόρευση εισηγείται περαιτέρω ότι «θεωρεί αρνητική την απόφαση των καθ' ων η αίτηση βάσει τουΝ. 158/99 διότι εδώ και 30 χρόνια (19/10/92) παρά τις επανειλημμένες τηλεφωνικές και γραπτές παρακλήσεις στους εκάστοτε υπουργούς εσωτερικών δεν έχουν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα τερματισμού της δυσμενούς διάκρισης κατά του πολίτη».

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση με αναφορά στη νομολογία υποστήριξε τη θέση ότι η υπό εξέταση επιστολή δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα ως αυτά έχουν εκτεθεί και κατά το βαθμό που ο αιτητής συμπλέκει την προσφυγή του με «αρνητική απόφαση των καθ' ων η αίτηση» σύμφωνα με το Ν. 158/99, θα πρέπει εξ' αρχής να λεχθεί ότι η εισήγηση του είναι εντελώς λανθασμένη λαμβανομένου υπόψη ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο.  Εδώ οι καθ' ων η αίτηση την 5/4/12 απάντησαν στις επιστολές του ημερ. 20/1/12 και 12/3/12 ήτοι εντός χρόνου λιγότερου των τριών μηνών που προβλέπεται από το άρθρο 36 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99.  Συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει άρνηση ικανοποίησης «αναφοράς» του.

 

Όσον αφορά το εκτελεστό ή μη της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 5/4/12 χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Fontana Amoroza Coast Ltd. v. Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου (2006) 3 ΑΑΔ 209 όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ως ακολούθως:

 

«Κατά την ακρόαση της έφεσης, εξ αρχής διαφάνηκε ότι πρωτεύον ζήτημα προς επίλυση, ως θέμα δικαιοδοτικό, είναι το εκτελεστό ή μη της προσβληθείσας με την προσφυγή απόφασης.  Οι αντίθετες απόψεις των διαδίκων επί του συγκεκριμένου θέματος συνοδεύτηκαν από νομική επιχειρηματολογία....

............................»

 

Στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26, με αναφορά σε ελληνικές αυθεντίες που διέπουν το ζήτημα, επεξηγήθηκε η έννοια του όρου «εκτελεστή διοικητική πράξη» ως εξής:

 

«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.  Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους.  Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστή πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ' αυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης.  (Βλ.  Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1958, σελ. 240, Τσάτσος - Η Αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 125).»

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Εις προσβολήν δι' αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι' ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγόμενη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού.  Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις.»

 

Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη (Βλ. Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 ΑΑΔ 198, 208).

 

Στο «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών» του Μιχ. Στασινόπουλου, έκδοση 4η, σελ. 170-171 το θέμα τίθεται ως εξής:

 

«Χαρακτηριστικόν γνώρισμα της εκτελεστής διοικητικής πράξεως είναι ότι διά της εν αυτή  περιεχομένης δηλώσεως βουλήσεως, καθορίζει δίκαιον, δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις, είτε κατά τρόπον γενικόν δια της θέσεως κανόνος δικαίου (κανονιστική πράξης), είτε κατά τρόπον ειδικόν εν τη ατομική περιπτώσει (ατομική πράξις).  Ο τοιούτος καθορισμός δικαίου, ο οποίος αποτελεί στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής διοικητικής πράξεως, ελλείπει από ωρισμένας δηλώσεις βουλήσεως των διοικητικών οργάνων, τας οποίας ονομάζομεν γενικώς «μη εκτελεστάς διοικητικάς πράξεις.»

 

Αι πράξεις αύται, αι μη εκτελεσταί, είναι δυνατόν, είτε να σχετίζωνται προς μιαν εκτελεστήν πράξιν, προηγούμεναι ή επόμεναι αυτή, είτε να εκδίδωνται ασχέτως προς άλλην εκτελεστήν, αποτελούσαι απλώς εκδηλώσεις της υπηρεσιακής αρμοδιότητος των οργάνων.»

 

Με καθοδήγηση τα πιο πάνω είναι αταλάντευτη κρίση μου ότι στα περιστατικά της παρούσας προσφυγής, ως έχουν εκτεθεί πιο πάνω, η υπό κρίση προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 5/4/12 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, δυνάμενη να προσβληθεί με τον μηχανισμό της ακυρωτικής αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Όπως είναι αυτόδηλο από την ίδια την επιστολή πρόκειται για έκφραση αρχών, προθέσεων και γενική πολιτική του Κράτους σε ένα πρόβλημα που ταλανίζει την Κυπριακή Δημοκρατία από το 1974 λόγω της παράνομης εισβολής των Τουρκικών Στρατευμάτων και παράνομης κατοχής μεγάλου μέρους της χώρας μας.

 

Η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά τα έξοδα λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτητής ως μη γνώστης των νομικών αρχών που διέπουν το θέμα, καθ' ότι δεν είναι νομικός και προώθησε τα προβλήματα κατά τον τρόπο που αντιλαμβάνετο, κρίνω ορθό όπως μη επιδικαστούν έξοδα εις βάρος του.

                                                                            Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                    

 

.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο