ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 634/2009)

 

 

29 Απριλίου, 2013

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

ΚΑΙ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Λ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.

 

Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Το ιστορικό της παρούσας προσφυγής χρονολογείται από το 2000, όταν ο αιτητής, μέχρι τότε λειτουργός στο γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως, υπέβαλε γραπτώς στις 13.7.2000, την παραίτηση του από τη θέση που κατείχε, παραίτηση η οποία έγινε δεχτή από την Ε.Δ.Υ. στις 31.8.2000.

 

Την αποδοχή της παραίτησης του αιτητή από την Ε.Δ.Υ., ακολούθησε προσφυγή του πρώτου στο Ανώτατο Δικαστήριο (Προσφυγή 1336/2000), με την οποία αυτός επιδίωξε την ακύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να αποδεχθεί την παραίτηση του. Η προσφυγή απορρίφθηκε, όπως και η έφεση που στη συνέχεια ασκήθηκε εναντίον της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης.

 

Το προηγούμενο της υποβολής της παραίτησης του αιτητή, βράδυ, επιδόθηκε στον αιτητή κλήση να παρουσιαστεί στο Ιατροσυμβούλιο την επόμενη μέρα, 13/7/2000.

 

Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες επιτεύχθηκε η επίδοση στον αιτητή της εν λόγω κλήσης, έδωσαν το έναυσμα για την έναρξη ανταλλαγής όγκου, όπως στη συνέχεια εξελίχθηκε, αλληλογραφίας, μεταξύ του αιτητή και των συνηγόρων του από τη μια και μεταξύ άλλων, του Υπουργείου Δικαιοσύνης, της Ε.Δ.Υ. και της Αστυνομίας από την άλλη, με επίκεντρο, παράπονο που ο αιτητής είχε εκφράσει αναφορικά με την εμπλοκή στην επίδοση, εμπλοκή την οποία από την αρχή η Αστυνομία απέρριπτε, μέλους της Αστυνομίας, το οποίο, σύμφωνα με τον αιτητή, συνόδευε τον επιδότη που του επέδωσε την κλήση το βράδυ της 12/7/2000.

 

Στις 28/7/2008 και ενώ, μεταξύ των δύο πλευρών είχε, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων, ανταλλαγεί σωρεία επιστολών με επίκεντρο πάντα το συγκεκριμένο παράπονο του αιτητή, οι συνήγοροι του τελευταίου απηύθυναν προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης επιστολή με την οποία, εισηγούντο όπως «το θέμα διερευνηθεί με το διορισμό ποινικού ανακριτή ο οποίος να ετοιμάσει πόρισμα το οποίο να σταλεί στο Γενικό Εισαγγελέα για τις νενομισμένες ενέργειες και για την παράτυπη διερεύνηση του θέματος και για τη διεξαγωγή ορθής έρευνας.»

 

Η Αστυνομία στην οποία η πιο πάνω επιστολή των συνηγόρων του αιτητή  παραπέμφθηκε, απάντησε με την επιστολή ημερομηνίας 5/3/2009, η οποία έδωσε και το έναυσμα για καταχώριση της παρούσας προσφυγής. Παραθέτω το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, αυτούσιο:

 

"Αξιότιμε κύριε,

 

Προσφυγή 1336/2000 Χάρη Χαραλάμπους εναντίον Επιτροπής

Δημόσιας Υπηρεσίας

 

       Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 28/7/2008 προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης & Δημοσίας Τάξεως σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι έχουμε ήδη τοποθετηθεί επί τούτου με τις επιστολές μας, με ημερομηνίες 2/11/2001 και 27/5/2004.

 

2. Το θέμα χειρίστηκε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και η Αστυνομία δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή.

 

3. Απολογούμαστε για την καθυστέρηση που σημειώθηκε.

 

                                                    Με εκτίμηση

 

 

                                           Δημητράκης Κωνσταντίνου

                                                    Αστυνόμος Β΄

                                            για Αρχηγό Αστυνομίας"

 

 

 

Παραθέτω επίσης αυτούσιο το περιεχόμενο των επιστολών προς το συνήγορο του εφεσείοντα, ημερ. 2.11.2001 και 27.5.2004 στις οποίες παραπέμπει η επιστολή 5.3.2009.

 

 

 

«Αξιότιμε κύριε,

 

Προσφυγή αρ. 1336/2000

 

Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 20.10.2001, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι όπως σας έχουμε ήδη ενημερώσει, η Αστυνομία δε σχετίζεται με την εν λόγω υπόθεση.

 

2. Το όλο θέμα χειρίστηκε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, προς την οποία έχουμε αποστείλει αντίγραφο της επιστολής σας για ανάλογο χειρισμό λόγω αρμοδιότητας.

 

 

                                                                        Π. Ασσιώτης,

                                                                        Αστυνόμος Β΄

                                                         για Αναπλ. Αρχηγό Αστυνομίας»

 

 

 

 

 

 

«Αξ. Κύριε,

 

Προσφυγή 1336/00 Χάρη Χαραλάμπους εναντίον Ε.Δ.Υ.

 

Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 20.4.2004 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ και πάλιν, ότι η Αστυνομία δεν έχει οποιαδήποτε εμπλοκή στο θέμα της επίδοσης «επιστολής-ειδοποίησης» προς τον πελάτη σας.

 

2. Για να αρθούν οι οποιεσδήποτε αμφιβολίες, λήφθηκε γραπτή κατάθεση από τον υπάλληλο του Γραφείου της Επιτροπής Δημόσιας υπηρεσίας κον Π. Πεμπέτσιο, ο οποίος επέδωσε κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία (12.7.2000) την επιστολή «ειδοποίηση» στον κον Χ. Χαραλάμπους. Ο κος Πεμπέτσιος καταθέτει ότι καθ' όλη τη χρονική διάρκεια που χρειάστηκε να επιδώσει την επιστολή, ήταν μόνος του και δεν συνοδεύετο από οποιονδήποτε άλλο πρόσωπο.

 

Εξάλλου τέτοια θέματα που αφορούν την Δημόσια Υπηρεσία, επιδόσεις επιστολών προς τους δημόσιους υπαλλήλους, δεν εμπίπτουν στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της Αστυνομίας, ούτε είχαμε και ούτε θα έχουμε εμπλοκή για επίδοση τέτοιων επιστολών. Διερωτόμαστε τελικά γιατί τόση επιμονή να εμπλέκετε την Αστυνομία σε ένα θέμα για το οποίο δεν έχει καμιά σχέση, παρόλο που αυτό σας έχει αναφερθεί σε τέσσερις διαφορετικές επιστολές μας."

 

 

Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής ζητά:

 

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η επιστολή της καθ'ης η αίτηση ημερ.            5 Μαρτίου 2009 (επισυνάπτεται) η οποία λήφθηκε στις 13-3-2009 και απευθύνεται στους δικηγόρους του αιτητή είναι άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος και συνιστά παράλειψη οφειλομένης ενεργείας εν τη εννοία του άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και δέον παν το παραλειφθέν έδει να είχε εκτελεσθεί."

 

 

Ενόψει της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω και τα εξής γεγονότα, τα οποία έλαβαν χώρα μετά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.

 

Η ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δύο πλευρών, συνεχίστηκε και μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, με τον αιτητή να επιμένει στις αρχικές θέσεις του, παρά το γεγονός ότι, προ της εμμονής του στη θέση ότι το παράπονο του δεν διερευνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο, η Αστυνομία διεξήγαγε νέα έρευνα από την οποία όμως δεν προέκυψε ο,τιδήποτε που να δικαιολογεί διαφοροποίηση από τις αρχικές θέσεις της όπως αυτές είχαν κοινοποιηθεί στον αιτητή και τους συνηγόρους του στα πλαίσια της αλληλογραφίας που οι δύο πλευρές είχαν ανταλλάξει πριν την καταχώρηση της προσφυγής. Σημειώνεται ότι στα πλαίσια της εν λόγω έρευνας λήφθηκε κατάθεση και από τον αιτητή καθώς επίσης και ότι μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής ο αιτητής υπέβαλε παράπονο στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας αναφορικά με τον τρόπο που η Αστυνομία είχε διερευνήσει το παράπονο του.

 

Στα πλαίσια του δικογράφου του ο αιτητής παραθέτει σωρεία λόγων για τους οποίους η επίδικη απόφαση θα πρέπει, σύμφωνα με τον ίδιο, να ακυρωθεί. Στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος του επαναλαμβάνοντας εκτεταμένα λεπτομέρειες της εκδοχής του αιτητή αναφορικά με τις συνθήκες που περιβάλλουν την επίδοση της κλήσης το βράδυ της 12.7.2000, διατυπώνει σειρά παραπόνων κοινός παρονομαστής των οποίων είναι η πάγια θέση του αιτητή ότι η καταγγελία του δεν διερευνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο και ιδιαίτερα ότι δεν διερευνήθηκε από ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή. Παραπονείται για την ενέργεια της Αστυνομίας να κοινοποιήσει σε διάφορους αποδέκτες την κατάθεση του επιδότη Πεμπετσίου που λήφθηκε στα πλαίσια διερεύνησης της καταγγελίας του αιτητή, ενέργεια την οποία χαρακτηρίζει παράτυπη και αντιδεοντολογική, αλλά και για την παράλειψη της Αστυνομίας να μην κοινοποιήσει στον ίδιο την εν λόγω κατάθεση. Παραπονείται για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στη λήψη κατάθεσης από τον ίδιο τον αιτητή, για τον τρόπο που επιδόθηκε η κλήση στον αιτητή για να παρουσιαστεί στο Ιατροσυμβούλιο και για  αντιδεοντολογική ενημέρωση από την ΕΔΥ του Ιατροσυμβουλίου που εξέτασε τον αιτητή. Παράλληλα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, ισχυρίζεται ότι με τον τρόπο που επιτεύχθη η επίδοση της κλήσης παραβιάστηκαν τα κατοχυρωμένα δυνάμει των άρθρων 15, 16, 17, 25, 28 και 35 του Συντάγματος, δικαιώματα του αιτητή, ενώ με το μη διορισμό ανεξάρτητου ανακριτή, παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή η καταγγελία του να τύχει ανεξάρτητης διερεύνησης. Τέλος ο αιτητής παραπονείται για παραβίαση του δικαιώματός του να ακουστεί.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, πρόσθετα των ενστάσεων της αναφορικά με την ουσία των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, εγείρει με την μορφή προδικαστικής ένστασης τη θέση, θέση η οποία απορρίπτεται από την άλλη πλευρά,  ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή καθότι πρόκειται για απόφαση πληροφοριακού χαρακτήρα. Είναι συγκεκριμένα η θέση της συνηγόρου ότι με την επίδικη απόφαση πληροφορείται ο αιτητής ότι οι επί του προκειμένου θέσεις της Αστυνομίας εξακολουθούν να παραμένουν οι ίδιες όπως αυτές του είχαν κοινοποιηθεί με τις επιστολές 2.11.2001 και 27.5.2004.

 

Είχα την ευκαιρία σχετικά πρόσφατα και συγκεκριμένα στα πλαίσια της υπόθεσης 57/2011 Tryfonas Spyrou and Son Ltd και ΄Αλλων ν. Δήμου Λακατάμιας, ημερ. 29.1.2013 να ασχοληθώ με τις αρχές που διέπουν το εγειρόμενο με την προδικαστική ένσταση θέμα. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα το οποίο υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας απόφασης:

 

«Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι βεβαιωτικές πράξεις και πράξεις πληροφοριακού χαρακτήρα δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Εκείνο που προκύπτει από τη νομολογία είναι πως το κριτήριο κατά πόσο πράξη ή απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εντός της εννοίας του άρθρου 146 του Συντάγματος, «είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ' αυτών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων». (Βλ. Δημοκρατία ν. Sunoil Bankering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26). Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην απόφαση της Ολομέλειας στην εν λόγω υπόθεση, «Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη παριστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεση της». (Βλ. επίσης Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 236-237 και Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, του Α.Ι. Τάχου, 4η Έκδοση, 1993, σελ. 356).

 

Αναφορικά με την έννοια της πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Α. Γεναγρίτης (πιο πάνω), όπως και στην υπόθεση Α.Ε. 35/2007, ημερομηνίας 26/6/2009, Αντιγόνη Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών και/ή Επαρχιακής Διοίκησης Λάρνακας. Στη μεν πρώτη από τις εν λόγω δύο υποθέσεις η Ολομέλεια, υπενθυμίζοντας την αρχή ότι πράξεις πληροφοριακού χαρακτήρα δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, υπέδειξε ότι τέτοιες πράξεις είναι για παράδειγμα οι πράξεις που πληροφορούν τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή με αυτές εκφράζεται η πρόθεση αλλά όχι η βούληση της διοίκησης, στη δε δεύτερη συζητείται από την Ολομέλεια η έννοια της πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ευρύτερης έννοιας του όρου εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Αναφορικά με την έννοια της πράξης βεβαιωτικού χαρακτήρα χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998)                  3 Α.Α.Δ. 394, στην οποία επαναβεβαιώθηκε η αρχή ότι η βεβαιωτική πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, εκτός και αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία τα οποία, έστω και αν προϋπήρχαν, δεν λήφθηκαν υπόψη νωρίτερα ή ήταν άγνωστα.»

 

 

 

Διεξήλθα προσεκτικά το ενώπιό μου υλικό το οποίο στην ουσία συνίσταται από την αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ των δύο πλευρών από το καλοκαίρι του 2000 που υποβλήθηκε η καταγγελία του αιτητή στην Αστυνομία μέχρι και πρόσφατα, ιδιαίτερα το περιεχόμενο της επιστολής των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 5.3.2009 και των επιστολών στις οποίες η εν λόγω επιστολή παραπέμπει όπως και το περιεχόμενο της επιστολής του συνηγόρου του αιτητή ημερ. 28.7.2008.

 

΄Οντως το περιεχόμενο της επιστολής 5.3.2009 είναι πληροφοριακού και ταυτόχρονα βεβαιωτικού χαρακτήρα. Με τις επιστολές 2/11/2001 και 27/5/2004, στις οποίες παραπέμπει η επιστολή 5/3/2009, επιβεβαιώνεται η θέση της Αστυνομίας ότι η Αστυνομία δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στο θέμα της επίδοσης στον αιτητή της κλήσης και συνεπώς, δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την όλη υπόθεση, ενώ με την επιστολή του συνηγόρου του αιτητή ημερομηνίας 28.7.2008 δεν προβλήθηκαν οποιαδήποτε νέα στοιχεία τα οποία, έστω και αν προϋπήρχαν, δεν λήφθηκαν υπόψη νωρίτερα ή ήταν άγνωστα.  Παράλληλα, με τις εν λόγω επιστολές πληροφορούντο οι συνήγοροι του αιτητή, με την μεν πρώτη επιστολή ότι το όλο θέμα χειρίστηκε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, προς την οποία είχε αποσταλεί αντίγραφο της επιστολής των συνηγόρων του αιτητή, «για ανάλογο χειρισμό λόγω αρμοδιότητας», με τη δε δεύτερη ότι θέματα όπως το συγκεκριμένο θέμα που αφορά τη Δημόσια Υπηρεσία δεν εμπίπτουν στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της Αστυνομίας καθώς επίσης και ότι λήφθηκε κατάθεση και από τον επιδότη Πεμπέτσιο.  Συνεπώς η επίδικη απόφαση στερείται εκτελεστότητας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.

 

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι η Αστυνομία προέβη στη λήψη κατάθεσης και από τον επιδότη Πεμπέτσιο και ότι σε κάποιο στάδιο προέβη στη διεξαγωγή νέας έρευνας. Τα εν λόγω στοιχεία ουδόλως διαφοροποιούν την πιο πάνω κατάληξή μου. Η μεν κατάθεση του επιδότη λήφθηκε πολύ πριν την επίδικη απόφαση και συγκεκριμένα το 2004 και συνεπώς η εκδοχή του επιδότη ήταν σε γνώση της Αστυνομίας όταν με την επιστολή της 27.5.2004 καθόριζε τις θέσεις της, η δε νέα έρευνα έλαβε χώρα μετά την καταχώρηση της προσφυγής, όχι γιατί είχαν προκύψει νέα στοιχεία αλλά ως αποτέλεσμα της εμμονής του αιτητή, παρά τις θέσεις της Αστυνομίας, στις θέσεις του.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου κρίνω ότι δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης της ουσίας οποιουδήποτε από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.

 

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1.500 υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

                                                                  Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο