ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1718/2010)
25 Απριλίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SHAHIN HAISAN FAWZY MOHAMED,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Ν. Χαραλαμπίδου (κα.), για τον Αιτητή.
Γ. Χ΄΄ Χάννα (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 23.12.2010, με την οποίαν διατάσσεται η απέλαση του αιτητή στην Αίγυπτο, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος. Ζητείται επίσης δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 23.12.2010, με την οποίαν διατάσσεται η κράτηση του αιτητή μέχρι την απέλαση του στην Αίγυπτο, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Στην προσφυγή του ο αιτητής ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η απέλαση του, που διατάχθηκε ενώ αυτός ήταν αιτητής ασύλου και διατηρούσε το καθεστώς αυτό, καταστρατηγεί το ευρωπαϊκό δίκαιο και ειδικότερα την Οδηγία 2004/83/ΕΚ, την Οδηγία 2005/85/ΕΚ, την Οδηγία 2003/9/ΕΚ και την Οδηγία 2008/115/ΕΚ. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις καταστρατηγούν επίσης τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, τους περί Προσφύγων Νόμους του 2000-2009 (Ν 6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε), καθώς και τους Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει των προαναφερόμενων νόμων.
Ο αιτητής κατάγεται από την Αίγυπτο και το 2000 ήρθε στην Κύπρο με σκοπό την απασχόληση. Του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και απασχόλησης μέχρι το 2005 και το 2005 υπέβαλε αίτηση ασύλου για να του παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας στη Δημοκρατία. Το 2008 καταδικάστηκε από Κακουργιοδικείο σε 6 χρόνια φυλάκιση για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης. Μετά από έφεση όμως, η πρωτόδικη απόφαση και ποινή παραμερίστηκαν. Στη συνέχεια ο αιτητής οδηγήθηκε και πάλι στις φυλακές αφού είχαν εκδοθεί εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης του στην Αίγυπτο. Καταχώρησε την προσφυγή 1117/10 εναντίον των δύο διαταγμάτων. Εν τω μεταξύ η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε αρχικά από την Υπηρεσία Ασύλου και στη συνέχεια από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Εναντίον της απόφασης εκείνης ασκήθηκε η προσφυγή 1409/10 η οποία εκκρεμεί.
Η προσφυγή 1117/10 πέτυχε και στις 23.12.2010 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Μετά την απόφαση στην προσφυγή 1117/10 η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, αφού μελέτησε την απόφαση του δικαστηρίου, την ίδια μέρα, στις 23.12.2010, εισηγήθηκε την έκδοση νέων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή. Εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης στις 23.12.2010. Στις 30.12.2010 ο αιτητής καταχώρησε νέα προσφυγή, την παρούσα, εναντίον των νέων δύο διαταγμάτων, κράτησης και απέλασης, αλλά παρά τα προαναφερόμενα ο αιτητής απελάθηκε στις 3.1.2011 με τη πτήση MS742 και τη συνοδεία δύο αστυνομικών για τη χώρα του. Μονομερής αίτηση του αιτητή για προσωρινό διάταγμα, εναντίον των προαναφερομένων διαταγμάτων, που ήταν ορισμένη στις 4.1.2011, αποσύρθηκε.
Θεωρώ ότι καθοριστική, για την παρούσα προσφυγή, είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή 1117/10, ημερ. 23.12.2010, απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ.. Στην απόφαση εκείνη γίνεται ευρεία αναφορά στα γεγονότα. Μεταξύ άλλων αναγράφεται ότι ο αιτητής, στις 25.2.2009 βρισκόταν υπό κράτηση και την ίδια εκείνη ημέρα, 25.2.2009, ο φάκελος του στην Υπηρεσία Ασύλου έκλεισε «επειδή δεν παρουσιάστηκε στην καθορισμένη συνέντευξη». Στην απόφαση σημειώνεται ότι στο έγγραφο ημερ. 15.7.2009 (Ερυθρό 237 στο φάκελο) αναγράφεται ότι ο αιτητής βρίσκεται παράνομα στην Κύπρο από 25.2.2009 (ενώ βρισκόταν υπό κράτηση) και μετά την καταδίκη του σε φυλάκιση από το Κακουργιοδικείο που συνεδρίαζε στην Πάφο (η οποία αργότερα ακυρώθηκε από το Εφετείο) κηρύχθηκε ανεπιθύμητος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1) (κ) του Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε. Στις 3.6.2010 εκδόθηκαν τα διατάγματα απέλασης του στην Αίγυπτο και κράτησης του μέχρι την απέλαση. Στην επιστολή της ίδιας ημερομηνίας που δόθηκε στον αιτητή γίνεται αναφορά στις παραγράφους (δ) και (κ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105. Όπως σημειώνεται στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ η παράγραφος (δ) παραπέμπει στην καταδίκη του για την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, ενώ η παράγραφος (κ) στην παράνομη παραμονή του στην Κύπρο.
Το δικαστήριο στην απόφαση του στην Προσφυγή 1117/10 παρατηρεί ότι το υπόβαθρο, όπως προσδιορίστηκε στην επιστολή ημερ. 3.6.2010 ήταν ανύπαρκτο. Η καταδίκη του αιτητή, για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, παραμερίστηκε και αυτός αθωώθηκε με απόφαση του Εφετείου στην Ποινική Έφεση 152/09, ημερ. 3.6.2010. Το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή, ως αιτητή ασύλου, ήταν ανυπόστατο αφού δεν είχε κληθεί σε συνέντευξη για να ήταν δυνατό να τίθεται ζήτημα μή προσέλευσης του σ΄ αυτή. Κατά το χρόνο της καθορισθείσας συνέντευξης ο αιτητής βρισκόταν υπό κράτηση στις φυλακές και δεν του επιδόθηκε τέτοια ειδοποίηση. «Συναφώς, δεν ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για παράνομη παραμονή του εφόσον κρατείτο δυνάμει δικαστικής απόφασης.»
Στη συνέχεια με απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 14.6.2010, επανάνοιξε ο φάκελος του αιτητή, ως αιτητή ασύλου, και τροχιοδρομήθηκε η οφειλόμενη εξέταση της αίτησης του για άσυλο. Αυτό, όπως υπογραμμίστηκε στην προαναφερόμενη απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., ενέχει το στοιχείο της αναγνώρισης, εκ μέρους της διοίκησης, πως «κακώς είχε κλείσει ο φάκελος και πως με την ανάκληση αυτού του κλεισίματος, ουσιαστικά ως παράνομου, ο αιτητής ουδέποτε απώλεσε την ιδιότητα του αιτητή ασύλου.» Παρά ταύτα και παρά την επιστολή του δικηγόρου του αιτητή, ημερ. 19.7.2010, πως δεν ήταν νόμιμα τα διατάγματα απέλασης/κράτησης, αφού δεν είχε καν εξεταστεί ακόμα η αίτηση του για άσυλο από την Υπηρεσία Ασύλου και δεν είχε απορριφθεί η αίτησή του νόμιμα, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή του ημερ. 9.8.2010, πληροφόρησε το δικηγόρο του αιτητή τα εξής: Μετά την αθώωση του από το Εφετείο εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης για παράνομη παραμονή, αφού ο φάκελος του ως αιτητή ασύλου έκλεισε, βάσει του άρθρου 6(1) (κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Καταλήγει δε η επιστολή του Γενικού Διευθυντή ότι ενόψει των πιο πάνω ο αιτητής θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι να ολοκληρωθεί η εξέταση της αίτησης του για άσυλο.
Στις 15.9.2010 απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων και η διοικητική προσφυγή που ο αιτητής είχε εμπροθέσμως ασκήσει, και όπως είδαμε ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή 1409/10, εναντίον της απόφασης εκείνης.
Στην προσφυγή 1117/10 ο αιτητής είχε υποστηρίξει ότι τα διατάγματα εκδόθηκαν κάτω από την πεπλανημένη αντίληψη πως καταδικάστηκε και εξέτισε ποινή φυλάκισης, χωρίς να προσεχθεί ότι η καταδίκη του ακυρώθηκε και ο ίδιος αθωώθηκε. Περαιτέρω υποστήριξε ότι η παραμονή του στην Κύπρο δεν ήταν παράνομη και επομένως το υπόβαθρο πάνω στο οποίο είχαν εκδοθεί τα διατάγματα απέλασης και κράτησης κατέρρευσε. Ο αιτητής αναφέρθηκε και στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 2005/85/ΕΚ και στην απόφαση στη Leonie Marlyse Yombia Ngassam v. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 493/10, ημερ. 20.10.2010.
Το δικαστήριο (στην προαναφερόμενη προσφυγή 1117/10) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, τα προσβαλλόμενα διατάγματα δεν εκδόθηκαν στη βάση της καταδίκης και της φυλάκισης του αιτητή, εφόσον αυτές είχαν ακυρωθεί. Ούτε και εκδόθηκαν στη βάση οποιασδήποτε παράνομης παραμονής, ενόψει του προαναφερόμενου ιστορικού της αίτησης ασύλου, η οποία κακώς είχε κλείσει. Κατά την εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση τα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή στις 17.11.2006, δηλαδή αρκετά χρόνια προηγουμένως, στην Ποινική Υπόθεση 12797/06, Επαρχιακό Δικαστήριο καταδίκασε τον αιτητή για παράνομη απασχόληση και του επέβαλε ποινή προστίμου £300. Επομένως ήταν δυνατή η έκδοση τους δυνάμει της παραγράφου (κ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105, και αφού αυτός ο λόγος δεν αναφερόταν στην ιδιότητα του αιτητή ως αιτητή ασύλου, η περίπτωση του καλύπτεται από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Rahal v. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 741, υπέβαλαν οι καθ΄ ων η αίτηση.
Αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, ο αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης, κατέληξε ότι, από το περιεχόμενο των φακέλων, προέκυπταν ισχυρές αμφιβολίες αναφορικά με τη βάση πάνω στην οποία είχαν εκδοθεί τα προσβαλλόμενα διατάγματα. Υπήρχε, τουλάχιστον, σοβαρό ενδεχόμενο πλάνης και αυτό ήταν αρκετό για την επιτυχία της προσφυγής. Για την απόρριψη της θέσης των καθ΄ ων η αίτηση ότι τα διατάγματα εκδόθηκαν στη βάση της καταδίκης του 2006, γίνεται αναφορά στη συνέχεια. Κατά συνέπεια η προσφυγή πέτυχε και τα προσβαλλόμενα διατάγματα ακυρώθηκαν.
Μετά την προαναφερόμενη απόφαση ημερ. 23.12.2010 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών την ίδια ημέρα, 23.12.2010, εξέδωσε νέο διάταγμα απέλασης και στο μεταξύ κράτησης του αιτητή μέχρι την απέλαση του. Το διάταγμα απέλασης εκδόθηκε επειδή ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (κ) του εδαφίου 1 του άρθρου 6 του Κεφ. 105. Το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε στη βάση του άρθρου 14 του Κεφ. 105 και του άρθρου 188.3 (γ) του Συντάγματος. Προηγήθηκε επιστολή της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης προς το Γενικό Διευθυντή, ημερομηνίας επίσης 23.12.2010. Στην επιστολή εκείνη η Διευθύντρια γράφει, μεταξύ άλλων, ότι ο αιτητής υπέβαλε καταχρηστική αίτηση για άσυλο, εργαζόταν παράνομα, γεγονός που οδήγησε σε καταδίκη του σε πρόστιμο τον Νοέμβριο του 2006 και περαιτέρω προέβηκε και σε άλλες παράνομες ενέργειες, όπως διαπιστώθηκε στην αθωωτική απόφαση ημερ. 3.6.2010, στην Ποινική Έφεση 152/09. Αφού μελέτησε προσεκτικά, λέγει η Διευθύντρια, την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 23.12.2010, στην Προσφυγή 1117/10, εισηγήθηκε την έκδοση νέων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του, αφού ο στόχος του, που ήταν να εργαστεί παράνομα στην Κύπρο για μεγάλο χρονικό διάστημα, είχε επιτευχθεί.
Είναι λοιπόν προφανές ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα ημερ. 23.12.2010 εκδόθηκαν αμέσως μετά από την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 1117/10 και βασίστηκαν στο ότι ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1) (κ) του Κεφ. 105.
Το άρθρο 6(1) (κ) προνοεί ότι οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Κεφ. 105 ή σε οποιουσδήποτε κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του νόμου εκείνου, ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του νόμου εκείνου ή των κανονισμών, είναι απαγορευμένος μετανάστης με όλα τα επακόλουθα που προνοούνται στο άρθρο 6(1).
Κατά την κρίση μου ούτε τα σχόλια της Διευθύντριας αλλά ούτε και η έκδοση των προσβαλλομένων διαταγμάτων δικαιολογείτο, μετά την απόφαση στην Προσφυγή 1117/10. Η απόφαση εκείνη είναι άκρως κατατοπιστική και εξηγεί με τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι δεν υπήρχε νομική βάση και υπόβαθρο για τη νόμιμη έκδοση διαταγμάτων απέλασης/κράτησης του αιτητή. Τα διατάγματα δεν μπορούσαν να εκδοθούν στη βάση της καταδίκης του του 2010, εφόσον με την απόφαση του Εφετείου στην Ποινική Έφεση 152/09, ημερ. 3.6.2010, αυτός αθωώθηκε και απαλλάγηκε. Τα διατάγματα δεν μπορούσαν να είχαν εκδοθεί στη βάση της παράνομης παραμονής του αιτητή στην Κύπρο, εφόσον αυτός ήταν αιτητής ασύλου μέχρι 15.9.2010, ενώ από 3.6.2010 υπήρχαν εναντίον του διατάγματα απέλασης/κράτησης, και ο αιτητής ήταν υπό κράτηση. Η έκδοση των διαταγμάτων δεν μπορούσε επίσης να βασισθεί στην, πριν από πολλά χρόνια, καταδίκη του αιτητή για παράνομη απασχόληση και επιβολή προστίμου £300. Όπως επεξηγήθηκε στην προαναφερόμενη απόφαση, ο αιτητής είχε καταδικαστεί στις 17.11.2006 για παράνομη απασχόληση επειδή, ενώ είχε δικαίωμα να εργαστεί ως αιτητής ασύλου, απασχολήθηκε σε εργασία άλλη από εκείνη στην οποία εδικαιούτο να εργαστεί. Παρήλθαν χρόνια έκτοτε, χωρίς να ληφθεί οποιοδήποτε μέτρο εναντίον του και, επομένως «θα ήταν κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου η ανάσυρση εκείνης της καταδίκης, σχεδόν 4 χρόνια μετά, για να απελαθεί εξαιτίας της, δυνάμει της παραγράφου (κ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105».
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ ότι πράγματι η έκδοση των προσβαλλομένων διαταγμάτων, στη βάση ακριβώς του άρθρου 6(1) (κ) του Κεφ. 105, την ίδια ημέρα που εκδόθηκε η προαναφερόμενη απόφαση, συνιστά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τις Αρχές, όπως εύστοχα το έθεσε ο αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης. Συνιστά ακόμα, κατά την κρίση μου, και έλλειψη σεβασμού προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην προαναφερόμενη προσφυγή.
Πριν να καταλήξω, επιθυμώ να κάμω αναφορά στην προαναφερόμενη απόφαση Ngassam, την οποίαν υιοθετώ. Σ΄ εκείνη την υπόθεση και πάλι ο Κωνσταντινίδης, Δ. εξέτασε το ζήτημα της δυνατότητας έκδοσης διαταγμάτων απέλασης-κράτησης πριν την έκδοση τελικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε σχέση με αίτηση ασύλου. Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή 1409/10, εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αλλά απελάθηκε την 3.1.2011, δυνάμει των προσβαλλόμενων διαταγμάτων απέλασης/κράτησης ημερ. 23.12.2010.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση ως οι παράγραφοι Α και Β του αιτητικού της προσφυγής. Υπέρ του αιτητή επιδικάζονται έξοδα ανερχόμενα σε €500.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.