ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αίτηση Αρ. 10/2013)
22 Απριλίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΑΠΟ
GINA RODRIGUEZ DAMASIO
Χρ. Χριστοδουλίδης, για την Αιτήτρια.
Β. Καρλεττίδου (κα), για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Αιτήτρια με την αίτηση της ζητά νομική αρωγή που θα την βοηθήσει να ασκήσει προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, με απώτερο σκοπό να ελεγχθεί η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον της. Παρά το αίτημα της για νομική αρωγή, κατά την παρουσίαση της αίτησης της στο Δικαστήριο παραδόξως είχε τις υπηρεσίες δικηγόρου, ο οποίος δήλωσε ότι εμφανιζόταν χωρίς αμοιβή για να στηρίξει την αίτηση της.
Επειδή στην αίτηση της δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία ως προς τους ισχυρισμούς της για το παράνομο της κράτησής της, με τη σύμφωνη γνώμη της δικηγόρου της διατάχθηκε η καταχώρηση ένορκης δήλωσης. Τελικά καταχωρήθηκε έγγραφο τιτλοφορούμενο ως ένορκη δήλωση, το οποίο όμως δεν ήταν δεόντως υπογραμμένο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Όμως η συνήγορος για τον Γενικό Εισαγγελέα, καταχώρησε γραπτό Σημείωμα από το οποίο εξάγονται τα αναγκαία γεγονότα, τα περισσότερα από τα οποία δεν είναι υπό αμφισβήτηση. Όπως προκύπτει, η Αιτήτρια ήρθε στην Κύπρο νόμιμα στις 5.3.2010 για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε οικογένεια κυπρίων στη Λευκωσία. Η άδεια προσωρινής παραμονής που της δόθηκε ίσχυε μέχρι 5.3.2013. Σ' αυτή αναφέρεται ότι ήταν «τελική και μη ανανεώσιμη». Πριν τη λήξη της άδειάς της, η Αιτήτρια δεν ζήτησε ανανέωση, αλλά συνέχισε μετά τη λήξη της άδειάς της να διαμένει στη Δημοκρατία παράνομα. Ο δικηγόρος της ισχυρίστηκε ότι η Αιτήτρια εξασφάλισε «έγγραφο αποδέσμευσης» («release paper») από τον εργοδότη της, το οποίο της επέτρεπε να παραμείνει στη Δημοκρατία για ένα μήνα, αλλά στο μεσοδιάστημα συνελήφθη.
Η Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι στις 10.3.2013 η Αιτήτρια εντοπίστηκε από άντρες της Αστυνομίας να εργάζεται παράνομα στο «Σωματείο Κάρλα Χριστοφίδου» και συνελήφθη. Από την άλλη, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι εκείνο που συνέβη είναι ότι η μητέρα της έχει αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα και είναι συνιδιοκτήτρια εστιατορίου στη Λευκωσία. Το πρωί της 10.3.2013, πήγε μαζί με την αδελφή της, η οποία επίσης βρίσκεται νόμιμα στην Κύπρο, να επισκεφθεί τη μητέρα της για να προγευματίσουν. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η Αιτήτρια συνελήφθη και στη συνέχεια καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση 7750/13 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία δεν έγινε δεχτή για να δικαστεί ως κατεπείγουσα και ορίστηκε στις 17.6.2013 για απάντηση. Στο μεταξύ στις 11.3.2013 η Αιτήτρια κηρύχθηκε παράνομη μετανάστρια και εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία της γνωστοποιήθηκαν με επιστολή του αρμοδίου Τμήματος, ημερ. 11.3.2013, η οποία της επιδόθηκε την 21.3.2013 και η Αιτήτρια υπέγραψε την παραλαβή της.
Ο δικηγόρος της Αιτήτριας εξήγησε ότι το αίτημα της Αιτήτριας για παροχή νομικής αρωγής εδράζεται στο άρθρο 6Γ του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002 (Ν. 165(Ι)/2002), το οποίο εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 8(Ι)/2012 για να καλύπτει παρανόμως παραμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας. Όπως ανέφερε ο κ. Χριστοδουλίδης, απώτερος στόχος της Αιτήτριας είναι η καταχώρηση προσφυγής για αμφισβήτηση της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον της. Υποστήριξε επίσης ότι σύμφωνα με το άρθρο 6Γ(2)(ββ) του Νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε, είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση στα πλαίσια της προσφυγής που προτίθεται να καταχωρήσει η Αιτήτρια, εφόσον κατά τη σύλληψη της η ίδια ήταν νόμιμη στην Κύπρο και ουδέποτε κηρύχθηκε παράνομη. Σήμερα έχει εξεύρει κύπρια η οποία είναι έτοιμη να την εργοδοτήσει.
Από την άλλη, η κα Καρλεττίδου εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, υποστήριξε ότι η προσφυγή της Αιτήτριας, η οποία στοχεύει στην καταχώρηση προσφυγής προς αμφισβήτηση της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 6Γ του Νόμου 165(Ι)/02. Το συγκεκριμένο άρθρο, είπε, δεν προβλέπει δωρεάν νομική αρωγή για την περίπτωση της Αιτήτριας, η οποία καλύπτεται από το άρθρο 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Περαιτέρω ανέφερε, σε απάντηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ότι το «έγγραφο αποδέσμευσης» δεν μπορεί από μόνο του να επενεργήσει κατά τρόπο που να παρατείνει το χρόνο διαμονής της στην Κύπρο και ότι εν πάση περιπτώσει η άδεια που της δόθηκε, η οποία ήταν τελική και μη ανανεώσιμη, είχε λήξει, οπότε δεν ετίθετο θέμα αποδέσμευσης της από τον εργοδότη της.
Το πρώτο που θα πρέπει να εξεταστεί είναι η εμβέλεια του άρθρου 6Γ του Νόμου. Ο δικηγόρος της Αιτήτριας υποστήριξε ότι η περίπτωση της Αιτήτριας καλύπτεται από το άρθρο 6Γ του Νόμου, ενώ αντίθετη ήταν η άποψη της κας Καρλεττίδου, η οποία τόνισε ότι η κράτηση για σκοπούς απέλασης δεν καλύπτεται από το συγκεκριμένο άρθρο.
Η Αιτήτρια είχε άδεια η οποία έληξε και φαίνεται ότι συνέχισε να διαμένει στη Δημοκρατία παράνομα μέχρι τη σύλληψή της. Το γεγονός ότι είχε στην κατοχή της «έγγραφο αποδέσμευσης» από τον εργοδότη της, δεν μετατρέπει αυτόματα την παραμονή της σε νόμιμη, όπως αβάσιμα υποστήριξε ο δικηγόρος της.
Ως αποτέλεσμα της σύλληψής της και της διαπίστωσης ότι διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, ο Διευθυντής, δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, την κήρυξε ανεπιθύμητη μετανάστρια. Το γεγονός αποτέλεσε τη βάση για να εκδοθούν στη συνέχεια τα διατάγματα απέλασης και κράτησης, δυνάμει των άρθρων 14(1) και (6) του Κεφ. 105.
Το άρθρο 6Γ(2) προβλέπει για την παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής σε παρανόμως παραμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος ασκεί προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά:- (α) «απόφασης επιστροφής» σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΗ του Κεφ. 105, (β) «απόφασης περί απομάκρυνσης» σύμφωνα με το άρθρο 18Π και (γ) «απαγόρευσης εισόδου» σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΓ.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει εκδοθεί εναντίον της Αιτήτριας οποιαδήποτε από τις τρεις πιο πάνω αποφάσεις/απαγορεύσεις. Εκείνο που συνέβη στην περίπτωση της είναι ότι λόγω της παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία κηρύχθηκε «ανεπιθύμητη μετανάστρια» δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105 και στη συνέχεια εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει των άρθρων 14(1) και (6) του Κεφ. 105. Είναι φανερό ότι η περίπτωση της δεν καλύπτεται από το άρθρο 6Γ(2) του Νόμου 165(Ι)/2002, εφόσον εναντίον της Αιτήτριας εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησης για σκοπούς απέλασης, σύμφωνα με τα άρθρα 14(1) και (6) του Κεφ. 105 και όχι «απόφαση επιστροφής» ή «απόφαση περί απομάκρυνσης» ή «απαγόρευση εισόδου» σύμφωνα με τα άρθρα 18ΟΗ, 18Π ή 18ΠΓ, αντίστοιχα. Αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν να συμπεριλάβει και την περίπτωση έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στην εμβέλεια του άρθρου 6Γ, θα το έπραττε ρητώς όπως έπραξε με τις υπόλοιπες περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 6Γ(2).
Όμως και διαφορετική να ήταν η κατάληξή μου, η αίτηση θα είχε και πάλιν απορριπτική κατάληξη, αφού ενώπιον μου δεν έχουν τεθεί οποιαδήποτε στοιχεία που θα μου επέτρεπαν να συμπεράνω ότι θα ήταν πιθανόν να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση υπέρ της Αιτήτριας, που σύμφωνα με το άρθρο 6Γ(2)(ββ) είναι προαπαιτούμενο για έγκριση αίτησης για δωρεάν νομική αρωγή.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Τα έξοδα της μεταφράστριας να καλυφθούν από τη Δημοκρατία.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς