ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 950/2010 και 990/2010)
22 Μαρτίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 950/2010)
ΜΑΡΙΝΟΣ ΜΑΡΚΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 990/2010)
ΑΡΤΕΜΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------------
Βρ. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 950/2010.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 990/2010.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Αγ. Ευσταθίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
--------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις συνεκδικαζόμενες αυτές υποθέσεις, αμφότεροι οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Διευθύντριας του Τμήματος Γεωργίας από 15.5.2010. Η απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. ημερ. 26.4.2010, κατά την οποία συνεχίστηκε η εξέταση του όλου θέματος που άρχισε στις 23.4.2010.
Οι αιτητές θεωρούν τους εαυτούς τους ως καταλληλότερους για τη θέση και εγείρουν σωρεία θεμάτων προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης. Κύριο άξονα της επιχειρηματολογίας του Αρτέμη Αντωνιάδη, αιτητή στην υπόθεση υπ΄ αρ. 990/2010, είναι η έλλειψη ειδικής και πειστικής αιτιολογίας για την απόκλιση από την υπέρ του σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, η οποία στη συνεδρία ημερ. 23.4.2010 αξιολόγησε την απόδοση των εννέα υποψηφίων που είχαν γίνει δεκτοί από την Ε.Δ.Υ. σε προφορική εξέταση κατά τρόπο που χαρακτήρισε τον εν λόγω αιτητή και μόνο αυτόν, από όλους τους υποψηφίους, ως «εξαίρετο», με αποτέλεσμα να τον συστήσει. Από την άλλη ο αιτητής Μαρίνος Μάρκου στην υπόθεση υπ΄ αρ. 950/2010, εισάγει ως κύριο στοιχείο των επιχειρημάτων του ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρούλλα Γεωργίου-Νικολάου δεν πληρούσε το σχέδιο υπηρεσίας λόγω της περιοριστικής εγγραφής που έτυχε από το Συμβούλιο Γεωπόνων και κατ΄ επέκταση δεν πληρούσε ούτε τις προϋποθέσεις των απαιτουμένων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας για να ενασκεί τα προδιαγραφόμενα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης.
Κατά τα υπόλοιπα και οι δύο αιτητές βάλλουν εναντίον της απόφασης της Ε.Δ.Υ. ως προς την ορθή αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων εκάστου εξ αυτών έναντι του ενδιαφερομένου μέρους. Μαζί με αυτή τη θέση θεωρούν ότι η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε και ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης περιλαμβανομένης της αρχαιότητας, αλλά και τη διαφορά μεταξύ των αιτητών και του ενδιαφερομένου μέρους στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση.
Τόσο η Ε.Δ.Υ. διά του συνηγόρου της, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος μέσω του δικού της συνηγόρου, ομοφωνούν ως προς την ορθή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος, ιδιαιτέρως υπό το φως της αρχαιότητας της, των προσόντων της και την αξία που ήταν η ίδια για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Προβαίνοντας η Ε.Δ.Υ. στην επιλογή της, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ του ενδιαφερομένου μέρους και του Αρτέμη Αντωνιάδη που είχε υπέρ του τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, καταγράφοντας επαρκείς και πειστικούς λόγους για την απόκλιση από τη σύσταση, η οποία εν πάση περιπτώσει είναι μόνο συμβουλευτικού χαρακτήρα. Ουδεμία πλάνη υπήρξε στην κρίση της Ε.Δ.Υ. εφόσον είχε λάβει υπόψη και χωρίς σύγκρουση μ΄ αυτά, όλα τα σχετικά στοιχεία που προέρχονται από τους διοικητικούς και προσωπικούς φακέλους, λαμβανομένων υπόψη των πρόσθετων προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους, έχοντας περαιτέρω υπόψη ότι κανένας από τους αιτητές δεν έχει επιδείξει ότι υπερέχει εκδήλως του ενδιαφερομένου μέρους.
Ο Μαρίνος Μάρκου γεννήθηκε στις 17.7.1959 και μετά την φοίτηση του στο Γεωργικό Γυμνάσιο Μόρφου μέχρι το 1974, συνέχισε για να λάβει απολυτήριο το 1977 από την Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια έλαβε πτυχίο Ζωϊκής Παραγωγής ΚΑΤΕΕ Θεσσαλονίκης το 1982, δίπλωμα Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1986, MSc in Agricultural Economics από το University of Reading το 1996, διδακτορικό τίτλο στη Γεωπονία του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2002 και Master in Public Sector Management από το Cyprus International Institute of Management το 2008. Έχει εγγραφεί ως γεωπόνος στην Κύπρο το 1989. Την 1.6.1992 διορίστηκε Λειτουργός Γεωργικών Ερευνών, προαχθείς την 1.10.2001 σε Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών Α΄, στις 15.1.2007 σε Ανώτερο Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών και την 1.6.2009, σε Πρώτο Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών.
Ο Αρτέμης Αντωνιάδης γεννήθηκε στις 29.7.1968 και μετά την αποφοίτηση του από το Λανίτειο Γυμνάσιο Λεμεσού το 1986, έλαβε δίπλωμα Γεωργικής Οικονομίας από το Γεωργικό Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1995, το οποίο αναγνωρίστηκε από το ΚΥΣΑΤΣ το 2009 ως ισότιμο με μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master. Στη συνέχεια, πήρε MSc (Agriculture) (Rural Development) από το University College Dublin το 1997, εγγραφείς ως γεωπόνος στην Κύπρο τον ίδιο χρόνο. Την 1.9.1998 διορίστηκε Λειτουργός Γεωργικών Ερευνών, προαχθείς στις 15.6.2004 σε Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών Α΄, την 1.10.2007 σε Ανώτερο Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών και την 1.2.2010 σε Ανώτερο Λειτουργό Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.
Το ενδιαφερόμενο μέρος, Ανδρούλλα Νικολάου-Γεωργίου, γεννήθηκε στις 10.5.1959 και αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Κύκκου Θηλέων το 1977, έλαβε δίπλωμα Βιολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1987 και στη συνέχεια διδακτορικό τίτλο στη Βιολογία (Τομέας Βοτανικής), του ιδίου Πανεπιστημίου το 1988. Έλαβε μετέπειτα, MSc in Plant Science από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στις Η.Π.Α. το 1992 και μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης το 2005. Ενεγράφη ως γεωπόνος στην Κύπρο το 1990. Διορίστηκε την 1.12.1989 ως Λειτουργός Γεωργικών Ερευνών, προαχθείσα την 1.12.2000 σε Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών Α΄, την 1.10.2005 σε Ανώτερο Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών και την 1.6.2009 σε Πρώτο Λειτουργό Γεωργικών Ερευνών.
Χρειάζεται πρωτίστως να εξεταστεί η θέση του αιτητή Μάρκου ως προς το εύρος του πτυχίου του ενδιαφερομένου μέρους κατά τρόπο που να την αποκλείει από τη διεκδίκηση της θέσης λόγω μη πλήρωσης του σχεδίου υπηρεσίας αφενός και τη μη ικανοποίηση των απαιτουμένων προσόντων της θέσης, αφετέρου. Το επιχείρημα είναι αβάσιμο. Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας (Παράρτημα 3 στην ένσταση), προϋποθέτει για διορισμό ή προαγωγή, μεταξύ άλλων, «Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο» σε ένα εκ των θεμάτων που ακολουθούν ή συνδυασμό αυτών, περιλαμβανομένης της «Γεωπονίας». Προϋποθέτει επίσης και εγγραφή ως Γεωπόνος σύμφωνα με τη νομοθεσία.
Το πιστοποιητικό που ο ίδιος ο αιτητής παρουσιάζει στην αγόρευση του ως Παράρτημα ΙΙ, για την εγγραφή του ενδιαφερομένου μέρους από το Συμβούλιο Γεωπόνων, δείχνει ότι οι γεωπόνοι που εγγράφονται δυνάμει του περί Εγγραφής Γεωπόνων Νόμου του 1987, αφού βεβαίως πληρούν τις προϋποθέσεις εγγραφής είτε με βάση το άρθρο 4(γ)(i), είτε με βάση το άρθρο 4(γ)(ii) «.. έχουν ισότιμα το δικαίωμα άσκησης γεωπονίας μόνο στον κλάδο της γεωπονίας για τον οποίο έχουν εγκριθεί ...». Από το απόσπασμα της Επίσημης Εφημερίδας ημερ. 8.7.2005, που επίσης ο αιτητής επισυνάπτει ως Παράρτημα Ι στην αγόρευση του, προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει όντως εγγραφεί στις 25.9.1989 ως γεωπόνος δυνάμει του άρθρου 4(γ)(ii), με επιτρεπόμενη την άσκηση γεωπονίας μόνο στη Γενετική Φυτών. Η Ανδρούλλα Γεωργίου-Νικολάου δεν είναι όμως εξ αυτού λιγότερο γεωπόνος από τον αιτητή, εφόσον είναι εγγεγραμμένη γεωπόνος δυνάμει του Νόμου για όλους τους σκοπούς, ενώ το σχέδιο υπηρεσίας δεν ζητά ούτε καθορίζει εγγραφή ως γεωπόνος δυνάμει του άρθρου 4(γ)(i) μόνο και όχι και εγγραφή δυνάμει του άρθρου 4(γ)(ii).
Το συναφές επιχείρημα περί ανεπάρκειας κατοχής των άλλων απαιτούμενων προσόντων είναι εξίσου ατυχές και ανεδαφικό. Πέραν του ότι η νομολογία εναποθέτει στους ώμους της Ε.Δ.Υ. το βάρος της ερμηνείας των προσόντων και της έρευνας κατά πόσο υποψήφιος κατέχει ή όχι τα προσόντα αυτά, κρίση στην οποία το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον τα συμπεράσματα της Ε.Δ.Υ. είναι ευλόγως επιτρεπτά, (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102, Χριστοφίδου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 80, Δαυΐδ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 696 και Μιχαλάκης Κκαϊλής ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 104/2011, ημερ. 31.10.2012), παρατηρείται ότι η Ε.Δ.Υ. εύλογα έκρινε εδώ στη βάση του συνόλου των θέσεων που προηγουμένως το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε από την 1.12.2000, ότι κατείχε θέσεις εποπτικές που περιλαμβάνουν τον προγραμματισμό, την οργάνωση, το συντονισμό και τον έλεγχο εργασιών όπως ακριβώς απαιτείται από την παρ. 3(4) του σχεδίου υπηρεσίας, ικανοποιώντας έτσι και την επιμέρους απαίτηση για πενταετή τουλάχιστον πείρα σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα.
Ήδη από τη θέση που το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε ως Λειτουργός Γεωργικών Ερευνών Α΄(1.12.2000-1.10.2005), τα καθήκοντα περιελάμβαναν, (δέστε το συνημμένο σχέδιο υπηρεσίας στην αγόρευση της Ε.Δ.Υ.), οργάνωση, εποπτεία, εκπαίδευση, έλεγχο κλπ. Το ίδιο ίσχυε και για τις επόμενες θέσεις του Ανώτερου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών και Πρώτου Λειτουργού, των οποίων τα σχέδια υπηρεσίας επίσης επισυνάφθηκαν στην αγόρευση της Ε.Δ.Υ. και βεβαίως περιλάμβαναν, κατά μείζονα λόγο, την εποπτεία, προγραμματισμό κλπ., περιλαμβανομένης και της διοίκησης. Εφόσον λοιπόν το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τις προηγούμενες αυτές θέσεις δεν μπορεί εκ των υστέρων να είναι βάσιμο το επιχείρημα για μη κατοχή των προσόντων για εκτέλεση ή και ως προς τον τρόπο εκτέλεσης των ευθυνών και καθηκόντων της θέσης.
Παρομοίως και για την επίσης αστήρικτη αιτίαση του αιτητή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε, λόγω της περιορισμένης εγγραφής της και των ασχολιών της το προσόν της παρ. 3(6), ότι δηλαδή είχε τις απαιτούμενες γνώσεις σχετικά με τις γεωργικές συνθήκες της Κύπρου. Η Ε.Δ.Υ. ως προς το θέμα, ως αποκαλύπτουν τα πρακτικά, εξέτασε τους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων και ευλόγως και ορθά πράττοντας, υπέβαλε τους υποψηφίους και σε πρόσθετη δοκιμασία μέσω σχετικών ερωτήσεων κατά την προφορική συνέντευξη. Ερευνήθηκε λοιπόν επαρκώς το ζήτημα και το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως και οι υπόλοιποι υποψήφιοι, κρίθηκαν να έχουν την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση των γεωργικών συνθηκών της Κύπρου και της σχετικής νομοθεσίας και πολιτικής. Παρατηρείται δε πρόσθετα ότι τόσο η Ε.Δ.Υ. όσο και η Γενική Διευθύντρια υπέβαλαν προς διαπίστωση της ως άνω γνώσης όλους τους υποψηφίους σε «ισοβαρείς ερωτήσεις» (φράση που χρησιμοποίησε η Ε.Δ.Υ.), και κρίθηκε ότι όλοι είχαν τη γνώση αυτή. Αυτή η κρίση αφορούσε και τον αιτητή Μαρίνο Μάρκου και επομένως ο αιτητής δεν δικαιούται από τη μια να επιδοκιμάζει ως προς τον εαυτό του την επιμέρους αυτή θέση της Ε.Δ.Υ. και από την άλλη να αποδοκιμάζει την ίδια θέση ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Ο αιτητής Μάρκου επίσης παραπονείται ως προς την πλάνη της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τη συνεκτίμηση των προσόντων στα οποία ο ίδιος υπερτερούσε κατά πολύ από το ενδιαφερόμενο μέρος. Και πάλι διασυνδέεται το ζήτημα με την περιοριστική εγγραφή του ενδιαφερομένου μέρους, θέση που έχει ήδη απαντηθεί ανωτέρω και δεν χρειάζεται επανάληψη. Τόσο ο Μάρκου, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν όλα τα απαιτούμενα εκ του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα. Πράγματι ο Μάρκου είχε πέραν των απαιτουμένων και προσόντα διδακτορικού στη Γεωπονία και μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διοίκηση, τα οποία η Ε.Δ.Υ. θεώρησε άμεσα σχετικά με τη θέση. Δεν παραγνωρίστηκαν όμως αυτά. Αντίθετα η Ε.Δ.Υ., ως όφειλε, τα έλαβε υπόψη σε σύγκριση μάλιστα με τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους και άσκησε επί του θέματος εύλογη κρίση. Η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε διδακτορικό το οποίο όμως λήφθηκε υπόψη για να θεωρηθεί προσοντούχα υποψήφια, προχωρώντας περαιτέρω να κρίνει ότι και ο αιτητής Μάρκου και το ενδιαφερόμενο μέρος διέθεταν πρόσθετο μεταπτυχιακό στη Διεύθυνση, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε και πτυχίο στη Βιολογία, το οποίο αντιστάθμιζε σε ένα βαθμό τα πέραν των απαιτουμένων πρόσθετα προσόντα του Μάρκου. Η Ε.Δ.Υ. σημείωσε επίσης ότι τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και έτσι σε μια σύγκριση μεταξύ των δύο αυτών υποψηφίων η Ε.Δ.Υ. έκρινε γενικώς ότι ο Μάρκου υστερούσε από το ενδιαφερόμενο μέρος.
Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα λαμβάνονται υπόψη κατά τρόπο που ούτε να αποδίδεται σ΄ αυτά υπερβολική βαρύτητα ώστε να υποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή, αλλά ούτε και να αξιολογούνται εντελώς οριακά ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και να μην τους αποδίδεται οποιαδήποτε σημασία, (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377). Εδώ η Ε.Δ.Υ., σε συμφωνία και με τη νομολογία, συνεξέτασε τα δεδομένα των δύο υποψηφίων και τα συνεκτίμησε όχι μόνο λεκτικά, αλλά και ουσιαστικά για να σταθμίσει τα ενώπιον της δεδομένα επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639). Δεν διαπιστώνεται επομένως οποιοδήποτε λάθος ή πλάνη περί τα πράγματα ως ισχυρίζεται ο αιτητής. Άλλωστε, όπως τονίστηκε και στην Κυριάκος Κουρτελλάρης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1039/2010, ημερ. 17.7.2012, «.. δεν είναι ο αριθμός των πρόσθετων προσόντων που έχει σημασία, διαφορετικά η επιλογή διαπνέεται από στοιχείο σύγκρισης έξω από τη νομολογία.». Τα πρόσθετα προσόντα ήταν ακριβώς πρόσθετα και για τους δύο υποψήφιους και θα διέπραττε νομολογιακό λάθος η Ε.Δ.Υ. εάν υπερτόνιζε κάποια προσόντα του αιτητή ως έχοντα μεγαλύτερη αξία ή βαρύτητα.
Ως προς την αξία, τόσο ο αιτητής Μάρκου, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν απόλυτα ισοδύναμοι στις εκθέσεις των τελευταίων δέκα ετών, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αρχαιότητα όχι στην αμέσως προηγούμενη θέση του Πρώτου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών στην οποία αμφότεροι διορίστηκαν την 1.6.2009, αλλά στην προηγούμενη θέση του Ανώτερου Λειτουργού στην οποία το ενδιαφερόμενο μέρος έχει προβάδισμα ενός έτους και 3½ μηνών. Η αρχαιότητα αυτή λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ. συγκρίνοντας την με όλους τους υπόλοιπους υποψήφιους-δημόσιους υπαλλήλους χωρίς να της δώσει υπέρμετρη βαρύτητα. Είναι όμως η αρχαιότητα αυτή στοιχείο κρίσης που προσμετρά υπέρ του υποψηφίου που την κατέχει, έχοντας υπόψη ότι η αρχαιότητα ουδέποτε έπαυσε να είναι ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, έχοντας τη δική της σημασία που δεν μπορεί νόμιμα να παραγνωριστεί, (Σάββας Βραχίμης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 76/2010, ημερ. 27.9.2011, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391).
Ως προς την υπέρτερη απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική ενώπιον της Ε.Δ.Υ. συνέντευξης, αυτή νομίμως και ευλόγως λήφθηκε υπόψη ειδικά έχοντας υπόψη ότι η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία. Υπενθυμίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. χαρακτήρισε το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετη», δίδοντας προς τούτο τεκμηριωμένη θέση, ενώ για τον αιτητή Μάρκου, η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. ήταν «σχεδόν εξαίρετος». Είναι ορθή η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι η διαφορά αυτή κατά τη νομολογία είναι ουσιαστικά οριακή, αλλά δεν μπορούσε να παραγνωριστεί από την Ε.Δ.Υ., ιδιαιτέρως εφόσον στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, (αρχαιότητα, προσόντα και με ισοδυναμία στην αξία), το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε. Ο αιτητής άλλωστε δεν είχε συστηθεί, όπως ούτε το ενδιαφερόμενο μέρος, από τη Γενική Διευθύντρια και επομένως δεν χρειαζόταν έναντι αυτού ειδική αιτιολογία διότι η Ε.Δ.Υ. δεν απέκλινε από τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον αιτητή.
Ως προς τον αιτητή Αρτέμη Αντωνιάδη και τη θέση ότι αναιτιολόγητα η Ε.Δ.Υ. απέκλινε από την υπέρ του σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, είναι γνωστό ότι η υπέρ ενός υποψηφίου σύσταση του προϊσταμένου αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο κρίσης εφόσον στοχεύει να καθοδηγηθεί το διορίζον όργανο στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, (Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826 και Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624). Όπου το διοικητικό όργανο φρονεί ότι θα πρέπει να αποκλίνει από τη σύσταση τότε και πάλι η νομολογία με σαφήνεια προδιαγράφει ότι θα πρέπει να δοθεί προς τούτο πειστική αιτιολογία, (Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267).
Η ειδική αιτιολογία που χρειάζεται προς αντιστάθμιση της σύστασης πρέπει να περιέχει την παράθεση πειστικών λόγων (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432), ενώ οι λόγοι για την απόκλιση θα πρέπει να εμφανίζονται στην αιτιολογία και να μην συνάγονται απλώς από τα πρακτικά (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -). Η έννοια της «ειδικής αιτιολόγησης» περιέχει την εξειδίκευση των λόγων απόκλισης είτε από την κατοχή πλεονεκτήματος είτε από τη σύσταση προϊσταμένου, (Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93 και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347).
Κρίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. παρέθεσε αυτή την ειδική πειστική αιτιολογία στη βάση της νομολογίας εφόσον στο σκεπτικό της σημείωσε ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας όχι μόνο διότι ο Αρτέμης Αντωνιάδης αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο από το ενδιαφερόμενο μέρος στην προφορική εξέταση («σχεδόν εξαίρετος» έναντι «εξαίρετης»), αλλά και διότι έκρινε τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας ως μη συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων. Η Ε.Δ.Υ. προχώρησε να συγκεκριμενοποιήσει τη θέση αυτή. Έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερούσε του αιτητή Αντωνιάδη σε προσόντα, αλλά, αντίθετα, εξισώνοντας το διδακτορικό δίπλωμα του ενδιαφερομένου μέρους με την αναγνώριση του πτυχίου του Αντωνιάδη από το ΚΥΣΑΤΣ ως ισότιμου και με μεταπτυχιακό τίτλο, καθιστώντας έτσι και τους δύο προσοντούχους για να είναι υποψήφιοι, το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε ένα επιπλέον πανεπιστημιακό δίπλωμα.
Τονίστηκε από την Ε.Δ.Υ. επιπροσθέτως ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε και σε αρχαιότητα έναντι του Αντωνιάδη και μάλιστα κατά ουσιαστικό τρόπο, θεωρώντας όμως η ίδια ότι για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής είχε περιορισμένη σημασία. Η Ε.Δ.Υ. κατέληξε ότι ενώ ο Αντωνιάδης συστήθηκε από τη Γενική Διευθύντρια εν τούτοις σε κανένα από τα στοιχεία των φακέλων δεν υπερτερούσε, αλλά αντίθετα υστερούσε «ουσιωδώς σε αρχαιότητα», κατά αντιπαραβολή διέθετε ένα λιγότερο σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης προσόν, ενώ αξιολογήθηκε και χαμηλότερα στην προφορική εξέταση.
Όλα τα πιο πάνω ήσαν επαρκέστατα για να θεωρηθεί η απόκλιση δεόντως αιτιολογημένη. Η επιλογή της Ε.Δ.Υ. προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους δεν κρίθηκε με βάση μόνο τη διαφορά στην προφορική εξέταση που από μόνη της ίσως να μην μπορούσε να ήταν αποφασιστικό στοιχείο κρίσης σε ανώτερη θέση ιδιαιτέρως, εφόσον, όπως λέχθηκε και προηγουμένως, η διαφορά αυτή είναι οριακής σημασίας, σε παραγνώριση των υπολοίπων στοιχείων κρίσης υπέρ των δύο εδώ αιτητών. Δεν υπάρχει αντιστοιχία με τα δεδομένα της απόφασης στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -. Αντίθετα τα δεδομένα ήσαν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους το οποίο ήταν ίσο σε αξία και με τους δύο αιτητές, είχε υπέρ του το στοιχείο της αρχαιότητας (που επιφέρει και την ανάλογη μετρήσιμη υπέρ του πείρα), ενώ είχε και συγκριτικά καλύτερα προσόντα. (Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).
Να διασαφηνιστεί ότι το στοιχείο της αρχαιότητας έναντι του αιτητή Αντωνιάδη, ήταν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους όχι μόνο κατά ένα έτος και τρεις μήνες, όπως ήταν η σύγκριση με τον αιτητή Μάρκου, αλλά κατά τέσσερα έτη και τέσσερεις μήνες στην προηγούμενη ισόβαθμη θέση του Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού (1.10.2005 για το ενδιαφερόμενο μέρος έναντι 1.2.2010 για τον αιτητή Αντωνιάδη), ενώ κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο της προαγωγής, το ενδιαφερόμενο μέρος διεκδικούσε την προαγωγή από ανώτερη θέση από αυτή του Αντωνιάδη, εφόσον ήταν ήδη από 1.6.2009, Πρώτος Λειτουργός Γεωργικών Ερευνών. Ο αιτητής λέγει εδώ ότι η διαφορά μεταξύ των δύο θέσεων - Πρώτου Λειτουργού και Ανώτερου Λειτουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, είναι μόνο μισθοδοτική (κλίμακα 14+2 έναντι 13+2), που μικρή μόνο σημασία έχει από άποψη ουσιαστικής αρχαιότητας ή προβαδίσματος, (Δημοκρατία ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395). Δεν εξηγήθηκε όμως ούτε από τον αιτητή, ούτε από τη Δημοκρατία η συσχέτιση των δύο θέσεων ως ανωτέρω, για να διαφανεί αν πέραν της κλίμακας υπάρχει διαφορά και στην ουσία. Παρουσιάζεται όμως από το συνημμένο σχέδιο του Πρώτου Λειτουργού στην αγόρευση της Δημοκρατίας ότι η θέση είναι αμέσως κατώτερη του Διευθυντή εφόσον τον βοηθά στη Λειτουργία του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών, ενώ έστω και αν οριακά ήταν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, δεν μπορεί να παραγνωριστεί και η προηγούμενη αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους όπως εξηγήθηκε πιο πάνω.
Στην πραγματικότητα, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε πάντοτε προβάδισμα σε όλες τις θέσεις ανέλιξης. Δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπήρξε πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως προς το στοιχείο της αρχαιότητας μεταξύ των δύο υποψηφίων όταν ανέφερε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος «υπερείχε πολύ ουσιαστικά», εφόσον ταυτόχρονα είχε ορθά συνεκτιμήσει και το νομολογιακό δεδομένο ότι η υπεροχή σε αρχαιότητα έχει σε «θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής .. περιορισμένη σημασία.».
Άλλο ζήτημα που έθιξε ο αιτητής Αντωνιάδης αφορά στην κατοχή των προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους όχι από πλευράς περιοριστικής εγγραφής (όπως έπραξε ο αιτητής Μάρκου), αλλά από πλευράς κατάρτισης για πλήρωση του προσόντος να ήταν καν υποψήφια για τη θέση. Η εισήγηση αφορά στην κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη και υπό πλάνη θεώρηση της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε να κατέχει μεταπτυχιακό (απαραίτητο προσόν σύμφωνα με την παρ. 3 του σχεδίου υπηρεσίας στα απαιτούμενα προσόντα), εφόσον το MSc in Plant Science θεωρήθηκε ως πρώτο πτυχίο που την καθιστούσε προσοντούχα, ενώ παράλληλα το διδακτορικό της ήταν χρονικά προγενέστερο και δεν μπορούσε να μετρήσει ως μεταπτυχιακό ιδιαιτέρως αφού ήταν στη βιολογία, άσχετο θέμα με τη γεωπονία.
Η πιο πάνω θεώρηση και συλλογιστική είναι και λανθασμένη και παραπλανητική. Υπενθυμίζεται κατ΄ αρχάς ότι σύμφωνα με τα προσόντα των υποψηφίων που ήσαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ., (Παράρτημα 7 στην ένσταση), ο διδακτορικός τίτλος της Νικολάου στη Βιολογία είναι στον τομέα της Βοτανικής και άρα στα πλαίσια της ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας το βάρος της οποίας εναποτίθεται στην Ε.Δ.Υ., εύλογα θεωρήθηκε ως τίτλος στη γεωπονία και ουδεμία περαιτέρω έρευνα ως εισηγείται ο αιτητής, ήταν αναγκαία. Άλλωστε η Νικολάου ενεγράφη στις 25.9.1989 ως γεωπόνος στη γενετική φυτών και ανελίχθη στις επόμενες θέσεις στη βάση της εγγραφής της ως γεωπόνος. Δεν μπορεί εκ των υστέρων λόγω της πλήρωσης της επίδικης θέσης να αμφισβητείται τώρα το πτυχίο της και η ίδια η εγγραφή της.
Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία (Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38 και Δημοκρατία κ.ά. ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293), ότι το διοικητικό όργανο διενεργεί επανεξέταση (εδώ δεν υπάρχει καν επανεξέταση), στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος, χωρίς να επηρεάζεται η δυνατότητα του να επαναδιερευνά διάφορα δεδομένα, περιλαμβανομένου και προσόντος, εάν δεν υπήρξε προηγούμενη απόφαση επ΄ αυτού, αλλά πρέπει να διαπιστώνεται προς τούτο λόγος. Εδώ δεν είχε κανένα απολύτως λόγο να διερευνηθεί ζήτημα κατοχής προσόντος από την Ε.Δ.Υ., ιδίως εφόσον πρόκειτο για διορισμό στην επίμαχη θέση.
Το θέμα το θέτει ορθά η συνήγορος της Νικολάου στη δική της αγόρευση, που συνάδει και με τη θεώρηση της ίδιας της Ε.Δ.Υ. Όταν η Νικολάου ενεγράφη ως γεωπόνος το 1989, σύμφωνα με το αντίγραφο της Επίσημης Εφημερίδας που επισύναψε ο αιτητής Μάρκου στην αγόρευση του, ή, το 1990 σύμφωνα με τα δεδομένα του Παραρτήματος 7 στην ένσταση, η ουσία είναι ότι δεν είχε ακόμη λάβει το MSC in Plant Sciences από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 4.3.2010, σημείωσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε εγγραφεί ως γεωπόνος το 1990 στη βάση του διδακτορικού της στη Βοτανική, (δεν είναι ορθό αυτό που αναφέρει ο κ. Αγγελίδης στη σελ. 10 της αγόρευσης του ότι υπάρχει αντίφαση στα διαπιστωθέντα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους από την Ε.Δ.Υ.). Μετέπειτα θεώρησε εύλογα ότι το μεταγενέστερο MSC in Plant Sciences υπείχε θέση πτυχιακού στη βάση και της σημείωσης του σχεδίου υπηρεσίας για τη θέση ότι ο όρος πανεπιστημιακό τίτλος ή δίπλωμα που χρειάζεται καλύπτει και μεταπτυχιακό τίτλο ή δίπλωμα.
Άρα η Νικολάου και πτυχιακό και μεταπτυχιακό διέθετε στη βάση των προνοιών του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν είναι ορθή ούτε η θέση του αιτητή ότι το διδακτορικό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μεταπτυχιακό διότι ήταν προγενέστερο του MSc, διότι δεν υπάρχει χρονικός ή άλλος περιορισμός στον τρόπο λήψης των διαφόρων ακαδημαϊκών προσόντων ή ότι το ένα πρέπει να προηγείται του άλλου. Υπενθυμίζεται ότι η Νικολάου ενεγράφη ως γεωπόνος στη βάση του διδακτορικού της. Δεν πρέπει να συγχύζει η σειρά με την οποία είναι τοποθετημένα τα προσόντα στο σχέδιο υπηρεσίας ήτοι, πτυχιακό, εγγραφή, μεταπτυχιακό, διότι σημασία έχει η κατοχή τους από το ενδιαφερόμενο μέρος. Ούτε πρέπει να συγχύζει το γεγονός ότι η εγγραφή του έγινε με διδακτορικό και το μεταγενέστερο MSC θεωρήθηκε ως πτυχιακό, εφόσον υπήρχε συναφής προς τούτο πρόνοια.
Ούτε το παράπονο του αιτητή ως προς τη μη στάθμιση του πρόσθετου δικού του προσόντος ευσταθεί. Η Ε.Δ.Υ. στην κρίση της συσχέτισε τα προσόντα του Αντωνιάδη με το ενδιαφερόμενο μέρος σε αρκετή έκταση καταγράφοντας ότι ο Αντωνιάδης πέραν των απαιτουμένων προσόντων της κατοχής πτυχίου Γεωπονικής Σχολής, το οποίο κρίθηκε ως ισότιμο και με πτυχίο και με μεταπτυχιακό σύμφωνα με το ΚΥΣΑΤΣ, (δέστε τα σχετικά με τον αιτητή στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ημερ. 4.3.2010), έλαβε υπόψη ότι κατέχει και το MSc από το πανεπιστήμιο του Δουβλίνου με αποτέλεσμα το μεταπτυχιακό αυτό να ήταν ισάξιο με το μεταπτυχιακό της Νικολάου στη Διεύθυνση με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση. Το τελικό αποτέλεσμα του «συμψηφισμού» των προσόντων των δύο μερών ήταν ότι η Νικολάου θεωρήθηκε ευλόγως να κατέχει ένα ακόμη πρόσθετο προσόν, αυτό του πτυχίου στη Βιολογία. Επομένως στο πτυχίο Βιολογίας του ενδιαφερομένου μέρους, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, (δέστε τη θέση της Ε.Δ.Υ. κατά τη σύγκριση της Νικολάου με τον υποψήφιο Χάρη Ζαννετή), δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. η ανάλογη βαρύτητα, όπως συνάγεται ότι έπραξε, κινούμενη στα πλαίσια της νομολογίας όπως έχει αναφερθεί ήδη και κατά το σκεπτικό σε σχέση με τον αιτητή Μάρκου. Ως προς το σημείο αυτό του πρόσθετου προσόντος μη προβλεπόμενου, αλλά σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης αναφορά μπορεί να γίνει και στη Δημοκρατία ν. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341, όπου λέχθηκε ότι δεν είναι δυνατό εκ των προτέρων να προσδιοριστεί η βαρύτητα κάποιου στοιχείου κρίσης. Είναι οι συσχετισμοί που αποκτούν σημασία στο σύνολο των δεδομένων της κάθε περίπτωσης, η οποία ελέγχεται ως προς το εύλογο της και μόνο, (δέστε και Δημοκρατία κ.ά. ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, στη σελ. 408).
Είναι αβάσιμο και το επιχείρημα του συνηγόρου του αιτητή Αντωνιάδη ότι η Ε.Δ.Υ. τεμάχισε την απόφαση της σε δύο διαφορετικές συνεδρίες για αλλότριο λόγο, ξεχωρίζοντας ουσιαστικά τη συνεδρία κατά την οποία η Γενική Διευθύντρια σύστησε τον Αντωνιάδη, από τη συνεδρία κατά την οποία η ίδια η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε τους υποψήφιους. Δεν φαίνεται ορθό για ένα αναθεωρητικό Δικαστήριο να εξαγάγει οποιοδήποτε αρνητικό συμπέρασμα ως προς την όλη διαδικασία που τήρησε η Ε.Δ.Υ., ιδιαιτέρως εφόσον η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε στο τέλος του πρακτικού που τηρήθηκε στις 4.3.2010, ότι η περαιτέρω εξέταση του θέματος αναβλήθηκε για τη συνεδρία της ημερ. 25.4.2010, «λόγω έλλειψης χρόνου». Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε τέτοιου είδους διαδικαστική απόφαση.
Ούτε και είναι βάσιμη η θέση ότι η Ε.Δ.Υ. όφειλε να επανακαλέσει τη Γενική Διευθύντρια ή εν πάση περιπτώσει να ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις από αυτή εφόσον είχε κατά νουν να αποκλίνει από τη σύσταση της διότι είναι νομολογημένο ότι η σύσταση προϊσταμένου όσο βοηθητική και να είναι και να προσδίδει στην αξία του υποψηφίου, δεν παύει παρά να είναι μια έκφραση γνώμης, βοηθητική, αλλά όχι δεσμευτική για το διοικητικό όργανο, (Σάββας Βραχίμης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -). Εκείνο που απαιτείται και αναμένεται από την Ε.Δ.Υ. όταν αποφασίζει να παρεκκλίνει από σύσταση προϊσταμένου είναι να δώσει πειστικούς λόγους γι΄ αυτή την απόκλιση, όπως και κρίνεται ότι έπραξε στην υπό κρίση περίπτωση.
Άλλωστε, όπως έχει αποφασιστεί και στη Δημοκρατία ν. Χριστιάνας Σαββίδου (2011) 3 Α.Α.Δ. 633, η σύσταση προϊσταμένου δεν μπορεί να βασίζεται στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, ούτε να διαμορφώνεται στη βάση αυτή, (δέστε και Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12) και επομένως δεν είναι ορθή η θέση που προβάλλει ο κ. Αγγελίδης στη σελ. 6 της αρχικής του αγόρευσης ότι η Γενική Διευθύντρια σύστησε στη βάση και των απαντήσεων που δόθηκαν από τους υποψηφίους κατά τη συνέντευξη. Ούτε είναι ορθό να αφήνονται αιχμές ως προς το ότι η Ε.Δ.Υ. «φρόντισε» (σελ. 8 της αγόρευσης), να κρίνει μόνο τη Νικολάου ως «εξαίρετη» και η υπόθεση Μαρίνα Παπανικολάου ν. Ε.Δ.Υ., αρ. 771/07, ημερ. 20.5.2009, δεν έχει καμιά αντιστοιχία με τα εδώ δεδομένα. Εκεί η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε «εξαίρετους» 82 υποψηφίους που εν τέλει επιλέχθηκαν, αναιρώντας την όλη διαδικασία ενώπιον της προηγηθείσας κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ενώ στην υπό κρίση περίπτωση θα μπορούσε κατά τον ίδιο τρόπο να παρατηρηθεί και το αντίστροφο. Η Γενική Διευθύντρια έκρινε «εξαίρετο» μόνο τον Αντωνιάδη, τον οποίο και σύστησε. Η Ε.Δ.Υ. δεν διαφοροποίησε μόνο την κρίση της Γενικής Διευθύντριας μεταξύ Αντωνιάδη και ενδιαφερομένου μέρους αλλά και την κρίση επί του έτερου αιτητή Μάρκου, τον οποίο αναβάθμισε από «Πάρα πολύ καλό», σε «Σχεδόν εξαίρετο», φανερώνοντας έτσι ευρύτερη κρίση που δεν ευνοούσε μόνο τη Νικολάου.
Εδώ, τελικά, και αυτό ισχύει και για τους δύο αιτητές, η κρίση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογη και στο πλαίσιο της νομολογίας που καθορίζει ότι το διοικητικό όργανο οφείλει να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο υπό το φως του συνόλου των τριών κριτηρίων διότι είναι ακριβώς αυτός ο συνυπολογισμός των κριτηρίων που αποκτά σημασία. Στην Έλλη Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - λέχθηκε ότι αποτελεί έργο του διοικητικού οργάνου να εξισορροπήσει τα θεσμοθετημένα κριτήρια κατά τρόπο που να βοηθά στην ανεύρεση του καταλληλότερου υποψήφιου. Είναι η γενική εικόνα που εξετάζεται και αποφασίζεται, σύμφωνα με τη νομολογία, (δέστε Πατσαλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 738, Δημοκρατία ν. Δόνα Πολυδώρου κ.ά., Α. Ε. αρ. 126/2009 και 131/2009, ημερ. 1.2.2013 και Γεωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116).
Ενόψει όλων των ανωτέρω οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς απόφασης, εκάστη δε απορρίπτεται με έξοδα εναντίον κάθε αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ