ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.885/2011)
14 Μαρτίου, 2013
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΝIROSHA LOOLBADDUVA
Αιτήτρια,
-και -
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦYΓΩΝ
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Γ. Μυλωνάς, για Λ.Κληρίδη, για την αιτήτρια
Β.Καρλεττίδου, (κα.), - Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση.
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια κατάγεται από τη Σρι Λάνκα και αφίχθηκε στην Κύπρο στις 10 Σεπτεμβρίου 2007, έχοντας άδεια εργασίας.
Στις 8 Ιουλίου 2010 υπέβαλε αίτηση για την παραχώρηση ασύλου, κλήθηκε δε σε συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου στις 8 Νοεμβρίου 2010.
Ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος είχε διενεργήσει την πιο πάνω συνέντευξη με την αιτήτρια, εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης καθότι, όπως αναφέρθηκε, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000, (Ν.6(Ι)/2000), ώστε να αναγνωριστεί στην αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα. Παράλληλα, με την εν λόγω έκθεση σημειώνεται ότι δεν είχε καταστεί εφικτό να αναγνωριστεί στην αιτήτρια το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ούτε επίσης συνέτρεχαν λόγοι για παραχώρηση αδείας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Στις 16 Νοεμβρίου 2010 ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης, απόφαση η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 8 Δεκεμβρίου 2010.
Στις 14 Δεκεμβρίου 2010 η αιτήτρια καταχώρισε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Μετά τη μελέτη της σχετικής έκθεσης που ετοιμάστηκε από αρμόδιο λειτουργό, εκδόθηκε από την Αρχή απορριπτική απόφαση ημερ. 28 Απριλίου 2011, σύμφωνα με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Η γνωστοποίηση της απόρριψης της αίτησης οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
Η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων είναι αναιτιολόγητη, δεν εξειδικεύει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η αιτήτρια δεν δικαιούται να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Η δικηγόρος των καθ΄ων αντιτείνει ότι η αιτιολογία που δόθηκε στην αιτήτρια είναι ενδελεχής και αναλυτική.
Εξετάζοντας το κείμενο της απόφασης και το περιεχόμενο του κατατεθέντος διοικητικού φακέλου (τεκμ.1), είμαι της γνώμης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και δεόντως αιτιολογημένη. Η αίτηση είχε απορριφθεί, κυρίως, λόγω της διαπιστωθείσας αναξιοπιστίας της αιτήτριας. Η τρωθείσα αξιοπιστία της που ήταν, όπως προβάλλεται, σε μεγάλο βαθμό, έπληξε σοβαρά τον πυρήνα του υποβληθέντος αιτήματος.
Στην υπό αμφισβήτηση απόφαση γίνεται ευρεία αναφορά στους ισχυρισμούς οι οποίοι, κατά τη γνώμη μου, οδήγησαν στην κατάληξη και κρίνονται ικανοποιητικοί, έτσι ώστε να στοιχειοθετήσουν εύρημα αναξιοπιστίας. Τούτου δοθέντος, η απόφαση της αρμοδίας αρχής κρίνεται δεόντως αιτιολογημένη. Η αιτιολογία συμπληρώνεται από την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, στην οποία καταγράφονται με λεπτομέρεια οι αντιφάσεις οι οποίες οδήγησαν σε συμπέρασμα αναξιοπιστίας. Οι δοθείσες απαντήσεις δεν ήταν ούτε πειστικές ούτε και ακριβείς. Αναφέρθηκε από την αιτήτρια ότι είχε υποστεί απειλές λόγω του ότι είχε αλλάξει θρησκεία και έγινε από βουδίστρια, καθολική. Στην υποβληθείσα αίτηση για άσυλο η αιτήτρια είχε αναφέρει ότι οι απειλές προήρχοντο από τους γονείς και μέλη της οικογένειας της, ενώ κατά το στάδιο της συνέντευξης της είχε αναφέρει ότι οι απειλές προήρχοντο από άλλα άτομα. Παράλληλα ανέφερε, ότι σε περίπτωση επιστροφής της, στη χώρα της, φοβόταν για τη ζωή της, σε άλλο, όμως, σημείο ανέφερε ότι σε περίπτωση που θα επέστρεφε στη χώρα της σε διάστημα 2 ετών από την ημερομηνία συνέντευξης, τότε το όλο πρόβλημα θα είχε λυθεί. Δημιουργεί απορία, το γεγονός ότι η αίτηση για άσυλο είχε υποβληθεί 3 έτη μετά την άφιξη της αιτήτριας στην Κύπρο, γεγονός που δημιούργησε αμφιβολίες, ως προς το αξιόπιστο της αίτησης.
Το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν έγινε πιστευτή αναφορικά με την πιθανότητα κινδύνου της ζωής της, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της, συνάδει με το σύνολο των στοιχείων τα οποία παρατίθενται στην υπό αμφισβήτηση απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής. Είναι συνεπώς ορθή, κατά την άποψη μου, η κατάληξη των καθ΄ων η αίτηση ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα στην αιτήτρια. Παράλληλα, σημειώνω ότι η αιτήτρια δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη φόβου, ώστε να μπορεί να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 19 του Νόμου, προστασία.
΄Εχοντας ως βάση τη νομολογημένη αρχή ότι το δικαστήριο εξετάζει την τήρηση των προβλεπομένων διαδικασιών και δεν επεμβαίνει σε θέματα εκτίμησης γεγονότων, παραθέτω τα δυο πιο κάτω αποσπάσματα από τη νομολογία. Στην Ibrahim Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 αναφέρθηκε ότι:
«...το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της, όπως έχει επανειλημμένως λεχθεί, αλλά υπό κρίση είναι μόνο η νομιμότητα της απόφασης και η διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.»
Παρομοίως στην υπόθεση Khalifa v. Αναθεωρητής Αρχής (2006) 3 Α.Α.Δ. 402 (επίσης της Πλήρους Ολομέλειας) σελ. 405-406 επαναλήφθηκε ότι:
«..Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με τη δική του. Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κατ' εφαρμογή των αρχών δικαίου που διέπουν το θέμα.»
Εξετάζοντας τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην προκείμενη περίπτωση, δεν έχω διαπιστώσει οτιδήποτε που να τεκμηριώνει δυνατότητα επέμβασης στην κατάληξη της Αναθεωρητικής Αρχής. Παρατίθεται, όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, ανάλυση των λόγων, για τους οποίους η αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη, γεγονός που οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης της.
Ως αποτέλεσμα τούτου η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.