ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 704/2009)

 

 

5 Μαρτίου, 2013

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Α/ΑΣΤΥΦ. 1352 ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

                     ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

                 2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Γ. Καραπατάκης, για τον Αιτητή.

 

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των καθ'ων η αίτηση που δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διατάξεις της Αστυνομίας στις 6/4/2009 και με την οποία προήχθη στο βαθμό του Λοχία αναδρομικά και συγκεκριμένα από τις 2/4/2009 ο Αστ. 2281 Αλ. Μαύρος (το ενδιαφερόμενο μέρος), είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη έννομου αποτελέσματος.

 

Η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 17(8)(β) του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004 (ο Νόμος), τις οποίες, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρουν, τις παραθέτω αμέσως πιο κάτω, σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Κανονισμού 4 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/04), όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί (οι Κανονισμοί), τις οποίες επίσης παραθέτω πιο κάτω. Παραθέτω επίσης τις πρόνοιες του Κανονισμού 5, τις οποίες θεωρώ σχετικές εφόσον η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε με εισήγηση του τότε Βοηθού Αστυνομικού Διευθυντή του Τμήματος Γ, ο οποίος με επιστολή του προς τον Αρχηγό ημερομηνίας 30/3/2009 εισηγείτο την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους σε Λοχία στη βάση μεταξύ άλλων και των προνοιών του Κανονισμού 5.

     

΄Αρθρο 17(8)(β):

 

"Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο Αρχηγός δύναται, με την έγκριση του Υπουργού, να προβαίνει σε προαγωγή μέλους της Αστυνομίας:

 

(α) ..............................................................................

 

(β) αν το μέλος αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία πέραν του συνήθους κατά τα τελευταία πέντε χρόνια της υπηρεσίας του:

 

Νοείται ότι η διαδικασία προαγωγών βάσει του παρόντος εδαφίου καθορίζεται με Κανονισμούς που εκδίδονται, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη του Αρχηγού, από το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων:

 

Νοείται περαιτέρω, ότι ο αριθμός των μελών της Αστυνομίας που προάγονται δυνάμει της υποπαραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, δεν υπερβαίνει το 5% των θέσεων που υπάρχουν για πλήρωση κάθε χρόνο."

 

 

Καν. 10(4) και (5) των Κανονισμών:

 

"(4) Ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, ο Αρχηγός δύναται, με την έγκριση του Υπουργού, να προαγάγει Αστυφύλακα σε Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στον Πίνακα των συστημένων για προαγωγή από το Συμβούλιο Κρίσης, νοουμένου ότι αυτός επιδεικνύει ασυνήθιστη ικανότητα κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία πέραν του συνήθους κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια της υπηρεσίας του και έχει ιδιάζουσα κλίση σε εξειδικευμένη εργασία, ανεξάρτητα του αν κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή του.

 

(5)  Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ο όρος «εξειδικευμένη εργασία» σημαίνει εργασία για την επιτέλεση της οποίας απαιτούνται υψηλού επιπέδου εξειδικευμένες γνώσεις που το μέλος αποκτά με μελέτη και/ή πρακτική εξάσκηση και η οποία εργασία δεν μπορεί να επιτελεσθεί ικανοποιητικά από άλλο, συστημένο από το Συμβούλιο Κρίσης, μέλος."

 

 

Για σκοπούς συμπλήρωσης των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα προσφυγή κρίνω σκόπιμο να παραθέσω και τα πιο κάτω τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, συνιστούν κοινή βάση.

 

Η επίδικη προαγωγή έγινε στα πλαίσια πλήρωσης 23 κενών θέσεων Λοχία, οι οποίες είχαν προκύψει τα έτη 2008 και 2009, ήταν δε η μόνη που διενεργήθηκε στη βάση των προαναφερθέντων προνοιών. Οι υπόλοιπες 22 θέσεις πληρώθηκαν μετά τη συμφωνία με τους Κανονισμούς, την προαγωγική διαδικασία που διενήργησαν οι καθ'ων η αίτηση για το έτος 2008, και που ουσιαστικά αφορούσε τα στάδια της αξιολόγησης των υποψηφίων από την Επιτροπή Αξιολόγησης, την εξέταση τυχόν ενστάσεων από υποψηφίους από την Επιτροπή Ενστάσεων και τέλος την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. Ακολούθως, μετά τη διαμόρφωση του τελικού καταλόγου από το Συμβούλιο Κρίσεως, οι προς προαγωγή υποψήφιοι εγκρίθηκαν από τον Αρχηγό Αστυνομίας, ο οποίος και αποφάσισε την προαγωγή τους, αφού προηγουμένως εξασφάλισε την κατά νόμο έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.

 

Επισημαίνεται πως για τις εν λόγω θέσεις ο Αρχηγός Αστυνομίας ακολούθησε πιστά τη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων, όπως αυτή αποτυπωνόταν στο σχετικό πίνακα που υποβλήθηκε προς αυτόν από το Συμβούλιο Κρίσεως.

 

Επισημαίνεται επίσης, πως με βάση την τελική βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσεως, ο αιτητής κατέλαβε την 23η θέση κατά σειρά επιτυχίας στον πίνακα των υποψηφίων που είχαν συστηθεί για προαγωγή, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος δεν συμπεριλήφθηκε στον εν λόγω κατάλογο.

 

Εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής και συγκεκριμένα, πριν από τη συμπλήρωση των γραπτών αγορεύσεων των διαδίκων, οι συνήγοροι των δύο πλευρών ενημέρωσαν προφορικά το Δικαστήριο ότι η επίδικη προαγωγή ανακλήθηκε. Συγκεκριμένα, με επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ημερομηνίας 10/9/2010, ο Αρχηγός Αστυνομίας τον πληροφόρησε για την απόφασή του να προβεί σε ανάκληση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στο βαθμό του Λοχία, ζητώντας ταυτόχρονα την έγκρισή του γι' αυτό.  Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής. Η σκοπιμότητα παράθεσης της επιστολής προκύπτει από αυτό το ίδιο το περιεχόμενό της. Είναι αρκετό να επισημάνω ότι η εν λόγω επιστολή παραθέτει με λεπτομέρεια το ιστορικό της προαγωγής, όπως και τους λόγους ανάκλησης της:

 

    "Στις 02 Απριλίου, 2009, ο Αρχηγός Αστυνομίας με το επισυνημμένο Πρακτικό του, προχώρησε στην προαγωγή του Αστυφύλακα 2281 Αλέξη Μαύρου στο βαθμό του Λοχία με βάση το Άρθρο 17(8)(β) του Περί Αστυνομίας Νόμου 73(1)/2004, όπως έχει τροποποιηθεί και τον Κανονισμό 10(4) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 214/2004), όπως έχουν τροποποιηθεί, αφού εξασφάλισε στις 02/04/2009 την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (αντίγραφο της σχετικής έγκρισης επισυνάπτεται).

 

    Στις 29/04/2009, ο Α/Αστυφ. 720 Π. Αντωνίου καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 497/09 εναντίον της πιο πάνω προαγωγής.

 

    Σημειώνεται ότι ο κ. Α. Μαύρος παραιτήθηκε από την Αστυνομία και από τις 15/06/2010 δεν θεωρείται πλέον μέλος της.

 

    Στις 14 Ιουλίου, 2010, ο κ. Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με επιστολή του (αρ. φακ. Γ.Ε./Αρ.Προσφ.497/09 και 704/09), αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται, εισηγείται την ανάκληση της πιο πάνω επίδικης πράξης προαγωγής. Ο λόγος για τη θέση του αυτή εδράζεται στο γεγονός ότι ένας από τους ισχυριζόμενους λόγους ακύρωσης που εγείρεται είναι η συγγένεια του τέως Αρχηγού Αστυνομίας κ. Ιάκωβου Παπακώστα με το ενδιαφερόμενο μέρος ήτοι το Λοχία 2281 Αλέξη Μαύρο. Το γεγονός αυτό καθιστά τη διαδικασία προαγωγής τρωτή.

 

    Συγκεκριμένα, ο τέως Αρχηγός Αστυνομίας κ. Ιάκωβος Παπακώστας είναι θείος του ενδιαφερόμενου μέρους κ. Αλέξη Μαύρου, δηλαδή η μητέρα του είναι πρώτη του εξαδέλφη. Πέραν τούτου, οι γονείς του τέως Αρχηγού Αστυνομίας μεγάλωσαν τη μητέρα του κ. Αλέξη Μαύρου, λόγω θανάτου της μητέρας της.

 

    Η σχέση του κ. Παπακώστα με την οικογένεια του ενδιαφερόμενου μέρους κ. Αλέξη Μαύρου καταγράφεται και στην απόφαση του Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 556/2006, ημερομηνίας 22.05.2008, η οποία αφορούσε Προσφυγή κατά της προαγωγής του πατέρα του ενδιαφερόμενου μέρους στην παρούσα Προσφυγή ήτοι του κ. Αλέξη Μαύρου. Στα πλαίσια εκείνης της διαδικασίας ο κ. Παπακώστας είχε εξαιρεθεί, προβάλλοντας ο ίδιος ως λόγο τη στενή συγγενική και ιδιάζουσα σχέση του με τη σύζυγο του ενδιαφερόμενου μέρους                       κ. Χαράλαμπου Μαύρου στην Προσφυγή Αρ. 556/2006, ο οποίος είναι ο πατέρας του ενδιαφερόμενου μέρους κ. Αλέξη Μαύρου στην παρούσα Προσφυγή με αρ. 497/09.

 

    Συνεπώς, δυνάμει του Άρθρου 42 του Νόμου που Κωδικοποιεί τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου που πρέπει να διέπουν τη δράση της Δημόσιας Διοίκησης, Ν.158(1)/99, η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω της συμμετοχής του κ. Παπακώστα στη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης για τους λόγους που επεξηγούνται πιο πάνω.

 

    Ως εκ τούτου, με βάση τις πρόνοιες των Άρθρων 54 και 55 του Νόμου που Κωδικοποιεί τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου που πρέπει να Διέπουν τη Δράση της Δημόσιας Διοίκησης, Νόμος 158(1)/1999, αποφάσισα την ανάκληση της προαγωγής του Αστυφύλακα 2281 Αλέξη Μαύρου στο βαθμό του Λοχία και παρακαλώ όπως έχω την έγκριση σας."

 

(Η έμφαση είναι του κειμένου)

 

 

Η έγκριση του αρμόδιου Υπουργού στην ανάκληση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους δόθηκε με επιστολή ημερομηνίας 20/9/2010.

 

Με δεδομένη την πιο πάνω εξέλιξη, το Δικαστήριο, στις 10/11/2011, έδωσε οδηγίες στους συνηγόρους των δύο πλευρών να καταχωρίσουν γραπτώς τις θέσεις τους επί του επίδικου θέματος που πλέον ετίθετο, κατά πόσο δηλαδή η ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης κατέστησε την υπό εξέταση προσφυγή άνευ αντικειμένου και συνακόλουθα οδήγησε σε κατάργηση της δίκης.

 

Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του κ. Καραπατάκη περιστρέφεται γύρω από τις εξής, διαζευκτικά προβαλλόμενες, θα έλεγα θέσεις:

 

1) Η ανάκληση της επίδικης απόφασης δεν κατέστησε την προσφυγή άνευ αντικειμένου και δεν εξαφάνισε το έννομο συμφέρον του αιτητή για προώθηση της προσφυγής του, καθότι με την ανάκληση δεν εξαφανίστηκαν οι ζημιογόνες συνέπειες που έχουν προκύψει στον τελευταίο κατά τη διάρκεια ισχύος της ανακληθείσας πράξης, οι οποίες καλύπτονται από το άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, ο αιτητής υπέστη, σύμφωνα με τον                      κ. Καραπατάκη, «ζημιά και βλάβη τόσο σε ότι αφορά την απώλεια αυξημένων απολαβών και επιδομάτων που προβλέπονται για το βαθμό του Λοχία, όσο και σε ότι αφορά την καριέρα και την αρχαιότητα του στην αστυνομία» και περαιτέρω, «επηρεάστηκε το ηθικό έννομο συμφέρον του καθότι με την προαγωγή του Ε.Μ. έχει επηρεαστεί η αρχαιότητα του ....», εφόσον με την ανάκληση παραβιάστηκε η νόμιμη αξίωση του αιτητή, όπως ο Αρχηγός, εκτελώντας την κατά νόμο οφειλόμενη ενέργεια του, την οποία του επιβάλλουν οι Κανονισμοí 11(2)[1] και 11(3)[2], τον προάξει στη συγκεκριμένη θέση αναδρομικά από τις 2/9/1999. Υπενθυμίζω ότι οι προαγωγές είχαν γίνει για σκοπούς πλήρωσης 23 κενών θέσεων Λοχία, που είχαν προκύψει τα έτη 2008 και 2009, όπως και ότι ο αιτητής είχε καταλάβει με βάση την τελική βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσεως την 23η θέση κατά σειρά επιτυχίας στον Πίνακα των υποψηφίων.

 

(2) Η ανάκληση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους δεν είναι έγκυρη και συνεπώς η δίκη δεν καταργείται και ο αιτητής διατηρεί το έννομο συμφέρον του για συνέχιση της, καθότι κατά το χρόνο που έγινε η ανάκληση στις 20/9/2010, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν πια μέλος της αστυνομικής δύναμης Κύπρου, αφού σύμφωνα με τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, είχε παραιτηθεί από τις τάξεις της Αστυνομίας από τις 16/6/2010. Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε ο κ. Καραπατάκης, η επίδικη ανάκληση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη καθότι δεν επέφερε οποιαδήποτε μεταβολή στην υφιστάμενη νομική κατάσταση του ενδιαφερόμενου μέρους και συνεπώς, η επίδικη προαγωγή, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, παραμένει σε ισχύ, με αποτέλεσμα η δίκη να μην καταργείται.

 

Στην αντίπερα όχθη, ο κ. Σταυρινός εστίασε την επιχειρηματολογία του στη θέση ότι η ανακληθείσα πράξη δεν προκάλεσε καμία απολύτως ζημιά στον αιτητή και συνεπώς η γενόμενη ανάκληση οδήγησε σε κατάργηση της δίκης.

 

Αναφορικά με την υπό στοιχείο (1) πιο πάνω θέση του αιτητή, παρατηρώ τα πιο κάτω.

 

Κατ' αρχήν επισημαίνω ότι το υπό συζήτηση εγειρόμενο θέμα συνιστά θέμα δημόσιας τάξης και ως τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αυτεπάγγελτης εξέτασης (βλ. Χατζηγέρου ν. Α.Η.Κ. (2003) 1 Α.Α.Δ. 481). Αναφορικά με την ουσία του θέματος, είχα την ευκαιρία σχετικά πρόσφατα να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο θέμα (βλ. Ανδρέας Ασημένου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 1726/2008, ημερομηνίας 31/8/2012). Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση μου στην εν λόγω υπόθεση, το οποίο και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης μου:

 

    "Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, στην περίπτωση ανάκλησης της προσβαλλόμενης πράξης/απόφασης μετά την έγερση της προσφυγής, η προσφυγή χάνει το αντικείμενο της και θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εκτός αν τίθεται θέμα «ζημιάς» διεκδικήσιμης κατά το άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Η ζημιά πρέπει να προκύπτει ευθέως από την επίδικη πράξη και όχι από άλλη παρεμφερή αιτία (βλ. Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643) και πρέπει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, να αποδειχθεί ότι είναι υπαρκτή και δεδομένη. Δηλαδή, ο αιτητής θα πρέπει να θέσει ενώπιον του αναθεωρητικού δικαστηρίου τέτοια στοιχεία, που να δικαιολογούν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, πραγματική και όχι θεωρητική επί του προκειμένου διαπίστωση, διαφορετικά δεν θα πετύχει ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, κάτι που συνιστά προϋπόθεση η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί για να μπορεί, για σκοπούς διεκδίκησης αποζημιώσεων, να καταφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο που θα είναι και ο κριτής της έκτασης των ζημιών του. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 242-243)."

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση βρίσκω ότι τέθηκαν ενώπιον μου όλα εκείνα τα στοιχεία που δικαιολογούν, πάντα εκ πρώτης όψεως, διαπίστωση περί υπαρκτών και δεδομένων ζημιών οι οποίες προκύπτουν από την προσβαλλόμενη πράξη. Έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω (σελ. 6) τα εν λόγω στοιχεία, τα οποία και θεωρώ περιττό να τα επαναλάβω. Πρόσθετα, επισημαίνω ότι η ακύρωση της πράξης θα έχει σαν συνέπεια την αναμενόμενη προαγωγή του αιτητή, σύμφωνα με το άρθρο 7(β) του Νόμου 158(Ι)/99, τις πρόνοιες του οποίου και υπενθυμίζω:

 

"7. Μια διοικητική πράξη δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

 

    (α) .............................................................................

 

    (β) αν εκδίδεται για συμμόρφωση με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και η αναδρομική ισχύς είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας."

 

 

Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι ο αιτητής δεν απώλεσε το οποιοδήποτε έννομο συμφέρον είχε κατά το χρόνο καταχώρισης της προσφυγής, έστω και αν η προσβαλλόμενη πράξη ανακλήθηκε.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μου καθιστά περιττή την εξέταση της υπό στοιχείο (2) πιο πάνω θέσης του κ. Καραπατάκη, γι' αυτό και προχωρώ στην ουσία  της υπόθεσης και συνακόλουθα στην εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προβάλλει στις γραπτές του αγορεύσεις σειρά νομικών ισχυρισμών, οι οποίοι, κατά την εισήγησή του τεκμηριώνουν λόγους ακυρότητας.

 

 

 

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση όμως, η δηλωθείσα και καταγραφείσα συγγένεια του ενδιαφερόμενου μέρους με τον τέως Αρχηγό Αστυνομίας                  Ι. Παπακώστα, ο οποίος μετείχε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, σφραγίζει, κατά τη γνώμη μου, την τύχη της παρούσας προσφυγής.  Η συγγένεια αυτή δεν αναφέρεται μόνο στην παρατεθείσα πιο πάνω επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ημερομηνίας 10/9/2010, αλλά καταγράφεται και σε επιστολή του Αρχηγού προς το Γενικό Εισαγγελέα ημερομηνίας 3/5/2010. Άλλωστε, λόγω αυτής της συγγένειας ο Αρχηγός Αστυνομίας αποφάσισε την ανάκληση της επίδικης προαγωγής.

 

Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του αιτητή πως στην παρούσα περίπτωση παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης που κωδικοποιούνται στο άρθρο 42(1) και (2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), ευσταθεί. Για του λόγου το ασφαλές παραθέτω τις συγκεκριμένες πρόνοιες:

 

"42.-(1) Κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.

 

(2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της."

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα €1.350 υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ'ων η αίτηση. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

Προτού αφήσω την απόφαση μου, θεωρώ σκόπιμο να σημειώσω ότι η παρούσα προσφυγή, κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 14/5/2010, θα συνεκδικαζόταν με την Προσφυγή υπ' αριθμό 497/2009. Μετά την απόφαση όμως του Αρχηγού Αστυνομίας για ανάκληση της επίδικης προαγωγής, οι συνήγοροι που χειρίζονται την Προσφυγή 497/2009 την απέσυραν και ως εκ τούτου, αυτή απορρίφθηκε.

 

 

 

 

 

 

 

                                                        Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                    Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 



[1] 11.(1) .......................................................

   

        (2) Όλες οι προαγωγές διενεργούνται ταυτόχρονα για όλες τις θέσεις που παραμένουν κενές ή αναμένεται να κενωθούν κατά το δοσμένο χρόνο.

 

        (3) Σε περίπτωση κένωσης θέσεων πέραν από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο (2) προσφέρεται προαγωγή στους αμέσως επόμενους υποψηφίους με τη σειρά αναγραφής τους στον Πίνακα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο