ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλης (2003) 3 ΑΑΔ 248
Marfin Popular Bank Public Company Ltd ν. EπιτροπήςKεφαλαιαγοράς Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 402
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 543/2013)
28 Μαρτίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Μονομερής Αίτηση ημερ. 28 Μαρτίου 2013
Κ. Βελάρης με Αλ. Μαρκίδη, Π. Παναγιώτου, Χ. Βελάρη και
Κ. Κατσαρό, για την Αιτήτρια.
-----------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ (Ex-tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Καταχωρήθηκε σήμερα προ ολίγου η υπό κρίση προσφυγή στα πλαίσια της οποίας καταχωρήθηκε επίσης μονομερής αίτηση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου και ήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού στις 12.00 περίπου το μεσημέρι. Το Δικαστήριο, έχοντας αναγνώσει τη φύση της αίτησης, και αντιλαμβανόμενο το κατεπείγον του θέματος, όρισε την αίτηση στις 12.45 μ.μ. για εξέταση και άκουσε την ικανή αγόρευση του κ. Βελάρη, εκ μέρους και του κ. Μαρκίδη.
Με την αίτηση επιδιώκεται προσωρινό διάταγμα αναστολής της ισχύος του διατάγματος που εκδόθηκε από τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25.3.2013 ως Κ.Δ.Π. 93/2013, που αφορά, και έτσι τιτλοφορείται, την Πώληση Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λίμιτεδ, στο μέτρο που αφορά την ακύρωση μετοχών της αιτήτριας, η οποία, ως φαίνεται από την ένορκη δήλωση και την ίδια την προσφυγή, κατέχει 11.598.739 πλήρως πληρωτέες μετοχές ονομαστικής αξίας 50 σεντ εκάστη στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Κύπρου και με αξία κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, €2.319.747,80. Στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση που έχει γίνει από τον Οικονομικό Διευθυντή της αιτήτριας, Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, εξηγούνται τα δεδομένα και αναφέρεται το ιστορικό της υπό κρίση προσβαλλόμενης πράξης, με τη θέση ότι το μέτρο αυτό, όπως εξάγεται από το διάταγμα, αντίκειται στο δικαίωμα ιδιοκτησίας που διασφαλίζεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και, ιδιαίτερα, και τις πρόνοιες του άρθρου 3(2)(ζ) του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου αρ. 17(Ι)/2013, όπου αναφέρεται ότι «η επέμβαση επί των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν υπερβαίνει πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Η θέση της αιτήτριας είναι περαιτέρω ότι είναι εκδήλως παράνομη η έκδοση του διατάγματος όσον αφορά ιδιαιτέρως την αιτήτρια η οποία προστατεύεται πρόσθετα και από το Άρθρο 23.9 του Συντάγματος δυνάμει του οποίου δεν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε επέμβαση ή να επιβληθεί όρος, περιορισμός ή δήμευση επί της ιδιοκτησίας οποιασδήποτε επισκοπής, μοναστηριού, ναού ή άλλου εκκλησιαστικού οργανισμού, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεση τους.
Η έκδηλη παρανομία υφίσταται, κατά τους δικηγόρους της αιτήτριας, και για το λόγο ότι παρουσιάζεται από τον προαναφερθέντα Νόμο που προσφάτως ψηφίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις 22.3.2013, ότι η αρμοδία Εποπτική Αρχή για τις τράπεζες είναι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η δε Αρχή Εξυγίανσης που προβαίνει σε μέτρα εξυγίανσης είναι επίσης η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ταύτιση, δηλαδή, θεσμών και προσώπων ανεπίτρεπτη, παραβιάζοντας τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Και επεσημάνθη περαιτέρω από τον ευπαίδευτο συνήγορο κατά την αγόρευση του ότι δεν τηρήθηκαν τα ελάχιστα προαπαιτούμενα που αφορούν και σε έκθεση της Εποπτικής Αρχής προς την Αρχή Εξυγίανσης, ενώ δεν φαίνεται να τηρήθηκαν και άλλα προαπαιτούμενα που εξηγήθηκαν από τον κ. Βελάρη που αφορούσαν στη διαβούλευση, στην αναζήτηση απόψεων του ιδίου του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου ως πιστωτικού ιδρύματος του οποίου επιδιώκεται η εξυγίανση διά του διατάγματος, ώστε αυτό να τοποθετηθεί προηγουμένως επί του ζητουμένου της εξυγίανσης και του τρόπου αυτής.
Έχει αναφερθεί επίσης από τον συνήγορο ότι τα μέτρα αυτά τα οποία φαίνεται να λαμβάνονται, εκφεύγουν του αναγκαίου και απαραίτητου ανάλογου μέτρου που πρέπει να καθοδηγεί την Αρχή Εξυγίανσης κατά το Νόμο, ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και παρέπεμψε προς τούτο στα άρθρα 7 και 8 του Νόμου, επισημαίνοντας ο κ. Βελάρης ότι το άρθρο 8, το οποίο προσφέρει εναλλακτικά μέτρα, ουδόλως αναφέρεται στο σχετικό υπό κρίση διάταγμα. Τέθηκε από τον συνήγορο το δεδομένο ότι με την επιδιωκόμενη εφαρμογή του διατάγματος θα μηδενισθούν οι μετοχές της αιτήτριας στο υπό εξυγίανση τραπεζικό ίδρυμα άνευ οιασδήποτε αποζημίωσης, ενώ με τη δημιουργία ανακεφαλοποίησης από τους μετόχους και τους καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου θα δημιουργηθούν και δικαιώματα σε τρίτους που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε ανεπανόρθωτη ζημιά της αιτήτριας εφόσον θα παγοποιηθούν ζητήματα τα οποία θα άπτονται πλέον του ιδιωτικού δικαίου. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ο συνήγορος εξήγησε ότι ο μηδενισμός ή ακύρωση των μετοχών εξάγεται από το συνδυασμό των προνοιών του Διατάγματος με τις πρόνοιες του άρθρου 9(2)(α) του Νόμου και η σχετική προσπάθεια ακύρωσης των μετοχών στα πλαίσια της εξυγίανσης φανερώνει και την έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους των καθ΄ ων.
Είναι γνωστές οι αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του Κανονισμού 13 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, (σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 11 του Νόμου αρ. 33/64). Καθορίζουν ότι ένα τέτοιο διάταγμα δύναται να εκδοθεί συνεπεία επείγουσας ανάγκης ή άλλων ειδικών περιστάσεων, χωρίς κλήση στον αντίδικο και εν πάση περιπτώσει χωρίς να διαγιγνώσκει την ουσία της υπόθεσης. Μέσα από τη νομολογία έχει καθορισθεί ότι προσωρινά διατάγματα εκδίδονται όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία ή όπου διαφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται ταυτόχρονα ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση, (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 234).
Με υιοθέτηση προηγούμενης σχετικής νομολογίας, έκδηλη παρανομία διαπιστώνεται όταν υπάρχει καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από νόμο ή εμφανής παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Θα πρέπει επίσης η έκδηλη παρανομία να αναδύεται από μόνη της από αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα, (Πολύβιος Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959). Περαιτέρω, το προσωρινό διάταγμα δεν έχει σκοπό, ούτε δύναται να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός διοικητικού οργάνου, (Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 52).
Στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ. 402, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, λέχθηκε ότι:
«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Τέλος, είναι σαφές ότι τα δύο καθορισθέντα από τη νομολογία κριτήρια δεν είναι σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά, στη διαπίστωση δε της έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση δεν υπεισέρχεται στην εικόνα και ούτε βέβαια έχει σχέση πλέον η επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη ζημιά στον ίδιο τον προσφεύγοντα.
Σχετική είναι επίσης η απόφαση στην ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248, όπου με αναφορά στην απόφαση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών - πιο πάνω - λέχθηκαν και τα εξής:
«Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»
Δεν χρειάζεται να αναφερθεί σε αυτό το στάδιο οτιδήποτε περαιτέρω εφόσον στην ένορκη δήλωση και στην αίτηση εξηγούνται επαρκώς εκείνα τα οποία εκ πρώτης όψεως είναι και φαίνεται να παραπέμπουν σε έκδηλη παρανομία από πλευράς των καθ΄ ων η αίτηση κατά την έκδοση του διατάγματος, καθώς επίσης και σε πρόσκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στην αιτήτρια. Σημειώνεται πρόσθετα εδώ ότι το όλο Διάταγμα που σκοπό έχει την «πώληση εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ», φαίνεται εν δυνάμει, να αφίσταται ουσιωδώς της απόφασης του Eurogroup, όπως αυτή εξειδικεύεται στο Παράρτημα («Annex»), του Eurogroup Statement on Cyprus, Παράρτημα 1 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση. Ιδιαιτέρως παρατηρείται ότι στην παρ. 3 του Παραρτήματος καταγράφεται η ανάγκη για προηγούμενη ακρόαση των διοικητικών συμβουλίων της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας.
Διαπιστώνεται εδώ από το Δικαστήριο να υφίστανται σ΄ αυτό το στάδιο και τα δύο, δηλαδή, εκ πρώτης όψεως έκδηλη παρανομία και ανεπανόρθωτη ζημιά για τους λόγους που έχουν εκτενώς αναλύσει οι συνήγοροι της αιτήτριας και συνεπώς εκδίδεται το προσωρινό διάταγμα όπως ζητείται, ως η παράγραφος Α της αίτησης.
Το προσωρινό διάταγμα να επιδοθεί στους καθ΄ ων η αίτηση.
Η αίτηση ορίζεται την Παρασκευή 5 Απριλίου 2013, η ώρα 8.30 π.μ. για σκοπούς περαιτέρω εξέτασης.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ