ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

[Υπόθεση Αρ. 456/2010]

 

27 Μαρτίου 2013

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΓΑΡΗ ΜΑΡΓΑΡΗ

 

Αιτητής

ν.

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

Καθ' ων η αίτηση

 

 

Γιάννης Πολυχρόνης για τον αιτητή.

Ζωή Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο αιτητής, ιδιοκτήτης πλυντηρίου αυτοκινήτων, στις 29.6.2009 υπέβαλε στο  Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αίτηση για σύνταξη ανικανότητας.  Στις 3.12.08, όπως ανέφερε, μετά από ατύχημα στο χώρο εργασίας του, παράλυσε το αριστερό του χέρι και υποβλήθηκε σε εγχείριση.  Συνεπεία τούτου, όπως υποστηρίζει, δεν μπορεί να κάνει οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία, σημειώνοντας παράλληλα ότι έχει τελειώσει μόνο το δημοτικό σχολείο.  Η αίτηση συνοδευόταν από ιατρική γνωμάτευση του θεράποντα ιατρού του, ημερομηνίας 15.06.09, η οποία κατέληγε ότι ο αιτητής ήταν ανίκανος να ασκεί το επάγγελμα του από 3.12.2008 και θα παρέμεινε μονίμως ανίκανος για άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος του, μπορούσε όμως να ασκεί άλλο επάγγελμα που να αφορά «ελαφριά εργασία - όχι χειρωνακτική».

 

Στις 7.9.2009 ο αιτητής εξετάστηκε από Νευρολογικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Σύμφωνα με τα ευρήματα του, ο αιτητής είχε «Αιμωδία αριστερού χεριού 1½ δάκτυλο» με το περαιτέρω εύρημα ότι επρόκειτο για τραύμα στο αριστερό χέρι «χωρίς αδυναμία κατά την εξέταση».  Εξέφρασε τη γνώμη ότι ο αιτητής ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματός του.

 

Στη βάση της γνωμάτευσης αυτής, το Υπουργείο απέρριψε την αίτηση του αιτητή, ενημερώνοντας τον σχετικά με επιστολή του ημερομηνίας 22.9.2009.

 

Ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 5.10.2009,  προσέφυγε στην Υπουργό κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης ζητώντας επανεξέταση, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό.  Ως εκ τούτου, στις 11.1.2010 εξετάστηκε από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, ο αιτητής είναι ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του.

 

Η Υπουργός Εργασίας, αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης του αιτητή, υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ενημερώνοντάς τον  σχετικά, με επιστολή της ημερομηνίας 2.2.2010. Ο αιτητής, στη συνέχεια, καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, στη γραπτή του αγόρευση υποστηρίζει ότι το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο λειτούργησε υπό καθεστώς πλάνης σχετικά με το είδος της εργασίας του αιτητή, ενώ δεν τηρήθηκαν πρακτικά αναφορικά με τις συνεδριάσεις του όπως απαιτείται από το άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99). Εισηγείται ειδικότερα ότι σε αντίθεση με το άρθρο 38(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, Ν.41/80, δεν γίνεται καμία αναφορά από το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο σχετικά με τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνήθη επαγγελματική απασχόληση του αιτητή.  Περαιτέρω, ότι το έντυπο της έκθεσης του Ιατροσυμβουλίου, στη σελίδα 2, δεν έχει συμπληρωθεί με σημαντικά στοιχεία όπως, τον τελευταίο θεράποντα ιατρό του αιτητή, την τελευταία αγωγή του, και το κοινωνικό και επαγγελματικό του ιστορικό. Εισηγείται ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας και είναι αναιτιολόγητη αφού, μεταξύ άλλων, δεν έγινε καμιά έρευνα σε σχέση με τη φύση της εργασίας του, τις απολαβές, την παραγωγικότητα του και κατά πόσο έχει μειωθεί η αποδοτικότητά του σε σχέση με την εκτέλεση του 1/3 του όγκου της εργασίας του.

  

Από πλευρά της, η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση επισημαίνει πως δεν υπήρχε διαφωνία ως προς τη διάγνωση της κατάστασης του αιτητή και τα κλινικά ευρήματα μεταξύ του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου και των ιατρικών γνωματεύσεων του θεράποντα ιατρού του που προσκόμισε ο αιτητής.  Υποστηρίζει, περαιτέρω, πως η εξωτερική-τυπική διαδικασία παραγωγής της προσβαλλόμενης απόφασης δεν πάσχει καθ' οιονδήποτε τρόπο και ο ισχυρισμός ότι δεν συμπληρώθηκαν όλα τα παραρτήματα του σχετικού εντύπου του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου δεν μπορεί να σημαίνει ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα, σημειώνοντας παράλληλα πως τα γεγονότα ήταν όλα ενώπιον των καθ' ων η αίτηση.  Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, εισηγείται ότι προκύπτει από την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου, αναγνωσθείσα στο σύνολό της, πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Στην απαντητική αγόρευση του και προς περαιτέρω υποστήριξη της θέσης του για μη δέουσα έρευνα, ο συνήγορος του αιτητή εκθέτει, μεταξύ άλλων, διάφορες λεπτομέρειες σχετικά με τη φύση και έκταση της εργασίας του αιτητή, τις οποίες, πρέπει να σημειώσω, ο αιτητής ουδόλως έθεσε ενώπιον της διοίκησης.

 

Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί στη νομολογία, το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν  έχει ως έργο την επανεκτίμηση των γεγονότων της υπόθεσης, υποκαθιστώντας έτσι το έργο της διοίκησης (βλ. Anayat Samson v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 390).  Η  εκτίμηση δε των πραγματικών στοιχείων, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και έχει κατ' επανάληψη λεχθεί πως το Δικαστήριο δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσεως τα οποία η διοίκηση έλαβε υπόψη, παρά μόνο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης, επεμβαίνοντας μόνο όπου αποδεικνύεται πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης ή και παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης. 

 

Επανερχόμενη τώρα στην παρούσα περίπτωση παρατηρώ τα ακόλουθα:  Όλες οι εξετάσεις που έγιναν είχαν ως αντικείμενο τη διαπίστωση της υγείας του αιτητή και αν αυτός ήταν ικανός να ασκήσει το επάγγελμά του σε πλυντήριο αυτοκινήτων.  Ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου βρισκόταν, μέσα στο διοικητικό φάκελο, η έκθεση του θεράποντα ιατρού του αιτητή και όλα όσα στοιχεία ο αιτητής έθεσε και τίποτε δεν επιμαρτυρεί ότι δεν λήφθηκαν υπόψη. Μπορεί ο τρόπος που είναι συμπληρωμένο το έντυπο της απόφασης να μην είναι ο ιδανικός, δεν διακρίνω  όμως πλημμέλεια που να μπορεί να αναχθεί σε λόγο ακύρωσης.

 

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την εισήγηση περί μη τήρησης πρακτικών, φαίνεται  από το περιεχόμενο της Αναλυτικής Ιατρικής Έκθεσης και του Συνοπτικού Εντύπου Επανεξέτασης (Παραρτήματα  6 και 7 στην ένσταση), πως ούτε αυτή ευσταθεί.   Στο πρώτο, πέραν από τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, καταγράφονται στοιχεία αναφορικά με το ιατρικό ιστορικό του και τα συμπτώματα που αυτός παρουσίαζε, ως επίσης τα ευρήματα και οι διαπιστώσεις του ιατρού ειδικότητας, ενώ στο δεύτερο, καταγράφεται ιδιοχείρως η γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου.

 

Ούτε η εισήγηση του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας και είναι αναιτιολόγητη βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο, όπως προκύπτει από τη γνωμάτευση του, κατόπιν της κλινικής και των εργαστηριακών εξετάσεων, διέγνωσε την ίδια πάθηση που είχε διαγνώσει ο θεράποντας ιατρός του, δηλαδή μετατραυματική πάρεση ωλένιου νεύρου αριστερού άνω άκρου.  Ωστόσο, σε αντίθεση με τον θεράποντα ιατρό του αιτητή, δεν κρίθηκε ως στοιχείο στη βάση του οποίου ο αιτητής θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ανίκανος να ασκήσει το επάγγελμά του («εργαζόμενος σε πλυντήριο αυτοκινήτων»).  Υπό τις περιστάσεις, και με δεδομένο ότι το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο είχε ενώπιον του όλα τα σχετικά με τον αιτητή στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων όλων όσων ο ίδιος ο αιτητής έθεσε ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου, δεν διαπιστώνω ότι η γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου είναι προϊόν ανεπαρκούς ή μη δέουσας έρευνας ή άλλως πως μεμπτή. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο αιτητής βαρύνεται με την υποχρέωση να υποστηρίξει το αίτημά του, (βλ. άρθρο 38 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, (Ν. 41/1980 όπως τροποποιήθηκε), με όλα τα απαραίτητα στοιχεία και να φέρει σε γνώση της διοίκησης όλα τα δεδομένα συμπεριλαμβανομένων αυτών που ο ίδιος θεωρεί αναγκαία σε σχέση με τη φύση της εργασίας του βοηθώντας έτσι τη διοίκηση στη διαπίστωση των γεγονότων. (Βλ.  επίσης Χρυσίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 483).  Σαφώς δεν αποτελεί ευθύνη της Διοίκησης η συγκέντρωση στοιχείων που δυνατόν να τεκμηριώνουν ανικανότητα για συγκεκριμένη απασχόληση. Και δεν είναι νοητό ο αιτητής να παραπονείται για μη διεξαγωγή έρευνας σε σχέση με τις απολαβές, την παραγωγικότητά του, τη φύση της εργασίας του,  για το κατά πόσο έχει μειωθεί η αποδοτικότητά του και δεν μπορεί να κερδίζει πέραν του 1/3 κλπ., εφόσον ουδέποτε έθεσε με το αίτημά του οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με τα εν λόγω παράπονα.  Ούτε θεωρώ ότι ήταν ελλιπής η αιτιολογία επειδή δεν απαντήθηκαν όλες οι τυπωμένες ερωτήσεις στο έντυπο της έκθεσης (παράρτημα 6), κάποιες εκ των οποίων, προφανώς, θεωρήθηκαν μη σχετικές ή απαραίτητες για την περίπτωση.  Ανάγνωση της Αναλυτικής Ιατρικής Έκθεσης του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου στο σύνολό της και στη βάση, ασφαλώς,  των όσων τέθηκαν από τον αιτητή ενώπιον της διοίκησης, αποκαλύπτει ότι ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Αν ανατρέξουμε στα κλινικά ευρήματα όπου αναφέρεται, «Ήπια ατροφία και αδυναμία αριστερού άνω άκρου. Δεξιό άνω άκρο κατά φύση», σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των ευρημάτων του ιατρού ειδικότητας, «Μερική πάρεση του ωλένιου νεύρου αριστερού άνω άκρου. Μικρή αδυναμία αριστερού άνω άκρου. Μεσόστεοι και ελμινθοειδείς μύες ελαφρά αδυναμία. Ήπια μείωση αισθητικότητας, όπως και στη Γνωμάτευση/Απόφαση του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου ότι «εκ της κλινικής εξετάσεως και των εργαστηριακών ευρημάτων» είναι «ικανός για το επάγγελμα του», προκύπτει ο λόγος για τον οποίο το εν λόγω Ιατροσυμβούλιο θεωρεί πως η πάθηση του αιτητή δεν τον εμποδίζει, ως εκ της φύσεως της, «να εργάζεται με πλήρη απασχόληση στην τελευταία του θέση ως εργαζομενου σε πλυντήριο αυτοκινήτων».

 

Συνεπώς, για τους πιο πάνω λόγους, η Υπουργός ορθά  υιοθέτησε την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου.  Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης. Η προσφυγή απορρίπτεται με €700 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Π. Παναγή, Δ.

 

 

/Μσιαμπαρτα


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο