ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 390/2011

 

 

28 Μαρτίου, 2013

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

FENGQUIN LU KYRIAKIDES

Αιτήτρια

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ' ων η αίτηση

....................................

Α. Σωτηρίου, για την αιτήτρια

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

.............................

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή ζητά από το δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία, την οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Δήλωση ή/και Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 11/01/2011, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας δυνάμει πολιτογράφησης είναι άκυρη, παράνομη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η αιτήτρια γεννήθηκε στις 19/3/1959 και κατάγεται από την Κίνα.  Αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 31/3/1995 με θεώρηση εισόδου για να εργαστεί ως εργάτρια σε εργοστάσιο στη Λάρνακα.  Παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 7/8/1997.  Αυτή αναχώρησε από την Κύπρο στις 19/3/1997 και στις 19/4/1999 τέλεσε πολιτικό γάμο στην Κίνα με τον κατά 19 έτη μεγαλύτερο της Ελληνοκύπριο Ανδρέα Κυριακίδη.  Ως εκ τούτου επανήλθε στη Δημοκρατία στις 8/5/1999 και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως σύζυγος Κύπριου υπηκόου μέχρι τις 30/8/2000 ενώ προηγουμένως στις 28/7/2000 της παραχωρήθηκε η ιδιότητα της ημεδαπής.

 

Η αιτήτρια στις 22/8/2002 υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή ως σύζυγος Κύπριου πολίτη.  Κατά την εξέταση της αίτησης, ο Ελληνοκύπριος σύζυγος της απέστειλε επιστολή το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με την οποία ενημέρωνε ότι ήταν σε διάσταση με την αλλοδαπή σύζυγο του ισχυριζόμενος ότι η συμπεριφορά της συζύγου του άλλαξε όταν αυτός ασθένησε και χρειαζόταν φροντίδα.

 

Ο Ελληνοκύπριος στις 29/5/2003 καταχώρησε αίτηση διαζυγίου, η οποία όμως δεν εκδικάστηκε, επειδή αυτός απεβίωσε στις 30/5/2003.  Κατά συνέπεια η αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας απορρίφθηκε στις 9/6/2004 λόγω διακοπής στη συμβίωση και η αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή ημερ. 18/6/2004. 

 

Στη συνέχεια η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση ημερ. 23/9/2005 για παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση σύμφωνα με το άρθρο 111 του περί Αρχείου, Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002.  Επίσης στις 29/7/2007 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας η οποία της παραχωρείτο μέχρι την εξέταση της αίτησης της.  Η τελευταία της άδεια έληξε στις 21/7/2011.  Η αίτηση της για πολιτογράφηση εξετάστηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 24/12/2010 και αποφάσισε την απόρριψη της.  Η αιτήτρια ενημερώθηκε στις 11/1/2011.  Η αιτήτρια στις 8/6/2011 υπέβαλε ξανά αίτηση για ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας η οποία απορρίφθηκε και στη συνέχεια στις 15/7/2011 κλήθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο και αναχώρησε στις 20/8/2011.

 

Η προσφυγή εναντίον της απόφασης ημερ. 11/1/11 καταχωρήθηκε στις 23/3/2011.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας στη γραπτή του αγόρευση (αρχική και απαντητική) ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τους εξής λόγους:  (α) έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, (β) παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας/παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, (γ) νομική και/ή πραγματική πλάνη, (δ) κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας/υπέρβαση ή/και κατάχρηση εξουσίας και (ε) γενική αρχή της εντός ευλόγου χρόνου διοικητικής δράσης.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση απορρίπτει όλους τους λόγους ακύρωσης ότι δεν στοιχειοθετούνται και εισηγείται την απόρριψη της προσφυγής.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Σύμφωνα με το άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002(Ν. 141(1)/2002 ο Υπουργός Εσωτερικών κατόπιν αιτήσεως από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, εφ' όσον κατέχει τα υπό του νόμου, καθορισμένα προσόντα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικού πολιτογράφησης.

 

Τα προσόντα για πολιτογράφηση περιέχονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου και είναι παραδεκτό στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ότι η αιτήτρια πληρεί αυτά.

 

Η αίτηση της αιτήτριας ημερ. 23/9/05 για πιστοποιητικό πολιτογράφησης απερρίφθη με την προσβαλλόμενη πράξη για δυο λόγους που είναι:

(α)  η μη ικανοποιητική ενσωμάτωση της στην κυπριακή κοινωνία.

(β) δεν υπήρχε επαρκής απόδειξη ότι είχε πρόθεση να παραμείνει μόνιμα στην Κύπρο.

 

Η διοίκηση είχε ενώπιον της δυο εκθέσεις.  Αυτή της Επαρχιακής Διοίκησης Λάρνακας ημερ. 12/5/08 η οποία έκρινε το αίτημα της αιτήτριας ως δικαιολογημένο και εισηγήθηκε την έγκριση του νοουμένου ότι θα εξασφαλίζοντο οι θετικές απόψεις της Αστυνομίας.  Να σημειωθεί ότι σ' αυτή αναφέρεται ότι η αιτήτρια ομιλεί λίγο την ελληνική γλώσσα και θέλει να παραμείνει στην Κύπρο.

 

Η Αστυνομία με την έκθεση της ημερ. 13/3/09 αναφέρει ότι η γνώση της ελληνικής γλώσσας υπό της αιτήτριας είναι ελάχιστη, ότι αυτή προτίθεται να διαμένει στην Κύπρο για όλη της τη ζωή και εισηγείται απόρριψη της αίτησης λόγω του θανάτου του Κύπριου συζύγου της εφόσον ο κύριος λόγος παραμονής της ήταν ο γάμος της με ελληνοκύπριο. 

 

Η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης στο σημείωμα της ημερ. 9/11/10 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, αφού αρχικά αναφέρει το ιστορικό της αιτήτριας και πληροφόρηση που είχε με τις δυο άνω εκθέσεις αλλά και Διοικητή ΚΥΠ καταλήγει στ' ακόλουθα στις παραγρ. 11 και 12:

 

«11.  Λαμβάνοντας δε υπόψη τη σοβαρή αύξηση του αριθμού αιτήσεων για Πολιτογράφηση από άτομα που ήρθαν εδώ αποκλειστικά για εργασία η ως φοιτητές ειδικά μετά την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πιστεύω ότι κατά την εξέταση τέτοιων αιτήσεων θα πρέπει να αξιολογείται, με βάση τα δεδομένα έκαστης, η πρόθεση των ενδιαφερομένων να ζήσουν μόνιμα στη Δημοκρατία και ο βαθμός ένταξης τους στην Κυπριακή κοινωνία.

 

12.  Βάσει των πιο πάνω και αφού έλαβα υπόψη μου τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης και ειδικά ότι:

 

      (α)  ο Ε/Κύπριος σύζυγος λίγο πριν πεθάνει εγκατέλειψε την αλλοδαπή σύζυγο του, διέμενε με την Κύπριο πρώην σύζυγο του και κατάθεσε αίτηση διαζυγίου,

 

      (β)  υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για τη γνησιότητα των προθέσεων της όταν σύναψε γάμο με τον Ε/Κύπριο,

 

(γ)  η αίτηση της αιτήτριας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή απερρίφθει στις 18.06.2004 επειδή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που απαιτούνται από το Νόμο

 

(δ)  μιλά ελάχιστα την Ελληνική γλώσσα, παρά τη μακρόχρονη παραμονή της - πέραν των 15 ετών - γεγονός που θέτει εν αμφιβολία την ένταξη της στο κυπριακό κοινωνικό σύνολο,

 

(ε)  δεν υπάρχει σοβαρή ένδειξη ότι θα συνεχίσει να μένει στη Δημοκρατία αφού ούτε δική της κατοικία απέκτησε,

 

γίνεται εισήγηση όπως απορριφθεί η αίτηση της κας Fengqin LU για Πολιτογράφηση της ως Κύπρια πολίτιδα.»

 

Από τα πιο πάνω διαπιστώνεται ότι:

(α)  Καμιά αναφορά δεν γίνεται είτε στη μία είτε στην άλλη έρευνα αναφορικά με την ενσωμάτωση ή μη της αιτήτριας στην Κυπριακή κοινωνία.  Αντίθετα σε παλαιότερη έκθεση του Υπεύθυνου Υπηρεσίας Αλλοδαπών Λάρνακας ημερ. 21/4/03 (βλ. Φάκελος τεκμ. 1 σελ. 162-3) αναφέρεται ότι η αιτήτρια «... Φαίνεται να είναι καλού χαρακτήρα και διαγωγής.  Δεν μιλά την ελληνική γλώσσα, όμως φαίνεται ότι έχει προσαρμοστεί με το κυπριακό περιβάλλον».

(β)  Εις αμφότερες τις εκθέσεις εκφράζεται η πρόθεση και η επιθυμία της αιτήτριας να παραμείνει μόνιμα στην Κύπρο.  Η κρίση ότι δεν υπήρχε επαρκής απόδειξη περί της πρόθεσης της να παραμείνει μόνιμα στην Κύπρο δεν στηρίζεται στις πιο πάνω εκθέσεις εφόσον σ' αυτές εκφράζεται ακριβώς το αντίθετο.  Η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης στήριξε την κρίση αυτή στο ότι η αιτήτρια δεν απέκτησε δική της κατοικία.  Αυτό είναι εντελώς διάφορο μη στηριζόμενο στις άνω εκθέσεις.

 

(γ)  Η Διευθύντρια ως άνω στο σημείωμα της παραγρ. 12(β) αναφέρεται στην ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών για τη γνησιότητα των προθέσεων της αιτήτριας όταν συνήψε γάμο με τον Ε/Κύπριο.  Αυτό φαίνεται να το στήριξε στην πληροφόρηση που είχε η Αστυνομία από το σύζυγο της και του γεγονότος της καταχώρησης αίτησης διαζυγίου.  Αυτό όμως είναι σε πλήρη ανακολουθία με την έκθεση του Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ημερ. 12/7/00 (βλ. Διοικητικός Φάκελος τεκμ. 1 σελ. 128-9) όπου αναφέρεται

 

«Με βάση την έρευνα που έγινε από το κλιμάκιο της ΥΑΜ Λάρνακας και τη βεβαίωση του Κοινοτάρχη της ενορίας που διαμένει το ζεύγος, πιστεύεται ότι ο γάμος είναι γνήσιος και το ζεύγος συζει αρμονικά κάτω από την ίδια στέγη γι' αυτό συστήνεται η παραχώρηση της ιδιότητας της «ημεδαπής Κυπρίας» στην αλλοδαπή σύζυγο»

 

Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο να παρουσιάζεται ότι η αιτήτρια το 2000, βάσει έρευνας που έγινε από την ΥΑΜ να συνήψε γνήσιο γάμο ενώ η Διευθύντρια Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης την 9/11/10 χωρίς έρευνα να δηλώνει για σοβαρές αμφιβολίες για τη γνησιότητα των προθέσεων της αιτήτριας όταν συνήψε το γάμο της με τον Ε/Κύπριο.

 

Το ίδιο ισχύει για την αρνητική θέση της Διευθύντριας την ίδια περίοδο όσον αφορά την ένταξη της αιτήτριας στο κυπριακό κοινωνικό σύνολο ενώ το 2003 η αιτήτρια κρίθηκε από την Υπηρεσία Αλλοδαπών Λάρνακας, όπου διέμενε, ως πρόσωπο που προσαρμόστηκε στο Κυπριακό περιβάλλον.

 

Στα πιο πάνω θα πρόσθετα εκ του περισσού και τ' ακόλουθα:

Ο γάμος της αιτήτριας με τον Ε/Κύπριο σύζυγο της τελέστηκε την 8/5/99.  Στις 22/8/02 ο σύζυγος της αιτήτριας προέβη σε γραπτή δήλωση ενώπιον του Πρωτοκολλητή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ότι μέχρι τότε συζούσε αρμονικά μετά της αιτήτριας.  (βλ. σελ. 153 Φακέλου τεκμ. 1).

 

Σε επιστολή του δικηγόρου του συζύγου της αιτήτριας ημερ. 29/5/03 (βλ. Φακελος σελ. 168-9) προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «η σύζυγος του πελάτη μου αμέσως μετά την τέλεση του γάμου τους αφού κατάφερε και εισήλθε και παρέμεινε στην Κύπρο, άρχισε να αδιαφορεί για τις συζυγικές υποχρεώσεις και καθήκοντα της.»

 

Επίσης στην αίτηση διαζυγίου (Βλ. Φάκελος τεκμ. 1 σελ. 172) παράγραφο β αναφέρεται:  «Κατά ή περί τις 20/5/02 ο αιτητής μετά από επεισόδιο που δημιούργησε η καθ' ης η αίτησης χωρίς οποιοδήποτε λόγο τον εκδίωξε από το συζυγικό οίκο δίδοντας του τα προσωπικά του αντικείμενα και έκτοτε βρίσκονται σε διάσταση».

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν τους αντιφατικούς ισχυρισμούς που πρόβαλε κατά καιρούς ο σύζυγος της αιτήτριας.

 

Στην υπόθεση αρ. 1512/2009 Issa Alyatim v. Δημοκρατίας, ημερ. 7/2/2011, με την οποία συμφωνώ αναφέρονται:

 

«Ο αιτητής υποστηρίζει τέλος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με το νόμο αφού ικανοποιούνταν όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρονταν στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002.  Όπως έχουμε πει και προηγουμένως, το γεγονός της κατοχής των προσόντων που προνοούνται στη νομοθεσία, δεν προσδίδει αφ' εαυτού δικαίωμα στον αιτητή για πολιτογράφηση.  Ο Υπουργός Εσωτερικών, πέραν των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος, εξετάζει κατά κύριο λόγο, το δημόσιο συμφέρον και εκτιμά αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας.  Κι' αυτό, στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει ποιους επιθυμεί να έχει ως πολίτες.

 

Όπως έχει τονιστεί και στην υπόθεση Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 1178/2008, ημερ. 12/11/2009, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου και η διερεύνηση τυχόν λόγου στο πρόσωπο του αιτητή που αφορά στη δημόσια τάξη και ασφάλεια.  Επιβάλλεται περαιτέρω η διερεύνηση άλλων παραγόντων όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσής του στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία να καταστεί Κύπριος πολίτης, η ικανοποιητική γνώση της ελληνικής γλώσσας, οι γνώσεις του για τον κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα, αλλά και η εν γένει συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής (βλέπε Δίκαιο Ιαθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη-Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126).  Μόνη υποχρέωση, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, είναι η καλόπιστη εξέταση του αιτήματος και η διεξαγωγή της δέουσας έρευνας.

 

Όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Ηρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, ο ασκών την εξουσία δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφασή του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής.  Εφ' όσον, λοιπόν, τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς άλλα να είναι απόλυτη (βλέπε ακόμα Amanda Marga v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, 2587 και Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).  Έλλειψη καλής πίστης δεν έχει εγερθεί από πλευράς του αιτητή.

 

Κάθε κράτος ασκώντας την κυριαρχία του έχει το δικαίωμα να αποφασίζει σε ποια άτομα επιτρέπει να διαμένουν στην επικράτειά του, πολύ περισσότερο δε ποια άτομα επιθυμεί να γίνουν υπήκοοι του (Mahmood v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 254/2006, ημερ. 15.5.2007)

 

Αναφορικά με το είδος και έκταση διερεύνησης η οποία έγινε στην παρούσα περίπτωση από πλευράς αναζήτησης πληροφοριών, ενώ μπορεί να λεχθεί ότι ήταν ικανοποιητική όσον αφορά τις πηγές, εντούτοις στοιχεία που περιέχονται στο φάκελο της αλλοδαπής τεκμ. 1, είτε δεν εντοπίστηκαν είτε αγνοήθηκαν όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό από τα στοιχεία που παρατίθενται πιο πάνω.  Περαιτέρω πιστεύω ότι στοιχεία που συλλέγηκαν, δεν αξιολογήθηκαν ορθά και δεν μπορούσαν να οδηγήσουν στα συμπεράσματα και ευρήματα που εξήχθησαν χωρίς άλλη διερεύνηση.

 

Οι αντιφάσεις έχουν επισημανθεί και καταγραφεί πιο πάνω στην απόφαση μου όπως και τα στοιχεία και πληροφόρηση που δεν λήφθηκαν υπόψη και αγνοήθησαν.  Με βάση τα' ανωτέρω κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν το αποτέλεσμα μη διενέργειας δέουσας έρευνας.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                  Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

/ΚΑΣ

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο