ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

                                          Αρ. Αίτησης     3/2013

28 Μαρτίου 2013

Αναφορικά με τον Περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002

(Ν. 165(Ι)/2002)

 

JATINDER SINGH SANDHU

Aιτητής

 

 

Ο αιτητής παρών.   Γι' αυτόν, χωρίς αμοιβή, ο κ. Χρ. Χριστοδουλίδης.

Βούλα Καρλεττίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τη Δημοκρατία.

 

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής, υπήκοος της Ινδίας, ζητά νομική αρωγή με σκοπό να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, με την οποία να αμφισβητήσει τη νομιμότητα διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον του. Για σκοπούς υποστήριξης της αίτησης εμφανίστηκε για τον αιτητή ο κ. Χριστοδουλίδης, δικηγόρος, δηλώνοντας ότι η εμφάνιση του είναι άνευ αμοιβής. 

 

Στο αίτημα υπάρχει ένσταση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα η οποία ουσιαστικά εστιάζεται στο ότι νομική αρωγή δεν μπορεί να παραχωρηθεί με σκοπό την ακύρωση του διατάγματος κράτησης, ενώ δεν υπάρχουν πιθανότητες η προσφυγή που ο αιτητής επιθυμεί να καταχωρίσει, να επιτύχει.  Κατά τη συζήτηση της αίτησης ενώπιον μου, και οι δύο πλευρές ανέπτυξαν επιχειρηματολογία προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. 

 

Προς τεκμηρίωση των θέσεων της, η ευπαίδευτη εκπρόσωπος για τον Γενικό Εισαγγελέα κατέθεσε έγγραφο με τα γεγονότα που αφορούν στην περίπτωση του αιτητή και στο οποίο επισυνάπτεται αριθμός σχετικών εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των εν λόγω διαταγμάτων.   Σύμφωνα με τα γεγονότα  αυτά, ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 9.10.2010 με άδεια εισόδου, με σκοπό να εργαστεί ως οικιακός βοηθός.  Κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως,  του παραχωρήθηκε  από το αρμόδιο Τμήμα άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι 14.1.2013 (Τελική - Μη ανανεώσιμη).    Στις 14.2.2011, ο εργοδότης του αιτητή προέβη σε καταγγελία ότι ο αιτητής εγκατέλειψε το χώρο εργασίας του.  Ακολούθως ο αιτητής αναζητείτο από τις αρχές.  Αφού εντοπίστηκε και διαπιστώθηκε ότι διέμενε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία, συνελήφθηκε και οδηγήθηκε σε Αστυνομικό Σταθμό για διερεύνηση της υπόθεσης. Στις 21.12.2012, ο αιτητής καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Στο μεταξύ, στις 18.12.2012 και ενώ ο αιτητής τελούσε υπό κράτηση, υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου.   Μετά την καταδίκη του σε φυλάκιση, ο  αιτητής κατέστη Απαγορευμένος Μετανάστης βάσει του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105.  Ως εκ τούτου, στις 24.1.2013 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης.  Το διάταγμα απέλασης έχει ανασταλεί μέχρι την οριστική έκβαση της αίτησης του αιτητή για πολιτικό άσυλο, η οποία ακόμη εκκρεμεί.  Τα πιο πάνω γεγονότα δεν έχουν αμφισβητηθεί από την πλευρά του αιτητή, πλην της ύπαρξης καταγγελίας εναντίον του αιτητή για εγκατάλειψη του χώρου εργασίας εκ μέρους του πρώην εργοδότη του.  Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί επίσης, πως στην υπό εξέταση αίτηση επισυνάπτεται αίτηση/προσφυγή του αιτητή - προτεινόμενη μάλλον - αφού δεν φέρει αριθμό ή οποιαδήποτε άλλα χαρακτηριστικά που να υποδηλώνουν ότι έχει καταχωρηθεί, αντικείμενο της οποίας παρουσιάζεται ότι είναι τα ως άνω διατάγματα.  Ωστόσο, η αίτηση για νομική αρωγή δεν παραπέμπει σ' αυτήν.  Ούτε κατά τη συζήτηση της αίτησης ενώπιον μου έγινε οποιαδήποτε σχετική αναφορά από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή.  Συνακόλουθα, δεν θα απασχολήσει το δικαστήριο. 

 

Το αίτημα του αιτητή εδράζεται στο άρθρο 6Γ(2)(β) του  περί Νομικής Αρωγής Νόμου, Ν.165(Ι)/2002 (στο εξής «ο Νόμος»), το οποίο προβλέπει για την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής σε παρανόμως παραμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης περί απομάκρυνσης που εκδίδεται από το Διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 18Π του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και αφορά τον εν λόγω υπήκοο.  Η υποπαράγραφος (ββ) του άρθρου 6Γ(2) θέτει ως προϋπόθεση για την έγκριση αιτήματος νομικής αρωγής, την εξέταση της πιθανότητας έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας εκδίκασης της προσφυγής. 

 

Κεντρική εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή είναι, ουσιαστικά, ότι παράνομα εκδόθηκαν τα διατάγματα για κράτηση και απέλαση αφού θεωρεί πως όντας αιτητής ασύλου, η απαγόρευση απέλασης αλλά και κράτησης του, όπως την προβλέπει ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (Ν. 6(Ι)/00 όπως τροποποιήθηκε) είναι απόλυτη, παρά το γεγονός ότι μετά την καταδίκη του αιτητή σε φυλάκιση, συνέτρεχαν λόγοι έκδοσης των διαταγμάτων, αφού κατέστη Απαγορευμένος Μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε.  Η ιδιότητα του ως  αιτητής ασύλου, συνεχίζει η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου, του παρέχει το δικαίωμα να παραμείνει ελεύθερος στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέχρι να εξεταστεί ολοκληρωτικά η αίτηση ασύλου, η οποία ακόμη εκκρεμεί.  Υποστηρίζει περαιτέρω ότι ο αιτητής βρίσκεται υπό κράτηση για περίοδο πέραν των δύο μηνών, χωρίς ωστόσο ο Υπουργός να έχει επανεξετάσει το διάταγμα κράτησής του ως όφειλε.  Προφανώς, ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρεται στο άρθρο 18ΠΣΤ (4)(α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105, το οποίο προβλέπει ότι ο Υπουργός επανεξετάζει κάθε διάταγμα κράτησης, το οποίο εκδίδει δυνάμει του εν λόγω άρθρου αυτεπάγγελτα ανά δίμηνο.  Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει σε έκταση η εισήγηση αφού είναι προφανές ότι όταν καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση, δεν είχε λήξει η περίοδος των δύο μηνών από την έκδοση του διατάγματος κράτησης, ενώ είναι τουλάχιστον αμφίβολο ότι τέτοια παράλειψη θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα αμφισβητεί τη δυνατότητα παροχής νομικής αρωγής με σκοπό την προσβολή του διατάγματος κράτησης, ενώ επί της ουσίας της αίτησης, παραπέμπει στην απόφαση Rahal v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 741 με την εισήγηση ότι απαντά στο βασικό επιχείρημα του αιτητή.

 

Συμφωνώντας με την ευπαίδευτη εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, θεωρώ ότι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας είναι καθοριστικό για το ζήτημα:

 «Έχουμε τη γνώμη ότι η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα του για πολιτικό άσυλο. Η επιφύλαξη στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο. Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Δεν δεχόμαστε ότι όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου καθίσταται, στις πτυχές που εδώ συζητούμε, καθ΄ ολοκληρίαν ανενεργός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος. 

Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Στηρίχθηκε σε περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναγνωρίζονται από τον περί Προσφύγων Νόμο ότι ενδέχεται να συνοδεύουν αιτητές ασύλου. Αυτή η διάκριση απασχόλησε πρωτοδίκως τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με τον Jamil Ahmed, Αίτηση αρ. 151/04, ημερ. 22 Οκτωβρίου 2004 όπου ανέφερε τα εξής: 

«Λανθασμένη, όμως, θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αίτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή του. Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει. Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή. Εκδόθηκαν για λόγους άλλους, μάλιστα πριν ο αιτητής υποβάλει καν αίτηση για άσυλο.» 

Στην περίπτωση που εξετάζουμε το αίτημα για άσυλο υποβλήθηκε βεβαίως πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης αλλά αυτό δεν εκφεύγει του σκεπτικού στην απόφαση Jamil Ahmed (ανωτέρω). Πρόκειται για διαφορά σε λεπτομέρεια που δεν επιδρά στο βασικό άξονα του συλλογισμού. Η λειτουργική σχέση μεταξύ των δύο νομοθετημάτων προσδιορίζεται ερμηνευτικά με αναφορά στον αντίστοιχο σκοπό τους και το αποτέλεσμα της διασύνδεσης τους και όχι τη χρονική σειρά των εξελίξεων μετά που αποκρυσταλλώθηκε η κατάσταση. Μια άλλη όψη του ιδίου στην ουσία ζητήματος εξετάστηκε λίγο αργότερα από το Εφετείο, στην υπόθεση Napana Wilesinge, Ποιν. Έφ. 7789, ημερ. 5 Νοεμβρίου 2004, κατά την ερμηνεία κυρίως του προεκτεθέντος άρθρου 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προστατεύει αιτητές ασύλου από τιμωρία αλλά μόνο εφόσον πληρούνται οι όροι του. Επισημάναμε εκεί ότι: 

« ... η τιμωρία που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν είχε σχέση με ενέργειες του που προέκυψαν εκ της ιδιότητας του ως αιτητή πολιτικού ασύλου. Η τιμωρία είχε ως λόγο το ότι ο εφεσείων παρέβη τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και ότι η παράβαση δεν συνδεόταν με τις ανάγκες που αφορούσαν την εν λόγω επικληθείσα ιδιότητα

 Νόμιμα λοιπόν εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης. Με την κατάληξη μας αυτή, αναδεικνύεται εν προκειμένω και η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, επίσης ως διοικητικού μέτρου βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προορισμένου να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης - αν παραστεί ανάγκη - του διατάγματος απέλασης. Δεν χωρεί συσχετισμός μεταξύ αυτής της κράτησης, και κράτησης βάσει του άρθρου 7(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν κρατείται «λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου» ώστε να ισχύει η απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, ως προς την αναστολή του διατάγματος απέλασης, προφανώς για περιορισμένο χρονικό διάστημα που λογικώς χρειάζεται για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος ασύλου, ο αιτητής δεν έχει λόγο να παραπονείται. Πρόκειται για ευμενή γι΄ αυτόν εξέλιξη. Παραμένει βέβαια υπό κράτηση αφού η αναστολή δεν αγγίζει το διάταγμα κράτησης: βλ. την υπόθεση Jamil Ahmed (ανωτέρω). Αλλά με την αναστολή παραμένει στην Κύπρο. Και παρέχεται η δυνατότητα πλήρους εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγείται ακόμη ότι προκύπτει από τα γεγονότα πως δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται από τον Κ.19 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972, (Κ.Δ.Π. 242/72) αφού δεν επιδόθηκε στον αιτητή, πριν την κήρυξη του σε απαγορευμένο μετανάστη, σχετική ειδοποίηση, παράλειψη που αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής του αιτητή, καθότι καθιστά τα διατάγματα παράνομα. 

 

Ο Κανονισμός 19 προνοεί ότι:

«Λειτουργός μεταναστεύσεως όστις αποφασίζει ότι πρόσωπόν τι είναι απηγορευμένος μετανάστης δέον όπως επιδώση εις αυτό ειδοποίησιν συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισμών.»

 

Προς υποστήριξη της θέσης του, ο ευπαίδευτος συνήγορος  παραπέμπει στην υπόθεση Yuxian Wang n. Δημοκρατία, Υπ.αρ 1108/2011, ημερ.9.2.2012 στην οποία ο  Ερωτοκρίτου, Δ αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα με τον Καν. 19 η Αιτήτρια, πριν να εκδοθούν τα εναντίον της επίδικα διατάγματα, τα οποία στηρίζονταν στο γεγονός ότι ήταν απαγορευμένη μετανάστρια, θα έπρεπε πρώτα να πληροφορηθεί με ειδοποίηση που θα της επιδιδόταν, ότι κηρύχθηκε σε απαγορευμένη μετανάστρια (βλ. Nandanie Laudeni Pathirannehelage ν. Δημοκρατίας κ.α., Υπόθ. Αρ. 1072/11, ημερ. 2.12.2011). Με βάση τα στοιχεία του φακέλου, κατά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, στις 14.8.2011, δεν έχει αποδειχθεί ότι επιδόθηκε στην Αιτήτρια η απαιτούμενη από τους Κανονισμούς ειδοποίηση ότι είχε κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια.

 

Είναι σαφές κατά την άποψή μου, ότι υπάρχει παραβίαση του Κανονισμού 19, αφού προτού εκδοθούν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δεν επιδόθηκε στην Αιτήτρια Ειδοποίηση σύμφωνα με το Δεύτερο Πίνακα των Κανονισμών και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Συμφωνώ με το δικηγόρο της Αιτήτριας, ότι η συγκεκριμένη παράβαση συνιστά παράβαση ουσιώδους, αφού η Αιτήτρια στην ουσία ουδέποτε μέχρι την έκδοση των διαταγμάτων είχε πληροφορηθεί για το γεγονός της κήρυξης της σε απαγορευμένη μετανάστρια ώστε να λάβει, αν ήθελε, τα αναγκαία νομικά μέτρα

 

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, με αναφορά στην υπόθεση Vilma Marcelino ν. Κυπριακής Δημοκρατίας , Υπ. Αρ.739/2012, ημερ. 16.7.2012, υποστηρίζει ότι η διαδικασία του Κ.19 των Κανονισμών δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.

 

Με όλο το σεβασμό, δεν συμφωνώ με τη θέση του αδελφού μου δικαστή Ερωτοκρίτου Δ.  Τίποτε δεν αναφέρεται στον Κανονισμό 19 - ο οποίος παρατίθεται πιο πάνω - ή στο Δεύτερο Πίνακα των Κανονισμών, στον οποίο παραπέμπει, που να καθιστά προϋπόθεση για την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης την προηγούμενη πληροφόρηση του αιτητή ότι κηρύχθηκε  σε απαγορευμένος μετανάστης.

 

Διαφαίνεται δε από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, ότι ο αιτητής στην προκείμενη περίπτωση θεωρήθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ. 105 και ειδοποιήθηκε περί τούτου με την επιστολή ημερομηνίας 24.1.2013 η οποία του επιδόθηκε στις 25.1.2013 - αλλά αρνήθηκε να την παραλάβει - καθώς και για το δικαίωμα του να καταχωρήσει προσφυγή εντός 75 ημερών δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.  Καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

Π. Παναγή, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο