ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 1699/2011)
13 Μαρτίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ANDRIY POPOVICH,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Ν. Χαραλαμπίδου, για τον Αιτητή.
Λ. Ζαννέτου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: O αιτητής έχει ουκρανική υπηκοότητα και αφίχθηκε στην Κύπρο στις 29.12.98 με θεώρηση εισόδου και άδεια παραμονής μέχρι 12.1.99. Στις 28.8.00 υπέβαλε αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής με σκοπό να εργαστεί ως οικοδόμος σε εργοδότη στην Πάφο η οποία εγκρίθηκε με ισχύ μέχρι 31.12.2001. Υστερα από διαδοχικές ανανεώσεις μέχρι 31.12.03 και χορήγηση ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς από τις Ελληνικές Αρχές, στις 22.4.04 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής για να εργαστεί ως αυτοτελώς εργαζόμενος οικοδόμος. Του παραχωρήθηκε άδεια απεριορίστου διάρκειας (for so long). Εν τω μεταξύ κατόπιν αιτήσεων του ημερ. 24.3.06 και 27.12.10 για εξασφάλιση άδειας παραμονής προκειμένου να συνεχίσει την εργασία του ως οικοδόμος σε εργοδότη στην Αμμόχωστο, εκδόθηκαν άδειες προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι 11.5.11 και 14.11.11 αντίστοιχα.
Την 1.3.11 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του επί Μακρόν Διαμένοντος βάσει της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ και του σχετικού εναρμονιστικού Νόμου Ν.8(Ι)/2007 (τροποποιητικού του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ.105, εφεξής «ο Νόμος»). Στις 26.10.11, η Επιτροπή Έλεγχου Μετανάστευσης εξέτασε και απέρριψε την πιο πάνω αίτηση, με βάση έκθεση που ετοίμασε το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Την 1.12.11 ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή για την απόρριψη του αιτήματος του με την αιτιολογία ότι δεν έχει επαρκείς εισοδηματικούς πόρους σύμφωνα με το άρθρο 18(θ)(α), αφού ο εβδομαδιαίος μισθός του είναι €360, σύμφωνα με την σύμβαση απασχόλησης που παρουσίασε κατά την υποβολή της αίτησης. Η αιτιολογία που δόθηκε είναι η εξής:
«I am directed to inform you that your application for the acquisition of the long-term residence status in the Republic dated 01/03/2011 was examined by the Immigration Control Committee on the basis of the Aliens and Immigration (Amendment Law, N. 8(1)/07) which decided to reject it for the reason that you do not satisfy the prerequisites specified in article 18(I) concerning the need to possess stable and regular economic resources considering your personal circumstances and the nature and circumstances of your employment. In particular, the Committee took into consideration your weekly salary (€360), and the fact that you do not have your own accommodation.
Please note that according to article 146 of the Constitution of the Republic of Cyprus you have the right to file an appeal to the Supreme Court against this decision within 75 days from the date of receipt of this letter.»
Ο αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση ως παραβιάζουσα το γράμμα και το σκοπό της σχετικής Οδηγίας που αφορά το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες. Επικαλείται ως κύριο κριτήριο της Οδηγίας τη νόμιμη και αδιάλειπτη πενταετή διάρκεια διαμονής που να δείχνει την εδραίωση του προσώπου στη χώρα καθώς και το ότι οι οικονομικές εκτιμήσεις δεν θα πρέπει να αποτελούν λόγο άρνησης χορήγησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος και δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως παρεμβολή στους σχετικούς όρους. Τηρουμένων φυσικά των ίδιων των προϋποθέσεων απόκτησης του καθεστώτος, μεταξύ των οποίων είναι η απόδειξη εκ μέρους του αιτούμενου ότι διαθέτει για τον ίδιο και για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειας του σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρησή του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους. Η ίδια η Οδηγία θέτει κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση του συγκεκριμένου κριτηρίου όπως στην παρ.(7) του Προοιμίου που αναφέρεται:
«(7) Προκειμένου να αποκτήσει το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος, ο υπήκοος τρίτης χώρας θα πρέπει να αποδεικνύει ότι διαθέτει επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας, για να μην αποτελέσει βάρος για το κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη, κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης ή κατοχής σταθερών και τακτικών πόρων, μπορούν να λαμβάνουν υπόψη παράγοντες, όπως είναι οι εισφορές στο συνταξιοδοτικό σύστημα και η εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων.»
Επίσης το άρθρο 5 της Οδηγίας προνοεί:
«1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον υπήκοο τρίτης χώρας να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει για τον ίδιο και για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειάς του:
α) σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου/της ιδίας και των μελών της οικογενείας του/της, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη αξιολογούν τους πόρους αυτούς σύμφωνα με τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο των κατωτάτων μισθών και συντάξεων πριν από την αίτηση για τη χορήγηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος.
β) ασφάλιση ασθένειας, που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων, οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς στο οικείο κράτος μέλος.»
Η συγκεκριμένη προϋπόθεση ορίστηκε από την εναρμονιστική των αναφερομένων προνοιών νομοθεσία (Ν.8(Ι)/2007) και συγκεκριμένα από το άρθρο 18Θ(1) (α) ως εξής:
«18Θ.-(1) Ο υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές κατά τα πέντε τελευταία έτη πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης, κατά την έννοια των άρθρων 18Ζ και 18Η, μπορεί να αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Το αντίστοιχο καθεστώς έχει προσωποπαγή χαρακτήρα. Για την απόκτηση του πιο πάνω αναφερόμενου καθεστώτος πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις-
(α) Να διαθέτει σταθερούς και τακτικούς οικονομικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας. Για την αξιολόγηση των πόρων αυτών λαμβάνονται υπόψη -
(i) το εισόδημα από προσοδοφόρα πλήρη απασχόληση.
(ii) το εισόδημα από άλλες πηγές σταθερού και νόμιμου χαρακτήρα.
(iii) το κόστος ζωής, περιλαμβανομένου του ύψους του ενοικίου στην τρέχουσα αγορά.
(iv) το συμβόλαιο απασχόλησης διάρκειας ισχύος τουλάχιστο δεκαοκτώ μηνών ή ανοικτής διάρκειας.
(v) η διάθεση καταλύματος για τον ίδιο ή και για τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειάς του, όπου αυτό εφαρμόζεται, το οποίο θεωρείται ικανοποιητικό για αντίστοιχη οικογένεια στην ίδια περιοχή, πληρεί τις γενικές προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής και γενικά διασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση.
(vi) σε περίπτωση που υπάρχει πρόθεση αυτοαπασχόλησης, η οικονομική βιωσιμότητα της επιχείρησης, ή της σχετικής οικονομικής δραστηριότητας, περιλαμβανομένων δεξιοτήτων ή εμπειριών στο σχετικό τομέα της αυτοαπασχόλησης.»
Οι πιο πάνω παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση των ικανοποιητικών οικονομικών πόρων δεν μπορεί παρά να τίθενται ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά. Οι καθ' ων η αίτηση κατά την αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος υποχρεούνται σε καλόπιστη διερεύνηση όλων των σχετικών κριτηρίων και συνεκτίμηση όλων των δεδομένων του κάθε αιτητή προκειμένου με σεβασμό στο σκοπό της Οδηγίας να υπάρξει αποτελεσματική εφαρμογή της. Ως σκοπός ορίζεται η παραχώρηση ενός ασφαλούς νομικού καθεστώτος στους υπηκόους τρίτων χωρών που είναι ήδη επί μακρόν διαμένοντες με κατά το δυνατόν παραπλήσια δικαιώματα προς τα δικαιώματα πολιτών του κράτους μέλους υποδοχής.
Στο πρόσωπο του αιτητή, όπως προκύπτει αναντίλεκτα από την έκθεση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Παράρτημα 23 στην ένσταση) αλλά και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, συνέτρεχαν ορισμένα στοιχεία που μπορούσαν να αποτιμηθούν θετικά για την εκτίμηση της αίτησης του όπως:
· Κατά την υποβολή της αίτησης του ο αιτητής είχε συμπληρώσει πάνω από 12 χρόνια νόμιμης διαμονής, με συνεχείς ανανεώσεις προσωρινών αδειών παραμονής και εργασίας. Τα τελευταία δε πέντε χρόνια δηλαδή από 1.3.06 μέχρι 1.3.11 η διαμονή του ήταν νόμιμη και αδιάλειπτη.
· Έχει αποκτήσει δυο παιδιά που διαμένουν επίσης στην Κύπρο, 10 ετών και 3 μηνών αντίστοιχα. Η δεύτερη σύζυγος του είναι ομοεθνής που διαμένει στην Κύπρο με προσωρινή άδειας παραμονής ισχύος μέχρι 11.5.11 και είναι επίσης κάτοχος ειδικού δελτίου ομογενούς.
· Ο αιτητής κατέχει πτυχίο Μηχανικού-Ηλεκτρολόγου από Κρατικό Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Ουκρανίας ενώ εργάζεται συνεχώς από την άφιξη του στην οικοδομική βιομηχανία. Επίσης προσκόμισε πιστοποιητικό γνώσης βασικού επιπέδου Ελληνικών.
· Προσκόμισε συμβόλαιο εργασίας διάρκειας 20 μηνών ημερ. 21.10.11 σύμφωνα με το οποίο έχει εβδομαδιαίο καθαρό μισθό €360. Ωστόσο προβλέπονται επίσης παραχώρηση ως φιλοδώρημα 27 ημερομισθίων, υπερωριακή αποζημίωση για εργοδοτούμενο που εργάζεται πέραν των 38 ωρών εργασίας ανά εβδομάδα, επίδομα βάρδιας 15% σε περίπτωση δεύτερης βάρδιας και 20% για τρίτη βάρδια. Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου που ο ίδιος είχε προσκομίσει ο ελάχιστος μηνιαίος μισθός του αιτητή είναι €1440. Δεν διερευνήθηκαν οι λοιποί όροι του συμβολαίου που ενδεχομένως επαυξάνουν τον μηνιαίο μισθό του.
· Ο αιτητής δεν προσέφυγε ποτέ κατά την πολυετή διαμονή του στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας.
· Καταβάλλει κανονικά τις εισφορές του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων από το 2000 μέχρι το 2011 και έχει διευθετήσει τις φορολογικές του υποχρεώσεις.
· Παρουσίασε πιστοποιητικό ασφάλισης υγείας από Insurance Consultants Inernatonal μέχρι 14.11.11.
· Ενοικίαση διαμερίσματος 2 υπνοδωματίων σύμφωνα με ενοικιαστήριο έγγραφο που προσκόμισε. Υπογραμμίζω εδώ ότι το άρθρο 18Θ(1)(v) του Νόμου μιλά για διάθεση ικανοποιητικού καταλύματος για τον αιτητή και τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας του που να τους εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση και όχι για ιδιόκτητη κατοικία, στοιχείο το οποίο υπό πλάνη έλαβαν υπόψη οι καθ' ων η αίτηση ως αρνητικό παράγοντα κατά την εξέταση της αίτησης του. Πρόκειται για ένα εξωγενές στοιχείο αφού δεν προβλέπεται ούτε από την Οδηγία ούτε από το Νόμο.
Οι καθ' ων η αίτηση δεν φαίνεται να αξιολόγησαν τα πιο πάνω στοιχεία στο σύνολο τους παρότι ήταν σχετικά κριτήρια που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Αντιθέτως αξιολόγησαν τους πόρους του αιτητή με αναφορά στις μέσες μηνιαίες υπαλλήλων απολαβές για το έτος 2010 που τις καθόρισαν «μεταξύ €1874 και €2224, σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας» (ερυθρό 272 στο Τεκμήριο Α που κατατέθηκε ενώπιον μου). Ωστόσο η ίδια η Οδηγία δίνει ως κατευθυντήριο κριτήριο αξιολόγησης της επάρκειας των πόρων, το επίπεδο των κατώτατων μισθών και συντάξεων πριν από την αίτηση για τη χορήγηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Συνεπώς το κριτήριο που χρησιμοποιήθηκε διαφοροποιήθηκε και αυτό χωρίς εξειδίκευση για το επάγγελμα του αιτητή αλλά με μια γενική αναφορά σε μισθούς υπαλλήλων.
Θεωρώ συνεπώς ότι παρά την ύπαρξη στοιχείων στο διοικητικό φάκελο που μπορούσαν να εκτιμηθούν σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει η ίδια η Οδηγία υπέρ του αιτητή, αυτά δεν διερευνήθηκαν επαρκώς. Το συμπέρασμα δε αναφορικά με τους πόρους του αιτητή και την οικονομική του κατάσταση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένο, αφού δεν στηρίχθηκε σε εύλογα και αξιόπιστα κριτήρια.
Οι καθ' ων η αίτηση δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην αιτιολογία που δόθηκε για την προσβαλλόμενη απόφαση. Υποστήριξαν ότι η προσωρινότητα της παραμονής του αιτητή επειδή όλες οι άδειες που του δόθηκαν ήταν επίσημα χρονικά περιορισμένες, δικαιολογούσε την εξαίρεση του από το πεδίο εφαρμογής του Νόμου και την απόρριψη του αιτήματος του. Παρέπεμψαν ατυχώς στη Motílla ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 29, η οποία όμως δεν βρίσκει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση λόγω διαφορετικών γεγονότων.
Η άδεια του αιτητή ανανεωνόταν κατά διαστήματα αλλά χωρίς καμία ένδειξη επίσημου περιορισμού που θα δικαιολογούσε την εξαίρεση του από το πεδίο εφαρμογής κατά το άρθρο 3 εδάφιο 1 της Οδηγίας.
Εξάλλου, ακόμη και αν συνέτρεχε αυτή η περίπτωση που επικαλούνται για πρώτη φορά οι καθ' ων η αίτηση στην αγόρευση τους, το Δικαστήριο δεν μπορεί να συζητήσει καν αυτή την αιτιολογία. Δεν μπορεί εκ των υστέρων να οικοδομείται επιχείρημα επί γεγονότων που δεν απασχόλησαν καν, ούτε λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης. Και βεβαίως, δεν εξετάζονται θέματα τα οποία αναπτύσσονται δια της αγόρευσης των δικηγόρων που είναι έξω από τα δικόγραφα και από τα ίδια τα δεδομένα που απασχόλησαν τη διοίκηση. (Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.ά. (2005) 3 ΑΑΔ 257, Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 384.)
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.