ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1521/2011

 

 

19 Mαρτίου, 2013

 

 [Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΗ

Αιτητής

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Καθ' ων η αίτηση

....................................

Π. Μιχαήλ, για τον αιτητή

Μ. Λοϊζου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

.............................

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά από το δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία, την οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Απόφαση και/ή δήλωση και/ή διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 3/11/11 με την οποία απέρριψαν το αίτημα του αιτητή για χορήγηση τμηματικής σύνταξης γήρατος στο 63ο έτος συνιστά παράνομη και/ή αντισυνταγματική ενέργεια και/ή παράλειψη και/ή παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και/ή την αρχή της ισότητας γι' αυτό θα πρέπει να ακυρωθεί και/ή να δηλωθεί ότι δεν έχει καμία νομική ισχύ.»

 

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Σύμφωνα με το διοικητικό φάκελο, τεκμ. 1 (για τη σημασία του βλ. Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτη και Υιοί Λτδ. Α.Ε. 2479 ημερ. 20/3/00) ο αιτητής, ο οποίος γεννήθηκε την 13/2/47 υπέβαλε στις 29/12/09 αίτηση για σύνταξη γήρατος.  Οι καθ' ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 18/4/11 απέρριψαν το αίτημα με τη δικαιολογία ότι δεν πληρούντo οι προϋποθέσεις εισφοράς που προβλέπονται στη νομοθεσία.  Ειδικότερα τον πληροφορούσαν ότι η αίτηση του εξετάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 1408 της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στην Κοινωνική Ασφάλιση.  Ως αποτέλεσμα συνυπολογίστηκε ο χρόνος ασφάλισης του στην Κύπρο που ανέρχεται σε 986 εβδομάδες και ο χρόνος ασφάλισης του στην Αγγλία που ανέρχεται σε 593 και διαπιστώθηκε ότι δεν συνεπλήρωνε το 70% του χρόνου ασφάλισης που απαιτείται σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία, άρθρο 36(1) για χορήγηση σύνταξης γήρατος στο 63ο έτος.

 

Ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του υπέβαλε στις 27/4/11 ένσταση στην πιο πάνω απορριπτική απόφαση και ζητούσε να πιστωθούν στον χρόνο ασφάλισης του στην Κύπρο τα δύο έτη που υπηρέτησε στην Εθνική Φρουρά και όσον αφορά το χρόνο ασφάλισης του στην Αγγλία αυτός να υπολογισθεί σε 693 εβδομάδες σύμφωνα με τη βεβαίωση της Υπηρεσίας Συντάξεων του Ηνωμένου Βασιλείου και όχι 593 που λήφθηκαν υπόψη.  Οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την ένσταση ως άνω, με επιστολή τους ημερ. 25/5/11 η οποία όμως ακυρώθηκε με την προσφυγή αρ. 843/11 λόγω λήψης της από αναρμόδιο όργανο.  Υπεβλήθη ως αποτέλεσμα νέα αίτηση από τον αιτητή στις 20/6/11 για παραχώρηση σύνταξης στο 63ο έτος της ηλικίας του, η οποία απερρίφθη στις 3/11/11 για τον ίδιο λόγο που απορρίφθηκε και η αίτηση του ημερ. 29/12/09.  Να σημειωθεί ότι ο αιτητής καταχώρησε στις 12/8/11 και την υπ' αρ. 1096/11 προσφυγή προσβάλλοντας την παράλειψη απάντησης στην επιστολή του ημερ. 20/6/11 την οποία όμως απέσυρε ενόψει της απάντησης/απόφασης ημερ. 3/11/11.  Επίσης εναντίον της απόφασης ημερ. 18/4/11 ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή βάσει του άρθρου 83 του Νόμου.  Aυτή με επιστολή της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 3/1/12 απερρίφθηκε.  Εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης κατεχωρήθηκε από τον αιτητή η προσφυγή 128/12 η οποία εκκρεμεί.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ

Ο αιτητής υποβάλει τους ακόλουθους λόγους:

1.     Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή παράλειψη έλαβεν χώραν υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή τον νόμο και/ή χωρίς να διεξαχθεί δέουσα έρευνα διότι ο αιτητής συμπλήρωσε τα απαιτούμενα χρόνια εργασίας και/ή τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος 25(Ι)/1995 περί Χορήγησης Κοινωνικής Σύνταξης, ο νόμος 59(1)/2010 περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ο Κανονισμός 1408/71 της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί Κοινωνικής Ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας γι' αυτό και δικαιούται στην παραχώρηση τμηματικής σύνταξης.

2.    Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή παράλειψη συνιστά κατάχρηση εξουσίας και/ή παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και/ή παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα του αιτητή και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και/ή αποτελεί κακόπιστη και/ή λανθασμένη και/ή εκτός των ορίων άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

3.     Η απόφαση και/ή πράξη και/ή παράλειψη των καθ' ων η αίτηση παραβιάζει την αρχή της ισότητας.

 

Οι καθ' ων η αίτηση με την ένσταση τους προβάλλουν ότι «η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημέη.  Λήφθηκε δε από το αρμόδιο βάσει του Νόμου και/ή των Κανονισμών όργανο, το οποίο ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο δεόντως συγκροτημένο και/ή συντεθειμένο».

 

Προδικαστική ένσταση

Μέσω της γραπτής αγόρευσης των καθ' ων η αίτηση υπεβλήθη η προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερ. 18/4/11 και συνεπώς δεν μπορεί να προσβληθεί.  Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 3/11/11 είναι βεβαιωτική της απόφασης ημερ. 18/4/11 αφού με αυτή επιβεβαιώνεται η τελευταία και ουδεμία νέα έρευνα μεσολάβησε εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση προς λήψη της προσβαλλόμενης πράξης.  Προς υποστήριξη της άνω θέσης προβάλλονται:

(α)  Η καταχώρηση της προσφυγής αρ. 128/12 εναντίον της απόφασης ημερ. 3/1/12 στην ιεραρχική προσφυγή, βάσει του άρθρου 83 του Νόμου, την οποία υπέβαλε ο αιτητής εναντίον της απόφασης ημερ. 3/1/12,

(β)  ο αιτητής στην επιστολή του ημερ. 20/6/11 αναφέρει ότι «όλα τα σχετικά στοιχεία και έγγραφα που αφορούν το αίτημα του πελάτη μου σας έχουν ήδη παραχωρηθεί με την υποβολή προγενέστερης αίτησης στις 29/12/09 για σύνταξη γήρατος στο 63ο έτος της ηλικίας του.»

(γ)  Ουδέν νέο στοιχείο εξετάστηκε από τους καθ' ων η αίτηση πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης όπως φαίνεται και από το περιεχόμενο των δυο επιστολών ημερ. 8/4/11 και 3/11/11 και την αιτιολογία απόρριψης των αιτημάτων η οποία κατ' ουσία είναι ταυτόσημη.

 

Με την απαντητική γραπτή αγόρευση του ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει ότι δεν είναι δυνατή η προβολή της άνω προδικαστικής ένστασης στο στάδιο των γραπτών αγορεύσεων καθ' ότι ο λόγος αυτός δεν καλύπτεται από τους λόγους ένστασης.  Εάν επιθυμούσαν να συμπεριλάβουν στους λόγους ένστασης την πιο πάνω προδικαστική ένσταση θα έπρεπε κατά το συνήγορο να υποβάλουν σχετική γραπτή αίτηση τροποποίησης της ένστασης τους.

 

Περαιτέρω είναι η θέση του ότι με την αίτηση του ημερ. 29/12/09 ο αιτητής υπέβαλε «αίτηση για παραχώρηση σύνταξης γήρατος» στο 63ο έτος της ηλικίας του και η απαντητική απορριπτική απόφαση ημερ. 18/4/11 σ' αυτή αναφέρθηκε.  Επίσης πριν την επιστολή ημερ. 18/4/11 προηγήθηκε επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 17/6/10 με την οποία ο αιτητής πληροφορείτο ότι δεν δικαιούτο σύνταξη γήρατος, εννοώντας προφανώς στο 63ο έτος της ηλικίας του, με βάση την αίτηση του ημερ. 29/12/09.  Η άνω επιστολή ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «η αίτηση σας ωστόσο θα επανεξετασθεί με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 1408/71 της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κοινωνική Ασφάλιση και πιθανό να δικαιούστε σε Τμηματική Σύνταξη».  Στις 20/6/11 ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του υπέβαλε αίτημα για τμηματική σύνταξη γήρατος με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 1408/71 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Οι δυο αιτήσεις αφορούσαν διαφορετικό αντικείμενο και τ' αναφερόμενα στην επιστολή ημερ. 20/6/11 για αποστολή των σχετικών στοιχείων του αιτητή προηγουμένως  με την υποβολή της αίτησης ημερ. 29/12/09 σκοπό είχαν την μη αποστολή εκ νέου των ιδίων εγγράφων και στοιχείων.  Συνεπώς η όλη εικόνα είναι ότι με την αίτηση του ημερ. 29/12/09 αιτείτο σύνταξη γήρατος ενώ με αυτή της 20/6/11 Τμηματική Σύνταξη Γήρατος.

 

Στη Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452, 2465 αναφέρεται ότι το δικαστήριο αυτεπάγγελτα προχώρησε να ερευνήσει εάν η προσβαλλόμενη πράξη έχασε την εκτελεστότητα της και αν η προσφυγή, ως εκ τούτου, παρέμεινε χωρίς αντικείμενο.

 

Το ίδιο συνέβηκε στην Δανός Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 476, 480 όπου το δικαστήριο ερεύνησε αυτεπάγγελτα την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης κρίνοντας ότι αυτή ήταν επιβεβαιωτική της πρωταρχικής απόφασης και συνεπώς δεν είχε εκτελεστό χαρακτήρα.  Ως αποτέλεσμα επιβεβαιώθηκε η πρωτόδικη απόφαση ότι αυτή προσβλήθηκε απαράδεκτα (βλ. Κλεάνθους κ.α. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 578, 582).

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω το δικαστήριο δεν έχει κανένα κώλυμα να εξετάσει το θέμα έστω και αν εγερθεί αδικαιολόγητα καθυστερημένα. 

 

Θα πρέπει κατά συνέπεια να εξετασθεί κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη ή βεβαιωτική προηγούμενης.

 

Στην Χρήστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 71, 75 αναφέρονται:

 

«...Βεβαιωτική είναι η πράξη που έχει το αυτό περιεχόμενο με προεκδοθείσα εκτελεστή και η οποία την επιβεβαιώνει.  Επίσης πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη πράξη, έστω κι αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, θεωρείται επίσης βεβαιωτική (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 240, Kefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225, Christofides v. The Ministry of Finance (1971) 3 C.L.R. 302 και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054).

 

Eκτελεστή θεωρείται η πράξη η οποία άνκαι περιέχει απλή επιβεβαίωση της προηγούμενης απόφασης, εν τούτοις εκδόθηκε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης.  Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων.  Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως αν εξεταστούν στοιχεία κρίσης που έχουν πρόσφατα προκύψει ή προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα και λαμβάνονται υπ' όψιν για πρώτη φορά (Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566 και Kelpis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 196)."

 

Στην Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 394, 401 γίνεται εκτενής ανάλυση των χαρακτηριστικών της βεβαιωτικής πράξης όπως και το τι αποτελεί νέα έρευνα.  Αναφέρεται χαρακτηριστικά:

 

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της «διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν».  Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενέστέρας απαιτείται:

 

(α)   Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

 

(β)  Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

 

(γ)  Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

 

(δ)  Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

 

(ε)  Ταυτότητα του διατακτικού.

 

(βλ.  Τσάτσου «Αίτησις Ακυρώσεως», Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132- Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 . απόφαση της Ολομέλειας).

 

Η ενσωμάτωση εκτελεστής πράξης σε άλλη εκτελεστή πράξη επέρχεται «οσάκις ασκείται κατά ταύτης» η λεγόμενη ενδικοφανής ιεραρχική προσφυγή, όπως π.χ. αίτηση αναθεώρησης «θεσπιζόμενη ειδικώς υπό του Νόμου» για το συγκεκριμένο θέμα οπότε «η καθ' ης η αίτσις αναθεωρήσεως, πράξις ενσωματούται εις την κατ' αναθεώρησιν εκδιδομένην.  Το αυτό ισχύει και επί πράξεως, καθ' ης ησκήθη ένστασις νόμω προβλεπομένη, και ήτις ενσωματούται εις την επί της ενστάσεως εκδιδομένην.  Επίσης ενσωματούται η πράξις πρωτοβαθμίου διοικητικού οργάνου κατόπιν προσφυγής, κατά νόμον ασκουμένης ενώπιον δευτεροβαθμίου, εις την απόφασιν του τελευταίου, ως λ.χ. γνωμοδότησις ανακριτικού συμβουλίου κατά τον νόμον περί καταστάσεως αξιωματικών:  799(55).»

 

Αλλά και όταν δεν πρόκειται για νεώτερη πράξη που έχει εκδοθεί μετά από ενδικοφανή προσφυγή ή ένσταση κλπ. που προβλέπεται από ειδική διάταξη, επέρχεται ενσωμάτωση μιας πράξης στην νεώτερη, όταν η τελευταία εκδόθηκε μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης «επί του αυτού αντικειμένου ανεξαρτήτως του αν έχη το αυτό ή διαφόρον περιεχόμενον»  (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 242).

 

Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.)

 

Το τι αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών», Έκδοση Τέταρτη, σελ. 176:

 

«Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν.  Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως η οποία εξδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίας όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων.  Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πελυράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ' ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ' όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.

 

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ' όψιν.  Ομοίως νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.»

(Βλ. και Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566)

 

Στο πιο πάνω σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου το θέμα της νέας έρευνας τίθεται ως πιο κάτω στις σελ. 136-138:

 

 «Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί.  Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν' αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή.  Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.

.............................

 

Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ' όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής.  Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής.  Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ' ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη.»

(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241:  «Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχειών κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν»).

 

Στην υπόθεση 1833/1965 του Συμβουλίου Επικρατείας η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε «ουχί επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων» αλλά μετά από επανέρευνα των αυτών πραγματικών στοιχείων τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη και κατά την έκδοση της προγενέστερης απόφασης.  Κρίθηκε ότι η μεταγενέστερη απόφαση αποτελούσε πράξη επιβεβαιωτική (Βλ. και Asaad v. Republic (1984) 3 Α.Α.Δ. 1529, 1532).»

 

Στην προκείμενη περίπτωση κανένα στοιχείο δεν υποβλήθηκε από τον αιτητή το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την διεξαγωγή νέας έρευνας.  Ξεκάθαρα με την επιστολή τους ημερ. 17/6/10 οι καθ' ων η αίτηση πληροφόρησαν τον αιτητή ότι θα επανεξέταζαν την αίτηση του ημερ. 29/12/09, την οποία βεβαίως απέρριπταν με την ίδια επιστολή για τους λόγους που αναφέρουν ήτοι τη μη ικανοποίηση των σχετικών προϋποθέσεων που προβλέπονται από τη νομοθεσία κοινωνικών ασφαλίσεων.  Θα επανεξέταζαν την αίτηση του με βάση τον Κανονισμό 1408/71 της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κοινωνική Ασφάλιση αν δικαιούτο σε Τμηματική Σύνταξη.

 

Περαιτέρω τον πληροφορούσαν ότι ανέμεναν από τον αρμόδιο φορέα ασφάλισης του Ηνωμένου Βασιλείου την περίοδο ασφάλισης του στη χώρα αυτή.

 

Αφού έλαβαν τα στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησαν στον αιτητή με την επιστολή τους ημερ. 18/4/11 ότι η αίτηση του εξετάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 1408/71 της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κοινωνική Ασφάλιση και επειδή δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας απερρίφθη η αίτηση του.

 

Ακολούθησε η επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερ. 20/6/11 με αίτημα για παραχώρηση Τμηματικής Σύνταξης με βάση τον Κανονισμό 1408/71 της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθότι πληροί ως αναφέρει, όλες τις προϋποθέσεις.  Παραπέμπει δε σε στοιχεία στην αίτηση του αιτητή ημερ. 29/12/09.

 

Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη που ακολούθησε με την επιστολή ημερ. 3/11/11 επανέλαβε ουσιαστικά τα όσα πληροφόρησαν τον αιτητή με την επιστολή ημερ. 18/4/11.  Συγκεκριμένα τον πληροφόρησαν ότι η αίτηση του ημερ. 29/12/09 εξετάστηκε βάσει του Κανονισμού 1408/71 και αφού συνυπολογίστηκε ο χρόνος ασφάλισης στις δυο χώρες Κύπρο και Ηνωμένο Βασίλειο δεν συνεπλήρωνε το απαιτούμενο από το νόμο χρόνο ασφάλισης (70%).

 

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ως άνω απόφαση ημερ. 3/11/11 αντανακλούσε την απόφαση, την εμμονή της διοίκησης στην προηγούμενη θέση της και πολύ περισσότερο διαπιστούται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν προϊόν νέας έρευνας.

 

Ο κ. Μιχαήλ υπέβαλε ότι η πρώτη αίτηση ημερ. 29/12/09 αναφερόταν σε αίτημα για παραχώρηση σύνταξη γήρατος και το ίδιο η απορριπτική απόφαση ημερ. 18/4/11 ενώ το αίτημα ημερ. 20/6/11 αφορούσε αίτημα για Τμηματική Σύνταξη Γήρατος με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 1408/71 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Η θέση αυτή είναι ανεδαφική.  Η Τμηματική Σύνταξη Γήρατος είναι σύνταξη γήρατος βάσει του Νόμου.  Κρίνεται ότι η προσφυγή του αιτητή στρέφεται κατά βεβαιωτικής απόφασης και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτη.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.  Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                                 

 

Λ. Παρπαρίνος, Δ

/ΚΑΣ

 

 

 

 

 

 

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                       


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο