ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1307/2011)
8 Μαρτίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΙΤΟΣ ΦΑΝΟΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Αίτηση ημερ. 21 Δεκεμβρίου 2012 για προσαγωγή μαρτυρίας
-----------------------------------
Μ. Αντωνίου (κα) για Π. Πολυβίου, για τον Αιτητή.
Μ. Λοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, αφού διετέλεσε Βουλευτής και Υπουργός, αφυπηρέτησε στις 30.6.1991 ως Πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και έλαβε την αναλογούσα σ΄ αυτόν σύνταξη δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας. Στη συνέχεια τέθηκε ζήτημα επαναϋπολογισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του, ζήτημα που κατά τους καθ΄ ων η αίτηση προέκυψε όταν τέως Πρόεδρος και μέλη της Ε.Δ.Υ. διαφώνησαν με τους προκαταρκτικούς υπολογισμούς των δικών τους συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, ζητώντας επαναϋπολογισμό. Ο αιτητής, πάντοτε κατά τους καθ΄ων, ενημερωθείς περί αυτών ζήτησε τον εκ νέου υπολογισμό και των δικών του συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.
Η Γενική Λογίστρια του κράτους με επιστολή της ημερ. 21.7.2011, αφού αναφέρθηκε στις σχετικές νομοθεσίες και στα συγκεκριμένα δεδομένα του ίδιου του αιτητή, τον πληροφόρησε ότι το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας θεωρούσε τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα, όπως είχαν υπολογισθεί και καταβληθεί προ 20ετίας, ως ορθά. Με την προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει την εν λόγω απόφαση ως άκυρη και παράνομη, θεωρώντας ότι λανθασμένα το Γενικό Λογιστήριο δεν αναθεώρησε τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα, ενώ εισηγείται ότι η παράλειψη των καθ΄ ων να καταβάλουν τα ωφελήματα αυτά δυνάμει του Νόμου και όπως τα δικαιούται, είναι ωσαύτως παράνομη και άκυρη.
Στην ένσταση τους οι καθ΄ ων εγείρουν προδικαστικές ενστάσεις ότι η εν λόγω επιστολή της Γενικής Λογίστριας δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη διότι αφενός η επανεξέταση των ωφελημάτων του αιτητή έγινε χαριστικά, ενώ αφετέρου ήταν και βεβαιωτική της απόφασης που είχε ληφθεί το 1991, του αιτητή στερουμένου οποιουδήποτε εννόμου συμφέροντος να την προσβάλει εφόσον δεν προέκυψαν νέα δεδομένα, ούτε και μεσολάβησε νέα έρευνα. Δόθηκαν διάφορες ημερομηνίες προς καταχώρηση των αγορεύσεων των πλευρών με την αρχική συναντίληψη ότι θα εκδικάζονταν κατά προτεραιότητα οι προδικαστικές ενστάσεις. Εν τέλει ο αιτητής θεώρησε ότι θα ήταν ορθό να εκδικαστεί στην ολότητα της η προσφυγή, και επί της ουσίας της δηλαδή, αλλά θεωρώντας ότι προέκυπτε σοβαρή διάσταση και διαφορά ως προς τα γεγονότα που προηγήθηκαν της προσβαλλόμενης πράξης, υπέβαλε πριν ακόμη την ανταλλαγή των γραπτών αγορεύσεων, την υπό κρίση αίτηση ώστε να επιτραπεί η προσαγωγή διά ενόρκου δηλώσεως του ιδίου, μαρτυρίας σχετικά με την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.
Στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση του ιδίου του αιτητή καταγράφεται η θέση ότι κατά τον Δεκέμβριο του 2008 είχε λάβει τηλεφώνημα από τον τότε Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, ο οποίος στο γραφείο του όπου και συναντήθησαν μετέπειτα, τον ενημέρωσε στην παρουσία τριών λειτουργών του Γενικού Λογιστηρίου, ότι είχε γίνει λάθος υπολογισμός στο καταβληθέν προς αυτόν ποσό ως σύνταξη και φιλοδώρημα. Ο τότε Γενικός Λογιστής, κατά τον αιτητή, προσέθεσε ότι το όλο θέμα θα τακτοποιείτο το ταχύτερο δυνατό και θα του καταβαλλόταν το ορθό οφειλόμενο ποσό. Η τακτοποίηση όμως του θέματος καθυστέρησε με αποτέλεσμα να προβεί σε δέουσες προφορικές και γραπτές παραστάσεις, μέχρις ότου η νέα Γενική Λογίστρια του απέστειλε την προσβαλλόμενη πράξη.
Ο αιτητής δεν αποδέχεται τον ισχυρισμό των καθ΄ ων ότι το Γενικό Λογιστήριο προέβη σε χαριστικό επαναϋπολογισμό, επιδιώκοντας έτσι και την προσαγωγή μαρτυρίας σχετικά τόσο με το πραγματικό υπόβαθρο των γεγονότων, όσο και αναφορικά με τα δεδομένα που είχαν προκύψει μετά από την πρόσκληση και τη συνάντηση που ακολούθησε με τον τότε Γενικό Λογιστή, για τα οποία και δεν υπάρχει οποιοδήποτε σημείωμα ή πρακτικό στο σχετικό προσωπικό φάκελο του.
Οι καθ΄ ων ενίστανται στην προσαγωγή μαρτυρίας εισηγούμενοι ότι τέτοια μαρτυρία είναι άσχετη με τα επίδικα θέματα και ακόμη και αν ήθελε επιτραπεί, δεν θα μπορούσε να αλλάξει τη φυσιογνωμία της προσβαλλόμενης πράξης, ενώ δεν είναι δυνατό να προστεθούν γεγονότα στη μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη που είναι εκείνη του 1991. Η ουσία, κατά τους καθ΄ ων, είναι ότι η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί χαριστική επανεξέταση της νομικής θέσης του αιτητή, ενώ ταυτόχρονα ο αιτητής δεν συγκεκριμενοποιεί ποια ακριβώς θα είναι η επιδιωκόμενη μαρτυρία και το σκοπό αυτής.
Είναι υπό το φως των πιο πάνω βασικών δεδομένων που υπεβλήθη η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, στους Κανονισμούς 18 και 19 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμού του 1962. Η νομολογία αντιμετωπίζει τις αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας με εξαιρετική φειδώ, επιβεβαιώνουσα το γνωστό κανόνα ότι το Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και δεν υπεισέρχεται σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων ή στην αξιολόγηση των δεδομένων από πλευράς πραγματικών στοιχείων, ούτε βέβαια προβαίνει σε κρίση επί αντικρουόμενων θέσεων. Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της πράξης και όχι την ορθότητα της επί ουσιαστικών δεδομένων που αφορούν το διοικητικό όργανο, (Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659 και Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725). Όπως έχει αναφερθεί και στη Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835, ο ρυθμιστικός ρόλος του Δικαστηρίου στη διοικητική δίκη, είναι διάφορος από αυτόν που επικρατεί στο δικονομικό σύστημα στην πολιτική δίκη. Η προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνο εφόσον είναι σχετική με τα επίδικα θέματα, (Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106 και Sportsman Betting Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591). Περαιτέρω, η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν μπορεί να διαφοροποιεί, μεταβάλλει ή αλλοιώνει τα στοιχεία που ήδη λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης, (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 345).
Καθίσταται πρόδηλο από τα προλεχθέντα ότι η αίτηση είναι άνευ υποστάσεως και θα πρέπει να απορριφθεί. Εκείνο που επιζητείται με την αίτηση είναι η διαπίστωση γεγονότων που εκφεύγει του ρόλου του αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Με τη θέση του ενόρκως δηλούντος αιτητή ότι δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε έγγραφο ή πρακτικό που να καταγράφει την κατ΄ ισχυρισμόν συνομιλία που έλαβε χώραν στο γραφείου του τότε Γενικού Λογιστή, είναι φανερό ότι επιδιώκεται πρωτογενής κρίση και ανάπλαση των δεδομένων του φακέλου επί στοιχείων και γεγονότων με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καλείται να προβεί σε αξιολόγηση μαρτυρίας και σχετικά ευρήματα.
Εν πάση όμως περιπτώσει η επιδιωκόμενη μαρτυρία είναι όντως άσχετη με το υπό κρίση θέμα. Είναι φανερό ότι δεν συσχετίζεται ο τρόπος ανακίνησης του ζητήματος της επανεξέτασης των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, με την ουσία του πράγματος. Είτε ο Γενικός Λογιστής αυτοβούλως ενήργησε, είτε το ζήτησε ο ίδιος ο αιτητής, το προς εξέταση θέμα από την καταχωρηθείσα προσφυγή έγκειται στη διαπίστωση κατά πόσον δόθηκε ή όχι ορθή ερμηνεία στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, που είναι και η κύρια προβαλλόμενη θέση του αιτητή μέσα από τα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, ή, κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας. Ακόμη και λάθος να έγινε στον αρχικό υπολογισμό των ωφελημάτων του αιτητή, σύμφωνα με την παρ. 4 των γεγονότων της αίτησης ακυρώσεως, στο τέλος της ημέρας παραμένει ως αναδυόμενο προς απόφαση κατά πόσο η πράξη είναι βεβαιωτική προηγούμενης ή λήφθηκε μετά από νέα δεδομένα και γεγονότα που αφορούν την παραγωγή της ίδιας της πράξης. Το ποιος είχε την πρωτοβουλία νέας εξέτασης είναι αδιάφορο.
Η αίτηση συνεπώς απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Θα δοθούν στη συνέχεια οι σχετικές οδηγίες για την καταχώρηση των αγορεύσεων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ