ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 795/2011)

 

18 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΟΜΑΖΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μεσω

(α)  ΕΦΟΡΟΥ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ

(β) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

A. Ευτυχίου και Χρ. Χατζηλοΐζου, για τον Αιτητή.

Α. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Στις 9.3.2011 ο ΄Εφορος του Τμήματος Οδικών Μεταφορών με επιστολή του ημερ. 9.3.2011, γνωστοποιεί στον αιτητή την πρόθεσή του να προχωρήσει σε αναστολή της άδειας οδήγησής του για το λόγο ότι από στοιχεία που περιήλθαν εις γνώση του από την Αστυνομία, η κατάσταση της υγείας του (αιτητή) δεν του επέτρεπε να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο μηχανοκινήτου οχήματος.  Πληροφορούσε ακόμη τον αιτητή, ότι στη βάση του άρθρου 40(3) του περί ΄Αδειας Οδήγησης Νόμου του 2001, Ν.94(Ι)/2001, είχε δικαίωμα να υποβάλει στον ΄Εφορο μέσα σε 14 μέρες από τη λήψη της επιστολής, έγγραφη ένσταση στην οποία να παραθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν θα πρέπει να ανασταλεί η άδειά του.  Αν μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 14 ημερών δεν υποβαλλόταν ένσταση θα ενημερωνόταν για την τελική απόφαση ως προς την αναστολή της άδειας οδήγησης.

 

Ο αιτητής με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 18.3.2011, υποβάλλει ένσταση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους: ότι είναι ικανός να οδηγεί και ουδέν πρόβλημα υγείας αντιμετωπίζει, ότι χρειάζεται την άδεια οδήγησης για εξυπηρέτηση των αναγκών της οικογένειάς του και των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, ασκεί το επάγγελμα το κτηνοτρόφου και σε περίπτωση που του στερηθεί η άδεια οδήγησης θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τον ίδιο.

 

Ο ΄Εφορος επανέρχεται με νέα επιστολή ημερ. 21.4.2011, για να πληροφορήσει τον αιτητή ότι αφού έλαβε υπ΄ όψιν το περιεχόμενο της επιστολής του δικηγόρου του, είναι υποχρεωμένος να ακυρώσει την ισχύ του δικαιώματος οδήγησης στη βάση του άρθρου 40(1)(β) του περί ΄Αδειας Οδήγησης Νόμου του 2001, Ν. 94(Ι)/2001.  Αιτιολογεί την απόφασή του στη βάση του ότι από στοιχεία τα οποία τέθησαν υπ΄ όψιν του από το Τμήμα της Αστυνομίας, ο αιτητής είχε διαπράξει πολύ σοβαρά αδικήματα σχετικά με την οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος, καταδικάστηκε κατ΄ επανάληψη από το Δικαστήριο και είχε συλληφθεί, επίσης κατ΄ επανάληψη, να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλης θέτοντας σε κίνδυνο τόσο τη δική του ζωή όσο και άλλων χρηστών του οδικού δικτύου.  Καλούσε λοιπόν τον αιτητή να παραδώσει αμέσως την άδεια οδήγησής του στα κεντρικά γραφεία του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.

 

Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου όπως εμπεριέχεται στην  επιστολή του ημερ. 21.4.2011, ως άκυρη και μη φέρουσα οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα. Στηρίζει δε την αίτηση στο ότι η απόφαση λήφθηκε:

 

«(1) Κατά παράβαση και/ή εσφαλμένη ερμηνεία και/ή εφαρμογή του Περί ΄Αδειας Οδήγησης Νόμου του 2001 (Ν. αρ. 94(Ι)/2001) ως τροποποιήθηκε ειδικότερα του άρθρου 40(1)(β)(2)(3)(4)(6).

(2)  Δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.

(3)  Δεν λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης.

(4)  Λήφθηκε κατόπιν πλάνης ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης και/ή του Νόμου.

(5)  Λήφθηκε κακόπιστα και/ή κατά παράβαση των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης.

(6)  Λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή αρμοδιότητας.»

 

Το άρθρο 40(1) του περί Αδείας Οδήγησης Νόμου του 2001, Ν.94(Ι)/2001, προνοεί:

 

«Ο ΄Εφορος μπορεί, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, με σχετική αιτιολογημένη απόφασή του, να αναστείλει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή να ακυρώσει την ισχύ οποιασδήποτε άδειας οδήγησης ή άδειας οδήγησης μαθητευομένου, ή να απορρίψει αίτηση για έκδοση άδειας οδήγησης ή άδειας οδήγησης μαθητευομένου, σε περίπτωση κατά την οποία-

 

(α)                     Το πρόσωπο το οποίο κατέχει την άδεια, ή το οποίο υποβάλλει αίτηση για έκδοση τέτοιας άδειας, έχει καταδικαστεί από δικαστήριο για αδίκημα σχετικό με την οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος, ή την τροχαία κυκλοφορία, ή την οδική ασφάλεια, το οποίο έχει διαπραχθεί κάτω από περιστάσεις οι οποίες, κατά την κρίση του Εφόρου, τον καθιστούν ακατάλληλο για οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος ή

 

(β)           κρίνεται από τον ΄Εφορο ότι θα ήταν επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια να χορηγηθεί ή να παραμείνει σε ισχύ τέτοια άδεια. ή

 

(γ)           ......... .ή

(δ)           .........

(2) Πριν ο ΄Εφορος καταλήξει σε τελική απόφαση για αναστολή ή ακύρωση άδειας οδήγησης ή άδειας μαθητευομένου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί εγγράφως στον ενδιαφερόμενο, είτε με προσωπική επίδοση είτε ταχυδρομικώς στην τελευταία γνωστή του διεύθυνση, την πρόθεση του μαζί με τους λόγους οι οποίοι, κατά την άποψή του, συνηγορούν υπέρ της ακύρωσης ή αναστολής της άδειας.

 

(3)  Πρόσωπο το οποίο λαμβάνει γνωστοποίηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου δικαιούται να υποβάλει στον ΄Εφορο, μέσα σε χρονική προθεσμία δεκατεσσάρων ημερών από τη λήψη της γνωστοποίησης, έγγραφη ένσταση στην οποία να παραθέτει λόγους για τους οποίους ο ΄Εφορος δε θα πρέπει να καταλήξει σε απόφαση για αναστολή ή ακύρωση της άδειας.».

 

Μετά την παρέλευση της προθεσμίας των δεκατεσσάρων ημερών που ορίζεται στο εδάφιο (3) του πιο πάνω άρθρου, αν έχει ληφθεί οποιαδήποτε ένσταση, όπως  στην περίπτωση εδώ η επιστολή του δικηγόρου του αιτητή, ο ΄Εφορος την εξετάζει και αποφασίζει τελικά λαμβάνοντας υπ΄ όψιν και το περιεχόμενο της ένστασης, οπότε στη συνέχεια γνωστοποιεί την απόφασή του στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

 

Ο αιτητής παραπονείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι λαθεμένη γιατί, ενώ με την πρώτη επιστολή προς τον αιτητή ο ΄Εφορος γνωστοποιούσε την πρόθεσή του να αναστείλουν την άδεια για λόγους υγείας, ή αδυναμίας του αιτητή να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα, στη συνέχεια προχώρησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης με ακύρωση της άδειας οδήγησης, ενέργεια που χειροτέρευσε τη θέση του αιτητή, κατά παράβαση της αρχής για τήρηση της χρηστής και/ή καλόπιστης διοίκησης αλλά και παράβαση του άρθρου 40 του Ν.94(Ι)/2001.  Ακόμη ότι με τον τρόπο που ενήργησε η διοίκηση εξαπατήθηκε ο αιτητής ως προς την υπεράσπισή του: δεν τον ενημέρωσαν ότι είχαν πρόθεση να ακυρώσουν την άδεια οδήγησης, με αποτέλεσμα να μη θέσει ενώπιον της Αρχής τους λόγους ένστασής του επί της ακύρωσης και έχασε έτσι την ευκαιρία να θέσει ορθά τους λόγους υπεράσπισής του.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν την απόφαση ως ορθή, απόλυτα αιτιολογημένη και μέσα στα πλαίσια της εξουσίας που παρέχεται στον ΄Εφορο, άρθρο 40(1)(β) του Νόμου.  Εξουσία η οποία παρέχει στον ΄Εφορο την ευχέρεια να αναστείλει, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή να ακυρώσει την ισχύ οποιασδήποτε άδειας οδήγησης, εάν κρίνει ότι θα ήταν επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια να παραμείνει σε ισχύ τέτοια άδεια.  Από το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου γίνεται προφανής, επιχειρηματολογούν, η σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία ο αιτητής έχει κατ΄ επανάληψη περιπέσει, συνεπώς πολύ ορθά ο ΄Εφορος, τηρώντας το γράμμα του Νόμου και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, αποφάσισε ότι θα ήταν επικίνδυνο να παραμείνει σε ισχύ η άδεια του αιτητή.  Αιτιολογώντας λοιπόν πλήρως την απόφασή του, όπως προβλέπει το άρθρο 40(1) ακύρωσε την άδεια, ενημερώνοντας ταυτοχρόνως τον αιτητή για τη δυνατότητα να την επανακτήσει κατόπιν νέας αίτησης.

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι στην ουσία δεν τον ενημέρωσαν σωστά ότι είχαν πρόθεση να του ακυρώσουν την άδεια οδήγησης και άρα τον εξαπάτησαν, παραβιάζοντας την αρχή της χρηστής διοίκησης, δεν έχει έρεισμα.  Το άρθρο 40 του Νόμου προβλέπει, είναι η θέση τους, τόσο για αναστολή, όσο και για ακύρωση.  Ο Νόμος παρέχει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα σε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει γνωστοποίηση της πρόθεσης του Εφόρου για ακύρωση ή αναστολή της άδειάς του: χρονική προθεσμία 14 ημερών για ένσταση από τη λήψη της γνωστοποίησης.  Αντικρούουν τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η ένστασή του θα ήταν διαφορετική αν γνώριζε  εξ αρχής την πρόθεση του Εφόρου να ακυρώσει αντί να αναστείλει την άδεια, εισηγούμενοι, ότι δυνατόν η ένσταση του αιτητή να απαντά στην  πρόθεση του Εφόρου για αναστολή στη βάση στοιχείων, σύμφωνα με τα οποία η κατάσταση της υγείας του αιτητή δεν του επιτρέπει να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο του οχήματός του, οδηγούσε το αυτοκίνητό του υπό την επήρεια αλκοόλης,  εν τούτοις, και διαφορετικά διατυπωμένη να ήταν, και πάλι δεν θα μπορούσε να αντικρούσει τα πραγματικά γεγονότα.  Οι σοβαρές και κατ΄ επανάληψη καταδίκες του αιτητή καθιστούσαν επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια να παραμένει σε ισχύ η άδεια οδήγησής του,  άρθρο 40 (β)(1).  Ο ΄Εφορος άλλωστε, πριν λάβει την απόφασή του, εξέτασε την ένσταση του δικηγόρου του αιτητή, του οποίου η θέση ουδόλως χειροτέρευσε, εφ΄ όσον σύμφωνα με το άρθρο  41 του Νόμου, πρόσωπο του οποίου η άδεια οδήγησης έχει ακυρωθεί, μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 41 για ανάκτηση της άδειάς του.  Συνεπώς, ο αιτητής είχε την ευχέρεια, αν το επιθυμούσε, μετά από παρέλευση του χρονικού διαστήματος που προβλέπει το άρθρο 41 και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, να αιτηθεί εκ νέου άδεια οδήγησης.  Αντιθέτως, η αναστολή άδειας οδήγησης μπορεί να είναι από μία μέρα μέχρι επ΄ αόριστον και επαφίεται στον ΄Εφορο να καθορίσει τη χρονική της διάρκεια καθότι δεν υπάρχει σχετική πρόνοια στο Νόμο.  Σε κάθε περίπτωση η πρώτη επιστολή ήταν μία προκαταρκτική επιστολή πληροφοριακού χαρακτήρα που εξέφραζε την πρόθεση της διοίκησης και όχι τη βούλησή της (Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 C.L.R. 219, 222, 223 και Jumbo Investments κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 359).

 

Είναι ορθό ότι ο Νόμος παρέχει στον ΄Εφορο τη διακριτική ευχέρεια να διατάξει την αναστολή ή ακύρωση της άδειας οδήγησης: άρθρο 40(2) και (3).  Ο ΄Εφορος δύναται να καταλήξει σε απόφαση για αναστολή ή ακύρωση της αδείας.  Σε κάθε όμως περίπτωση, ο ΄Εφορος δεν θα είναι νοητό ότι μπορεί να γνωστοποιεί στο διοικούμενο την πρόθεσή του στη διαζευκτική της βάση.  Ο ΄Εφορος θα πρέπει να επιλέξει, πριν γνωστοποιήσει την πρόθεσή του, σε ποία από τις δύο ενέργειες θα προβεί, έτσι ώστε να δώσει στο διοικούμενο την ευκαιρία να υποβάλει στον ΄Εφορο γραπτή ένσταση που να παραθέτει τους λόγους για τους οποίους ο ΄Εφορος θα πρέπει να αποστεί μιας τέτοιας απόφασης.

 

Τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα καταδεικνύουν απερίφραστα ότι ο ΄Εφορος αρχικά γνωστοποιεί εγγράφως στον αιτητή την απόφασή του για αναστολή της αδείας του, ο αιτητής υποβάλλει εντός της υπό του Νόμου τασσόμενης προθεσμίας των 14 ημερών εγγράφως την ένστασή του και έρχεται στη συνέχεια ο ΄Εφορος για να καταλήξει σε απόφαση για ακύρωση της άδειας πάνω σε διαφορετική αιτιολογία.  Απόφαση που κοινοποιείται απευθείας στον αιτητή και στους δικηγόρους του, οι οποίοι με άλλη επιστολή πληροφορούνται ότι η επιστολή του Τμήματος είχε αποσταλεί απευθείας στον πελάτη τους - αιτητή, για το λόγο ότι «περιλαμβάνει κρίσιμα ιατρικά δεδομένα».  Από έρευνα του διοικητικού φακέλου διαπιστώνεται ότι η υπό αναφορά επιστολή ή άλλη επιστολή προς τον αιτητή, που περιλαμβάνει κρίσιμα ιατρικά δεδομένα, δεν υπάρχει.   Η δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων και ενώ της τέθηκε σχετικό ερώτημα από το Δικαστήριο, δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση.  Ευλόγως λοιπόν γεννάται το ερώτημα σε τι συνίσταντο τα κρίσιμα ιατρικά δεδομένα, εφ΄ όσον ο αιτητής ουδέποτε υπεβλήθη, έτσι προκύπτει από τα γεγονότα, σε ιατρική εξέταση ή ιατρικό συμβούλιο, όπως ο ίδιος πρότεινε με την επιστολή των δικηγόρων του.  Ξενίζει πράγματι η εν λόγω επιστολή η οποία, στο τέλος της ημέρας, ενισχύει τη θέση του αιτητή για την ανακολουθία του Εφόρου και τέλος, εγείρει εύλογα ερωτηματικά αν έγινε πράγματι δέουσα έρευνα ή αν λήφθηκαν υπ΄ όψιν ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης ή απλώς αγνοήθηκαν άλλα.

 

Η συμπεριφορά αυτή των καθ΄ ων η αίτηση δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ασυνεπής και αντιφατική κατά τρόπο που εξαπατά τον αιτητή και παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης (άρθρο 51(1) του Ν.158(Ι)/1999).  Η αντιφατική αυτή συμπεριφορά κατά συνέπεια στέρησε από τον αιτητή το δικαίωμα «ακρόασης» ή υποβολής εγγράφως της ένστασής του και την παράθεση των λόγων για τους οποίους ο ΄Εφορος  δεν θα έπρεπε να καταλήξει σε απόφαση για ακύρωση της αδείας.  Το μέτρο το οποίο έλαβε ο ΄Εφορος επηρέασε τον αιτητή, φέρει το χαρακτήρα κύρωσης και ήταν σε κάθε περίπτωση δυσμενής φύσης γι΄ αυτόν.  Η υποβολή της ένστασης του αιτητή κινήθηκε στη βάση της αναστολής της αδείας για λόγους υγείας και όχι για τους λόγους που στη συνέχεια στηρίχθηκε για να καταλήξει ο ΄Εφορος.  Το γεγονός ότι στην απόφασή του γίνεται αναφορά ότι έλαβε υπ΄ όψιν του το περιεχόμενο της επιστολής του δικηγόρου του αιτητή - έγγραφη ένσταση, δεν μπορεί να περισώσει το ζήτημα: η ένσταση στρεφόταν εναντίον της γνωστοποίησης της πρόθεσης του Εφόρου για αναστολή και όχι για ακύρωση της αδείας.  Ορθά λοιπόν επιχειρηματολογεί ο δικηγόρος του αιτητή, ότι αν ο αιτητής γνώριζε από την αρχή ότι πρόθεση του Εφόρου ήταν να προχωρήσει με ακύρωση της άδειας, διαφορετική θα ήταν ενδεχομένως η υπεράσπισή του.  Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θεωρητική αιτιολόγηση που προβάλλουν οι καθ΄ ων η αίτηση, ότι ο αιτητής την ίδια ένσταση θα υπέβαλλε είτε επρόκειτο για αναστολή, είτε για ακύρωση της άδειας.

 

Είναι ορθή η θέση ότι ο έφορος πριν καταλήξει σε απόφαση αποστέλλει και γνωστοποιεί την πρόθεσή του αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί εκ των υστέρων να κινηθεί σε άλλες παραμέτρους αλλοιώνοντας ή μεταμορφώνοντας την πρόθεση από αναστολή σε ακύρωση της αδείας, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν του άλλα στοιχεία και στερώντας έτσι από τον αιτητή τη δυνατότητα να προβάλει διαφορετική, ενδεχομένως, ένσταση σε κάθε περίπτωση.  Δεν δόθηκε καμιά αιτιολογία ή εξήγηση γιατί εμφιλοχώρησε η αλλαγή στάσης του Εφόρου σε σχέση με την πρόθεσή του και τέλος την προσβαλλόμενη απόφαση στη βάση διαφοροποιημένης αιτιολογίας.

 

Στο Σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου, Τόμος 1, 12η έκδοση, παρα. 159, σελ. 176, αναφέρονται τα εξής:

 

«Προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης είναι η παροχή στον ενδιαφερόμενο διοικούμενο της δυνατότητας να πληροφορηθεί τα στοιχεία, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν την έκδοση της δυσμενούς γι΄ αυτόν διοικητικής πράξης ή στα οποία μπορεί να στηριχθεί η πράξη ή ενέργεια αυτή.  Κατά την ακρόαση ο ενδιαφερόμενος δύναται προς ανταπόδειξη να υποβάλει ή να επικαλεσθεί σχετικά στοιχεία.»

 

Με τις ενέργειες του Εφόρου ο αιτητής ουσιαστικά στερήθηκε  αυτής της δυνατότητας και του δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται: Λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. ΄Εξοδα υπέρ του αιτητή που ανέρχονται σε €1.450.

 

Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο