ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 406/2011)
19 Φεβρουαρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Αιτητές.
Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μετά από επιστολή που υπέβαλε η Αντιγόνη Λουκά, άτομο που συνεργαζόταν με τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού, (εφεξής «οι Αιτητές»), προς το Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για εξέταση του καθεστώτος εργοδότησης της, αν δηλαδή υπήρχε ή όχι υπαλληλική σχέση, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφού διερεύνησαν το ζήτημα, απηύθυναν επιστολή στους αιτητές, ημερ. 26.8.2010, με την οποία έκριναν ότι το άτομο αυτό ήταν όντως μισθωτό πρόσωπο και κατ΄ επέκταση, οι αιτητές είχαν υποχρέωση καταβολής εισφορών σε όλα τα ταμεία που διαχειρίζονται οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πάνω σε ύψος ασφαλιστέων αποδοχών €18.325,79.
Διευκρινίστηκε στην εν λόγω επιστολή ότι η υποχρέωση των αιτητών ήταν απόρροια των εξής δεδομένων που αφορούσαν την Α. Λουκά: Υπήρχε καθορισμένος μισθός, καθορισμένο ωράριο εργασίας, έλεγχος στην εκτέλεση της εργασίας της, ενώ τα μέσα παραγωγής της εργασίας ανήκαν στους ίδιους τους αιτητές, οι οποίοι και κλήθηκαν να διευθετήσουν την εξόφληση των οφειλομένων εισφορών το συντομότερο.
Οι αιτητές υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων δυνάμει του άρθρου 78 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου. Ο βασικός λόγος προσβολής που τέθηκε στην ιεραρχική προσφυγή αφορούσε στο ότι η χρονική περίοδος για την οποία οι αιτητές καλούνταν να πληρώσουν εισφορές, αντιστοιχούσε με αγορά υπηρεσιών εκ μέρους των αιτητών από το εν λόγω πρόσωπο, το οποίο δεν εργοδοτείτο από τους αιτητές, αλλά προσέφερε τις υπηρεσίες του ως αυτοτελώς εργαζόμενο. Συνεπώς, ήταν το ίδιο το πρόσωπο αυτό που ήταν υποχρεωμένο να καταβάλει τις ανάλογες εισφορές και άλλες υποχρεώσεις στις αρμόδιες αρχές του κράτους. Περαιτέρω, έγινε αναφορά σε παρόμοια περίπτωση άλλου προσώπου, της Μαρίας Χαραλάμπους, που επίσης είχε συμφωνία παροχής υπηρεσιών με τους αιτητές, για την οποία οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποφάσισαν ότι η απασχόληση της ενέπιπτε στην κατηγορία των αυτοτελώς εργαζομένων προσώπων. Η εισήγηση κατά την ιεραρχική προσφυγή ήταν ότι και η Αντιγόνη Λουκά έπρεπε να θεωρηθεί ως αυτοτελώς εργαζόμενη.
Η Υπουργός με επιστολή της ημερ. 14.1.2011, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή πληροφορώντας τους αιτητές ότι με βάση τα στοιχεία του σχετικού φακέλου, τη σχετική έρευνα που είχε διεξαχθεί προσφάτως από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τα όλα δεδομένα, η Α. Λουκά ορθώς κρίθηκε ως μισθωτή, εφόσον της παρεχόταν συγκεκριμένος μισθός, το ωράριο εργασίας ήταν καθορισμένο, η εκτέλεση της εργασίας ήταν ελεγχόμενη, τα δε μέσα παραγωγής αυτής της εργασίας, ανήκαν στους αιτητές.
Η Υπουργός έκρινε στη βάση των όλων στοιχείων ότι υπήρχαν εκείνα τα συστατικά που καθορίζουν τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου. Σημειώθηκε περαιτέρω στην απορριπτική απόφαση της Υπουργού ότι οι αιτητές είχαν ήδη καταβάλει εισφορές προς όφελος του παραπονούμενου προσώπου για την περίοδο 3.1.2005-4.7.2006, ενώ η περίπτωση της Μαρίας Χαραλάμπους για την οποία έγινε αναφορά κατά την ιεραρχική προσφυγή, ορθώς είχε καταταχθεί στην κατηγορία των αυτοτελώς εργαζομένων στη βάση των δικών της πραγματικών συνθηκών απασχόλησης.
Με την υπό κρίση προσφυγή, οι αιτητές εγείρουν δύο ουσιαστικά θέματα για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Εισηγούνται ότι υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας, καθώς και πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο. Ως προς το πρώτο, θεωρούν ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και κατ΄ επέκταση η Υπουργός, έλαβαν υπόψη τους κατά τη διερεύνηση του παραπόνου μόνο κατάθεση από το επηρεαζόμενο πρόσωπο και τον Γιάννη Κουή, Διευθυντή του Τμήματος Διοίκησης, αγνοώντας ή μη λαμβάνοντας υπόψη το μόνο αρμόδιο πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για όλο το προσωπικό των αιτητών, δηλαδή, τη Γενική Διευθύντρια των αιτητών, από την οποία και δεν λήφθηκε κατάθεση. Παρά το γεγονός ότι η Γενική Διευθύντρια είχε επικοινωνία με την αρμοδία λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και παρά το ότι η Γενική Διευθύντρια έθεσε στοιχεία ενώπιον της λειτουργού που ήταν σε αντίθεση με τα όσα είχε αναφέρει ο Γ. Κουής, η κατάθεση του οποίου δεν ήταν εν πάση περιπτώσει σε γνώση της Γενικής Διευθύντριας, αυτά δεν λήφθηκαν υπόψη ή παραγνωρίστηκαν.
Ως προς το δεύτερο, η προσβαλλόμενη πράξη δεν ήταν λογικά επιτρεπτή γιατί το επηρεαζόμενο πρόσωπο δεν παρείχε τις υπηρεσίες του στη βάση μισθωτής εργασίας, αλλά με ανάθεση υπηρεσιών και με βάση μηνιαία συμβόλαια από τα οποία προέκυπτε ότι το μόνο καθορισμένο στοιχείο ήταν ο μισθός.
Οι καθ΄ ων απαντούν ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία που προέκυψαν κατά την έρευνα, περιλαμβανομένου και των όσων τους είχε πληροφορήσει η Γενική Διευθύντρια με σχετική επιστολή της, η οποία και τέθηκε υπόψη των αρμοδίων που έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Ήταν υπό το φως όλων των ανωτέρω που η Υπουργός απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή. Οποιεσδήποτε αντιγνωμίες μεταξύ του λειτουργού των αιτητών και της Γενικής Διευθύντριας, δεν αφορούσαν τους καθ΄ ων, αλλά τους ίδιους τους αιτητές και τον τρόπο λειτουργίας τους. Εν πάση περιπτώσει οι όλες συνθήκες που τέθηκαν ενώπιον των καθ΄ ων ήσαν τέτοιες που δεν επέβαλλαν οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα. Υπήρχαν επαρκή δεδομένα που στοιχειοθετούσαν την απόφαση του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και μετέπειτα της Υπουργού, η οποία ήταν εύλογη, της περιπτώσεως του ετέρου ατόμου, της Μαρίας Χαραλάμπους, ούσας εντελώς διαφορετικής.
Η εξέταση του όλου θέματος αποκαλύπτει πρώτον, ότι οι αιτητές δεν στηρίζονται σε οποιοδήποτε ουσιαστικό λόγο ανισότητας ή μεταχείρισης παρομοίων περιπτώσεων κατά ανόμοιο και ανεπιεική τρόπο. Άλλωστε, ουδέν σχετικό σημείο καταγράφηκε στους λόγους ακυρώσεως, τα όσα δε προβλήθηκαν αναφορικά με την περίπτωση της Μαρίας Χαραλάμπους κατά την παράθεση των γεγονότων και κατά την ιεραρχική προσφυγή, δεν βρήκαν θέση στην αγόρευση των αιτητών, είτε την αρχική, είτε την απαντητική, από πλευράς νομικής προώθησης και ανάπτυξης, πλην της στερεότυπης καταγραφής ότι στην παρόμοια περίπτωση της Μαρίας Χαραλάμπους, αποφασίστηκε ότι η απασχόληση της εμπίπτει στην κατηγορία του αυτοτελώς εργαζόμενου προσώπου. Το θέμα δεν χρήζει, επομένως, περαιτέρω εξέτασης. Άλλωστε, οι αιτητές δεν απαντούν στη θέση των καθ΄ ων, ότι η εν λόγω Μαρία Χαραλάμπους με δική της αίτηση, είχε καταταχθεί και πλήρωνε εισφορές ως αυτοτελώς εργαζόμενη.
Επί της ουσίας, δεν διαπιστώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας ή πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο. Είναι εμφανές από τα έγγραφα που κατατέθηκαν στην ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ότι όλα τα δεδομένα ήταν ενώπιον της διοίκησης και λήφθηκαν υπόψη. Η λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Γεωργία Ζάγκα, που είχε επιληφθεί του όλου ζητήματος σε πρώτο στάδιο, είχε λάβει υπόψη της την προφορική συνομιλία που είχε με την Φοίβη Κατσούρη, Γενική Διευθύντρια των αιτητών, καθώς και τη μεταξύ τους συνάντηση στα γραφεία των αιτητών στις 23.12.2009 (βλ. Παράρτημα 3 στην ένσταση). Στη συνέχεια, η Γ. Ζάγκα απέστειλε νέα επιστολή στον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 22.3.2010, επισυνάπτοντας και επιστολή της Φ. Κατσούρη, στην οποία η τελευταία παρέθεσε όλα τα γεγονότα και στοιχεία που είχε στη διάθεση της, όπου και κατέγραψε τη διαφωνία της με το διοικητικό συμβούλιο των αιτητών, ως προς την πρόσληψη, αλλά και τον τρόπο απασχόλησης της Αντιγόνης Λουκά, χωρίς προηγούμενη προκήρυξη ή και συνεννόηση με την ίδια. Η Γ. Ζάγκα επανέλαβε τη θέση της, ως και στην προηγούμενη επιστολή της, ημερ. 23.12.2009, ότι η Α. Λουκά ήταν μισθωτή κατά την υπηρεσία της με τους αιτητές.
Η επιστολή, ημερ. 25.8.2010, που απέστειλε ο Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων, έπετο των επιστολών που προαναφέρθηκαν. Ευλόγως λοιπόν τεκμαίρεται ότι η απόφαση του λήφθηκε στη βάση όλων των στοιχείων που είχαν τεθεί στη διάθεση του, τα οποία και αξιολόγησε. Αυτό συμπεριελάμβανε και την επιστολή της Γενικής Διευθύντριας και τα όσα εκεί η ίδια λεπτομερώς κατέγραψε. Η διαφωνία της με τα όσα ο λειτουργός Γ. Κουής ανέφερε κατά την κατάθεση του προς τους καθ΄ ων, καθώς και η διαφορετική της άποψη ως προς τα όλα δεδομένα και τον τρόπο χειρισμού της απασχόλησης της Α. Λουκά από το διοικητικό συμβούλιο, αφορούσε βεβαίως αποκλειστικά εσωτερικό ζήτημα λειτουργίας και χειρισμού των αιτητών. Η απόφαση των καθ΄ων βασίστηκε σε εκείνα τα αντικειμενικά δεδομένα που είχαν τεθεί ενώπιον τους και καθιστούσαν την απασχόληση της Α. Λουκά, έμμισθη εφόσον υπήρχαν τα δεδομένα του συγκεκριμένου μισθού, του συγκεκριμένου ωραρίου, του ελέγχου εργασίας και των μέσων που οι ίδιοι οι αιτητές παρείχαν.
Τα δεδομένα αυτά, όπως απορρέουν από τα κατατεθέντα στην ένσταση έγγραφα, αλλά και το σχετικό διοικητικό φάκελο, συνοψίζονται ορθά στην επιστολή της Γ. Ζάγκα προς τον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 14.12.2009, (Παράρτημα 2 στην ένσταση και μέρος του διοικητικού φακέλου). Η εξέταση της περίπτωσης της Α. Λουκά απεκάλυπτε ότι είχε εργαστεί με τους Αιτητές από τον Απρίλιο του 2004, μέχρι και τη λήψη της απόφασης. Οι υπηρεσίες της αφορούσαν τη θέση λειτουργού τύπου και δημοσίων σχέσεων, δηλαδή, ενημέρωση των ανωτέρων της αναφορικά με δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, επικοινωνία με δημοσιογράφους, οργάνωση δημοσιογραφικών διασκέψεων και εκδηλώσεων, σύνταξη δελτίου τύπου, ομιλιών κλπ και, γενικά, η προβολή του έργου των Αιτητών. Εργαζόταν στη βάση είτε συμβολαίου ανάθεσης υπηρεσιών, είτε δεκαπενθήμερων συμβολαίων. Είχε συγκεκριμένη αμοιβή που αντιστοιχούσε ή ακόμη και καθοριζόταν ρητά να είναι στην κλίμακα Α2. Είχε συγκεκριμένο ωράριο και η εργασία της υπόκειτο σε έλεγχο. Στα δεκαπενθήμερα συμβόλαια κτυπούσε και κάρτα εισόδου-εξόδου, στα δε συμβόλαια παροχής υπηρεσιών γινόταν ανάλογος έλεγχος από τον άμεσα προϊστάμενο της. Οι αιτητές παρείχαν όλα τα μέσα διεκπεραίωσης των καθηκόντων και της υπηρεσίας της.
Το Δικαστήριο αναθεωρώντας τη διοικητική πράξη δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων εφόσον κρίνει ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής, (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Cassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835), έρευνα δε θεωρείται επαρκής εφόσον έχει επεκταθεί στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Όπως έχει ήδη αναφερθεί όλα τα δεδομένα ήσαν ενώπιον της Υπηρεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και αναθεωρήθηκαν κατά την ιεραρχική προσφυγή και από την Υπουργό.
Όπως αποκαλύπτει η νομολογία επί του θέματος της διαπίστωσης κατά πόσο οι υπηρεσίες ατόμου είναι ή όχι μισθωτές, συναρτάται από την ύπαρξη συμβολαίου, το δικαίωμα επιλογής των προσφερομένων υπηρεσιών, την ύπαρξη ελέγχου, τον καθορισμό συγκεκριμένου ποσού ως μισθού, την προσφορά εργασίας σε συγκεκριμένο χώρο που υποδεικνύει ο εργοδότης, την εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη κ.λ.π., (δέστε Tsapaco Catering Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 796). Ούτε η διαφορά μεταξύ των εκδοχών του παραπονούμενου προσώπου και του εργοδότη του, είναι ιδιαίτερης σημασίας, διότι το Δικαστήριο εξετάζει την ουσιαστική υπόσταση της σχέσης μεταξύ των προσώπων, ασχέτως και χωρίς δέσμευση από την τυχόν φραστική αναφορά των μερών σε εργολαβική προσφορά υπηρεσιών ή σε παροχή υπηρεσιών γενικώς, (δέστε Χριστάκης Κώστα ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (2011) 3 Α.Α.Δ. 225 και Polyancon Estates Co. Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (2009) 3 Α.Α.Δ. 411). Η όλη διευθέτηση μεταξύ των μερών και οι σχετικοί όροι, ρητοί ή εξυπακουόμενοι, δυνατόν να δείχνουν ότι σε μια περίπτωση η σχέση μεταξύ των μερών είναι σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου, (δέστε Ferguson v. Dawson (1976) 3 All E.R. 817 και Massey v. Crown Life Insurance Co (1978) 2 All E.R. 576).
Οι καθ΄ ων ορθά και εύλογα αναφέρθηκαν στα κριτήρια του καθορισμένου μισθού, του ωραρίου, του ελέγχου εκτέλεσης της εργασίας και των μέσων παραγωγής για την κατάληξη τους, (δέστε Δημοκρατία ν. Φρίνικς Λτδ (2002) 3 Α.Α.Δ. 192), για να αποφασίσουν ότι η Αντιγόνη Λουκά προσέφερε μισθωτές υπηρεσίες τους αιτητές. Αναμφίβολα δεν πάσχει η απόφαση των καθ΄ ων διότι επέλεξαν να θεωρήσουν τις υπηρεσίες της Α. Λουκά ως μισθωτές, παρά την προς το αντίθετο θέση της Γενικής Διευθύντριας των αιτητών, (δέστε Polyancon Estates Co. Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων - ανωτέρω -).
Η υπόθεση Stilvi General Cleaners Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 4 Α.Α.Δ. 912, που επικαλέσθηκαν οι αιτητές δεν διαφοροποιεί τα πράγματα υπέρ τους. Στην υπόθεση εκείνη επαναβεβαιώθηκαν οι αρχές με τις οποίες καθορίζεται η μισθωτή υπηρεσία προσώπου και ορθά αναφέρθηκε ότι το ζήτημα αυτό επιλύεται ανάλογα με το σύνολο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης.
Η απόφαση εδώ των καθ΄ ων ήταν εύλογα επιτρεπτή από το σύνολο των ενώπιον τους δεδομένων. Και, επαναλαμβάνεται και εδώ, ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης με τις δικές του, διότι ο ρόλος του είναι να ελέγχει τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας και της διοικητικής απόφασης και όχι την ορθότητα της, (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476, Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113 και Θεμιστός Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 879/09, ημερ. 29.3.2011).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ