ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1567/2010)
6 Φεβρουαρίου, 2013
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Ε. Μυριανθέας, για τους Αιτητές.
Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 10.9.2010, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση των αιτητών εναντίον της απόφασης που εκδόθηκε στις 22.12.2009 για βεβαίωση φόρου ύψους €2.264,96.
Οι αιτητές ενεγράφησαν στο Μητρώο Φ.Π.Α. από τις 9.10.2004, λόγω ανάληψης δρώσας οικονομικής μονάδας από το Μαρίνο Χριστοφόρου. Κατά την περίοδο εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α. οι αιτητές είχαν εμπορική δραστηριότητα, διατηρούσαν κατάστημα λιανικής πώλησης υποδημάτων στη Σωτήρα Αμμοχώστου. Η εγγραφή των αιτητών ακυρώθηκε από το Μητρώο Φ.Π.Α. στις 31.3.2006, μετά την πώληση της επιχείρησης των αιτητών σε τρίτο πρόσωπο περί τα τέλη Μαρτίου του 2006.
Ο αρμόδιος λειτουργός του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λάρνακος, ασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει της παραγράφου 6 (2) (α) του Δέκατου Παραρτήματος των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2009, απαίτησε από τους αιτητές με επιστολή ημερ. 20.1.2009, να παράσχουν στον ΄Εφορο Φ.Π.Α. (στο εξής «ο ΄Εφορος»), σχετικές πληροφορίες αναφορικά με το φόρο εισροών, τις αγορές και τα έξοδα της επιχείρησης, οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 2004 και 2005, καθώς και άλλες λεπτομέρειες όπως το ισοζύγιο, το φόρο εκροών, τα αποθέματα της επιχείρησης και τα πάγια περιουσιακά στοιχεία που παρέμειναν στην κατοχή των αιτητών κατά την ημερομηνία ακύρωσης της εγγραφής από το Μητρώο Φ.Π.Α.. Τα πιο πάνω στοιχεία ζητήθηκαν με σκοπό την εξέταση του αιτήματος των αιτητών για επιστροφή φόρου, (επιστολή ημερομηνίας 20.1.2009 - Παράρτημα Γ στην ένσταση).
Λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λάρνακος, ασκώντας τις εξουσίες τους με βάση τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμους, πραγματοποίησαν έλεγχο στην επιχείρηση των αιτητών, με σκοπό να διαπιστωθεί η ορθότητα των στοιχείων των φορολογικών δηλώσεων που οι αιτητές υπέβαλαν στον ΄Εφορο, σε σχέση με τα βιβλία και αρχεία που τήρησαν για τις πιο πάνω φορολογικές περιόδους. Από την εξέταση των πιο άνω βιβλίων και τηρουμένων αρχείων, ο ΄Εφορος κατέληξε πως:
(1) Οι αιτητές είχαν διεκδικήσει λανθασμένα έκπτωση φόρου εισροών.
(2) Οι αιτητές κατά την ημερομηνία ακύρωσης της εγγραφής τους από το Μητρώο Φ.Π.Α. είχαν αποθέματα εμπορευμάτων ύψους €16.263,75 για τα οποία αναλογεί ποσό Φ.Π.Α. ύψους €2.121,36 το οποίο και όφειλαν να καταβάλουν με την υποβολή της τελικής φορολογικής τους δήλωσης, πράγμα που δεν έπραξαν.
Το πρώτο ζήτημα δεν θα απασχολήσει άλλο το Δικαστήριο, εφ΄ όσον οι αιτητές δεν έφεραν ένσταση στη βεβαίωση φόρου εισροών και δεν αποτελεί επίδικο θέμα.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, ο ΄Εφορος προχώρησε σε βεβαίωση φόρου δυνάμει του άρθρου 49 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν. 95(Ι)/2000 (όπως τροποποιήθηκε, Ν. 95(Ι)/2004) και με επιστολή του ημερ. 22.12.2009, ειδοποίησε τους αιτητές ότι ως φόρος οφειλόμενος βεβαιώθηκε το ποσό τον €2.264,96 για τις φορολογικές περιόδους από 1.10.2004 μέχρι 31.3.2006.
Οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση στον ΄Εφορο κατά της βεβαίωσης φόρου με επιστολή ημερομηνίας παραλαβής από την Υπηρεσία Φ.Π.Α. 5.2.2010.
Ο ΄Εφορος εξετάζοντας την ένσταση, με επιστολή του ημερ. 10.9.2010, γνωστοποίησε στους αιτητές την απορριπτική του απόφαση, πληροφορώντας τους για τους λόγους πάνω στους οποίους βάσισε την απόφασή του.
Οι αιτητές προβάλλουν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και/ή το νόμο. Παρερμήνευσαν, είναι η θέση των αιτητών, την κείμενη νομοθεσία και ενήργησαν υπό το κράτος πλάνης όσον αφορά τις πρόνοιες της, αλλά και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, αυθαίρετα και χωρίς να προβούν σε σοβαρή έρευνα των δεδομένων και γεγονότων που τους δόθηκαν, χωρίς να εξετάσουν τα έγγραφα που παρουσίασαν οι αιτητές και τα οποία συνηγορούσαν στο ότι οι αιτητές είχαν αποθέματα τα οποία πώλησαν, απέρριψαν χωρίς τη δέουσα αιτολογία την ένσταση και το αίτημα των αιτητών.
Ουσιαστικά το παράπονο των αιτητών, επικεντρώνεται στο ότι από όλα τα σχετικά στοιχεία τα οποία ετέθησαν ενώπιον του Εφόρου, τιμολόγιο ημερ. 24.3.2006, Παράρτημα 1 στη γραπτή τους αγόρευση, μαζί με τη σχετική απόδειξη είσπραξης, καθώς χειρόγραφο συμβόλαιο πώλησης καταστήματος, Παράρτημα Στ στην ένσταση, ρητά διαλαμβάνει ότι το απόθεμα (στοκ) των υποδημάτων που αγόρασε και παρέλαβε από τους αιτητές ο νέος αγοραστής, ήσαν 1.407 ζεύγη υποδημάτων, ενώ λανθασμένα ο ΄Εφορος δέχθηκε ότι πωλήθηκαν μόνο γύρω στα 150 ζεύγη, θέση η οποία κατά τους αιτητές, έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τα στοιχεία τα οποία ετέθησαν ενώπιον του Εφόρου.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Δεύτερου Παραρτήματος, καθορίζονται οι πράξεις που θεωρούνται ως παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών. Με το εδάφιο 4 (1) του άρθρου 8 του Δεύτερου Παραρτήματος, προνοούνται τα ακόλουθα:
«4.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (2) πιο κάτω, όταν αγαθά που αποτελούν μέρος των περιουσιακών στοιχείων επιχείρησης μεταβιβάζονται ή διατίθενται δυνάμει των οδηγιών του προσώπου που ασκεί την επιχείρηση έτσι ώστε να μην αποτελούν πλέον μέρος εκείνων των περιουσιακών στοιχείων, είτε έναντι αντιπαροχής είτε όχι, αυτό αποτελεί παράδοση από το εν λόγω πρόσωπο των αγαθών.».
Σύμφωνα δε με το εδάφιο 6(1) του άρθρου 8 του Δεύτερου Παραρτήματος:
«Όταν πρόσωπο παύει να είναι υποκείμενο στο φόρο, τότε οποιαδήποτε αγαθά που αποτελούν κατά το χρόνο αυτό μέρος των περιουσιακών στοιχείων επιχείρησης που ασκείται από το ίδιο θεωρούνται ότι παραδίδονται από το ίδιο μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση της επιχείρησής του αμέσως πριν παύσει να είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, εκτός αν-
(α) Η επιχείρηση μεταβιβάζεται ως δρώσα οικονομική μονάδα σε άλλο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο.».
Στην έκθεση ελέγχου (Παράρτημα Δ της ένστασης), περιγράφονται με λεπτομέρεια οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν από το λειτουργό Υπηρεσίας Φ.Π.Α., ο οποίος και προέβηκε στις πιο κάτω διαπιστώσεις:
«Με βάση τις πιο πάνω παρατηρήσεις μου, οι ελλείψεις και αδυναμίες που παρουσιάζουν τα βιβλία, στοιχεία και αρχεία του υποκειμένου στο φόρο προσώπου είναι οι πιο κάτω:
1. Η Τελική Φορολογική Δήλωση υποβλήθηκε με μηδενικά ποσά, ενώ με βάση το Ισοζύγιο στις 31/3/2006 (ημερομηνία ακύρωσης) υπήρχαν στην κατοχή της εταιρείας τόσο απόθεμα, όσο και πάγια στοιχεία. Η αξία των παγίων ήταν £4.512,76 και του αποθέματος £13.000,00. Ο φόρος επομένως που θα έπρεπε να δηλωθεί και αποδοθεί είναι £2.285,45 (17.521,76Χ15/115).
2. Κατά την εξέταση της ακύρωσης ο λογιστής του υποκειμένου στο φόρο προσώπου δήλωσε ότι δεν παρέμεινε απόθεμα, ενώ στους Τελικούς Λογαριασμούς του 2005 και στο Ισοζύγιο 31/3/2006 παρουσιάζεται τελικό απόθεμα ύψους £13.000,00. Από τα βιβλία της εταιρείας φαίνεται ότι το ποσοστό κέρδους είναι 60%. Αυτό σημαίνει ότι εάν όντως πωλήθηκαν όλα τα εμπορεύματα με αυτό το ποσοστό κέρδους, τότε οι πωλήσεις του 2006 θα έπρεπε να ήταν £20.800,00 (13.0001,6) και όχι £8.300,00 που δηλώθηκαν. Επομένως υπάρχουν αδήλωτες πωλήσεις ύψους £12.500,00.».
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι ο φόρος προστιθέμενης αξίας είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος και η καταγραφή ή λήψη όλων των απαραίτητων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία (Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21). Αν ο φορολογούμενος έχει παραλείψει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται ή αν παραλείπει να τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ή όταν κριθεί ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή εσφαλμένες, ο ΄Εφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του (βλέπε σχετικά Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679).
Εν όψει λοιπόν των πιο πάνω ελλείψεων και αδυναμιών, που παρουσίαζαν τα βιβλία και τα στοιχεία των αιτητών, ο ΄Εφορος προχώρησε στη βεβαίωση φόρου δυνάμει του άρθρου 49(1) όπως τροποποιήθηκε από το Ν.95(Ι)/2000.
«49.-(1) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείψει να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου (ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης που καταργήθηκε με τον παρόντα Νόμο) ή να τηρήσει οποιαδήποτε έγγραφα και να παράσχει τις διευκολύνσεις τις απαραίτητες για να επαληθευτούν τέτοιες δηλώσεις ή όταν ο ΄Εφορος κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, ο ΄Εφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό.».
Φαίνεται από το σύνολο των ενεργειών του Εφόρου, όπως προκύπτει μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, ότι διεξήχθη πλήρης έρευνα ώστε τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε ο ΄Εφορος, να καθιστούν εφικτό το δικαστικό έλεγχο στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφασή της, με σαφή παράθεση πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης:
«Από την αξιολόγηση των στοιχείων που προσκομίστηκαν κατά την ένσταση και τα στοιχεία που είχαμε στην κατοχή μας κατά τον φορολογικό έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι με κανένα τρόπο δικαιολογείται ότι η συνολική αξία των πάγιων περιουσιακών στοιχείων καθώς και του αποθέματος που έχετε πωλήσει είναι αυτή που αναφέρεται στο τιμολόγιο. Τα πιο πάνω ενισχύονται τόσο από τις οικονομικές σας καταστάσεις, όσο και από την εικόνα που παρουσιάζουν οι φορολογικές σας δηλώσεις. Συγκεκριμένα, το ποσοστό περιθωρίου κέρδους με βάση τις οικονομικές σας καταστάσεις είναι υπερδιπλάσιο του ποσοστού περιθωρίου κέρδους που παρουσιάζουν οι φορολογικές σας δηλώσεις.».
΄Εχει νομολογηθεί ότι εφ΄ όσον ο ΄Εφορος, κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου φόρου, ενεργεί εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει σ΄ αυτήν γιατί διαφορετικά θα θεωρείτο ανεπίτρεπτη η υποκατάστασή του. Ο ΄Εφορος θεωρείται ότι ενήργησε νομίμως, εφ΄ όσον στη βάση των στοιχείων που είχε ενώπιόν του ευρίσκεται στα όρια του λογικώς εφικτού (βλ. Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3Ε 3376). Ιδιαιτέρως όταν το αρμόδιο διοικητικό όργανο καλείται να αποφασίσει επί θεμάτων, όπως η μέθοδος υπολογισμού του φόρου, όπου απαιτούνται τεχνικής και επιστημονικής φύσεως γνώσεις, η επέμβαση του Δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση απόδειξης πλάνης περί τα πράγματα ή κατάχρηση εξουσίας. (Βλέπε: Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 1801, Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346 και Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, και Στέλιος Αυγουστή & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 4Α Α.Α.Δ. 592).
Ο ΄Εφορος εξέτασε με προσοχή όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που έθεσαν ενώπιόν του οι αιτητές και αναζήτησε μαρτυρία, όπως και πάλι του υπέδειξαν οι αιτητές, σε μια προσπάθεια αναζήτησης των αληθών πραγματικών γεγονότων που σχετίζονταν με την ένσταση, πριν καταλήξει στην απόφαση του (Λοΐζου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 321). Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση πλάνης περί τα πράγματα, όταν το διοικητικό όργανο σταθμίζει και αξιολογεί στοιχεία και γεγονότα που τίθενται ενώπιόν του για κρίση. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η επίδικη απόφαση είναι αιτιολογημένη με σαφήνεια (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Ακόμα και στην περίπτωση που τα στοιχεία αντιφάσκουν και προβαίνει σε εκτίμησή τους, προτιμώντας ορισμένα και απορρίπτοντας άλλα, όπως στην εδώ περίπτωση, αρκεί η εκτίμησή τους να οδηγεί στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα (Παντελής Παντελούρης κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1991) 3 Α.Α.Δ. 78 - Πλήρης Ολομέλεια).
Στην κρίση του Εφόρου, δεν εισήλθε ως αποκλειστικό ουσιαστικό στοιχείο, ο αριθμός των υποδημάτων που πωλήθηκαν με την επιχείρηση, ώστε να εκληφθεί ως λανθασμένη η απόφασή του, αλλά το απόθεμα κατ΄ αξίαν, σε αναφορά και αντιπαραβολή με τα βιβλία της εταιρείας και στο ποσοστό κέρδους. Ως εκ τούτου, το εύρημα των καθ΄ ων η αίτηση, ότι μετά την πώληση της εταιρείας οι αιτητές είχαν στην κατοχή τους απόθεμα υποδημάτων, ήταν ευλόγως επιτρεπτό στη βάση των ενώπιόν τους στοιχείων, όπως τέθηκαν από του αιτητές με την ένστασή τους και μετά από τη διεξαγωγή έρευνας και αναζήτησης στοιχείων από το πρόσωπο προς το οποίο η επιχείρηση πωλήθηκε.
Οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν υπερβεί τις εξουσίες τους ή δεν άσκησαν την κρίση τους, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο (Νέον Φάληρον Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 273/95, ημερ. 8/1/1999 και Argosy Company Ltd v. Inland Revenue Commissioner (1971) 1 Weekly Law Reports 514).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους που έχω αναπτύξει, η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, με €1.250 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
/ΜΔ