ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1498/2011)
22 Φεβρουαρίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,
ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
O Αιτητής παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Τζ. Καρακάννα (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 4.10.2011 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για δημόσιο βοήθημα.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Ο Αιτητής, είναι έγγαμος με πολίτιδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία απέκτησε ένα γιο ηλικίας 7 περίπου χρόνων, ενώ έχει ακόμη ένα παιδί από τον πρώτο του γάμο, το οποίο διαμένει με τη μητέρα του.
Σύμφωνα με πληροφορίες που πάρθηκαν από το φάκελο του Αιτητή, αυτός ήταν λήπτης Δημοσίου Βοηθήματος από τις 11.1.2007, αφού τότε ήταν ανίκανος για εργασία βάσει ιατρικής βεβαίωσης και η σύζυγος του είχε αναλάβει τη φροντίδα του μικρού παιδιού τους, με αποτέλεσμα και οι δύο να είναι εξαρτώμενοί του.
Περαιτέρω ο Αιτητής, στις 23.4.2009 ολοκλήρωσε το πρόγραμμα ΠΥΞΙΔΑ για απεξάρτηση και μετά από εκπαίδευση που είχε, ειδικεύτηκε ως υδραυλικός. Όπως ο ίδιος ανάφερε τότε στην αρμόδια Λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, θα εργοδοτείτο από το Νοέμβριο του 2009 ως υδραυλικός και ζήτησε να διακοπεί το Δημόσιο Βοήθημα που έπαιρνε. Πράγματι, την 1.11.2009 διακόπηκε το Δημόσιο Βοήθημα λόγω εργοδότησης τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του.
Από τις 18.5.2009 μέχρι 2.12.2009, ο Αιτητής παρακολούθησε εκπαιδευτικό πρόγραμμα που διοργάνωσε το Κέντρο Παραγωγικότητας. Η σύζυγος του άρχισε να εργάζεται ως πωλήτρια και σύμφωνα με έρευνα που έγινε στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις εργαζόταν σταθερά από τις 30.10.2010 στην ίδια εταιρεία ως πωλήτρια και είναι πλήρως απασχολημένη μέχρι σήμερα με μηνιαίο εισόδημα €800.
Στις 19.8.2011 υπέβαλε αίτηση στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για παροχή Δημόσιου Βοηθήματος. Στην αίτηση επισυνάφθηκε πιστοποιητικό ημερ. 5.8.2011, του Ψυχίατρου, Α. Αργυρίου, στο οποίο αναφέρεται ότι ο Αιτητής παρακολουθείτο από την Υπηρεσία Ψυχικής Υγείας από το 2006 για «Ψυχωσικό σύνδρομο με ιστορικό απεξάρτησης». Ήταν η γνώμη του Ιατρού ότι ως αποτέλεσμα της πάθησης του ήταν «ανίκανος για εργασία μέχρι 5.2.2012».
Οι Καθ' ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της πιο πάνω αίτησης, στις 28.9.2011, προέβησαν σε κατ' οίκον επίσκεψη, κατά την οποία ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά διαστήματα εργάζεται μερικώς στον αδελφό του ως εργάτης οικοδομών, ενώ διαπιστώθηκε ότι σύμφωνα με τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο ασφαλιστικός λογαριασμός του Αιτητή έδειχνε ότι καταβάλλονταν ασφαλιστικές εισφορές μέχρι το 2005.
Ακολούθως στις 30.10.2011, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε Λειτουργός των Καθ' ων η αίτηση, μαζί με τον Ψυχίατρο κ. Αργυρίου, ο οποίος παρακολουθούσε τον Αιτητή, της ανάφερε ότι ο Αιτητής είναι σε μια σταθερή κατάσταση και θα μπορούσε να απασχοληθεί κάπου, γεγονός που θα τον βοηθούσε τόσο στην ψυχολογική όσο και στην οικονομική κατάστασή του.
Έτσι στις 4.10.2011, η αίτηση για Δημόσιο Βοήθημα απορρίφθηκε για το λόγο ότι «η σύζυγος του είναι πλήρως απασχολημένη και έχει ευθύνη συντήρησης του συζύγου και του εξαρτώμενου παιδιού της βάσει του άρθρου 12(1)(α) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου».
Ο Αιτητής, ο οποίος χειρίζεται προσωπικά την παρούσα προσφυγή, προβάλλει ως λόγο ακυρότητας την υπέρβαση εξουσίας και έλλειψη έρευνας. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι οι Καθ' ων η αίτηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν έλαβαν υπόψη το πιστοποιητικό του ειδικού ιατρού, ότι ήταν ανίκανος προς εργασία μέχρι 5.2.2012 και έλαβαν υπόψη την γενική και αόριστη αναφορά Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας, ότι σύμφωνα με προφορική επαφή με τον θεράποντα Ιατρό του Αιτητή, αυτός ήταν ικανός προς εργασία. Κατά την άποψη του Αιτητή, η συγκεκριμένη αναφορά στην ουσία υποκατέστησε την αρχική γραπτή γνωμάτευση του Ιατρού που θεωρούσε τον Αιτητή ανίκανο προς εργασία μέχρι 5.2.2012.
Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Το αίτημα που υποβλήθηκε είχε ως βάση την ανικανότητα του Αιτητή να εργαστεί από 19.8.2011 μέχρι 5.2.2012. Οι Καθ' ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να εξετάσουν δυνάμει του άρθρου 3 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006 (Ν.95(Ι)/2006) («ο Νόμος»), κατά πόσον πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου. Ο Αιτητής ως κύπριος υπήκοος πληρούσε την πρώτη προϋπόθεση που προβλέπεται από το άρθρο 3(1)(α) του Νόμου. Παρέμεινε προς διερεύνηση κατά πόσον πληρούσε το κριτήριο (β) του πιο πάνω άρθρου, δηλαδή κατά πόσον το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι του Αιτητή «δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του». Καμιά έρευνα δεν διεξήχθη για διακρίβωση της οικονομικής του κατάστασης και ιδιαίτερα κατά πόσον ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες του ίδιου και της οικογένειας του. Επίσης, από τη στιγμή που υπήρχε ιατρική βεβαίωση ότι ο Αιτητής ήταν ανίκανος προς εργασία, οι Καθ' ων η αίτηση όφειλαν δυνάμει του άρθρου 3(1)(β) και του εδαφίου (13) να τον παραπέμψουν σε Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα για να αποφασίσει ως προς την ικανότητα του να εργαστεί. Αντί αυτού, η Λειτουργός των Καθ' ων η αίτηση περιορίστηκε να τηλεφωνήσει στο θεράποντα Ιατρό του Αιτητή, ο οποίος, όπως η ίδια ισχυρίζεται, της είπε, αναιρώντας την αρχική του γραπτή βεβαίωση, ότι ο Αιτητής ήταν ικανός προς εργασία. Κατά την άποψή μου, η διαδικασία που ακολούθησαν οι Καθ' ων η αίτηση δεν συνάδει με τη διαδικασία που προβλέπει ο Νόμος.
Πέραν τούτου, το άρθρο 3(12) του Νόμου προβλέπει ότι όπου η αναπηρία προσώπου είναι «προβλεπτής διάρκειας, ο Διευθυντής μπορεί να παρέχει τέτοιο βοήθημα ως αναπηρικό επίδομα, εάν κρίνει τούτο αναγκαίο». Καμιά εξέταση ή έρευνα δεν έγινε προς αυτή την κατεύθυνση ώστε να κριθεί η αναγκαιότητα παροχής του αιτούμενου βοηθήματος, λόγω της περιορισμένης διάρκειας ανικανότητας του Αιτητή. Ούτε εξετάστηκαν οι δυνατότητες δυνάμει του άρθρου 4 του Νόμου, κατά πόσον οι ειδικές περιστάσεις του Αιτητή συνιστούσαν επειγόντως την παροχή βοηθήματος. Ούτε έγινε οποιαδήποτε έρευνα, ως αποτέλεσμα της συγκατοίκησης του με τη σύζυγο του, για να διαπιστωθούν οι ανάγκες τους.
Οι Καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα στηρίχθηκαν στο άρθρο 12(1)(α) το οποίο προβλέπει για την ευθύνη του κάθε συζύγου να συντηρεί τον άλλο και τα ανήλικα τέκνα του. Η απλή επίκληση του καθήκοντος που επιβάλλει το άρθρο 12 δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης, χωρίς παράλληλα να συνεκτιμηθούν και τα υπόλοιπα στοιχεία που ανέφερα πιο πάνω. Όφειλαν οι Καθ' ων η αίτηση να ερευνήσουν περαιτέρω κατά πόσο τα εισοδήματα της συζύγου ήταν ικανοποιητικά για συντήρηση του Αιτητή και του ανήλικου παιδιού τους και κατά πόσον χρειαζόταν ενίσχυση μέσα στα πλαίσια των πρόσθετων εξουσιών που παρέχει ο Νόμος στο Διευθυντή Κοινωνικής Ευημερίας.
Τέλος, η Λειτουργός των Καθ' ων η αίτηση, ενώ φαίνεται στην εσωτερική σημείωση που ετοίμασε να εστιάζει την προσοχή της στην ικανότητα του Αιτητή να εργαστεί, στη συνέχεια καταλήγει, χωρίς έρευνα, να απορρίψει το αίτημα του επειδή η σύζυγος του είχε υποχρέωση να τον συντηρεί.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή τα πραγματικά του έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ