ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση  Αρ.  957/2011)

 

25 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

TATIANA  POZDNIAKOVA,

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Λ. Κληρίδης με Π. Κυπριανού, για την Αιτήτρια.

Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Με την τροποποιημένη  προσφυγή της η αιτήτρια ζητά δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου που να ακυρώνει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 28.6.2011, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας. 

 

Μεταξύ των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η τροποποιημένη προσφυγή είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι κακόπιστη, καθότι ακυρώνει προηγούμενη απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 29.1.2010, με την οποίαν είχε εγκριθεί η αίτηση της αιτήτριας για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας.  Επιπρόσθετα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζονται αρχές της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης καθότι ακυρώθηκε προηγούμενη ευμενής για την αιτήτρια απόφαση χωρίς να της δοθεί το δικαίωμα ακροάσεως.  Ακόμα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε παράνομα και παράτυπα καθότι δεν προηγήθηκε και/ή δεν έγινε ανάκληση της προγενέστερης απόφασης ημερ. 29.1.2010.  

 

Η αιτήτρια είναι Ρωσίδα και βρίσκεται στην Κύπρο από το 1997.  Από το 2002 μέχρι το 2009 ήταν παντρεμένη με Κύπριο, το 2009 όμως ο γάμος διαλύθηκε.  Το 2005 υπέβαλε αίτηση απόκτησης κυπριακής υπηκοότητας και στις 29.1.2010 της κοινοποιήθηκε ότι η αίτηση της εγκρίθηκε και κλήθηκε να πληρώσει το ποσό των €324,63.-, το οποίο και πλήρωσε την 1.2.2010.  Ουδέποτε όμως της εκδόθηκε πιστοποιητικό Κυπριακής ιθαγένειας.  Στις 28.6.2011, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η αιτήτρια πληροφορήθηκε ότι η αίτηση της για την απόκτηση Κυπριακής ιθαγένειας απορρίφθηκε.  

 

Είναι η θέση των καθ΄  ων η αίτηση ότι η αιτήτρια παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα για κάποιες περιόδους του 2003, του 2006 και του 2008.   Αναφορικά με την αίτηση της για πολιτογράφηση και απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το αρμόδιο τμήμα, στις 13.12.2009 (μάλλον εννοεί 23.12.2009), λανθασμένα θεώρησε ότι ο αρμόδιος Υπουργός είχε δώσει την έγκριση του για την αίτηση της αιτήτριας και ως εκ τούτου από λάθος η αιτήτρια ειδοποιήθηκε στις 29.1.2010 ότι η αίτηση της είχε εγκριθεί και θα έπρεπε να καταβάλει το νενομισμένο τέλος προς έκδοση πιστοποιητικού πολιτογράφησης.  Στην πραγματικότητα η απόφαση του αρμοδίου Υπουργού ήταν εξ αρχής απορριπτική και γι΄ αυτό η αιτήτρια ενημερώθηκε αρχικά με επιστολή ημερ. 17.5.2011, η οποία προφανώς στάληκε σε λανθασμένη διεύθυνση, και στη συνέχεια ενημερώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, που της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 28.6.2011.

 

Ενώπιον του δικαστηρίου κατατέθηκε και ο διοικητικός φάκελος ως τεκμήριο 1.  Στο τεκμήριο 1 σημαντικά είναι, μεταξύ άλλων, τα έγγραφα που σημειώνονται με ερυθρό χρώμα ως 483 και 484.   Το Ερυθρό 484 είναι αντίγραφο της επιστολής ημερ. 29.1.2010 των καθ΄ ων η αίτηση προς την αιτήτρια, με την οποία της κοινοποιείται ότι η αίτηση της ημερ. 5.1.2005 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, εγκρίθηκε και αυτή προτρέπεται να προσέλθει στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για να πληρώσει το ποσό των €324,63.- ως δικαιώματα για την έκδοση του πιστοποιητικού πολιτογράφησης.  Με την ίδια επιστολή της κοινοποιείτο ότι σύμφωνα με το Ν 141(Ι)/2002 το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να στερήσει από πολιτογραφημένο πολίτη της Δημοκρατίας την ιδιότητα του πολίτη αν αυτός διαμένει σε ξένες χώρες για περισσότερο από επτά έτη.  Το Ερυθρό 483 είναι αντίγραφο της απόδειξης της πληρωμής του προαναφερόμενου ποσού από την αιτήτρια την 1.2.2010 για την απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας. 

 

Σημαντικό επίσης είναι το έγγραφο που σημειώνεται με τα Ερυθρά 464 και 465.  Είναι επιστολή της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 18.11.2009, προς τον Υπουργό Εσωτερικών, μέσω του Γενικού Διευθυντή,   με την οποίαν, αφού αναγράφεται ότι η αιτήτρια κατέχει τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται από το νόμο για πολιτογράφηση (όπως φαίνεται στο Ερυθρό 463), στο τέλος γίνεται εισήγηση για απόρριψη της αίτησης της για πολιτογράφηση της επειδή, μεταξύ άλλων, ο πρώην σύζυγος της είχε καταγγείλει, εκ των υστέρων, ότι ο λόγος για τον οποίο τον παντρεύτηκε ήταν για να πετύχει την παραμονή της στην Κύπρο.  Στο Ερυθρό 465 υπάρχει χειρόγραφο σημείωμα που φαίνεται να προέρχεται από το Γενικό Διευθυντή, ημερ. 3.12.2009.  Στο σημείωμα αναγράφεται ότι ο Γενικός Διευθυντής διαφωνεί με την εισήγηση.  Δεν δέχεται τη θέση του συζύγου ότι ο γάμος του 2002, που ήταν σε ισχύ μέχρι τις 30.3.2009, έγινε για να μείνει η αιτήτρια στην Κύπρο.   Στο ίδιο Ερυθρό 465 υπάρχει και σημείωμα που φαίνεται να προέρχεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερ. 23.12.2009, σύμφωνα με το οποίο ο Υπουργός συμφωνεί με την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή.

 

Σε μεταγενέστερο σημείωμα της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 5.11.2010, που έγινε μετά από συνέντευξη που είχε με την αιτήτρια στις 12.3.2010, αναφορικά με πληροφορίες που η αιτήτρια είχε σε σχέση με την πρόοδο της αίτησης πολιτογράφησης της, η Διευθύντρια γράφει ότι ζητά διευκρινίσεις, από τον Υπουργό, αν το Τμήμα της ορθά ερμήνευσε τα σημειώματα του Γενικού Διευθυντή και του Υπουργού στο Ερυθρό 465 ότι η αίτηση πολιτογράφησης είχε εγκριθεί και όχι ότι είχε παραπεμφθεί για περαιτέρω χειρισμό πίσω στο Τμήμα.  

 

Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται ότι σε συνέχεια της επιστολής ημερ. 29.1.2010 (με την οποία πληροφορείτο η αιτήτρια ότι η αίτηση της είχε εγκριθεί), πληροφορείτο η αιτήτρια ότι η περίπτωση της τέθηκε εκ νέου ενώπιον του Έντιμου Υπουργού Εσωτερικών στις 7.12.2010 για να διευκρινιστεί εάν όντως η αίτηση είχε εγκριθεί.  Ο Υπουργός διευκρίνισε ότι στις 23.12.2009 είχε απορρίψει την αίτηση της αφού έλαβε υπόψη του ότι η αιτήτρια παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία το 2008, συνελήφθη να εργάζεται παράνομα την ίδια περίοδο και δεν υφίστατο οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος που να δικαιολογεί την πολιτογράφηση της ως Κύπριας πολίτιδας.  Επιπρόσθετα λέγει ότι, στις 7.12.2010, ο Έντιμος Υπουργός επιβεβαίωσε την απόφαση του για απόρριψη της αίτησης, κρίνοντας ότι η αιτήτρια ήταν αναξιόπιστο πρόσωπο.  Ως εκ τούτου το ποσό των €324,63.-, που κατέβαλε η αιτήτρια ως δικαιώματα έκδοσης πιστοποιητικού πολιτογράφησης, θα της επιστραφούν. 

 

Αναφορικά με την προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνω ότι στον υπηρεσιακό φάκελο δεν υπάρχει οποιοδήποτε σημείωμα για απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 7.12.2010, ενώ για τις  23.12.2009 υπάρχει το προαναφερόμενο σημείωμα στο Ερυθρό 465 του τεκμηρίου 1.

 

 

Το νομικό ζήτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση είναι το κατά πόσον ήταν επιτρεπτό για τους καθ΄  ων η αίτηση να πάρουν την προσβαλλόμενη απόφαση ενώ υπήρχε η προηγούμενη αντίθετη απόφαση ημερ. 29.1.2010, η οποία στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ ανακληθεί.  Δεν θεωρώ ότι με την αναφορά, στην προσβαλλόμενη απόφαση, «σε συνέχεια της επιστολής μας ημερ. 29.1.2010» γίνεται ανάκληση της απόφασης που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή εκείνη.

 

Στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο, Ν 158(Ι)/1999, στο άρθρο 54 γίνεται πρόνοια για ανάκληση διοικητικών πράξεων.  Στο εδάφιο (1) του άρθρου 54 αναγράφεται ότι θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η ανάκληση από τη Διοίκηση, μετά πάροδο ευλόγου χρόνου, πράξης της διοίκησης, έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και ευνοϊκές καταστάσεις για το διοικούμενο.   Στο εδάφιο (2) προνοείται ότι ανάκληση παράνομης πράξης επιτρέπεται, και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου.  Στο εδάφιο (3) προνοείται ότι ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξης, έστω και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοση της,  δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος.  Το εδάφιο (4) προνοεί ότι ανάκληση διοικητικής πράξης επιτρέπεται σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοση της ή των συνθηκών που αποτελούσαν, σύμφωνα με το νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοση της. 

Στο σύγγραμμα, Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, στις σελ. 305-316,  επεξηγείται το δικαίωμα ανάκλησης παράνομης αλλά και νόμιμης διοικητικής πράξης.    Παράνομη διοικητική πράξη είναι η πράξη που η έκδοση ή το περιεχόμενο της παραβαίνει κανόνες δικαίου ή που εκδίδεται κατόπιν πλάνης περί τα πράγματα.  Συνήθως σ΄ αυτές τις περιπτώσεις η διοίκηση στηρίζει την άμεση εφαρμογή του νόμου ή την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας σε πραγματικά περιστατικά ή πραγματικές καταστάσεις που αποδεικνύονται ανύπαρκτα.  Αντίθετα δεν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα όταν η διοίκηση μεταβάλει απλά γνώμη ή φθάσει σε διαφορετική κρίση ή εκτίμηση των ίδιων στοιχείων. 

 

Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η διοίκηση μετέβαλε απλά τη γνώμη της ή έφθασε σε διαφορετική κρίση ή εκτίμηση των ίδιων στοιχείων και επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά ανάκληση προηγούμενης παράνομης πράξης.  Στην πραγματικότητα δεν συνιστά ανάκληση ούτε παράνομης, ούτε και νόμιμης πράξης.  Απλά, χωρίς να ακυρώνουν οι καθ΄ ων η αίτηση την προηγούμενη τους απόφαση ημερ. 29.1.2010, με την προσβαλλόμενη απόφαση ανατρέπουν το αποτέλεσμα της προηγούμενης απόφασης τους.  Αυτό κατά την εκτίμηση μου συνιστά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης καθότι η διοίκηση δεν μπορεί να ενεργεί με αυτόν τον αντιφατικό τρόπο ταλαιπωρόντας το διοικούμενο (Δέστε:  Άρθρο 51(1) του Ν 158(Ι)/1999).  Αυτό, άλλωστε, επηρεάζει δυσμενώς και το αίσθημα εμπιστοσύνης που οι πολίτες πρέπει να τρέφουν προς τη Διοίκηση. 

Αν θεωρηθεί, όμως, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, εξυπακουόμενα, ανακλήθηκε η προηγούμενη απόφαση της 29.1.2010, τότε θεωρώ ότι, εφόσον η προηγούμενη απόφαση ήταν νόμιμη και είχε ευνοϊκό αποτέλεσμα για την αιτήτρια, ένεκα του ότι με αυτήν της παρείχετο η κυπριακή ιθαγένεια, η ανάκληση της ήταν δυνατή μόνον αν η απόφαση της 29.1.2010 περιείχε επιφύλαξη ανακλήσεως ή αν νόμος προέβλεπε το επιτρεπτό της ανακλήσεως (Δέστε:  Δαγτόγλου, ανωτέρω, σελ. 315).  Είναι γεγονός ότι στην απόφαση της 29.1.2010 υπήρχε επιφύλαξη ανακλήσεως, σύμφωνα με το Ν 141(Ι)/2002, (σε περίπτωση που η αιτήτρια θα είχε τη νόμιμη διαμονή της εκτός Κύπρου για περισσότερα από επτά έτη), αλλά η προσβαλλόμενη απόφαση της 28.6.2011 δεν στηρίχθηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην προαναφερόμενη επιφύλαξη και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νόμιμη ανάκληση, εν  πάση περιπτώσει. 

 

Επιπρόσθετα προς τα ανωτέρω θεωρώ ότι αν οι καθ΄ ων η αίτηση επιθυμούσαν να ανακαλέσουν νόμιμα την προηγούμενη νόμιμη πράξη τους, θα έπρεπε να δώσουν επαρκή αιτιολογία γι΄ αυτό, καθώς και προηγούμενο δικαίωμα ακροάσεως στην αιτήτρια αναφορικά με το ζήτημα της ανάκλησης (Δέστε:  Δαγτόγλου, ανωτέρω, σελ. 316).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση η αιτιολογία που δόθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά την ανάκληση της προηγούμενης απόφασης αλλά αφορά στο γιατί απορρίφθηκε το αίτημα της για πολιτογράφηση.  Επίσης η συνέντευξη που είχε η αιτήτρια με τη Διευθύντρια δεν αφορούσε στο ζήτημα της πιθανής ανάκλησης της προηγούμενης απόφασης και των τυχόν συνεπειών τέτοιας ανάκλησης στην αιτήτρια,  μετά μάλιστα από την πάροδο περίπου 1½ έτους, αλλά αφορούσε σε διευκρίνιση ισχυρισμών της αιτήτριας αναφορικά με το τί την πληροφόρησε κάποιος μεσάζων που ενεργούσε για προώθηση της αίτησης πολιτογράφησης της. 

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, και ειδικά επειδή θεωρώ ότι με την αντιφατική συμπεριφορά των καθ΄  ων η αίτηση αυτοί παρέβησαν το καθήκον τους για καλή πίστη και χρηστή διοίκηση κατά παράβαση του άρθρου 51(1) του Ν 158(Ι)/1999, αλλά και επειδή, αν η προσβαλλόμενη απόφαση θεωρηθεί ως ανάκληση της προηγούμενης νόμιμης απόφασης των καθ΄  ων η αίτηση, η ανάκληση δεν έγινε νόμιμα και δεν πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο (Άρθρο 54 του Ν 158(Ι)/1999), καταλήγω στο ότι η προσφυγή πρέπει να επιτύχει. 

 

 

 

 

Κατά συνέπεια εκδίδεται απόφαση με την οποίαν ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 28.6.2011, ως η παράγραφος Α του αιτητικού της τροποποιημένης προσφυγής.   Έξοδα €1.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας.

 

 

 

 

                                                        Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                      Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο