ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 819/2010)
11 Ιανουαρίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΙΖΟΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Τριανταφυλλίδης με Μ. Καλλιγέρου (κα.), για τον Αιτητή.
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 31.5.2010, σύμφωνα με την οποία, οι καθ΄ ων η αίτηση, μετά από επανεξέταση της απόφασης τους, ημερ. 17.5.2010, (με την οποία ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα), υπό το φως των ισχυρισμών του αιτητή (που υποβλήθηκαν με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 25.5.2010), αποφάσισαν να επαναβεβαιώσουν την απόφαση τους ημερ. 17.5.2010, παραβιάζει το Σύνταγμα και τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ), είναι πεπλανημένη, παράνομη, καταχρηστική, άκυρη και χωρίς νόμιμο αποτέλεσμα.
Τα παράπονα του αιτητή επικεντρώνονται στο ότι οι καθ΄ ων η αίτηση, λανθασμένα, εφάρμοσαν στην προκείμενη περίπτωση το Ν 1/90, λανθασμένα εφάρμοσαν το Ν 158(Ι)/1999 και καταστρατήγησαν και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης μη παραχωρώντας στον αιτητή δικαίωμα ακροάσεως πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, που ήταν δυσμενής, γι΄ αυτόν.
Το ζήτημα της διαθεσιμότητας του αιτητή απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο, από το 2005, σε σειρά προσφυγών οι οποίες αποφασίστηκαν όλες υπέρ του αιτητή, με αποτέλεσμα να ακυρωθούν όλες οι αποφάσεις για τη διαθεσιμότητα του που ο αιτητής πρόσβαλε. Η τελευταία τέτοια απόφαση εκδόθηκε στην Προσφυγή 821/10 (απόφαση του Νικολαίδη, Δ, ημερ. 26.11.12) με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 17.5.10 με την οποία ο αιτητής ετίθετο σε διαθεσιμότητα μέχρι την ολοκλήρωση της εναντίον του ποινικής υπόθεσης υπ΄ αρ. 35013/07.
Οι καθ΄ ων η αίτηση στην γραπτή τους ένσταση δεν προέβαλαν, ως προδικαστική ένσταση, το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή αλλά βεβαιωτική πράξη. Στην αγόρευση τους όμως έθεσαν αυτό το ζήτημα και εφόσον είναι ζήτημα που το δικαστήριο μπορεί και αυτεπάγγελτα να εξετάσει θεωρώ ορθό και δίκαιο να το εξετάσω στο παρόν στάδιο.
Η σχετική ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση συνίσταται στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι απλά βεβαιωτική της απόφασης ημερ. 17.5.10 η οποία ακυρώθηκε με την προαναφερόμενη απόφαση στην Προσφυγή 821/10. Η απάντηση του αιτητή είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι βεβαιωτική εκείνης της 17.5.10 αλλά είναι νέα απόφαση που λήφθηκε μετά που ο αιτητής υπέβαλε στους καθ΄ ων η αίτηση νέα στοιχεία με την επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 25.5.10.
Με την απόφαση ημερ. 17.5.10 είχε αποφασιστεί η διαθεσιμότητα του αιτητή από 17.5.10 και μέχρι την ολοκλήρωση της εναντίον του ποινικής υπόθεσης με αρ. 35013/07. Με την απόφαση εκείνη πληροφορείτο επίσης ο αιτητής ότι εδικαιούτο να υποβάλει γραπτή ένσταση μέχρι 21.5.10 ως προς το θέμα της διαθεσιμότητας στην οποία τέθηκε, ένεκα της ποινικής υπόθεσης που εκκρεμούσε εναντίον του. Πληροφορείτο ακόμα ότι, οι καθ΄ ων η αίτηση, θα επανεξέταζαν το θέμα αυτό, υπό το φως και των παραστάσεων που τυχόν θα υπέβαλλε ο αιτητής, σύμφωνα με το άρθρο 85(2) του Ν 1/90. Ο αιτητής υπέβαλε τις παραστάσεις του με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 25.5.10. Στην επιστολή αυτή, οι δικηγόροι του αιτητή εισηγήθηκαν ότι η απόφαση της 17.5.10 περιέχει έκδηλη και καταφανή παρανομία εφόσον παραβιάζει κατάφορα τις διατάξεις του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν 1/90), το Σύνταγμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα του αιτητή και κάθε αρχή του διοικητικού δικαίου. Ειδικότερα παραβιάζει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης και την αρχή της χρηστής διοίκησης. Παραβιάζει επίσης την ΕΣΔΑ και λήφθηκε με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο. Όπως αναφέρεται: «Περαιτέρω καμιά νόμιμη αναγκαιότητα δεν υπάρχει, που να επέτρεπε τη διαθεσιμότητα του κ. Παναγή λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που περιβάλλουν την υπόθεση αυτή».
Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία περιέχεται στην επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 31.5.10, προς τη δικηγόρο του αιτητή κα. Καλλιγέρου, γίνεται αναφορά στην επιστολή ημερ. 25.5.10 και επιβεβαιώνεται ότι έγινε επανεξέταση του θέματος της διαθεσιμότητας του αιτητή, υπό το φως και των ισχυρισμών του. Παρά ταύτα οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν την επιβεβαίωση της απόφασης τους ημερ. 17.5.10, επειδή έκριναν ότι δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για αναθεώρησή της.
Τι συνιστά εκτελεστή και τι συνιστά βεβαιωτική πράξη είναι θεμελιωμένο. Αν ο αιτητής θέσει στη διοίκηση νέα ουσιώδη στοιχεία τα οποία καθιστούν επιβεβλημένη τη διεξαγωγή νέας έρευνας, η νέα απόφαση είναι εκτελεστή (Δέστε: Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 474). Η λήψη υπόψιν νέων στοιχείων, που δεν είναι ουσιώδη, δεν συνιστά νέα έρευνα της υπόθεσης (Δέστε: Solomonides v. Republic (1986) 3 CLR, 1025). Επίσης τα νέα στοιχεία δεν πρέπει να είναι «άσχετα προς ότι θεμελίωσε την αρχική απόφαση ή κατά νόμο θα μπορούσε να θεμελιώσει οποιαδήποτε μεταγενέστερη» (Δέστε: Ευριβιάδης ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 280).
Έχοντας υπόψιν τα προαναφερόμενα, και με γνώμονα ότι δεν επαφίεται στο διοικούμενο να προκαλέσει την έκδοση νέας εκτελεστής πράξης, αλλά στο ίδιο το δικαστήριο να κρίνει αν, από τον αιτητή προβλήθηκαν, ή αν προέκυψαν, νέα στοιχεία που, εξ αντικειμένου, θα μπορούσαν, με δεδομένο το ισχύον νομικό καθεστώς, να επηρεάσουν το λόγο λήψης της προηγούμενης απόφασης, εκτιμώ ότι ο αιτητής, με την επιστολή του ημερ. 25.5.10, κανένα στοιχείο δεν προέβαλε που θα μπορούσε, εξ αντικειμένου, να θεωρηθεί ως σημαντικό νέο στοιχείο για το οποίο η διοίκηση θα έπρεπε να επανεξετάσει το ζήτημα της διαθεσιμότητας του, εκκρεμούσης της, εναντίον του, προαναφερόμενης ποινικής υπόθεσης. Αυτό φαίνεται και από την απόφαση του Νικολαίδη, Δ. στην προαναφερόμενη Προσφυγή 821/10, όπου γίνεται ρητή αναφορά στο περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 25.5.10.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι απλά βεβαιωτική της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 17.5.10, η οποία ήδη ακυρώθηκε, και επομένως ότι δεν είναι παραδεκτή η προσφυγή εναντίον της. Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200.- έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.