ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 713/2011)
31 Ιανουαρίου, 2013
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SENAY MEHMET,
Αιτήτρια,
-ν-
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Αργ. Ιωάννου, για την Αιτήτρια.
Ε. Φλουρέντζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία είναι Τουρκοκυπριακής καταγωγής, ως διαχειρίστρια και κληρονόμος της περιουσίας της γιαγιάς της, ζήτησε από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο τη μεταβίβαση και εγγραφή στο όνομά της, μεταξύ άλλων, και μιας κατοικίας στο χωριό Ανώγυρα. Το αίτημά της διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών η οποία υπέβαλε έκθεση προς το Υπουργείο Εσωτερικών για ενημέρωση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Κατόπιν επισταμένης εξέτασης του θέματος και μετά από τη λήψη νομικής συμβουλής, ο Κηδεμόνας, με επιστολή του ημερομηνίας 18.3.2011, χορήγησε τη συγκατάθεσή του για τη μεταβίβαση της κατοικίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα ετίθετο όρος επικαρπίας στον τίτλο ιδιοκτησίας, ότι αυτή θα συνέχιζε να χρησιμοποιείται για την οίκηση της δικαιούχου εκτοπισμένης Κυριακούς Πολυβίου, εφ΄όρου ζωής της, ή μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης, οποιοδήποτε συμβεί ενωρίτερα.
Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης του Κηδεμόνα αναφορικά με την ένθεση όρου επικαρπίας στον τίτλο ιδιοκτησίας της, προβάλλοντας προς τούτο διάφορους λόγους ακύρωσης.
Ο καθ΄ου η αίτηση απορρίπτει τους προβαλλόμενους λόγους στην ουσία τους και προβάλλει περαιτέρω και προδικαστική ένσταση ως προς τη δυνατότητα προσβολής της επίδικης απόφασης. Ως εκ της φύσεώς της, θα επιληφθώ της προδικαστικής ένστασης κατά προτεραιότητα.
Προδικαστική Ένσταση.
Όπως ισχυρίζεται ο καθ΄ου η αίτηση, επειδή ο Κηδεμόνας, με βάση τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) Προσωρινές Διατάξεις Νόμο - Νόμος αρ. 130/1991, δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα, αλλ΄ απλά καλείται όπως εγκρίνει ή όχι μια πράξη, οι αποφάσεις του δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν μέσω προσφυγής.
Η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να ευσταθήσει αφού, όπως ορθά υποδεικνύει και η συνήγορος της αιτήτριας, διαφορετική είναι η νομική θέση που καθιερώθηκε από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1475/2006, Ismail Shakir κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 16.6.2009, εξηγεί αυτή τη θέση:
"Κατ΄ ανάλογο τρόπο θα πρέπει να απορριφθεί και άλλη προδικαστική ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη των καθ΄ ων δεν είναι εκτελεστή γιατί δεν προέρχεται από όργανο το οποίο έχει κατά νόμο αποφασιστική αρμοδιότητα επί του θέματος. Σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ ων η αίτηση μόνο το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να τερματίσει τις αρμοδιότητες και εξουσίες που παρέχει ο Νόμος στον Κηδεμόνα για διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών, οι οποίες περιήλθαν υπό την κηδεμονία του κατά την έναρξη της ισχύος του σχετικού νόμου την 1.7.1991 και μέχρι την τελική διευθέτηση του θέματος. Αξίζει αναφοράς η απόφαση Torgut Yashar v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 454/2002, ημερ. 16.9.2004, όπου, αντίθετα με την παρούσα υπόθεση, η προσφυγή ασκήθηκε εναντίον του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Εκεί κρίθηκε μεταξύ άλλων ότι το λόγο είχε ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και όχι ο Διευθυντής του Κτηματολογίου. Στην παρούσα υπόθεση η προσφυγή ασκήθηκε εναντίον του Διευθυντή Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή αφού αξιώνεται η αποδέσμευση τουρκοκυπριακής περιουσίας από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ο οποίος έχει σύμφωνα με τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ΄Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991, Ν.139/91, σχετική αρμοδιότητα. Ο Κηδεμόνας έχει σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας."
(Βλ. επίσης Niazi v. Δημοκρατίας, ΑΕ169/2006, ημερομηνίας 14.4.2009).
Θα προχωρήσω να εξετάσω τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.
1. Ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αντίθετη προς το Νόμο, το Σύνταγμα και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
α. Ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου αρ. 139/1991 λόγω μη εφαρμογής του Δικαίου της Ανάγκης.
Η συνταγματικότητα του Νόμου τούτου, ως γνωστόν, επιβεβαιώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, και στην απόφασή του στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1 ΑΑΔ 1275, με επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης. Όπως υποβάλλει η αιτήτρια, αφενός σέβεται την απόφαση αυτή, αφετέρου όμως εισηγείται ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με το Δίκαιο της Ανάγκης η συγκεκριμένης έκτασης παρέκκλιση που παρατηρείται με την προσβαλλόμενη απόφαση από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας της αιτήτριας. Προβαίνει δε η αιτήτρια σε εκτενή επί του θέματος επιχειρηματολογία.
Σε σχέση με το θέμα τούτο παρατηρώ τα εξής: Το θέμα εδώ δεν είναι το κατά πόσο η συγκεκριμένη απόφαση της διοίκησης ή η έκτασή της θα μπορούσε ή όχι να δικαιολογηθεί με την επιστράτευση των αρχών του Δικαίου της Ανάγκης. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με βάση και δυνάμει εξουσίας η οποία παρέχεται στον Κηδεμόνα από το Νόμο. Ισχυρισμός ότι ο Κηδεμόνας ενήργησε καθ΄ υπέρβαση ή κατ΄ αντίθεση προς το Νόμο δεν εγείρεται.
Επομένως, το θέμα δεν είναι εάν και κατά πόσο το Δίκαιο της Ανάγκης μπορεί να δικαιολογήσει ή όχι την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά το θέμα περιορίζεται στη διακρίβωση κατά πόσο η σχετική νομοθετική πρόνοια στο Νόμο που δίδει αυτή την εξουσία, μπορεί να δικαιολογηθεί ή όχι με το Δίκαιο της Ανάγκης. Και όπως ορθά επισημαίνει και η πλευρά της αιτήτριας, η συνταγματικότητα της νομοθεσίας εκείνης με την επίκληση της αρχής του Δικαίου της Ανάγκης επιβεβαιώθηκε τελεσίδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Συνεπώς, περαιτέρω εξέταση του θέματος από το παρόν Δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτή.
β. Ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και ειδικότερα προς το Άρθρο 23 (δικαίωμα ιδιοκτησίας).
Κάτω από αυτή την επικεφαλίδα, η αιτήτρια εκθέτει την δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, από την οποία θα μπορούσε να εξέλθει αν της επιτρεπόταν να πωλήσει την επίδικη περιουσία, χωρίς τον όρο που τέθηκε και χωρίς καμιά αποζημίωση.
Σε σχέση με αυτή τη θέση, θα πρέπει να παρατηρηθεί και πάλι ότι, στην απουσία κατάδειξης ότι η εξουσία για επιβολή του επίδικου όρου έγινε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, και χωρίς την προβολή ενός τέτοιου ισχυρισμού, έπεται ότι η εξουσία για λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης έγινε με νόμιμη εξουσιοδότηση και, επομένως, το μόνο θέμα που θα μπορούσε να εγερθεί θα αφορούσε ισχυρισμό περί του ότι οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες είναι αντίθετες προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο, σε αριθμό αποφάσεών του, έχει απορρίψει ανάλογους ισχυρισμούς ότι οποιεσδήποτε πρόνοιες του Νόμου αρ. 139/1991 βρίσκονται σε αντίθεση με το Άρθρο 23 του Συντάγματος. [Α. Σολομωνίδης κ.ά. (ανωτέρω)].
Έτσι, και στην παρούσα περίπτωση, ο Κηδεμόνας δεν αποστέρησε από την αιτήτρια το δικαίωμα της ιδιοκτησίας της στην επίδικη ακίνητη περιουσία, παρά μόνο απαίτησε την ένθεση όρου, ο οποίος για μια προσωρινή περίοδο θα διασφάλιζε δικαιώματα άλλου πολίτη της Δημοκρατίας, παθόντος ως αποτέλεσμα της εισβολής και κατοχής. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του Νόμου, ο Κηδεμόνας, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, με βάση το Νόμο:
". θα μεριμνά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών."
Όπως δε προνοείται στην παράγραφο (ii) της επιφύλαξης στο άρθρο 6 του Νόμου, ο Κηδεμόνας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, δεν μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα, μετά τη λήξη της ισχύος του Νόμου, το δικαίωμα του ιδιοκτήτη επί ακίνητης ιδιοκτησίας να έχει περιοριστεί ή δεσμευτεί περισσότερο από ότι θα ήταν απόλυτα αναγκαίο για την περιουσία ή την ιδιοκτησία ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον. Αυτό σημαίνει ότι όρος όπως ο εδώ επιβληθείς, είναι θεμιτό να ισχύει μόνο κατά τη διάρκεια της ισχύος του Νόμου.
γ. Ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το Νόμο.
Όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, εσφαλμένα η επίδικη ακίνητη περιουσία θεωρήθηκε ως "Τουρκοκυπριακή περιουσία" η οποία, δυνάμει του Νόμου, περιήλθε υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα. Δεδομένου ότι η ιδιοκτήτρια της περιουσίας - γιαγιά της αιτήτριας, απεβίωσε κατά το 1984, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε την συνήθη διαμονή της εκτός των ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών κατά το 1991 που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος. Επομένως, η περιουσία της δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εγκαταλειφθείσα, δυνάμει του Νόμου και να περιέλθει υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα.
Οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου αρ. 139/1991 έχουν ως ακολούθως:
Άρθρο 5: "Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατά τη διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του χορηγούνται με τον παρόντα Νόμο, ο Κηδεμόνας θα έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης τους:..."
Άρθρο 2: "«Τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία."
«Τουρκοκύπριος» σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο, καθώς και το Εφκάφ."
Το γεγονός ότι ο κρίσιμος χρόνος για τη διακρίβωση του κατά πόσο ο ιδιοκτήτης είχε τη συνήθη διαμονή του εκτός των ελεγχομένων από τη Δημοκρατία περιοχών είναι η ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος κατά το 1991, επιβεβαιώθηκε επανειλημμένα από τη νομολογία. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τη διακρίβωση του κατά πόσο μια περιουσία θεωρείται ως "Τουρκοκυπριακή περιουσία", αφού μόνο περιουσία η οποία κατά το 1991 ανήκε σε Τουρκοκύπριο ο οποίος διέμενε εκτός των ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών, καλύπτεται από το Νόμο. [Perihan Korkut v. Απόστολου Γεωργίου (2008) 1 Β ΑΑΔ 905].
Το θέμα που εγείρεται εδώ, αφορά στο ερώτημα κατά πόσο κατά τη δεδομένη ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος, δηλαδή την 1.7.1991, το επίδικο ακίνητο μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκε σε "Τουρκοκύπριο" και συνιστούσε συνακόλουθα "Τουρκοκυπριακή περιουσία" μέσα στην έννοια του Νόμου. Για να μπορεί να λεχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της περιουσίας, γιαγιά της αιτήτριας, κατά το 1991 ήταν Τουρκοκύπρια, η οποία δεν είχε τη συνήθη διαμονή της στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Σύμφωνα με γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, η οποία επισυνάφθηκε στην Ένσταση και η οποία είχε ζητηθεί από τον καθ΄ου η αίτηση, η τότε ιδιοκτήτρια της περιουσίας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν είχε τη συνήθη διαμονή της στις ελεγχόμενες περιοχές, ούτε και οπουδήποτε αλλού, αφού είχε αποβιώσει από το 1984, αρκετά έτη δηλαδή προτού τεθεί σε ισχύ ο Νόμος. Ούτε και παρέχεται έδαφος στη νομολογία, αναφέρεται στη γνωμάτευση, να εκληφθεί για σκοπούς εφαρμογής του Νόμου, ως στοιχείο η συνήθης διαμονή των κληρονόμων ή δικαιούχων της περιουσίας της αποβιώσασας, αλλ΄ούτε και η συνήθης διαμονή του αποβιώσαντα ιδιοκτήτη κατά την ημερομηνία θανάτου.
Το θέμα τούτο φαίνεται να απασχόλησε, έστω και ακροθιγώς, σε μια απόφαση του Εφετείου σε πολιτική έφεση, στην υπόθεση Raziye Cenil (2008) 1 ΑΑΔ 987. Στην υπόθεση εκείνη, η εφεσείουσα, ως διαχειρίστρια της περιουσίας και μόνη κληρονόμος της περιουσίας του Τουρκοκύπριου πατέρα της, ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο όπως εγκρίνει την πώληση κτήματος στη Γεροσκήπου που ανήκε στον αποβιώσαντα. Το Δικαστήριο δεν ενέκρινε το αίτημα, καθότι το ακίνητο συνιστούσε "Τουρκοκυπριακή περιουσία" μέσα στην έννοια του άρθρου 2 του Νόμου αρ. 139/1991, εφόσον ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης του είχε τη μόνιμη διαμονή του στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας κατά την ημερομηνία θανάτου του και, επομένως, το ακίνητο είχε περιέλθει υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα. Το Εφετείο επικύρωσε αυτή την απόφαση, αναφέροντας τα ακόλουθα:
"Ο όρος «τουρκοκυπριακή περιουσία» στο Άρθρο 2 του Ν. 139/91 καθορίζεται ως: «κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία·». Στο ίδιο άρθρο ο όρος «Τουρκοκύπριος» σημαίνει: «Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο, καθώς και το Εφκάφ·». Συνεπώς, στη βάση του παραδεκτού γεγονότος ότι τόπος διαμονής του αποβιώσαντος μέχρι του θανάτου του και της αιτήτριας μέχρι και την ακρόαση της υπόθεσης ήταν οι κατεχόμενες περιοχές, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η περιουσία εμπίπτει στην «τουρκοκυπριακή περιουσία» και θεωρείται με το Ν. 139/91 ως εγκαταλελειμμένη είναι ορθή."
Κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι κατά το 1991, που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος, η Τουρκοκύπρια ιδιοκτήτρια της περιουσίας είχε αποβιώσει από ετών, αυτό δεν σημαίνει ότι καμιά συνήθη διαμονή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε, για σκοπούς εφαρμογής του Νόμου. Η αποβιώσασα διέμενε μόνιμα στις κατεχόμενες περιοχές μέχρι την ημερομηνία θανάτου της και παρέμεινε ως εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της περιουσίας κατά το 1991 και μετέπειτα. Ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε ο Νόμος ήταν να προστατεύσει τις περιουσίες οι οποίες εγκαταλείφθηκαν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και να αποτρέψει την τυχόν καταστροφή, πρόκληση ζημιάς ή αλόγιστη εκμετάλλευσή τους από τρίτα πρόσωπα. Εάν η ιδιοκτήτρια αυτή βρισκόταν εν ζωή κατά το 1991, αναμφίβολα η επίδικη περιουσία θα περιέρχετο στον Κηδεμόνα για προστασία και διαχείριση. Το γεγονός του θανάτου της, όχι μόνο δεν είναι στοιχείο που έθετε την περιουσία εκτός του ελέγχου από τον Κηδεμόνα, αλλ΄ αντίθετα θα έλεγα, ισχυροποιούσε την ανάγκη για προστασία και διαχείριση της εγκαταλειφθείσας αυτής περιουσίας, αφού το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να την ελέγξει είχε αποβιώσει. Ούτε και μπορεί πιστεύω να λεχθεί ότι από την ημερομηνία θανάτου της αποβιώσασας και μετέπειτα, "ιδιοκτήτες" της περιουσίας θα μπορούσε για σκοπούς του Νόμου να θεωρηθούν οι κληρονόμοι ή δικαιούχοι σε εγγραφή της περιουσίας της αποβιώσασας. Κατά το 1991, που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος και είναι ο ουσιώδης χρόνος, κανένας δεν γνώριζε, ούτε είχε διακριβωθεί ποιοι θα ήταν οι κληρονόμοι της αποβιώσασας, ή έστω ο διαχειριστής της περιουσίας της. Όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αίτηση για χορήγηση εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας της αποβιώσασας έγινε κατά το 2006 αφού, όπως αναφέρεται στη συνημμένη στην Ένσταση Δήλωση Διαχειριστή, το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου με το οποίο η αιτήτρια είχε διοριστεί διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιώσασας μετά συνημμένης διαθήκης, είχε εκδοθεί στην Αίτηση αρ. 274/2006, κατά την 11.9.2006. Θα ήταν επομένως αδιανόητο είτε να θεωρηθεί η αιτήτρια ως ιδιοκτήτρια ή δικαιούχος αναδρομικά από τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή το 1991, είτε να εκληφθεί ότι επειδή κατά το 2006 κατέστη ή αναγνωρίστηκε ως δικαιούχος, να μη θεωρείται πλέον η περιουσία της αποβιώσασας ως εγκαταλειφθείσα και περιελθούσα ή παραμένουσα υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα.
Επομένως, κρίνω ότι ορθά η επίδικη περιουσία θεωρήθηκε ότι από την 1.7.1991 περιήλθε υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα και παρέμεινε έκτοτε νόμιμα στην κατοχή του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.
δ. Ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Κάτω από αυτή την πτυχή του λόγου ακύρωσης, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, κατά παράβαση των άρθρων 26 και 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Σε σχέση με το θέμα τούτο, θα πρέπει κατ΄ αρχάς να υπομνησθεί ότι ο καθ΄ου η αίτηση ενέκρινε και δεν απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας για εγγραφή στο όνομά της, της επίδικης περιουσίας. Το παράπονο της αιτήτριας αναφέρεται μόνο στο μέρος της απόφασης σύμφωνα με το οποίο ζητήθηκε όπως τεθεί ο προαναφερθείς όρος για επικαρπία.
Η εξήγηση και αιτιολογία γι΄ αυτή την ενέργεια του Κηδεμόνα είναι προφανής και καταδεικνύεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Η χρήση της επίδικης κατοικίας είχε δοθεί για οίκηση εκτοπισμένης η οποία είχε απολέσει τη δική της κατοικία και περιουσία και ο Κηδεμόνας αποφάσισε όπως η δικαιούχος συνεχίζει να παραμένει προσωρινά στην κατοικία. Όπως διαπιστώνεται από σχετική επιστολή του Επάρχου Λεμεσού, ημερομηνίας 12.5.2009, η κατοικία είχε παραχωρηθεί από το 1977 στη χήρα εκτοπισθείσα Κυριακού Πολυβίου η οποία κατά το 2009 ήταν 85 ετών και η κατοικία είχε επιδιορθωθεί πρόσφατα. Αυτό ήταν που λήφθηκε υπόψη και συνιστά προφανή αιτιολογία γιατί κρίθηκε από τον Κηδεμόνα η προσωρινή συνέχιση εξασφάλισης της διαβίωσης της εκτοπισθείσας μέχρι το τέλος της ζωής της, παρά τη μεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας στην αιτήτρια.
Αντιβαίνει, όπως περαιτέρω ισχυρίζεται η αιτήτρια, η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση στην αρχή της ισότητας, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 38 του Νόμου 158(Ι)/1999, επειδή κατά την ενάσκηση των εξουσιών του, ο Κηδεμόνας έλαβε υπόψη μόνο τις ανάγκες της εκτοπισθείσας. Διαφωνώ με αυτή τη θέση, διαπιστώνοντας ότι ο Κηδεμόνας εξισορρόπησε ορθά τα δικαιώματα και τις ανάγκες τόσο της δικαιούχου σε εγγραφή της κατοικίας, όσο και της εκτοπισθείσας ενοίκου, εγκρίνοντας αφενός την εγγραφή και μεταβίβαση της κατοικίας στην πρώτη και συνάμα διασφαλίζοντας ότι η εκτοπισθείσα υπερήλικας δεν θα αναγκαζόταν να εκκενώσει την κατοικία στην οποία διέμενε από το 1977, αλλά θα παρέμενε εκεί για όσα χρόνια της απέμειναν ή μέχρι τη λήξη ισχύος του Νόμου.
ε. Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του άρθρου 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (Υποχρέωση σεβασμού των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
Γενικά όπως προβάλλεται αυτός ο λόγος ακύρωσης, γενικής απάντησης χρήζει. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, παρά τα όσα ενδεχόμενα συνταγματικά προβλήματα ή προβλήματα με διεθνείς συμβάσεις ενδεχόμενα να προκαλούσε η θέσπιση του Νόμου αρ. 139/1991, αυτή δικαιολογήθηκε νομικά και συνταγματικά με την επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης.
Άλλοι λόγοι ακύρωσης.
Στη συνέχεια της αγόρευσής της η αιτήτρια επανέρχεται με λόγους ακύρωσης οι οποίοι κατά το πλείστον έχουν ήδη εξετασθεί και δεν προτίθεμαι να τους εξετάσω ξανά. Τέτοιοι λόγοι είναι ο ισχυρισμός περί μη αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης, η πλάνη περί το Νόμο και η έλλειψη δέουσας έρευνας.
Συμπερασματικά, επαναλαμβάνω ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις, όπως διαφαίνεται από τις λεπτομερείς και χρονοβόρες διαδικασίες που έγιναν για λήψη πληροφοριών, στοιχείων, γνωματεύσεων κλπ. Η αιτιολογία προκύπτει επαρκώς από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Εξίσου απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας εκ μέρους του Κηδεμόνα αφού, όπως έχω ήδη διαγνώσει, αυτός είχε ενεργήσει στο πλαίσιο και κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του Νόμου. Ούτε και είναι βάσιμος άλλος ισχυρισμός της αιτήτριας περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης. Μπορεί πράγματι η προσβαλλόμενη απόφαση να προκαλέσει στην αιτήτρια κάποια αδικία και έκπτωση από την απόλαυση πλήρως των ιδιοκτησιακών της δικαιωμάτων. Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι ο Νόμος αυτός θεσπίστηκε κατόπιν και ως αποτέλεσμα της κατάφορης αδικίας και παρανομίας που προκλήθηκε από την Τουρκική εισβολή και προστατεύει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών, φροντίζοντας όμως συνάμα και για τις ανάγκες των αδίκως εκτοπισθέντων πολιτών της Δημοκρατίας, μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης.
Τελευταίος ισχυρισμός, ο οποίος εγείρεται από πλευράς της αιτήτριας, είναι ότι εσφαλμένα δεν της δόθηκε δικαίωμα ακρόασης προτού ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παράβαση του άρθρου 43 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Είναι νομίζω αρκετό να σημειωθεί ότι στον ίδιο το Νόμο, με τον οποίο δίδονται αρμοδιότητες στον Κηδεμόνα, δεν προβλέπεται οποιαδήποτε διαδικασία στην οποία να δίδεται σε πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα δυνατόν να επηρεάζονται από αποφάσεις του Κηδεμόνα, το δικαίωμα να ακουστεί, ούτε και αναμένεται ότι ο Κηδεμόνας θα έρθει σε προσωπική επαφή με ένα τέτοιο πρόσωπο. Στην υπό εξέταση περίπτωση η αιτήτρια απευθύνθηκε, και ορθά βέβαια, στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο, ζητώντας την εγγραφή του επίδικου και άλλων ακινήτων επ΄ ονόματι της και το Κτηματολόγιο καθηκόντως ζήτησε την έγκριση του Κηδεμόνα, ο οποίος έχοντας πλήρη στοιχεία, άσκησε τις εξουσίες του. Όπως δε αναφέρεται και στο Παράρτημα Γ στην Ένσταση, η άποψη της αιτήτριας ακούστηκε και λήφθηκε υπόψη, αφού είχαν λάβει χώρα διαβουλεύσεις μαζί της και τα αποτελέσματα διαβιβάστηκαν στον Κηδεμόνα. Ο τρόπος δε άσκησης των εξουσιών του Κηδεμόνα, όπως έχει προαναφερθεί, υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έτσι ώστε να διασφαλίζονται πλήρως τα συμφέροντα επηρεαζόμενου προσώπου.
Και κάτι τελευταίο. Στην επιστολή του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 16.3.2011, με την οποία διαβιβάστηκε η απόφαση του Κηδεμόνα προς το Κτηματολόγιο, αναφερόταν ότι ο επίδικος όρος επικαρπίας είχε γίνει αποδεκτός από την αιτήτρια. Σύμφωνα με την αιτήτρια η ίδια ουδέποτε αποδέχτηκε τον όρο εκείνο και η σχετική αναφορά στην επιστολή του Κηδεμόνα προφανώς οφείλεται σε πεπλανημένη αντίληψή του ως προς αναφορά που είχε διαβιβασθεί ότι ως αποτέλεσμα των προηγηθεισών διαβουλεύσεων με την αιτήτρια, διαβιβάστηκε στον Κηδεμόνα η πληροφόρηση ότι η αιτήτρια δεν επροτίθετο να απαιτήσει, τουλάχιστον στο σύντομο μέλλον απόδοση σ΄ αυτήν της κατοικίας. Βέβαια, καμιά μαρτυρία ή άλλα γεγονότα δεν δόθηκαν στο Δικαστήριο επί του θέματος τούτου. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, το στοιχείο της συγκατάθεσης ή μη της αιτήτριας στην ένθεση του επίδικου όρου, δεν έχει ουσιαστική σημασία, αφού δεν είναι καθόλου προϋπόθεση κάτι τέτοιο, στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Κηδεμόνα.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ