ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ιωάννου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 756
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Πογιατζή (2001) 3 ΑΑΔ 787
Πάντης Μιχάλης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3 ΑΑΔ 1089
Παπαδόπουλος Μάριος και Άλλος ν. OργανισμούΧρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 ΑΑΔ 276
Moδίτης Ιωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695
Kυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Aνδρέα E. Λαούρη και Άλλης (2006) 3 ΑΑΔ 52
Iωσηφίδης Xρίστος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 429
Γρουτίδης Χριστόδουλος (Δρ.) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 860
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 623/2010)
31 Ιανουαρίου, 2013
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΡ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Aίτηση.
- - - - - -
Δ. Κωνσταντίνου για Κ. Χρυσοστομίδη, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την Καθ΄ης η
Αίτηση.
Σ. Νικολάου για Α. Παπαχαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Για την πλήρωση της κενωθείσας μόνιμης θέσης Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, η οποία προκηρύχθηκε με δημοσίευση ημερομηνίας 25.9.2009 και η οποία είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, οι υποψήφιοι ήσαν δύο, ήτοι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος, Παύλος Τουμάζος. Και οι δύο υποψήφιοι, κριθέντες ως προσοντούχοι σύμφωνα με το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, κλήθηκαν σε προφορική εξέταση, η οποία διεξήχθη στις 8.1.2010 ενώπιον του Προέδρου και των Μελών της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ και στην οποία παρίστατο και η Αν. Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Η Αν. Γενική Διευθύντρια αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε για διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η καθ΄ης η αίτηση στη συνέχεια, προέβηκε στη δική της αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την εξέταση, καθώς και σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Έκρινε δε η καθ΄ης η αίτηση, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει γενικά του αιτητή και προσέφερε σ΄ αυτόν διορισμό στην επίδικη θέση από 15.1.2010.
Με την παρούσα προσφυγή του, ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης για το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους και επιζητεί την ακύρωσή της, προβάλλοντας διάφορους λόγους τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
1. Ισχυρισμοί περί ευνοϊκής μεταχείρισης του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του αιτητή.
Με προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είχε εκδοθεί στις 13.10.2009 στην προσφυγή του ίδιου αιτητή με αρ. 755/2007, είχε ακυρωθεί ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Όμως, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος απώλεσε την ιεραρχικά ανώτερη θέση που κατείχε στο Τμήμα, η οποία και θα έπρεπε να περιέλθει σε άλλο Λειτουργό, η αρμόδια Αρχή και η ΕΔΥ δεν ανακάλεσαν το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους και δεν διόρισαν στη θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή άλλο Λειτουργό, με αποτέλεσμα να ευνοηθεί το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο από τη θέση του Αν. Διευθυντή απέκτησε αυταπόδεικτο πλεονέκτημα έναντι του αιτητή σε όλα τα θέματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της προφορικής εξέτασης. Ταυτόχρονα, ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής, η σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας και η απόφαση της ΕΔΥ υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ήσαν προδιαγεγραμμένες. Προσθέτει δε ότι, το ενδιαφερόμενο μέρος χρησιμοποίησε καταχρηστικά τη θέση του Αν. Διευθυντή, αρνούμενο να ανταποκριθεί σε αίτημα του αιτητή για αρτιότερη ενημέρωσή του ενόψει των προφορικών συνεντεύξεων.
Οι ισχυρισμοί αυτοί του αιτητή δε φαίνεται να μπορούν να στοιχειοθετηθούν. Όπως ορθά επισημαίνει και η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση στην αγόρευσή της, η αρμόδια Αρχή είχε εισηγηθεί προς την ΕΔΥ όπως αναθέσει στο ενδιαφερόμενο μέρος να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης Διευθυντή από την 1.9.2009 μέχρι τη συμπλήρωση της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, πράγμα που έγινε, ενώ η ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 755/2007 εξεδόθη κατά την 13.10.2009. Το ακυρωτικό αποτέλεσμα όμως, δεν επέδρασε με οποιοδήποτε τρόπο στον υφιστάμενο διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους ως Αν. Διευθυντή, εφόσον αυτός ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις των Κανονισμών.
Εν πάση όμως περιπτώσει, θα πρόσθετα ότι, κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, ο αιτητής δεν προβάλλει κανένα νομικό λόγο για τον οποίο ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Αν. Διευθυντή ή έστω ο μη τερματισμός του διορισμού του, πάσχει, ούτε και βέβαια θα μπορούσε να εξετασθεί ένας τέτοιος λόγος στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.
Εκείνο το οποίο υποστηρίζει ο αιτητής είναι ότι ο μη τερματισμός του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους ως Αναπληρωτή Διευθυντή, ήταν το αποτέλεσμα ευνοϊκής μεταχείρισής του, λόγω της οποίας και απέκτησε κάποιο πλεονέκτημα. Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να στοιχειοθετείται και παραμένει στο επίπεδο της απλής εικασίας. Ως προς τον άλλο ισχυρισμό του αιτητή, περί μη ανταπόκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους ως Αν. Διευθυντή σε κάποιο αίτημα του, ούτε αυτό φαίνεται να στοιχειοθετείται, ενόψει της επιστολής-απάντησης του ενδιαφερόμενου μέρους ημερομηνίας 18.11.2009, το περιεχόμενο της οποίας δείχνει ικανοποιητική ανταπόκριση του ενδιαφερόμενου μέρους στο αίτημα του αιτητή.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν φαίνεται να στοιχειοθετείται.
2. Ισχυρισμός περί παράνομης/άκυρης σύστασης της Αν. Γενικής Διευθύντριας.
Αναφερόμενος στο σχετικό μέρος του τηρηθέντος πρακτικού της συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αιτητής εξάγει το συμπέρασμα ότι ενώπιόν της Αν. Γενικής Διευθύντριας είχαν τεθεί και είχαν μελετηθεί από αυτήν, μόνο ο προσωπικός φάκελος και οι υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους, ενώ κανένα στοιχείο του αιτητή, ο οποίος δεν είναι δημόσιος υπάλληλος, δεν τέθηκε και δεν λήφθηκε υπόψη της.
Αυτή η πτυχή του λόγου ακύρωσης δεν ευσταθεί. Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί στη νομολογία, προβαίνοντας σε σύσταση, ένας προϊστάμενος, καθηκόντως θα μελετήσει και λάβει υπόψη του το περιεχόμενο των υπηρεσιακών και προσωπικών φακέλων εκείνων μόνο των υποψηφίων για τους οποίους υπάρχουν τέτοιοι φάκελοι, λόγω του ότι αυτοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Για άλλους υποψηφίους σε θέσεις προαγωγής και πρώτου διορισμού, οι οποίοι δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, θα ληφθούν υπόψη τα άλλα διαθέσιμα στοιχεία, όπως είναι τα στοιχεία που παρατίθενται στην αίτησή τους, η τυχόν προηγούμενη εργοδοσία τους, προσόντα, τυχόν συστάσεις κλπ.
Το γεγονός δε ότι είτε στη σύσταση, είτε στην τελική απόφαση γίνεται στοχευμένη αναφορά στους υπηρεσιακούς και προσωπικούς φακέλους υποψηφίων που ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, είναι ασφαλώς για να καταδειχθεί ότι αυτά τα στοιχεία, εκεί όπου ήσαν διαθέσιμα, δεν παραγνωρίστηκαν. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι αγνοήθηκαν τα όσα άλλα στοιχεία ήσαν διαθέσιμα για υποψηφίους οι οποίοι δεν ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι.
Περαιτέρω, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, η κρίση της Γενικής Διευθύντριας για τον αιτητή ήταν παράνομη αφού, σύμφωνα με τη νομολογία, η σύσταση του προϊσταμένου θα πρέπει να βασίζεται σε προηγούμενη γνώση του για τους υποψηφίους. Σε σχέση με τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι το αντίθετο είναι που υποδεικνύει η νομολογία. Ότι δηλαδή η έλλειψη προσωπικής γνώσης των υποψηφίων από το Διευθυντή και το γεγονός ότι μπορεί να στηριχθεί μόνο στα στοιχεία των αιτήσεων και των φακέλων για να μορφώσει τη σύστασή του, δεν καθιστούν τη σύστασή του μηδαμινής αξίας. [Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 429].
Η σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας πάσχει, κατά τον αιτητή, και για ακόμα ένα λόγο, επειδή δηλαδή είναι αναιτιολόγητη. Όπως προσθέτει σχετικά, είναι γεγονός ότι ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος δεν απαιτεί όπως η σύσταση είναι αιτιολογημένη, πλην όμως η νομολογία θεωρεί ως μειωμένης αξίας συστάσεις οι οποίες είναι αναιτιολόγητες. Παραπονείται δε ο αιτητής ότι η καθ΄ης η αίτηση, ενεργούσα υπό πλάνη ως προς τη νομολογία, απέδωσε βαρύνουσα σημασία στο στοιχείο της σύστασης της Αν. Γενικής Διευθύντριας υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.
Σε σχέση με αυτό το θέμα, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Σε αντίθεση με το άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο προνοεί για αιτιολογημένες συστάσεις από τον Προϊστάμενο Τμήματος σε διαδικασίες προαγωγών υπαλλήλων, το άρθρο 34(9) του Νόμου, που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν προνοεί όπως οι συστάσεις του Προϊσταμένου Τμήματος είναι αιτιολογημένες. [Δημοκρατία ν. Λαούρη (2006) 3 ΑΑΔ 52].
Εκτεταμένη και αναλυτική εξέταση της νομολογίας και των αρχών που διέπουν τα της σύστασης Προϊσταμένου Τμήματος και της παρέκκλισης από αυτήν, έγινε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695, όπου, στην απόφαση της πλειοψηφίας, λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
"Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά."
Ενδεικτικά στην υπόθεση Σπανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 432 είχαν τονιστεί τα ακόλουθα, στη σελίδα 439 του τόμου αποφάσεων:
"Αναφορικά με τη σημασία της σύστασης προϊσταμένου, στην απόφαση Ιωάννου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, λέχθηκαν τα πιο κάτω στις σελ. 18-419:
"Η σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός Τμήματος έχει τονιστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι συστάσεις αυτές αποτελούν ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως, προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση απ΄ αυτές από την Επιτροπή. Κι αυτό γιατί οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ν΄ αποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις μιας θέσης (Βλ. Ioannou v. Μουρτζής ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 955/88, ημερ. 4.7.89, Έλενα Σταύρου ν. ΕΔΥ, Υπ. Αρ. 104/87, ημερ. 22.5.89, Χάρης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 699, ημερ. 24.1.89)."
(Δέστε και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1988) 3 Α.Α.Δ. 624)."
Επανερχόμενος στην προσβαλλόμενη απόφαση, εκείνο το οποίο διαπιστώνεται είναι ότι η καθ΄ης η αίτηση, αφού εξέφρασε την επιλογή της για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, την αιτιολόγησε αναφέροντας την αξιολόγηση κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, τα προσόντα των υποψηφίων και τα στοιχεία των φακέλων, σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος ο οποίος ήταν δημόσιος υπάλληλος. Σ΄ αυτά δε, η καθ΄ης η αίτηση, πρόσθεσε και το γεγονός ότι ". επιπλέον ο επιλεγείς διαθέτει την υπέρ του σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας." Το ανέφερε δε αυτό το στοιχείο παραπέμποντας σε σχετική επί του θέματος νομολογία, σύμφωνα με την οποία όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, λαμβάνεται περισσότερο υπόψη η σύσταση προϊσταμένου υπέρ ενός υποψηφίου, όπως και η απόδοσή του σε προφορικές συνεντεύξεις. [Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 ΑΑΔ 756 και Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 643].
Τίποτε το μεμπτό δεν μπορώ να διακρίνω στην προσέγγιση της καθ΄ης η αίτηση επί του θέματος τούτου.
3. Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη προσέγγιση της καθ΄ης η αίτηση ως προς τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους.
Παραπονείται περαιτέρω ο αιτητής ότι, ενώ στην προσβαλλόμενη απόφαση τονίζεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει ως πρόσθετο προσόν, πέραν των απαιτουμένων από το Σχέδιο Υπηρεσίας, Διδακτορικό Τίτλο σε θέμα της Κτηνιατρικής, εν τούτοις, η καθ΄ ης η αίτηση δεν προέβηκε σε καμιά αναφορά στο διδακτορικό τίτλο (Ph.D) του αιτητή. Αυτή η παράλειψη, όπως υποστηρίζει, καθιστά ελαττωματική τη σύγκριση των δύο υποψηφίων ως προς τα προσόντα.
Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση, έχει ως ακολούθως:
"Όσον αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο επιλεγείς κατέχει Δίπλωμα στην Κτηνιατρική και Master σε θέμα της Κτηνιατρικής, ικανοποιώντας τις παρ. (1) και (2) των απαιτουμένων προσόντων, και, επίσης, πέραν αυτών, κατέχει και Διδακτορικό Τίτλο σε θέμα της Κτηνιατρικής, το οποίο δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Η Επιτροπή, επιλέγοντας τον Τουμάζο, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι και ο άλλος υποψήφιος, Γρουτίδης Χριστόδουλος, διαθέτει, πέραν των απαιτουμένων προσόντων, και δίπλωμα Νομικής, το οποίο, επίσης, δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις κρίνεται σχετικό με τα καθήκοντα τη ςθέσης, δεδομένου ότι αυτή είναι διευθυντική, και ως εκ τούτου, του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, η οποία όμως έκρινε δεν μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του. Συγκεκριμένα, στην ενώπιον της προφορική εξέταση παρατηρήθηκε διαφορά στην αξιολογική διαβάθμιση της απόδοσης των εν λόγω υποψηφίων (Γρουτίδης: Πάρα πολύ καλός, Τουμάζος: Εξαίρετος) και, επιπλέον, ο επιλεγείς διαθέτει υπέρ του τη σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας."
Σε σχέση με αυτό το παράπονο του αιτητή, θα πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα:
Κατ΄ αρχάς, το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε κατοχή των ακόλουθων προσόντων:
"3. Απαιτούμενα Προσόντα:
Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Κτηνιατρική και εγγραφή ως κτηνίατρου στην Κύπρο.
Σημ.: Ο όρος "Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος" καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.
Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα της κτηνιατρικής επιστήμης."
Πριν από τη συνεδρία της 8.1.2010, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είχε προηγηθεί άλλη συνεδρία ημερομηνίας 16.11.2009, κατά την οποία είχαν κριθεί ως υποψήφιοι οι οποίοι ικανοποιούσαν τα προαπαιτούμενα του Σχεδίου Υπηρεσίας, το ενδιαφερόμενο μέρος και ο αιτητής. Όπως διαπιστώνεται από το τηρηθέν πρακτικό, η καθ΄ης η αίτηση έκρινε ότι οι δύο αυτοί ήσαν προσοντούχοι. Στην περίπτωση του αιτητή διαπιστώθηκε ότι αυτός κατείχε πτυχίο Κτηνιατρικής Σχολής και ήταν εγγεγραμμένος Κτηνίατρος, οπότε ικανοποιούσε τις πρόνοιες της παρα. (1) των Απαιτούμενων Προσόντων από το Σχέδιο Υπηρεσίας και ότι κατείχε επίσης διδακτορικό τίτλο - Doctor of Philosophy, οπότε ικανοποιούσε την πρόνοια της παρα. (2) των Απαιτουμένων Προσόντων.
Στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους κρίθηκε ότι ικανοποιούσε τις πρόνοιες της παρα. (1) των απαιτουμένων προσόντων επειδή κατείχε Δίπλωμα Κτηνιατρικής και ότι ικανοποιούσε τις πρόνοιες της παρα. (2), επειδή κατείχε μεταπτυχιακό τίτλο Master of Philosophy in Veterinary Science. Με αυτά τα προσόντα και οι δύο υποψήφιοι είχαν κριθεί ως ικανοποιούντες τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, οπότε και προχώρησε η διαδικασία επιλογής ενός εκ των δύο.
Κατά τη διαδικασία τελικής επιλογής, είναι γεγονός ότι εις μεν την περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους η καθ΄ης η αίτηση έλαβε υπόψη (όπως φαίνεται και από το προαναφερθέν απόσπασμα του πρακτικού ημερομηνίας 8.1.2010) το στοιχείο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος επιπρόσθετα των απαιτούμενων προσόντων κατείχε και το Διδακτορικό Τίτλο σε Θέμα της Κτηνιατρικής, το οποίο ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Είναι επίσης γεγονός ότι στην περίπτωση του αιτητή δεν έγινε μνεία της κατοχής από αυτόν του διδακτορικού τίτλου. Η εξήγηση όμως για τούτο είναι απλή και η παράλειψη αναφοράς είναι ορθή και σύμφωνη με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αφ΄ ης στιγμής ένα ακαδημαϊκό προσόν υποψηφίου (εδώ, το διδακτορικό δίπλωμα), έχει χρησιμοποιηθεί για να ικανοποιηθεί προαπαιτούμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας (εδώ της παρα. (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας), έτσι ώστε ο υποψήφιος να κριθεί ως κατέχων τα ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα, το ίδιο τούτο προσόν δεν επιτρέπεται όπως χρησιμοποιηθεί περαιτέρω, έτσι ώστε να προσδώσει στον κατέχοντα υποψήφιο υπεροχή, δίδοντάς του κάποιο πλεονέκτημα. [Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 ΑΑΔ 276, Πάντης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3 ΑΑΔ 1089].
Υπάρχει βέβαια και η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζή (2001) 3 Β ΑΑΔ 787, στην οποία λέχθηκαν και τα ακόλουθα στη σελίδα 795:
"Προχωρούμε στο ζήτημα των προσόντων. Να πούμε, και εδώ με εκτίμηση, πως δεν συμμεριζόμαστε την πρωτόδικη άποψη ότι, ως ζήτημα γενικής αρχής, προσόν που συγκαταλέγεται στα απαιτούμενα του σχεδίου υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να έχει και πρόσθετη σημασία. Υπάρχει περιθώριο κατά την αξιολόγηση για συγκριτική προς τα άνω θεώρηση ανάλογα με ό,τι το προσόν επιπλέον εμπεριέχει και σε συνάρτηση πάντοτε με τις ανάγκες της θέσης. Στην Ανδρέας Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 796/96, ημερ. 31 Μαρτίου 1998, η οποία αφορούσε θέση προαγωγής και στην οποία συγκαταλέγονταν στα απαιτούμενα προσόντα ορισμένες ιδιότητες και ικανότητες όπως η πρωτοβουλία, η ευθυκρισία και η οργανωτική ικανότητα, που περιλαμβάνονταν στα βαθμολογημένα στοιχεία, λέχθηκε ότι ενώ όλοι οι υποψήφιοι τις κατείχαν, εντούτοις μπορούσε να λαμβανόταν υπόψη η ψηλότερη αξιολόγηση ενός υποψηφίου έναντι άλλου. Ισχύουν τότε τα όσα ορίζει η νομολογία για πρόσθετα προσόντα: βλ. την Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου έγινε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας. Διακρίνονται οι περιπτώσεις χρησιμοποίησης του ίδιου προσόντος στην ίδια έκταση δύο φορές. Χρειάζεται βέβαια προσοχή. Δεν είναι εφικτή ή παραδεκτή η σύγκριση ανόμοιων εναλλακτικών προσόντων ή, ακόμα, του ίδιου κατ΄ουσίαν προσόντος για προτίμηση του ενός προσόντος έναντι του άλλου. Ακραίο παράδειγμα προσφέρει η Τάσου Κόκκαλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 223, όπου η προτίμηση είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό. Και, πάντως, χρειάζεται αιτιολόγηση."
Σε μια άλλη απόφαση, στην Υπόθεση Αρ. 300/2000, Σ. Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.9.2001, η ΕΔΥ επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο έκρινε ότι υπερείχε σε προσόντα του αιτητή, επειδή ο πρώτος κατείχε διδακτορικό δίπλωμα ως πρόσθετο προσόν, ενώ ο δεύτερος κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα. Ο αιτητής ήγειρε θέμα ότι κακώς θεωρήθηκε ως ανώτερου επιπέδου το διδακτορικό του ενδιαφερόμενου μέρους και, περαιτέρω, ότι κακώς προσμέτρησε δύο φορές, μια δηλαδή ως πρόσθετο προσόν κατά το Σχέδιο Υπηρεσίας, και άλλη ως στοιχείο περαιτέρω υπεροχής στα προσόντα. Στην απόφασή του ο Κωνσταντινίδης, Δ., συμφώνησε με τον αιτητή ότι είναι επιτρεπτό να προσδίδεται η όποια σημασία αρμόζει στην περίπτωση, στο γεγονός ότι το ακαδημαϊκό προσόν ενός υποψηφίου είναι ανώτερο άλλου, όσο και αν είναι δυνάμει του που θεωρείται ότι έχει το πρόσθετο προσόν, αλλά και το βασικό προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Επανερχόμενος όμως στα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, παρατηρούμε ότι αυτή διαφοροποιείται, τόσο από την περίπτωση που εξετάστηκε στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (ανωτέρω), όσο και από την περίπτωση στη Σ. Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Στην περίπτωση στην υπόθεση Πογιατζή και οι δύο υποψήφιοι ικανοποιούσαν ένα απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν που απαιτούσε ιδιότητες και ικανότητες, πλην όμως, ο επιλεγείς υποψήφιος είχε υψηλότερη βαθμολογημένη αξιολόγηση στο στοιχείο εκείνο, γεγονός που μπορούσε να ληφθεί περαιτέρω υπόψη υπέρ του. Στην περίπτωση στην υπόθεση Σωκράτους και οι δύο υποψήφιοι είχαν προσόν το οποίο, με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόσθετο προσόν, πλην όμως το πρόσθετο προσόν του ενός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανώτερο του άλλου. Στην παρούσα όμως περίπτωση, τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν την προϋπόθεση των ακαδημαϊκών προσόντων, ο μεν πρώτος με την κατοχή του διδακτορικού του διπλώματος, ο δε δεύτερος λόγω της υπηρεσίας του στη θέση. Επρόκειτο για δύο ανόμοια προσόντα που δεν μπορούσαν να συγκριθούν μεταξύ τους και όχι για τα ίδια προσόντα στα οποία όμως ο ένας υπερείχε. Ούτε και επρόκειτο για περίπτωση κατά την οποία είτε το διδακτορικό του αιτητή είτε το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους εθεωρείτο ως πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως στη Σωκράτους. Στην παρούσα υπόθεση, το μεν διδακτορικό του αιτητή αξιοποιήθηκε για σκοπούς πλήρωσης απαραίτητης προϋπόθεσης του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν κάτι πρόσθετο του απαιτούμενου που δεν θεωρείτο από το Σχέδιο ως πρόσθετο και απλά του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί με το προσόν του αιτητή.
4. Η κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη στάθμιση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή και η απόδοση υπερβολικής βαρύτητας στην προσωπική συνέντευξη.
Τυγχάνει περαιτέρω η θέση του αιτητή, ότι η καθ΄ης η αίτηση παρέλειψε να αποδώσει τη δέουσα αντικειμενική αξία και βαρύτητα στο πτυχίο Νομικής του αιτητή, το οποίο είναι απολύτως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Όπως υποστηρίζει, αν και η καθ΄ης η αίτηση προέβηκε σε αναφορά στην κατοχή από τον αιτητή του μη απαιτούμενου πρόσθετου προσόντος, εν τούτοις, δεν του απέδωσε τέτοια βαρύτητα έτσι ώστε να υπερακοντίσει την οριακή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους όσον αφορά την απόδοση στην ολιγόλεπτη προφορική συνέντευξη. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, λανθασμένα η καθ΄ης η αίτηση απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη γενική εντύπωση που σχημάτισε από την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει. Όπως διαπιστώνεται από το σχετικό απόσπασμα της προσβαλλόμενης απόφασης, η καθ΄ης η αίτηση έλαβε υπόψη της και δικαιολόγησε την επιλογή της με τα ακόλουθα στοιχεία σε σχέση με τον καθένα από τους υποψηφίους:
Αφενός, το ενδιαφερόμενο μέρος, πέραν των απαιτούμενων προσόντων, κατείχε και Διδακτορικό σε θέμα Κτηνιατρικής, το οποίο ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Ο αιτητής, πέραν των απαιτουμένων προσόντων, κατείχε και πτυχίο Νομικής, το οποίο κρίθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση διευθυντικής θέσης.
Αφετέρου, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε πρόσθετα υπέρ του και τη σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας, καθώς επίσης και καλύτερη αξιολόγηση κατά τις προφορικές συνεντεύξεις ("εξαίρετος", έναντι "πάρα πολύ καλός" για τον αιτητή).
Δεν προκύπτει επομένως ότι αποδόθηκε αδικαιολόγητη ή υπέρμετρη βαρύτητα σε ένα συγκεκριμένο στοιχείο που λήφθηκε υπόψη, ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι το πτυχίο νομικής του αιτητή θα έπρεπε να υπερισχύσει και να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του, παρά το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε διδακτορικό σε θέμα Κτηνιατρικής, είχε τη σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας και καλύτερη απόδοση στις συνεντεύξεις.
5. Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη αξιολόγηση της καθ΄ης η αίτηση ως προς την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση.
Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους ως "εξαίρετος" κατά τις προφορικές συνεντεύξεις είναι πεπλανημένη και εσφαλμένη. Προς υποστήριξη της θέσης του, ο αιτητής παραθέτει στην αγόρευσή του κάποια στοιχεία ως προς λανθασμένα παρουσιαζόμενη, την περίπτωση σοβαρού προβλήματος Αφθώδους Πυρετού στην Κύπρο κατά το 2007 και καταλογίζει στο ενδιαφερόμενο μέρος εσφαλμένους χειρισμούς υπό την ιδιότητα που κατείχε τότε ως Προϊστάμενος του Τομέα Υγείας και Ευημερίας των Ζώων. Λόγω τούτου του ισχυρισμού του, ο αιτητής εισηγείται ότι εσφαλμένα η καθ΄ης η αίτηση διαπίστωσε ως αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος "έδωσε εξαίρετες απαντήσεις και πρότεινε λύσεις για αντιμετώπιση τρεχόντων προβλημάτων των κτηνιατρικών υπηρεσιών."
Λυπούμαι να παρατηρήσω το αυτονόητο, ότι δηλαδή το Δικαστήριο τούτο σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να ασχοληθεί με ένα τέτοιο θέμα για πλειάδα λόγων, τους οποίους θεωρώ αχρείαστο να παραθέσω.
6. Η κατ΄ ισχυρισμό ετεροβαρής, μεροληπτική και πεπλανημένη καθοδήγηση της καθ΄ης η αίτηση από τη νομολογία.
Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, ο αιτητής παραπέμπει σε απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση, στο οποίο η καθ΄ης η αίτηση αναφέρεται και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να υποστηρίξει την επιλογή της και ισχυρίζεται ο αιτητής ότι η καθ΄ης η αίτηση ενήργησε μεροληπτικά, αναφερόμενη μόνο σε νομολογία που αφορούσε στη σημασία της προφορικής εξέτασης, ενώ αγνόησε νομολογία η οποία αφορούσε στη σημασία του πρόσθετου προσόντος του αιτητή.
Το σχετικό απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόλου δεν στοιχειοθετεί τη θέση αυτή του αιτητή. Στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται αναφορά και ισορροπημένη σύγκριση των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη και τα άλλα στοιχεία τα οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, προσμετρούν και εξηγείται γιατί το πρόσθετο προσόν του αιτητή από μόνο του δεν θα μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
7. Η κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη επιλογής του καλυτέρου των υποψηφίων και η παραγνώριση της έκδηλης υπεροχής του αιτητή σε αξία, προσόντα και πείρα.
Εξετάζοντας τον τελευταίο τούτο λόγο ακύρωσης, τον οποίο προβάλλει ο αιτητής υπό το φως των όσων έχουν ήδη αποφασισθεί σε σχέση με τους προηγούμενους λόγους ακύρωσης, άμεσα προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους ή έστω υπεροχή του σε ένα ή περισσότερα από τα μετρήσιμα κριτήρια ή σφαιρικά. Έχει ήδη εξηγηθεί σε ποια κριτήρια υπερτερούσε το ενδιαφερόμενο μέρος, τα οποία θα μπορούσαν να κλίνουν και έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ του και η υπεροχή του, την οποία διαπίστωσε η καθ΄ης η αίτηση, σε κανένα από αυτά δεν διαταράχθηκε στην παρούσα απόφαση.
Επομένως, παραμένει ατεκμηρίωτος αυτός ο λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ΄ης η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν, ενώ σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ