ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 547/2011)
24 Ιανουαρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
Χρ. Ρασπόπουλος, για τον Αιτητή.
Α. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αίτηση για σύνταξη ανικανότητας που υπέβαλε ο αιτητής στις 21.1.2009, απερρίφθη στις 8.7.2009 μετά από γνωμάτευση ειδικού ογκολόγου ιατρού ότι ο αιτητής ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος αυτού, δηλαδή, εργασίας σε νυκτερινό κέντρο ως γκαρσόνι. Στις 29.7.2009 υπεβλήθη από τον αιτητή ιεραρχική προσφυγή στην αρμόδια Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία επίσης απερρίφθη με επιστολή της Υπουργού ημερ. 18.12.2009. Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο όταν εξέτασε τον αιτητή συνέστησε ότι ο αιτητής θα έπρεπε να υποβάλει νέα αίτηση για σύνταξη ανικανότητας με πρόσφατες εργαστηριακές εξετάσεις και τα αποτελέσματα τους, χωρίς τις οποίες το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει την τρέχουσα κατάσταση υγείας του.
Ο αιτητής υπέβαλε ως εκ τούτου στις 4.5.2010, νέα αίτηση προσκομίζοντας ιατρικές εκθέσεις και ιατρικά πιστοποιητικά από θεράποντες ιατρούς. Το Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο γνωμάτευσε στις 22.7.2010, ότι ο αιτητής ήταν ικανός για την άσκηση του επαγγέλματος του, με αποτέλεσμα οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψουν το αίτημα του ενημερώνοντας προς τούτο τον αιτητή στις 10.8.2010. Ακολούθησε νέα προσφυγή στην Υπουργό στις 28.8.2010, η οποία και πάλι απερρίφθη με επιστολή ημερ. 3.3.2011, (αντικείμενο της παρούσας προσφυγής), μετά που το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο γνωμάτευσε στις 26.1.2011, με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, ότι ο αιτητής ήταν ικανός να ασκεί το επάγγελμα του.
Με την προσφυγή του ο αιτητής διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί πρωτίστως διότι η απόφαση ημερ. 10.8.2010 είχε ληφθεί από αναρμόδιο όργανο εφόσον δεν υπήρξε απόφαση του ίδιου του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή άλλου Λειτουργού εξουσιοδοτημένου απ΄ αυτόν. Η απόφαση ημερ. 10.8.2010, κατά τον αιτητή, αποτελεί ενδιάμεση απόφαση, η οποία συγχωνεύθηκε μεν στην προσβαλλόμενη πράξη, προσβαλλομένης όμως της τελικής πράξης ελέγχεται και η νομιμότητα κάθε προηγούμενης. Περαιτέρω, η σύνθεση του οργάνου που έλαβε την απόφαση ως Ιατρικό Συμβούλιο έπασχε τόσο πρωτοβάθμια, όσο και δευτεροβάθμια, διότι δεν συμμετείχαν στα αντίστοιχα Ιατρικά Συμβούλια ιατροί της ανάλογης αρμοδιότητας ώστε να ήταν έγκυρη η γνωμοδότηση της διαπίστωσης της ικανότητας του αιτητή υπό το φως των ιδιαζόντων ιατρικών προβλημάτων του, αλλά ούτε και φαινόταν πιο άτομο προήδρευε του Ιατρικού Συμβουλίου ή το όνομα και η ιδιότητα του ετέρου ιατρού.
Άλλος ισχυρισμός προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, συναρτάται προς την παντελή απουσία οποιωνδήποτε πρακτικών των δύο Ιατρικών Συμβουλίων ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, οι δε εκθέσεις των Συμβουλίων που υπάρχουν δεν αποτελούν τέτοια πρακτικά τα οποία, κατά το νόμο και τη νομολογία, πρέπει να είναι άρτια. Πρόσθετα, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας διότι εκ των εκθέσεων των δύο Ιατρικών Συμβουλίου, αλλά και της τελικής απόφασης της Υπουργού, δεν φαίνεται επαρκής αιτιολογία, ιδιαιτέρως υπό το φως ότι τα έντυπα των εκθέσεων είναι συμπληρωμένα κατά ελλιπή τρόπο. Τέλος, ο αιτητής θεωρεί ότι κακώς δεν του δόθηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης από την Υπουργό πριν την απόρριψη της διοικητικής προσφυγής του.
Οι καθ΄ ων αντιτάσσουν το καθόλα νομότυπο και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και επί της ουσίας της απόφασης. Ο αιτητής κρίθηκε ικανός με βάση την πάθηση για την οποία υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, η αίτηση εξετάστηκε δεόντως σε όλα τα στάδια περιλαμβανομένης και της απόφασης της Υπουργού και εν πάση περιπτώσει ο αιτητής δεν ισχυρίστηκε κατά τη διοικητική προσφυγή του, λόγο ακύρωσης σχετιζόμενο προς τη σύνθεση ή την απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου. Περαιτέρω, ουδόλως έπασχε η σύνθεση των Ιατρικών Συμβουλίων, τα δε έντυπα αποτελούν αυτούσια τα πρακτικά της τηρηθείσας κατά περίπτωση διαδικασίας και εμπεριέχουν ταυτόχρονα σαφή αιτιολογία. Έπεται ότι υπήρξε και επαρκής έρευνα, ενώ το δικαίωμα ακρόασης ασκήθηκε με την ιεραρχική προσφυγή που ο αιτητής υπέβαλε προς την Υπουργό, η οποία δυνητικά και μόνο μπορεί να δώσει δικαίωμα περαιτέρω ενώπιον της ακρόασης.
Η προσβαλλόμενη πράξη της Υπουργού βασίζεται στο άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, ο οποίος τροποποίησε και ενοποίησε την προηγούμενη ασφαλιστική νομοθεσία, που αφορούσε την περίοδο 1980-2009. Η νέα νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ από 9.7.2010, όπως δημοσιεύτηκε στο Παράρτημα ΙΙΙ(Ι) της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας του 2010, σελ. 1757. Το άρθρο 40 προνοεί για δικαίωμα σύνταξης ανικανότητας εάν ο ασφαλιζόμενος ήταν ανίκανος για εργασία για 156 μέρες σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησης του και σ΄ αυτή την περίοδο αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος για εργασία.
Το εδάφιο (5) του άρθρου 40 του Νόμου καθορίζει για σκοπούς του άρθρου αυτού, ποιος θεωρείται «ανίκανος προς εργασία». Ως τέτοιος θεωρείται αυτός ο οποίος δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελεί έχοντας υπόψη τις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση κλπ του ατόμου, πέραν από το ένα τρίτο.
Οι αιτιάσεις προς ακύρωση ουδόλως ευσταθούν. Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η απόφαση ημερ. 10.8.2010 λήφθηκε αναρμοδίως, διότι η αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας εξετάζεται από τον Διευθυντή ή άλλο προς τούτο αρμόδιο λειτουργό δεόντως εξουσιοδοτημένο, παρατηρείται ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν αναφέρεται ρητά ή με τον αναγκαίο προσδιορισμό στους λόγους ακυρότητας κατά παράβαση των προνοιών του Καν. 7 του περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και έτσι δεν μπορεί να εξεταστεί, (δέστε Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655 και Βαλέριος Λευτέρη μέσω του γονέα και φυσικού κηδεμόνα του Ιωάννα Λευτέρη ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 30/2011, ημερ. 30.11.2012). Ουδείς εκ των 14 λόγων ακύρωσης συγκεκριμενοποιεί τέτοιο ζήτημα. Οι λόγοι ακύρωσης καταγράφηκαν με σχετική ασάφεια και αοριστία και δεν αρκούν οι γενικόλογες περιγραφές για να εντάξουν ζήτημα σε ό,τι θα έπρεπε να ήταν ένας σαφής νομικός λόγος ακύρωσης. Ουδείς λόγος προσδιορίζει έστω κατ΄ ελάχιστον την κατ΄ ισχυρισμόν έλλειψη αρμοδιότητας της απόφασης ημερ. 18.8.2010. Τέτοιος προσδιορισμός θα ήταν αναγκαίος για να δυνηθεί και η πλευρά των καθ΄ ων να απαντήσει αναλόγως.
Περαιτέρω, ορθώς η Δημοκρατία λέγει ότι κατά την ιεραρχική προσφυγή ουδόλως τέθηκε τέτοιο ζήτημα και έτσι δεν μπορεί να τεθεί διά της προσφυγής νεοφανώς, (Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342), ενώ ο αιτητής δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα την όλη διαδικασία, από τη στιγμή που ο ίδιος αναζήτησε την παροχή σύνταξης λόγω ανικανότητας, προσφεύγοντας δε ιεραρχικώς ενώπιον της Υπουργού, ουδέν σχετικό έθεσε, που να αμφισβητούσε τη διαδικασία. Αντίθετα, ο ίδιος ζήτησε την αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή ημερ. 10.8.2010, στην οποία και έκαμε αναφορά με αποτέλεσμα να μην δύναται να την αμφισβητήσει. Η απόφαση άλλωστε αποτέλεσε τη βάση για την επανεξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, θεωρείται δε ότι καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας και της νομιμότητας.
Η Υπουργός δεν είχε κανένα λόγο από μόνη της και χωρίς να τεθεί ενώπιον της ζήτημα, να εξετάσει την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέτασε την απόφαση και η υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, που μνημονεύει ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση, ουδεμία σχέση έχει εφόσον αφορά την αυτεπάγγελτη εξέταση θεμάτων δημόσιας τάξης από το ίδιο το Δικαστήριο και όχι από διοικητικό όργανο.
Σε σχέση με τη σύνθεση του Ιατρικού Συμβουλίου, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, ο σχετικός λόγος είναι παντελώς αβάσιμος καθότι είναι προφανές από τα ίδια τα έντυπα που τηρήθηκαν ότι αναφέρονται οι ιδιότητες των ιατρών που μετείχαν σ΄ αυτό. Όπως ήδη καταγράφηκε προηγουμένως, πρόεδρος του Συμβουλίου ήταν ο Δρ. Κιτρομήλης, νευροχειρούργος με μέλος έτερο ιατρό, τον Δρ. Κωνσταντινίδη, ενώ για το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, φαίνεται από το σχετικό έντυπο ότι προήδρευε αυτού ο Δρ. Παπαδόπουλος, με μέλη τους Δρ. Μαλά και Δρ. Περδίο, των οποίων οι ειδικότητες αναφέρονται. Πέραν του ότι ούτε αυτός ο λόγος προσδιορίστηκε με ακρίβεια στους λόγους ακυρότητας, και ούτε αναφέρθηκε κατά την ιεραρχική προσφυγή, ο Καν. 3(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά Συμβούλια, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και Ειδικοί Ιατροί) Κανονισμών του 2006, Κ.Δ.Π. 169/2006, δεν επιτάσσει να αναφέρονται οι ειδικότητες των γιατρών στο ίδιο το έντυπο, εφόσον κατά τα άλλα είναι βεβαίως ειδικοί. Το μόνο που προδιαγράφεται είναι ότι ένας εξ αυτών ασκεί καθήκοντα προέδρου, γεγονός που εδώ υφίσταται.
Επί της ουσίας να αναφερθούν τα εξής: Ο αιτητής όταν υπέβαλε την αίτηση του στις 30.4.2010, η οποία παρελήφθη από το Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού στις 4.5.2010, κατέγραψε στο Μέρος ΙΙΙ που αφορά τις λεπτομέρειες ανικανότητας για εργασία, ότι η αναπηρία και ή η ασθένεια του προέρχεται από εγχειρήσεις με μεγάλη τομή, και ότι μετά τις εγχειρίσεις αυτές, κουράζεται πολύ στην κοιλιακή χώρα. Η αναλυτική ιατρική έκθεση, (Παράρτημα 3 στην ένσταση), που έγινε από τον Δρ. Νικόλαο Κιτρομήλη, Νευροχειρούργο, ως αναφέρει η σχετική σφραγίδα, που προήδρευε του Ιατρικού Συμβουλίου, με μέλος τον Δρ. Παναγιώτη Κωνσταντινίδη, κατέληξε ότι ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία με διάγνωση παροδικής οσφυαλγίας, χωρίς ειδική νευρολογική σημειολογία και ότι αυτός μπορεί να εργάζεται με πλήρη απασχόληση στην τελευταία του θέση, ως barman.
Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από τον Δρ. Ιωάννη Παπαδόπουλο ως πρόεδρο, και τους Δρ. Σίμο Μαλά με ειδικότητα ογκολόγου και Δρ. Αχιλλέα Περδίο με ειδικότητα νευροχειρούργου, ως αναφέρεται στο συνοπτικό έντυπο επανεξέτασης από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, γνωμάτευσε, ωσαύτως, απορρίπτοντας την αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, ότι,
«Ο αιτητής εκ της κλινικής εξέτασης και των εργαστηριακών ευρημάτων, ο αιτητής κρίνεται ικανός για το επάγγελμα του» (διατηρείται το κείμενο ως έχει).
Προηγείται του συνοπτικού αυτού εντύπου, αναλυτική ιατρική έκθεση στο έντυπο Ε.213, όπου αναγράφεται το όλο ιστορικό του αιτητή, οι πρωτεύουσες ενοχλήσεις κατά την εξέταση, οι διάφορες μετρήσεις κινητικότητας της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, της στροφής του κορμού και των πλαγίων κάμψεων κορμού, καθώς και αναφορά ότι δεν υπήρχε περιορισμός στην κίνηση της σπονδυλικής στήλης, τα άνω και κάτω άκρα ήταν φυσιολογικά, τα δε αντανακλαστικά επίσης φυσιολογικά, με κανονικό βηματισμό και απαρατήρητη κίνηση σε δύναμη και ένταση, ως προς νευρολογικά ευρήματα. Επίσης στην παρ. 5.4.2 του εντύπου, αναφέρεται ότι δεν παρουσιάστηκαν προγενέστερα ευρήματα/ακτινογραφίες εξετάσεις από άλλα μηχανήματα. Η διάγνωση ήταν ότι δεν υπήρχε υποτροπή μετά από τη νεφροτομή και ότι ο αιτητής ήταν ικανός για το επάγγελμα του barman.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι υπήρξε πλήρης έρευνα και, όπως ορθά εισηγείται η συνήγορος των καθ΄ ων στην αγόρευση της, το κατά πόσο ο αιτητής είναι ή όχι ικανός για άσκηση της εργασίας του αποτελεί πρωτίστως ιατρικό και άρα τεχνικό, ανέλεγκτο θέμα στο οποίο το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται, εκτός εάν διαπιστωθεί πλάνη, κακοπιστία, έλλειψη δέουσας έρευνας κλπ. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης με τις δικές του, (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476, Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113 και Θεμιστός Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 879/09, ημερ. 29.3.2011). Ούτε και ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων εφόσον κρίνει ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής, (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Cassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835), έρευνα δε θεωρείται επαρκώς διεξαχθείσα εφόσον, επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Εδώ, όπως προκύπτει από την εξέταση του όλου θέματος από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, όλα τα δεδομένα ήσαν ενώπιον του, λήφθηκαν υπόψη και βεβαίως έγινε η δέουσα εξέταση.
Σαφώς επομένως η γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ως αρμοδίου για να κρίνει την ικανότητα για εργασία και με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ικανός εν τη εννοία βέβαια του Νόμου, ορθά λήφθηκε υπόψη από την Υπουργό στην προσβαλλόμενη πράξη, (δέστε και Βίκτωρας Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1218/10, ημερ. 4.10.12).
Όσον αφορά την αιτιολογία, κρίνεται ότι αυτή είναι επαρκής διότι η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται και στο άρθρο του Νόμου και, όπως ήδη λέχθηκε, στα στοιχεία και ιατρικές μαρτυρίες του φακέλου, καθώς και την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, την οποία και η Υπουργός υιοθέτησε προς απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220, και πάλι σε σχέση με σύνταξη ανικανότητας, η νομολογία επιβεβαιώνει ότι η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν, ενώ πρέπει να δίνονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι ώστε να είναι δυνατό για το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο. Όπως επαναβεβαιώνει η εν λόγω απόφαση επί αιτιολογίας συντόμου, αυτή μπορεί να συμπληρωθεί από στοιχεία του διοικητικού φακέλου εφόσον αυτά είναι συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι ώστε να βρίσκονται πίσω από αυτή, (δέστε Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ.(2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Με άλλα λόγια, για να είναι δυνατή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου πρέπει από το πρακτικό της απόφασης να προκύπτει αναντίλεκτα η σκέψη της διοίκησης, (Δημοκρατία ν. Γαβριήλ (2004) 3 Α.Α.Δ. 234). Εδώ, αβίαστα προκύπτει η όλη αιτιολογία από την ίδια την απόφαση, η οποία παραπέμπει στα όσα λεπτομερώς καταγράφονται στην έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου.
Το θέμα της ανεπάρκειας των πρακτικών ή της μη τήρησης αρτίων πρακτικών, που είναι το επόμενο παράπονο του αιτητή, επίσης είναι ανυπόστατο. Το σχετικό έντυπο αποτελεί από μόνο του το αναγκαίο πρακτικό και είναι απόρροια της πρόνοιας του Κανονισμού 7(6) της Κ.Δ.Π. 169/2006, όπου προνοείται ότι ο πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου καταχωρεί την απόφαση ή γνωμοδότηση αυτού στον εγκεκριμένο από τον Διευθυντή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων τύπο έκθεσης, η οποία υπογράφεται από τον πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου. Αναδρομή δε στο σχετικό έντυπο Ε213 αποκαλύπτει ότι αυτό αποτελείται από πλείστα όσα στοιχεία αναφορικά με το τι πρέπει να εξεταστεί και συμπληρωθεί από το Ιατρικό Συμβούλιο, η έκταση του οποίου αποκαλύπτει ότι από μόνο του το σχετικό αυτό έντυπο αποτελεί το πρακτικό της διαδικασίας εξέτασης και μάλιστα κατά πλήρη τρόπο. Στο έντυπο αυτό αναφέρεται το όνομα του εξεταζομένου και των ιατρών που συντάσσουν την έκθεση, υπάρχει χώρος για να καταγραφεί το πλήρες ιατρικό ιστορικό του ασθενούς με εξειδικευμένες καταχωρήσεις για κάθε ένα ζήτημα, καθώς και χώρος για την τελική γνωμάτευση με την υπογραφή του προέδρου και των μελών του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου.
Ορθά η Δημοκρατία εισηγείται ότι δεν νοείται η τήρηση οποιουδήποτε άλλου πρακτικού, όπως δε έχει εξηγηθεί και πρόσφατα στην Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 637/2011, ημερ. 11.1.2013, η έκθεση του Ιατροσυμβουλίου δεν μπορεί να θεωρείται ανεπαρκής λόγω του ότι δεν απαντήθηκαν όλες οι τυπωμένες ερωτήσεις του εντύπου αυτού. Αναμφίβολα αρκετές από τις ερωτήσεις ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο έντυπο, είναι άσχετα ή μη εφαρμόσιμα στην περίπτωση του αιτητή.
Θα μπορούσε να γίνει εδώ αναφορά στα κατ΄ αναλογίαν έντυπα αξιολόγησης που έχουν καταρτισθεί στην περίπτωση των προαγωγών των αστυνομικών με βάση την Κ.Δ.Π. 214/04, όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 350/05, και τα οποία και έχουν κριθεί ότι από μόνα τους αποτελούν ικανοποιητική αιτιολογία ενόψει του ότι επιμερίζουν τα στοιχεία και τα κριτήρια που χρειάζονται προς αξιολόγηση των αστυνομικών, (δέστε την υπόθεση Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 240/2010 και 265/2010, ημερ. 29.12.2011 και τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις.). Κατ΄ αντιστοιχίαν και το προνοούμενο έντυπο στην υπό κρίση υπόθεση, επιμερίζει και καταγράφει όλα τα σχετικά δεδομένα που θα πρέπει να εξεταστούν για την κάθε περίπτωση, στο βαθμό, βέβαια, που αυτά είναι σχετικά. Προκύπτει, επομένως, ότι ο τύπος του εντύπου Ε213, αποτελεί από μόνο του άρτιο πρακτικό, το οποίο με τη συμπλήρωση του, παρέχει και την αναγκαία αιτιολογία.
Σκοπός της ιεραρχικής προσφυγής, όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί, είναι η εξ υπαρχής εξέταση της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου και όχι ο έλεγχος της ορθότητας αυτής. Το δευτεροβάθμιο ιεραρχικό όργανο δεν δεσμεύεται από την απόφαση του κατώτερου οργάνου. Εδώ είναι σαφές από το περιεχόμενο των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων, ότι το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο εξέτασε εξ υπαρχής την αίτηση του αιτητή και αποφάσισε εξ ιδίων του ότι ο αιτητής ήταν ικανός προς εργασία.
Τέλος, είναι σαφές ότι ο αιτητής δεν στερήθηκε οποιουδήποτε δικαιώματος και αδίκως παραπονείται για το ότι δεν κλήθηκε ενώπιον της Υπουργού για να θέσει τις θέσεις του. Το άρθρο 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, δίνει δικαίωμα στον Υπουργό να ακούσει ή όχι, ή, να δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τον λόγο ή τους λόγους στους οποίους βασίζει την προσφυγή του. Είναι σαφές ότι ο Υπουργός έχει δυνητικά αυτό το δικαίωμα και όχι την υποχρέωση να ακούσει τον προσφεύγοντα, ο οποίος εν πάση περιπτώσει άσκησε το δικαίωμα που του παρέχεται εφόσον υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή, η οποία δεόντως εξετάστηκε από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, την απόφαση του οποίου ευλόγως υιοθέτησε, με παραπομπή σ΄ αυτή, η Υπουργός.
Να σημειωθεί ότι η απόφαση της Υπουργού η οποία προσβάλλεται, δεν αποτέλεσε απλή σφραγίδα της εξέτασης και απόφασης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, αλλά λήφθηκε αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία, τις μαρτυρίες και τη γνωμάτευση αυτού ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ