ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 20/2010)
15 Ιανουαρίου, 2013
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TIKARAM TIMSINA,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Γ. Γιάγκου (κα), για τον Αιτητή.
Κ. Λοϊζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Νεπάλ και είναι Ινδουϊστής στο θρήσκευμα, ήλθε στην Κύπρο νόμιμα στις 27/10/2005 ως φοιτητής. Λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 31/10/2005, υπέβαλε αίτηση για να του χορηγηθεί το καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα, ισχυριζόμενος ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του γιατί η ζωή του κινδύνευε τόσο από τους Μαοϊστές που τον πίεζαν να προσχωρήσει στο κίνημα τους, όσο και από το στρατό. Να σημειωθεί ότι ο αιτητής ήρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο ως φοιτητής στις 12/3/2005 και αναχώρησε στις 31/7/2005.
Ο αιτητής κλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και παρέστη προσωπικά στην καθιερωμένη συνέντευξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβε χώρα στις 9/2/2009. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνέντευξης υποβλήθηκαν στον αιτητή από τον αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας σειρά ερωτήσεων, στις οποίες ο αιτητής κλήθηκε να απαντήσει.
Στη σχετική εισήγηση του την οποία ετοίμασε μετά τη συνέντευξη, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης, εισήγηση η οποία και κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ορθή και βάσιμη, με αποτέλεσμα η αίτηση του αιτητή να απορριφθεί στις 12/2/2009.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κοινοποιήθηκε γραπτώς στον αιτητή μαζί με την αιτιολόγησή της. Αντιδρώντας ο τελευταίος καταχώρισε διοικητική προσφυγή. Ακολούθησε έκθεση από τον αρμόδιο λειτουργό προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία μετά από μελέτη της έκθεσης και των λοιπών ενώπιον της στοιχείων, απέρριψε την προσφυγή στις 29/9/2009, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 29/9/2009. Ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς και/ή καθόλου έρευνας και στερείται αιτιολογίας. Ισχυρίζεται επίσης ότι οι καθ'ων η αίτηση παρέλειψαν πρώτο, να τον ενημερώσουν γραπτώς αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σε σχέση με τη διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, «παραβιάζοντας έτσι τις πρόνοιες του άρθρου 28Θ(1)» και δεύτερο, να ενημερώσουν τον ίδιο ή το δικηγόρο του αναφορικά με το δικαίωμα του για ελεύθερη πρόσβαση στο φάκελο του και/ή εξέτασαν την προσφυγή του στη βάση του περιεχόμενου του φακέλου του χωρίς να τον ειδοποιήσουν, «παραβιάζοντας έτσι τις πρόνοιες του άρθρου 28Θ(6)». Τέλος, είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η Αρχή λειτούργησε στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπό πλάνη περί τα πράγματα.
Η περί ελλιπούς και/ή καθόλου έρευνας, όπως και η περί απουσίας αιτιολόγησης επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή, προβάλλονται και προωθούνται κάτω από δύο ενότητες, στις οποίες θα αναφερθώ πιο κάτω, αφού πρώτα υπενθυμίσω τις αρχές που σύμφωνα με τη νομολογία οριοθετούν ουσιαστικά το νομικό πλαίσιο που διέπει τα υπό συζήτηση θέματα.
Το τι συνιστά επαρκή έρευνα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση εξαρτάται από τα περιστατικά της εν λόγω περίπτωσης. Η έρευνα είναι επαρκής όταν εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος. (Motorways Ltd. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Αναφορικά με την αιτιολογία μιας απόφασης, αυτή θα πρέπει όχι μόνο να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και τη νομική βάση στην οποία έχουν από το διοικητικό όργανο τα γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης υπαχθεί, αλλά και να είναι διατυπωμένη με τρόπο που να καθιστά το δικαστικό, ως προς τη νομιμότητα της, έλεγχο, δυνατό. (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Το οποιοδήποτε κενό δημιουργείται από την απουσία αιτιολογίας, αυτό μπορεί να πληρωθεί από στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι αυτά προκύπτουν ευθέως και καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Χρ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).
Τέλος, θα πρέπει να υπομνησθεί η αρχή ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια της αναθεωρητικής των διοικητικών αποφάσεων δικαιοδοσίας του, δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων, ούτε και υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητά της. Κοντολογίς, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της διοικητικής αρχής με τη δική του. Το έργο του εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου. (Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533 και Khalifa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 402).
Στην παρούσα υπόθεση τα σχετικά με τους περί ελλιπούς και/ή καθόλου έρευνας, όπως και με τους περί απουσίας αιτιολόγησης ισχυρισμούς του αιτητή, επιχειρήματα της ευπαίδευτης συνηγόρου του, περιστρέφονται γύρω από τις εξής δύο θέσεις, οι οποίες σε μεγάλο, ουσιαστικό θα έλεγα, βαθμό συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται, γι' αυτό και θα εξεταστούν μαζί. Θα πρέπει να λεχθεί ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί του αιτητή και η σχετική με αυτούς επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου του, απορρίπτονται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση ως γενικοί, ασαφείς και αόριστοι και εν πάση περιπτώσει, ως ατεκμηρίωτοι. Σύμφωνα με τις θέσεις της κας Λοΐζου, η Αρχή ενήργησε και λειτούργησε σύμφωνα με το Σύνταγμα και τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί) και εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η επιχειρηματολογία της κας Γιάγκου σχετικά με τη θέση της ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς και/ή καθόλου έρευνας και παράλληλα ότι είναι αναιτιολόγητη, είναι οι εξής:
(α) Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων κατέληξε στην απόφαση της όχι στη βάση δικής της έρευνας, αλλά επαναλαμβάνοντας και ουσιαστικά υιοθετώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία εδράζεται στα αποτελέσματα της έρευνας που ο δικός της λειτουργός διεξήγαγε.
(β) Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι γενική, αόριστη και ασαφής «και δεν αναφέρει επακριβώς τα σημεία των αντιφάσεων ούτε σε ποια σημεία ακριβώς στηρίζεται το μη δικαιολογημένο του φόβου δίωξης».
Κατ' αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί σε νέα έρευνα, ως είναι η εισήγηση του αιτητή. Εφόσον στόχος του ελέγχου της Αναθεωρητικής Αρχής είναι η διαπίστωση κατά πόσο η έρευνα στην οποία η Υπηρεσία Ασύλου προέβη ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή όλων των στοιχείων και τη διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων, η έρευνα από πλευράς Αναθεωρητικής Αρχής περιττεύει. (Selvarazah v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Αρ. Υπόθ. 1799/2008, ημερομηνίας 23/4/3010). Εξάλλου, στην υπό κρίση περίπτωση παρασχέθηκε στον αιτητή η ευκαιρία να θέσει ενώπιον της Αρχής τυχόν νέα στοιχεία που ενδεχομένως να είχε στη διάθεση του και δεν το έπραξε.
Διεξήλθα προσεκτικά τόσο την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, την οποία ο αιτητής προσβάλλει. Με την ίδια προσοχή διεξήλθα τόσο τα πρακτικά της συνέντευξης του αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου και τη σχετική εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όσο και την έκθεση που ετοιμάστηκε για σκοπούς της διοικητικής προσφυγής και γενικά το σύνολο του υλικού που βρίσκεται στο φάκελο.
Ο «πυρήνας του αιτήματος» του αιτητή για να του χορηγηθεί το αιτούμενο καθεστώς, ήταν ο φόβος του ότι αν επιστρέψει στη χώρα του κινδυνεύει τόσο από τους Μαοϊστές, όσο και από τις Δυνάμεις Ασφαλείας γιατί αρνήθηκε να ενδώσει στις απαιτήσεις τους. Παράλληλα, ήταν η θέση του ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του ακριβώς λόγω αυτού του κινδύνου.
Στην παρούσα περίπτωση εκείνο που αβίαστα προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ότι έγινε πλήρης και ενδελεχής αξιολόγηση του συνόλου της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Η διαπίστωση της Αναθεωρητικής Αρχής ότι «Η αιτιολόγηση που αποστάληκε στον προσφεύγοντα μαζί με την απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου .... είναι πλήρως αντιπροσωπευτική αφού αναφέρει αναλυτικά τους λόγους απόρριψης του προσφεύγοντα», όπως και η διαπίστωση ότι, «... η αιτιολόγηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ενισχύεται και από την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού», συνιστούν και δικές μου διαπιστώσεις.
Περαιτέρω, οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος στον πυρήνα του αιτήματός του, οι οποίοι να σημειωθεί απαριθμούνται και σχολιάζονται με περισσή λεπτομέρεια στην απορριπτική εισήγηση της Υπηρεσίας Ασύλου, εξετάστηκαν ένας προς ένα από την Αναθεωρητική Αρχή. Υπενθυμίζω ότι ο αιτητής παρά το ότι του παρασχέθηκε η ευκαιρία να θέσει ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και άλλους, αν επιθυμούσε, λόγους ή στοιχεία προς υποστήριξη των θέσεων του, επέλεξε να μην το πράξει. Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ότι η απόρριψη της εκδοχής του αιτητή ως αναξιόπιστης προκύπτει εύλογα ως συμπέρασμα από τα πραγματικά περιστατικά και συνεπώς δεν δικαιολογείται δικαστική παρέμβαση προς την κατεύθυνση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Το πιο κάτω απόσπασμα από την επίδικη απόφαση μαρτυρά του λόγου το ασφαλές:
"Ο προσφεύγων με την διοικητική του προσφυγή (ερυθρό 65) ισχυρίζεται ότι εγκατέλειψε την χώρα του λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε και ήρθε στην Κύπρο ως φοιτητής. Λόγω οικονομικών δυσκολιών δεν μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές του και επειδή δεν μπορούσε να επιστρέψει στο Νεπάλ λόγω της άσχημης κατάστασης αιτήθηκε άσυλο. Το αίτημα του απορρίφθηκε αλλά η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, όπως ο προσφεύγων ισχυρίζεται, δεν είναι ορθή και δίκαια για αυτό και υπέβαλε διοικητική προσφυγή. Τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα του διότι έχει παρά πολλά προβλήματα στην χώρα του όπως πολιτικά, θρησκευτικά, πρόβλημα με τους Μαοϊστές καθώς και οικονομικά προβλήματα. Τα όσα ισχυρίζεται ο προσφεύγων δεν αποτελούν οποιοδήποτε νέο ή επιπρόσθετο στοιχείο σχετικά με το αίτημα του περί βάσιμου φόβου δίωξης στην χώρα καταγωγής του αφού, πέραν του ότι πρόκειται για γενικότητες, οι ισχυρισμοί του περί των προβλημάτων που αντιμετώπιζε από τους Μαοϊστές και το Στρατό και έχουν ήδη τύχει ενδελεχούς εξέτασης και ανάλυσης τόσο κατά την πρωτοβάθμια όσο και κατά την δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του. Σημειώνεται ότι ο προσφεύγων, τόσο κατά την όλη διαδικασία που πραγματοποιήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου όσο και κατά την εξέταση του αιτήματος του που ακολούθησε της υποβολής της διοικητικής προσφυγής, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την αίτηση του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, διότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του δικαιολογημένου φόβου δίωξης που είναι απαραίτητα για να του αναγνωρισθεί η ιδιότητα αυτή σύμφωνα με το άρθρο 3 και 19(2) των Περί Προσφύγων Νόμων 2000-2007. Ο προσφεύγων κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τον ισχυρισμό του ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα στην χώρα του αφού προέβη σε μη αληθοφανείς και αντιφατικούς ισχυρισμούς που αφορούσαν στον πυρήνα του αιτήματος του (βλ. σημεία αναξιοπιστίας). Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι μέσα από τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντα, διαπιστώθηκε ότι οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους αιτήθηκε άσυλο και δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα του ήταν οικονομικοί και προσωπικοί και όχι γιατί αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα ή μορφή δίωξης. Τέλος, σημειώνεται ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθή, δίκαια και νόμιμη, αφού λήφθηκε σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο 2000-2007 και τις αρχές που διέπουν την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων.
Εν όψει των ανωτέρω, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντα, όπως διατυπώνονται στη Διοικητική του Προσφυγή, απορρίπτονται ως ανυπόστατοι και αβάσιμοι ως προς το περιεχόμενο τους."
(Η έμφαση είναι του κειμένου)
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη. Ο αιτητής, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης, απέτυχε να ικανοποιήσει είτε ότι η περίπτωση του εμπίπτει στις πρόνοιες του σχετικού Νόμου έτσι ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση σε αυτόν του καθεστώτος που επιδιώκει να του παραχωρηθεί, είτε ότι τα πραγματικά περιστατικά αξιολογούμενα στο ορθό νομικό πλαίσιο, δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται από το άρθρο 19Α των Νόμων για να του παραχωρηθεί το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Όπως έχω ήδη επισημάνει, η απόρριψη της εκδοχής του αιτητή ως αναξιόπιστης προκύπτει εύλογα ως συμπέρασμα από τα πραγματικά περιστατικά και συνεπώς δεν δικαιολογείται δικαστική παρέμβαση προς την κατεύθυνση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται παραβίαση των προνοιών του άρθρου 28Θ(1) και 28Θ(6) του Νόμου από τους καθ'ων η αίτηση και συγκεκριμένα την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι κατά παράβαση των προνοιών του 28Θ(1) οι καθ'ων η αίτηση «παρέλειψαν να τον ενημερώσουν γραπτώς για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σε σχέση με τις διαδικασίες ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής», καθώς επίσης και ότι, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 28Θ(6), παρέλειψαν «να τον ενημερώσουν ότι έχει το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στο φάκελο του σε σχέση με την αίτηση του και την διοικητική προσφυγή ... και δεν όρισαν την διοικητική προσφυγή και ακρόαση ούτε ειδοποίησαν τον αιτητή ότι θα εξεταζόταν η διοικητική προσφυγή του και/ή η διοικητική προσφυγή εξετάστηκε στη βάση του περιεχομένου του φακέλου».
Για τους πιο κάτω λόγους καμιά από τις πιο πάνω θέσεις μπορεί να γίνει δεκτή.
Με την καταχώριση της διοικητικής προσφυγής δόθηκε στον αιτητή έντυπο με όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα του, ένα από τα οποία ήταν και η ελεύθερη πρόσβαση στο περιεχόμενο του φακέλου του, είτε από μόνος του, είτε με δικηγόρο. Ο αιτητής όμως επέλεξε να μην ασκήσει το συγκεκριμένο δικαίωμα του.
Επίσης, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν έχει υποχρέωση να ακούσει τον αιτητή. Προσωπική συνέντευξη αιτητή ασύλου προβλέπεται από το Νόμο μόνο στη διαδικασία που ακολουθεί η Υπηρεσία Ασύλου (άρθρο 13). Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό έγινε. Ο αιτητής κλήθηκε και παρέστη στην προβλεπόμενη από το Νόμο συνέντευξη στις 9/2/2009. Τέτοια υποχρέωση όμως ο Νόμος δεν εναποθέτει στους ώμους της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Σύμφωνα με το άρθρο 28Ζ του Νόμου, το κατά πόσο αιτητής ασύλου θα κληθεί ή όχι για συνέντευξη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική εξουσία της Αρχής. Με άλλα λόγια, στη δευτεροβάθμια διαδικασία της διοικητικής προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, η προσωπική συνέντευξη έχει δυνητικό χαρακτήρα. (Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έκρινε ότι δεν είχαν προβληθεί νέα στοιχεία και ότι με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία δεν συνέτρεχε λόγος για να κληθεί ο αιτητής για συνέντευξη, η απόφαση της να μην καλέσει τον αιτητή δεν καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση της τρωτή.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι κατά τη συνέντευξη του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία έγινε με τη βοήθεια μεταφραστή, στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία να αποκαλύψει όλες εκείνες τις λεπτομέρειες και τα στοιχεία που ο ίδιος θεωρούσε ότι θα βοηθούσαν την αίτηση του και να εκθέσει τις απόψεις και τις θέσεις του αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να ζητήσει άσυλο. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι ενώπιον της η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων είχε την έκθεση που είχε ετοιμάσει σύμφωνα με το άρθρο 28Ζ(2) του Νόμου η αρμόδια λειτουργός, την οποία και έλαβε υπόψη.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης μπορεί να επιτύχει.
Ως τρίτος και τελευταίος λόγος ακύρωσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ενήργησε/λειτούργησε στη συγκεκριμένη περίπτωση κάτω από «πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας». Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τη σχετική επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή, όπως αυτή προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της:
"Οι απαντήσεις του αιτητή στις ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν κατά την συνέντευξη παρερμηνεύθηκαν και/ή δεν αξιολογήθηκαν ορθά και γίνονταν με τέτοιο τρόπο ώστε ο αιτητής να μην αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο τους για να δώσει ακριβείς απαντήσεις.
Η πλάνη περί τα πράγματα προήλθε καθότι στο συλλογισμό του αποφασίζοντος οργάνου δεν ετέθησαν όλα εκείνα τα οποία έπρεπε να τεθούν ενώπιον τους και μη καλώντας τους αιτητές στην εξέταση της διοικητικής προσφυγής για να αποσαφηνιστούν διάφορα σημεία ενδεχομένως, ώστε να είναι σε θέση οι καθ'ων η αίτηση να αποφασίσουν επί της διοικητικής προσφυγής."
Έχω την άποψη ότι τα όσα έχω ήδη αναφέρει πιο πάνω και ειδικότερα οι λόγοι για τους οποίους έκρινα ότι ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να επιτύχει, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην περίπτωση του παρόντος λόγου ακύρωσης. Ως εκ τούτου και ο τρίτος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1.350 υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ