ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1452 /2010)
31 Ιανουαρίου, 2013
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΕΤΡΟΥ,
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Ξ.Ευγενίου, (κα.), για Α.Σ.Αγγελίδη, για την αιτήτρια
Δένα Μαρία Εργατούδη, (κα.), Αν. Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση.
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου, Αριστείδη Αριστείδου, στη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) ημερ. 7 Ιουνίου 2010, ήταν το αντικείμενο επανεξέτασης που έγινε, ως αποτέλεσμα ακυρωτικής απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το ιστορικό της απόφασης έχει ως ακολούθως:
Την 1η Ιουλίου 2005 προκηρύχθηκε μια θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής) στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Υποβλήθηκαν οκτώ αιτήσεις, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν αίτηση του αιτητή και του ενδιαφερομένου.
Η συσταθείσα Συμβουλευτική Επιτροπή με έκθεση της εισηγήθηκε την προαγωγή τριών ατόμων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ενδιαφερόμενος. Ο αιτητής δεν είχε συστηθεί για προαγωγή, καθότι, υστερούσε σε αρχαιότητα και σε προσόντα έναντι των ανθυποψηφίων του. Κρίθηκε περαιτέρω ότι το πτυχίο των Πολιτικών Επιστημών, όπως και το Διδακτορικό που κατέχει ο αιτητής, δεν ήταν συναφή με τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας.
Η ΕΕΥ αποφάσισε στις 7 Σεπτεμβρίου 2005 να προάξει στην επίδικη θέση τον ενδιαφερόμενο. Ο αιτητής καταχώρισε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω προαγωγής, η οποία και απερρίφθη. (Υποθ. αριθμ.1595/5 Πέτρου ν. της Δημοκρατίας, ημερ. 18 Δεκεμβρίου 2006). Η εν λόγω απόφαση εφεσιβλήθηκε. Η Ολομέλεια έκαμε την έφεση αποδεκτή, κρίνοντας ότι δεν υπήρξε η δέουσα έρευνα αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή. Η εν λόγω απόφαση είναι η Πέτρου ν. της Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 8, όπου στη σελίδα 11 αναφορικά με τον πιο πάνω λόγο ακυρώσεως, αναφέρονται τα εξής:
«Στην παρούσα περίπτωση, ναι μεν η ΕΕΥ δεν αναφέρθηκε γενικά στα προσόντα του αιτητή, αλλά τόσο αυτή όσο και η ΣΕ, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και τα επισυναπτόμενα στην ένσταση πρακτικά, έκριναν πως τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή, που δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας, δεν ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης χωρίς να διεξαχθεί οποιαδήποτε έρευνα σε σχέση με το περιεχόμενο των σπουδών αυτών.
Κατά συνέπεια, κρίνουμε πως η ΕΕΥ απέτυχε να διεξαγάγει την αναγκαία έρευνα επί του προκειμένου, που θα μπορούσε ενδεχομένως, αν δηλαδή ήταν θετικό το αποτέλεσμα της έρευνας, να διαμόρφωνε, όπως κρίθηκε και στην πιο πάνω υπόθεση, ευνοϊκότερη άποψη για τον εφεσείοντα.»
Όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, η ΕΕΥ συμμορφούμενη με την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, προέβη σε επανεξέταση της υπόθεσης και στις 7 Ιουνίου 2010, επαναπροήγαγε τον ενδιαφερόμενο στην επίδικη θέση. Ως προς τα προσόντα του αιτητή, στην εν λόγω απόφαση, αναφέρονται τα πιο κάτω:
«Ο αιτητής, πέραν από τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα και το πτυχίο του Μαράσλειου Διδασκαλείου Δημοτικής Εκπαίδευσης, το οποίο η Επιτροπή θεώρησε συναφές με την ειδικότητα του Δασκάλου (1992), κατέχει Πτυχίο Πολιτικών Επιστήμων και Διδακτορικό Δίπλωμα από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Οι τίτλοι αυτοί δεν είναι συναφείς με την εκπαίδευση γενικότερα, αφού, σύμφωνα με σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, συναφές με την εκπαίδευση είναι «οιοδήποτε προσόν» που «περιλαμβάνει όλες τις ειδικότητες για τις οποίες καταρτίζονται πίνακες διοριστέων». Οι συγκεκριμένοι τίτλοι, επίσης, δεν μπορούν να θεωρηθούν συναφείς με τα καθήκοντα της θέσης εφόσον το αντικείμενο των Πολιτικών Επιστημών δεν έχει καμία σχέση με την επιθεώρηση σχολείων ή την επιθεώρηση/καθοδήγηση του διδακτικού προσωπικού, ούτε με τη διεξαγωγή εκπαιδευτικών συνεδρίων και επιμορφωτικών μαθημάτων ή το συντονισμό, προγραμματισμό, ανάπτυξη προγραμμάτων, εξετάσεις κλπ»
Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της αναδρομικής προαγωγής του ενδιαφερομένου, προβάλλοντας ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου το οποίο προέκυψε από την απόφαση της Ολομέλειας. Ισχυρίστηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε έρευνα, αναφορικά με τα προσόντα του, και η επανεξέταση έπρεπε να είχε αρχίσει από το σημείο εκείνο. Η ΕΕΥ έπρεπε, σύμφωνα με την εισήγηση του αιτητή, να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική, κάτι το οποίο δεν έγινε.
Είμαι της γνώμης ότι η μη παραπομπή του θέματος από την ΕΕΥ στη Συμβουλευτική δεν παραβιάζει το δεδικασμένο. Επισημαίνεται στην εν λόγω απόφαση ότι τόσο η ΕΕΥ όσο και η Συμβουλευτική, δεν είχαν διεξαγάγει οποιαδήποτε έρευνα, πλην όμως, ο λόγος ακυρώσεως προσδιορίζει ότι η ΕΕΥ απέτυχε να διεξάγει την αναγκαία έρευνα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 37Β(1) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Ν.10/69:
«Σε περίπτωση ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης της επιτροπής με την οποία αποφασίστηκε προαγωγή εκπαιδευτικού λειτουργού, η Επιτροπή επανεξετάζει την ακυρωθείσα απόφαση της, χωρίς να υποβάλλει εκ νέου την υπόθεση στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασης και τα όσα έχουν κριθεί στην ακυρωτική απόφαση»
Συναφώς, η εξέταση των προσόντων του αιτητή από την ΕΕΥ, χωρίς παραπομπή στη Συμβουλευτική, ήταν ορθή και σύμφωνη με τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου.
Στη συνέχεια ο αιτητής πρόβαλε ότι η υιοθέτηση από την ΕΕΥ του καταλόγου των προτεινόμενων, που ετοιμάστηκε από τη Συμβουλευτική, παραβιάζει το δεδικασμένο, αφού δικαστικώς κρίθηκε ότι η Συμβουλευτική δεν είχε προβεί σε δέουσα έρευνα.
Δεν συμφωνώ με την εισήγηση του αιτητή. Η ΕΕΥ δεν υιοθέτησε τον κατάλογο των προτεινόμενων από τη Συμβουλευτική, αλλά τις αποφάσεις που έλαβε αναφορικά με τη νομιμότητα του καταλόγου, όπως αυτό έγινε στις 31 Αυγούστου 2005. Όπως έχω σημειώσει η ΕΕΥ δεν είχε υποχρέωση να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική, αλλά, μπορούσε η ίδια να προχωρήσει στην εξέταση της συνάφειας των προσόντων της θέσης.
Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ο αιτητής προβάλλει ότι η απόφαση της ΕΕΥ πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και δέουσας έρευνας. Δεν δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία, ισχυρίστηκε ο αιτητής, αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα του στις Πολιτικές Επιστήμες και το Διδακτορικό του, θεωρούμενα ως μη συναφή με τα καθήκοντα της θέσης.
Είμαι της γνώμης ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Σύμφωνα με το λεκτικό της απόφασης της Ολομέλειας, η ΕΕΥ δεν έχει προβεί στη δέουσα έρευνα, κάτι που θα καταδείκνυε εάν τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή, σύμφωνα με το περιεχόμενο των σπουδών του, θα ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης. Από το λεκτικό της απόφασης της ΕΕΥ καταδεικνύεται ότι εξετάστηκε το θέμα αναφορικά με το αντικείμενο των Πολιτικών Επιστημών, τα οποία δεν έχουν σχέση, όπως αναφέρεται, με την επιθεώρηση σχολείων ή την καθοδήγηση του διδακτικού προσωπικού ούτε με τη διεξαγωγή εκπαιδευτικών συνεδρίων και άλλα.
Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι σύμφωνα με τη νομολογία η στάθμιση και αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων μη απαιτουμένων, από το σχέδιο υπηρεσίας, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή και το δικαστήριο δεν επεμβαίνει στη σχετική διεργασία. (Βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χ΄Στεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Γιαγκουλλής ν. της Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 481. Το δεδικασμένο, όμως, επέβαλλε τη διεξαγωγή έρευνας αναφορικά με τη σχετικότητα των τίτλων σπουδών του αιτητή σε συνάρτηση με τα καθήκοντα της θέσης. Η ΕΕΥ, όμως, κατέληξε σε αναιτιολόγητη κρίση ότι τα συγκεκριμένα προσόντα δεν ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης. Ελλείπει η οποιαδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο των σπουδών του αιτητή, κατ΄αντίθεση προς τη ρητή επισήμανση της ακυρωτικής απόφασης, για την αναγκαιότητα έρευνας και αιτιολόγησης επί του συγκεκριμένου θέματος.
Τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή έπρεπε να τύχουν αξιολόγησης, έτσι ώστε εάν κρινόταν ότι όντως ήταν συναφή, θα προσδιδόταν σ΄αυτά η ανάλογη βαρύτητα, με απώτερο στόχο να κριθεί η υπεροχή ενός υποψηφίου, έναντι του άλλου, σ΄αυτό το τομέα.
Η γενικότητα της αιτιολογίας που χρησιμοποίησαν οι καθ΄ων η αίτηση και το κενό που διαπιστώνεται στην απόφαση τους, δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί, αφού ξεφεύγει των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου, το οποίο δεν μπορεί να προβεί σε πρωτογενή κρίση (βλ. Γιαγκουλλή ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), και Νικολαΐδη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 325).
Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.