ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.1428 /2010)

 

15 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28, 35 και 146 του Συντάγματος

 

SVETLANA COADA,

                                                              Αιτήτρια,

-και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω

Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού

Και Μετανάστευσης και/ή του Υπουργού Εσωτερικών

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

-----------------------

Κ.Καμένος, για την αιτήτρια

Λ.Χριστοδουλίδου-Ζαννέττου, (κα.), Αν. Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση.

---------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια κατάγεται από τη Μολδαβία. Αφίχθηκε στην Κύπρο στις 26 Ιουλίου 2001, όπου της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας ως σερβιτόρα σε μπυραρία, μέχρι τις 26 Ιουλίου 2002.  Στις 28 Μαΐου 2002 αναχώρησε από την Κύπρο επανερχόμενη στις 21 Σεπτεμβρίου 2002, της χορηγήθηκε άδεια παραμονής μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου 2003. Η αιτήτρια αναχώρησε και πάλι στις 31 Μαΐου 2003 και επέστρεψε στις 9 Οκτωβρίου 2003.  Η άδεια παραμονής και εργασίας που της παραχωρήθηκε ίσχυε μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2003.  Στις 13 Ιανουαρίου 2004 υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας της.  Εγκρίθηκε και παραχωρήθηκε άδεια μέχρι τις 9 Οκτωβρίου 2004.  Η αιτήτρια, κατόπιν αίτησης της, άλλαξε εργασία και της παραχωρήθηκε νέα άδεια μέχρι τις 4 Ιουνίου 2005.

 

Στις 2 Ιουνίου 2005 τέλεσε πολιτικό γάμο με τον Ανδρέα Κασάπη. Στις 28 Ιουνίου 2005 υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας της.  Παραχωρήθηκε, προς τούτο,  άδεια παραμονής και εργασίας, ως σύζυγος κυπρίου πολίτη, η οποία ανανεώθηκε διαδοχικώς αρχικά μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2006 και στη συνέχεια μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008.

 

Στις 18 Ιουνίου 2007 αφίχθηκε στη Δημοκρατία η ανήλικη κόρη της αιτήτριας στην οποία χορηγήθηκε άδεια παραμονής.

 

Η αιτήτρια υπέβαλε στις 23 Ιανουαρίου 2009 αίτηση για ανανέωση της άδειας της, η οποία όμως απορρίφθηκε. Σχετική επιστολή στάληκε στις 20 Αυγούστου 2009. Εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης καταχωρήθηκε προσφυγή, η οποία όμως αποσύρθηκε.

 

Στο μεταξύ στις 31 Ιουλίου 2008, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί η κυπριακή υπηκοότητα, ως συζύγος πολίτη της Δημοκρατίας. Το αίτημα απορρίφθηκε καθότι η αιτήτρια, σε διάφορες χρονικές περιόδους, παρέμεινε παρανόμως στη Δημοκρατία, καθώς επίσης και λόγω διακοπής της συμβίωσης του ζεύγους.

 

Ακολούθως, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση άδειας παραμονής και εργασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2010, καθότι δεν συζούσε με τον ελληνοκύπριο σύζυγο της. Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόρριψη της αίτησης της με επιστολή ημερ 5 Οκτωβρίου 2010.

 

Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση.

 

Προβλήθηκε από πλευράς αιτήτριας, ότι η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και έλλειψης αιτιολογίας. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης οι καθ΄ων η αίτηση δεν προέβησαν στη δέουσα έρευνα, αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου που τέλεσε, με τον πιο πάνω αναφερόμενο. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα οι καθ΄ων στηριχτήκαν σε δηλώσεις και καταθέσεις του συζύγου της, οι οποίες, ήταν αντιφατικές. Υποστηρίζει ότι εξακολουθεί να είναι νόμιμη σύζυγος ελληνοκύπριου πολίτη με όλα τα δικαιώματα που τούτο συνεπάγεται.

 

Η αιτήτρια επικαλέστηκε την υπόθεση Svetlana Shalaeva (2010) 3 A.A.Δ. 184 στην οποία αναφέρθηκε ότι:

 

«Το δικαίωμα της εφεσείουσας βασίζεται ακριβώς σ' αυτό. Για εμάς είναι αυτονόητο πως τα δικαιώματα που έχουν άλλοι υπήκοοι κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προνοούνται και για τους Κυπρίους. Αλλιώς θα καταλήγαμε σε παράλογα, κατά τη γνώμη μας, αποτελέσματα. Για παράδειγμα πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορεί να ζήσει μαζί με την αλλοδαπή σύζυγό του νόμιμα σε οιανδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά δεν μπορεί να κάνει το ίδιο στην ίδια του την πατρίδα. Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η εφεσείουσα παραμένει ακόμα παντρεμένη με το σύζυγό της, μέχρι την τελεσίδικη έκδοση διαζυγίου.»

 

Οι καθ΄ων η αίτηση εισηγήθηκαν ότι η πιο πάνω απόφαση δεν είναι σχετική, επειδή εξετάστηκε στο πλαίσιο εφαρμογής του Περί της Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμο του 2003 (Ν.92(Ι)/2003). Περαιτέρω, πρόβαλαν οι καθ΄ων η αίτηση, ότι στη συνέχεια εκδόθηκε  απόφαση, στην υπόθεση που αφορούσε την ίδια αιτήτρια, και η Ολομέλεια έκαμε ανέφερε ότι υπήρχε αμφιβολία κατά ποσό ο εν λόγω νόμος τυγχάνει αυτόματης εφαρμογής.

 

Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Στην άλλη, υπό αναφορά, υπόθεση Shalaeva ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, η Ολομέλεια δεν ασχολήθηκε μόνο  με την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου, αλλά ασχολήθηκε και με το κατά πόσο δόθηκε η απαιτούμενη αιτιολογία για την άρνηση χορήγησης αδείας παραμονής. 

 

Αναφέρεται σχετικά στην πιο πάνω απόφαση. 

«Το αίτημα για να παραχωρηθεί στην Εφεσίβλητη άδεια εργασίας υποβλήθηκε στις 14.12.2004. Δεν απαντήθηκε όμως μέχρι τις 12.5.2005 και αφού προηγουμένως έληξε (31.3.2005) η άδεια παραμονής που κατείχε η Εφεσίβλητη. Επομένως δεν τίθεται θέμα ανάκλησης. Με δεδομένο ότι η διοίκηση αρχικά παραχώρησε στην Εφεσίβλητη άδεια παραμονής εξαιτίας του γάμου της με κύπριο πολίτη, ανεξάρτητα των διατάξεων του Ν. 92(Ι)/2003, όφειλε να δώσει επαρκή αιτιολογία για την αλλαγή στη στάση της να μην παραχωρήσει περαιτέρω άδεια διαμονής, εφόσον μέχρι τότε δεν έπαυσε η νομική ισχύς του γάμου. Η αιτιολογία που έδωσε η διοίκηση όχι μόνο δεν είναι επαρκής, αλλά φαίνεται ότι η διοίκηση, με τον τρόπο που άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, πλανήθηκε ως προς τις νομικές επιπτώσεις της διακοπής της συμβίωσης και της εκκρεμότητας της αίτησης διαζυγίου. Περαιτέρω η άρνηση ανανέωσης της άδειας παραμονής έστω και με όρους, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αρχής της αναλογικότητας.»

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση, η παραχωρηθείσα στην αιτήτρια άδεια είχε ως υπόβαθρο την παραμονή της στην Κύπρο με τον κύπριο σύζυγο της και την εργασία της ως «manager» σε εταιρεία.  Στην υποβληθείσα αίτηση, για ανανέωση της πιο πάνω άδειας, ανέφερε: «είμαι παντρεμένη με κύπριο πολίτη και επίσης εργάζομαι».

 

Μέχρι τη στιγμή της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης (18 Μαρτίου 2010), δεν είχε εκδοθεί διαζύγιο.  Συναφώς, ο γάμος της αιτήτριας, με τον κύπριο σύζυγο της, υφίστατο, αυτή δε αντλούσε, αυτοδικαίως, τα δικαιώματα που της παρείχε η ιδιότητα της συζύγου κύπριου πολίτη, περιλαμβανομένης και της διαμονής.  (βλ. Zaharijevic ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 48/2008, ημερ. 24 Ιανουαρίου 2011).

 

Κρίνω, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έχουν προβεί στην αναμενόμενη, υπό τις περιστάσεις, δέουσα έρευνα, αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι του γάμου της αιτήτριας με τον κύπριο σύζυγο της.  Ο εν λόγω γάμος δεν έχει ακυρωθεί μετά από απόφαση δικαστηρίου.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή θα έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.

 

                                                            Κ. Παμπαλλής,

                                                                      Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο