ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PIERIS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1054
LARKOS ν. REPUBLIC (1987) 3 CLR 2189
Δήμος Λευκωσίας ν. Mέλπως Γρηγορίου (1996) 3 ΑΑΔ 191
Kυπριακή Δημοκρατία μέσω Yπουργού Eσωτερικών και Άλλος, Γιάννης Kωνσταντίνου (1996) 3 ΑΑΔ 474
Θαλασσινός Γρηγόρης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364
Zίττης Aρχιμίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394
Θεοφάνους Mάριος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 507
ΛΟΪΖΟΣ ΠΑΝΑΓΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 821/2010, 26/11/2012
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1149/2011)
31 Ιανουαρίου, 2013
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ,
2. ΓΙΑΓΚΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ,
3. ΣΥΚΟΠΕΤΡΙΤΟΥ ΙΟΥΛΙΑ,
Αιτητές,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Aίτηση.
- - - - - -
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την Καθ΄ης η
Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με επιστολή της ημερομηνίας 19.8.2011, η Υπουργός Εξωτερικών πληροφόρησε τον Πρόεδρο της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ ότι εναντίον των αιτητών, ήτοι του Νικόλα Αιμιλίου, Πρέσβη, Γεώργιου Γιάγκου, Γραμματέα Α΄ ή Προξένου, Ιουλίας Συκοπετρίτου, Ακολούθου, και ενός άλλου Λειτουργού του Υπουργείου Εξωτερικών, είχε διαταχθεί έρευνα που αφορούσε στην πιθανή διάπραξη σοβαρών πειθαρχικών αδικημάτων.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, στη συνεδρία της με ημερομηνία 22.8.2011 (θέμα (1) των πρακτικών), αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε να τεθούν οι πιο πάνω υπάλληλοι σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας και αποφάσισε να τους θέσει σε διαθεσιμότητα από 22.8.2011 και για περίοδο 15 ημερών, επιτρέποντας τους να λαμβάνουν το ½ των απολαβών τους. Επιπρόσθετα, ενημέρωσε τους υπαλλήλους ότι δικαιούντο να υποβάλουν γραπτή ένσταση μέχρι 26.8.2011 και ώρα 11π.μ.
Το Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, με επιστολές του ημερομηνίας 22.8.2011, πληροφόρησε τους αιτητές για την πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής.
Το Δικηγορικό Γραφείο Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, με επιστολή του ημερομηνίας 25.8.2011, αναφέρθηκε στο θέμα της διαθεσιμότητας των αιτητών και υπέβαλε τις ενστάσεις τους.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, σε συνεδρία της ημερομηνίας 26.8.2011 (Θέμα Α.(1) των πρακτικών), αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε να παραμείνουν σε διαθεσιμότητα οι αιτητές. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η διαθεσιμότητά τους θα εξακολουθούσε να ισχύει με τους ίδιους όρους.
Το Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, με επιστολές του ημερομηνίας 26.8.2011, πληροφόρησε τους αιτητές για την απόφασή της.
Οι αιτητές προσέβαλαν με ξεχωριστές προσφυγές τους τη νομιμότητα τόσο της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 22.8.2011, με την οποία τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, όσο και την απόφαση 26.8.2011, με την οποία αποφασίσθηκε όπως παραμείνουν σε διαθεσιμότητα με τους ίδιους όρους.
Η παρούσα προσφυγή των αιτητών στρέφεται κατά της νομιμότητας της δεύτερης απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, ημερομηνίας 26.8.2011, και επιζητείται η ακύρωσή της.
Στο σημείο τούτο παρεμβάλλω ότι το παρόν Δικαστήριο επιλήφθηκε ήδη μιας εκ των προσφυγών με τις οποίες προσβάλλετο η νομιμότητα της αρχικής απόφασης της ΕΔΥ ημερομηνίας 22.8.2011, με την οποία οι αιτητές είχαν τεθεί άμεσα σε διαθεσιμότητα. Πρόκειται για την Υπόθεση αρ. 1125/2011, Ιουλία Συκοπετρίτου ν. Δημοκρατίας, στην οποία η απόφαση εκδόθηκε την 14.12.2012. Με την απόφαση εκείνη, η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση με την οποία η αιτήτρια είχε τεθεί σε άμεση διαθεσιμότητα, χωρίς προηγουμένως να ακουσθεί, ακυρώθηκε επειδή, όπως είχα κρίνει, η καθ΄ης η αίτηση δεν αιτιολόγησε, ούτε στοιχειοθέτησε επαρκώς την κρίση της όπως προχωρήσει και ενεργοποιήσει τις εξαιρετικές πρόνοιες του άρθρου 85(1Β)(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και, συνακόλουθα, η αποστέρηση από την αιτήτρια του δικαιώματός της όπως ακουσθεί, προτού της επιβληθεί η διαθεσιμότητα, όπως επιτάσσει το άρθρο 85(1Α), ήταν επίσης αδικαιολόγητη και αναιτιολόγητη.
Η απόφαση στην παρούσα προσφυγή, με την οποία προσβάλλεται η δεύτερη στη σειρά απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, είχε επιφυλαχθεί από το παρόν Δικαστήριο στις 9.10.2012. Μετά όμως από την έκδοση της προαναφερθείσας ακυρωτικής απόφασης στην Υπόθεση αρ. 1125/2011, επανάνοιξα την παρούσα προσφυγή, έτσι ώστε να δοθεί η ευκαιρία στους συνηγόρους των διαδίκων να υποβάλουν οποιεσδήποτε περαιτέρω παραστάσεις οι οποίες σχετίζονται με το γεγονός της ακύρωσης της αρχικής απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ή προβούν σε οποιουσδήποτε χειρισμούς ως προς την περαιτέρω πορεία της παρούσας προσφυγής. Οι παραστάσεις των μερών υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο κατά την 15.1.2013, οπότε και η απόφαση επανεπιφυλάχθηκε. Στις παραστάσεις αυτές, θα αναφερθώ αργότερα στην παρούσα Απόφαση.
Θα ασχοληθώ κατ΄ αρχάς με δύο προδικαστικές ενστάσεις οι οποίες ηγέρθηκαν και προωθήθηκαν από την καθ΄ης η αίτηση στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής. Αυτές είναι οι ακόλουθες:
1. Ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προωθήσουν την προσφυγή τους.
2. Ότι η προσβαλλόμενη εδώ διοικητική πράξη δεν είναι εκτελεστή, παρά μόνο βεβαιωτική της αρχικής απόφασης για τη διαθεσιμότητα των αιτητών.
Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία οι αιτητές έπαυσαν να έχουν οποιοδήποτε έννομο συμφέρον να προσβάλλουν την επίδικη απόφαση επειδή η διαθεσιμότητα στην οποία είχαν τεθεί ήρθη ή έληξε αυτοδικαίως στις 5.9.2011, παρατηρώ ότι της ίδιας ένστασης είχα επιληφθεί στο πλαίσιο εκδίκασης της προσφυγής της εδώ αιτήτριας αρ. 3, Ιουλίας Συκοπετρίτου, στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 1125/2011. Κατόπιν ανάλυσης της σχετικής προς το θέμα νομολογίας και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, έκρινα ότι η προδικαστική αυτή ένσταση δεν ευσταθούσε για τους λόγους που εξήγησα και την απέρριψα. Για τους ίδιους δε ακριβώς λόγους, η ίδια προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και για σκοπούς της παρούσας προσφυγής. [Υπόθεση αρ. 1125/2011 (ανωτέρω)].
Ως προς τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση περί συνέχισης της διαθεσιμότητας των αιτητών δε συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή, αλλά πρόκειται περί απλής βεβαιωτικής της αρχικής απόφασης, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Κατ΄ αρχάς, στην παρούσα διαδικασία και, ειδικότερα, στο σημερινό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η παρούσα υπόθεση, υπάρχει ένα στοιχείο, ένα δεδομένο, αυτό δηλαδή της ήδη εκδοθείσας απόφασης στην προσφυγή αρ. 1125/2011 με την οποία ακυρώθηκε η αρχική απόφαση για την τοποθέτηση της εδώ αιτήτριας αρ. 3 σε διαθεσιμότητα. Παρά ταύτα, δεν μπορώ να δεχθώ την άποψη ότι με αυτό το νέο στοιχείο πρέπει να οδηγηθώ εδώ σε απόφαση ότι η δεύτερη απόφαση της οποίας η νομιμότητα προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, αν είναι βεβαιωτική της πρώτης, αυτό σημαίνει ότι επιβεβαιώνει μια ακυρωθείσα ως παράνομη διοικητική πράξη και άρα και αυτή συμπαρασύρεται σε ακυρότητα.
Σε σχέση με τούτο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο που ελαμβάνετο η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση της 26.8.2011, η προηγηθείσα απόφασή της 22.8.2011 υφίστατο ως νόμιμη, μη ακυρωθείσα διοικητική πράξη. Θα πρέπει δε να εξετασθεί στην παρούσα προσφυγή το εάν και κατά πόσο η εδώ προσβαλλόμενη δεύτερη απόφαση της 26.8.2011, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης, αυτή ήταν ή δεν ήταν βεβαιωτική της πρώτης απόφασης. Και αυτό θα προχωρήσω να εξετάσω στη συνέχεια.
Όπως υποστηρίζει η καθ΄ης η αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση της 26.8.2011 προέκυψε μετά που οι αιτητές κλήθηκαν και υπέβαλαν τις παραστάσεις τους προς την καθ΄ης η αίτηση, η οποία, αφού εξέτασε τις ενστάσεις τους γιατί να μην εξακολουθήσουν να βρίσκονται σε διαθεσιμότητα, επαναβεβαίωσε την αρχική της απόφαση ημερομηνίας 22.8.2011 και, μάλιστα, αποφάσισε όπως αυτή συνεχίζει να ισχύει με τους ίδιους όρους, χωρίς ανάγκη για αναθεώρησή της. Επομένως, κατά την καθ΄ης η αίτηση, δε διαφοροποιήθηκε το καθεστώς των αιτητών με την άρση της διαθεσιμότητας, ή την αλλαγή των όρων της.
Προς υποστήριξη της γενικής θέσης της περί βεβαιωτικής απόφασης, η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση επικαλέστηκε την απόφαση στην Υπόθεση αρ. 819/2010, Λοϊζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.1.2013, του αδελφού Δικαστή Νικολάτου.
Διαφωνώντας με αυτές τις θέσεις της καθ΄ης η αίτηση, ο συνήγορος των αιτητών, αν και στη γραπτή αγόρευσή του και στην απαντητική αγόρευσή του, δεν ασχολείται με τη συγκεκριμένη αυτή προδικαστική ένσταση, στο στάδιο των Διευκρινίσεων υπέβαλε ότι, μετά που εφαρμόστηκαν από την ΕΔΥ οι πρόνοιες του άρθρου 85(1Β)(α) του Νόμου και είχαν τεθεί σε άμεση διαθεσιμότητα οι αιτητές, τους δόθηκε το δικαίωμα να υποβάλουν γραπτή ένσταση. Άσκησαν αυτό το δικαίωμά τους οι αιτητές, οπότε η καθ΄ης η αίτηση όφειλε να μελετήσει τις παραστάσεις τους και να αποφασίσει κατά πόσο θα συνεχίσει ή όχι η διαθεσιμότητα. Το ότι η καθ΄ης η αίτηση αποφάσισε τη συνέχιση της διαθεσιμότητας, αυτό, σύμφωνα πάντα με το συνήγορο των αιτητών, αποτελεί καθαρά νέα εκτελεστή πράξη, η οποία μάλιστα λήφθηκε κατά πλειοψηφία.
Εγκύπτοντας στη νομική πτυχή του υπό εξέταση θέματος, παρατηρώ ότι εφαρμοστέες τυγχάνουν οι ακόλουθες γενικές αρχές:
Είναι καλά καθιερωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η βεβαιωτική πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, εκτός και αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία τα οποία, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη νωρίτερα. [Βλ. Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394 και την εκεί νομολογία στην οποία η απόφαση παραπέμπει και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 241].
Σύμφωνα με τη νομολογία, απόφαση η οποία απλώς επιβεβαιώνει προηγούμενη εκτελεστή δεν είναι εκτελεστή, εκτός εάν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη πραγματικά ή νομικά στοιχεία που, αν και προϋπήρχαν της εκτελεστής, ήταν, κατά το χρόνο που λήφθηκε η εκτελεστή, άγνωστα ή δεν λήφθηκαν υπόψη.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας βεβαιωτικής πράξης επισημάνθηκαν σε σειρά αποφάσεων - [βλ. μεταξύ άλλων, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 474· Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394 και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 507]. Πράξη θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης εκτελεστής όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με την προγενέστερη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα - [βλ., μεταξύ άλλων, Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054 και Larkos v. Republic (1987) 3 CLR 2189].
Η πράξη συνιστά βεβαιωτική προγενέστερης, αν δεν έχει, στο μεταξύ, διενεργηθεί νέα έρευνα, ή αν δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της διοίκησης σε προηγούμενη απόφασή της, ακόμα και αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, αποτελεί βεβαιωτική - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελίδα 240).
Στη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364, επεξηγήθηκε το θέμα της «νέας έρευνας», ως εξής: - (σελίδες 367-368)
"Δε διαφωνούμε με τις θέσεις αυτές. Κατοπτρίζουν τη φύση της βεβαιωτικής πράξης στο διοικητικό δίκαιο. Για το ίδιο θέμα παραπέμπουμε και στις αποφάσεις: προσφ. αρ. 952/91, Κόμμα των Φιλελευθέρων κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 14/5/93 και Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπως Γρηγορίου, (1996) 3 Α.Α.Δ. 191. Τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία διέπει το ζήτημα, που ενστερνίστηκε η νομολογία μας, εξηγεί ο Μ. Δ. Στασινόπουλος "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", 4η έκδοση (1964) στη σελ. 176, με τη συνηθισμένη καθαρότητα έκφρασης του συγγραφέα:
"Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν δια την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων."
Τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 έως 1959) στη σελ. 241 υποστηρίζουν την παραπάνω διατύπωση του κανόνα:
"Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν.""
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, είμαι πεπεισμένος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δε συνιστά απλά μια πράξη βεβαιωτική της προηγηθείσας αρχικής απόφασης της καθ΄ης η αίτηση με την οποία οι αιτητές τέθηκαν σε διαθεσιμότητα. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να παρατηρήσω ότι, κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της εξέτασης του όλου θέματος από την ΕΔΥ μετά την υποβολή και μελέτη των στοιχείων και παραστάσεων των αιτητών, ήταν το ίδιο με το αποτέλεσμα της μονομερούς εξέτασης των στοιχείων που είχε θέσει ενώπιόν της η Υπουργός, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να έχει την αποφασιστική σημασία η οποία του αποδόθηκε στην αγόρευση της καθ΄ης η αίτηση ως προς το αν η δεύτερη απόφαση είναι ή όχι βεβαιωτική της πρώτης. Μια νέα εξέταση, ή επανεξέταση ενός θέματος, μπορεί κάλλιστα να λάβει υπόψη της τελείως νέα στοιχεία, δεδομένα ή και νομικά θέματα και όμως να καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο μιας προηγούμενης απόφασης, κατά τη λήψη της οποίας δεν τέθηκαν υπόψη της διοίκησης τέτοια στοιχεία. Η απόφαση στην Υπόθεση αρ. 819/2010 (ανωτέρω) του Νικολάτου, Δ., διαφοροποιείται σημαντικά από την παρούσα υπόθεση, ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της. Στην υπόθεση εκείνη κατ΄ αρχάς, η εξέταση ξανά του θέματος από την ΕΔΥ μετά την αρχική απόφαση για άμεση διαθεσιμότητα του αιτητή, δε φαίνεται να είχε γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 85(1Β)(α)(β) του Νόμου. Σύμφωνα με αυτές τις πρόνοιες, μετά που η ΕΔΥ αποφασίζει ως σε εξαιρετική περίπτωση να θέσει άμεσα τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα, του παρέχει το δικαίωμα να υποβάλλει, αν επιθυμεί, το αργότερο εντός τεσσάρων ημερών γραπτή ένσταση. Σε περίπτωση δε που υποβληθεί ένσταση, η Επιτροπή, αφού μελετήσει τους λόγους που περιέχονται σ΄ αυτήν, αποφασίζει αμέσως κατά πόσο θα διατάξει τη συνέχιση ή τον τερματισμό της διαθεσιμότητας. Στην προαναφερθείσα όμως υπόθεση Λοϊζος Παναγή, δεν ήταν αυτή η διαδικασία που ακολουθήθηκε. Η ακολουθηθείσα εκεί διαδικασία φαίνεται στην απόφαση του Νικολαϊδη, Δ., στην προηγηθείσα Προσφυγή αρ. 821/2010, ημερομηνίας 26.11.2012, με την απόφαση στην οποία είχε ακυρωθεί η αρχική απόφαση για άμεση διαθεσιμότητα του αιτητή. Στην απόφαση εκείνη αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:
". Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 17.5.2010 έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα και αποφάσισε να τον θέσει σε διαθεσιμότητα από την ίδια ημέρα μέχρι την ολοκλήρωση της εναντίον του ποινικής υπόθεσης. Η Επιτροπή τον ενημέρωσε ότι εδικαιούτο να υποβάλει γραπτή ένσταση μέχρι τις 21.5.2010.
Στις 21.5.2010 αφού διαπιστώθηκε ότι δεν υποβλήθηκαν παραστάσεις εκ μέρους του αιτητή, η Επιτροπή αποφάσισε όπως παραμείνει σε διαθεσιμότητα με τους ίδιους όρους. Οι δικηγόροι του με επιστολή τους ημερ. 25.5.2010 αναφέρθηκαν στο θέμα της διαθεσιμότητάς του και ισχυρίστηκαν ότι δεν συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις. Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 31.5.2010, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της επιστολής των πιο πάνω δικηγόρων, έκρινε ότι δεν συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι δημοσίου συμφέροντος για αναθεώρηση της απόφασής της ημερ. 17.5.2010."
Όπως επομένως διαπιστώνεται, στην υπόθεση εκείνη ο αιτητής δεν υπέβαλε εμπρόθεσμα οποιαδήποτε ένσταση οπότε, στην απουσία ένστασης, η ΕΔΥ αποφάσισε όπως ο αιτητής παραμείνει σε διαθεσιμότητα με τους ίδιους όρους. Αργότερα όμως, ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε γραπτώς κάποιες παραστάσεις και η ΕΔΥ, αφού τις έλαβε υπόψη, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι για αναθεώρηση της απόφασης της ημερομηνίας 17.5.2010. Όμως, όπως προκύπτει από τα γεγονότα που παρατέθηκαν στην Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 821/2010, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 85(1Β)(α) του Νόμου, στις 21.5.2010 η ΕΔΥ είχε ήδη λάβει απόφαση, την απόφαση η οποία προνοείται από το άρθρο τούτο, για συνέχιση της διαθεσιμότητας του αιτητή. Αυτή η απόφαση όμως, η οποία σαφώς ήταν βεβαιωτική της αρχικής, αφού κανένα νέο στοιχείο δε λήφθηκε υπόψη ή τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής, δεν προσβλήθηκε και ορθά προφανώς, με προσφυγή. Αντ΄ αυτού, ο αιτητής παρουσιάζεται να υποβάλλει κάποιες παραστάσεις εκπρόθεσμα και μετά που η αρχική απόφαση ουσιαστικά είχε γίνει τελεσίδικη μη υπαρχούσης ένστασης, η ΕΔΥ, αφού τις εξέτασε, αποφάσισε στις 31.5.2010 να μην αναθεωρήσει την προηγούμενη απόφασή της, όχι της 21.5.2011, αλλά της 12.5.2010, η οποία αυτή ήταν που κατέστη τελική δυνάμει του άρθρου 85 του Νόμου. Ενδιαφέρον δε είναι και το γεγονός ότι με την προσφυγή του εκείνη ο αιτητής στην Υπόθεση αρ. 821/2010 ήταν τη νομιμότητα και των δύο αποφάσεων της ΕΔΥ που είχε προσβάλει. Τόσο δηλαδή την αρχική απόφαση ημερομηνίας 17.5.2010, όσο και εκείνη της 31.5.2010.
Αυτό είναι φανερό από την εισαγωγή της απόφασης του Νικολαϊδη, Δ., στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή") με την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι την ολοκλήρωση της εναντίον του ποινικής υπόθεσης υπ΄ αρ. 35013/07, καθώς και τη μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 31.5.2010."
Ενώ όμως όπως προκύπτει από το ανωτέρω απόσπασμα με την προσφυγή προσβάλλετο η νομιμότητα και των δύο (από τις τρεις) αποφάσεων της ΕΔΥ, τελικά, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι "Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται." Εύλογα επομένως προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο με την κατάληξη στην προσφυγή αρ. 821/2010 ακυρώθηκε και η απόφαση της 31.5.2010, της οποίας επίσης ζητείτο η ακύρωση στην επιτυχούσα προσφυγή, ή αν δεν ακυρώθηκε, ενώ εζητείτο μια τέτοια θεραπεία, πώς ενοείτο όπως η ίδια θεραπεία ζητηθεί και εκδικασθεί στην άλλη προσφυγή του αιτητή με αρ. 819/2010, δίδοντας στον αιτητή το ανεπίτρεπτο δικαίωμα να προσβάλλει την ίδια διοικητική πράξη με δύο προσφυγές και να εκδικάζονται και οι δύο. Αξίζει δε εδώ να σημειωθεί ότι, λόγω του αριθμού που δόθηκε στις δύο προσφυγές, αναμφίβολα η προσφυγή με αρ. 819/2010, στην οποία προσβάλλετο η νομιμότητα μόνο της απόφασης ημερομηνίας 31.5.2010 θα πρέπει να καταχωρήθηκε πριν από την υπ΄ αρ. 820/2010, με την οποία προσβάλλετο η νομιμότητα τόσο της αρχικής απόφασης ημερομηνίας 31.5.2010, η οποία κρίθηκε τελική ως βεβαιωτική της πρώτης.
Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, αδυνατώ να δεχθώ προς καθοδήγηση έστω τις προαναφερθείσες δύο αποφάσεις μονομελούς σύνθεσης. Εν πάση όμως περιπτώσει, θα πρόσθετα ότι το γεγονός ότι το εκδικάσαν την Υπόθεση αρ. 819/2010 Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του το συγκεκριμένο περιεχόμενο της επιστολής των δικηγόρων του αιτητή σε μια υπόθεση στην οποία η διαθεσιμότητα του αιτητή είχε καταστεί αντικείμενο σειράς ακυρωτικών αποφάσεων και επανεξετάσεων με αποτέλεσμα να ήσαν καλά γνωστές οι παραστάσεις του αιτητή, δεν μπορεί να έχει επήρεια στο ζήτημα κατά πόσο με την επιστολή των δικηγόρων του αιτητή στην παρούσα υπόθεση περιείχοντο ή όχι νέα και ουσιώδη στοιχεία που θα δικαιολογούσαν νέα έρευνα, εξέταση και απόφαση και όχι απλώς επιβεβαίωση της προηγούμενης.
Εξετάζοντας δε τις παραστάσεις, στοιχεία και δεδομένα τα οποία έθεσαν οι συνήγοροι των αιτητών ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση, διαπιστώνω ότι με αυτήν τέθηκαν προς εξέταση για πρώτη φορά σημαντικά πραγματικά στοιχεία και νομικά θέματα τα οποία έτυχαν πράγματι αξιολόγησης και διαχείρισης από την Επιτροπή. Ένα από αυτά είναι το γεγονός ότι ο επίσημος φάκελος διερεύνησης της υπόθεσης και όλα τα άλλα σημειώματα ή έγγραφα που συνελέγησαν μετά την 11.7.2011, είχαν ήδη παραδοθεί στην Αστυνομία και στην Ερευνητική Επιτροπή και είχαν ήδη δοθεί σχετικές καταθέσεις από τους εμπλεκόμενους. Αυτό το στοιχείο, το οποίο δεν είχε τεθεί ενώπιον της ΕΔΥ προηγουμένως, επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές του Μέλους της ΕΔΥ κ. Α. Παπαδόπουλου, κατά την επανεξέταση του θέματος, ο οποίος απέδωσε σημασία στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι είχαν κατ΄ επανάληψη δώσει πέραν της μιας κατάθεσης στην Αστυνομία, ενώ παραδόθηκαν ήδη όλα τα έγγραφα και σημειώματα, όπως και ο επίσημος φάκελος της υπόθεσης, στην Αστυνομία και όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα και σημειώματα. Άλλα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής αφορούσαν το γεγονός ότι οι αιτητές, ως στελέχη του Υπουργείου Εξωτερικών, χειρίζονταν ευαίσθητα θέματα, όπως προκλήσεις της Τουρκίας. Περαιτέρω, οι συνήγοροι των αιτητών ήγειραν ποικίλα νομικά θέματα τα οποία δε φαίνεται να είχαν απασχολήσει προηγουμένως την Επιτροπή στη διαδικασία που είχε ακολουθηθεί, ως προς τα στοιχεία τα "δημοσίου συμφέροντος", των "εξαιρετικών περιστάσεων" κλπ, μέσα στο Νόμο, και αυτά τα στοιχεία και παραστάσεις φαίνεται ότι λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ στην επόμενη συνεδρία της. Αυτά δε τα νέα στοιχεία και παραστάσεις, φαίνεται ότι ενίσχυσαν τη θέση του μοναδικού διαφωνούντος μέλους της Επιτροπής κ. Α. Παπαδόπουλου, ο οποίος αξιοποιώντας και αυτά τα στοιχεία διαφώνησε και πήρε θέση για άρση της διαθεσιμότητας, και περαιτέρω, αυτά τα πρόσθετα στοιχεία και/ή παραστάσεις, αφού αξιολογήθηκαν κατάλληλα, είχαν ως αποτέλεσμα να αλλάξει άποψη και θέση ακόμα ένα μέλος, ο κ. Σ. Χατζηγιάννης, ο οποίος αποφάνθηκε ότι η διαθεσιμότητα ενός εκ των αιτητών, του κ. Αιμιλίου, θα έπρεπε να τερματισθεί.
Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι απλά επιβεβαιωτική της αρχικής απόφασης και, επομένως, η νομιμότητά της μπορεί να ελεγχθεί μέσω της αναθεωρητικής διαδικασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Λαμβανομένων υπόψη των όσων έχουν αναφερθεί προηγουμένως τα οποία και αφορούν στη διαγνωσθείσα μεμπτότητα στη διαδικασία που είχε προηγηθεί της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης και στην ακυρωτική απόφαση στην Υπόθεση αρ. 1125/2011, η τύχη της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης φαίνεται να έχει προδιαγραφεί.
Σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 85(1Β)(β) του Νόμου, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι απόφαση ως προς "τη συνέχιση ή τον τερματισμό" της προηγουμένως αποφασισθείσας διαθεσιμότητας. Δεδομένου δε ότι η αρχικά αποφασισθείσα διαθεσιμότητα έχει ήδη κριθεί από το παρόν Δικαστήριο ως πάσχουσα και έχει ακυρωθεί, έπεται ότι καταρρέει το όλο υπόβαθρο στο οποίο στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Η δε προσβαλλόμενη απόφαση, όπως η ίδια η καθ΄ης η αίτηση ανέφερε στο τηρηθέν πρακτικό για σκοπούς και της δεύτερης αυτής απόφασής της "υιοθετεί και επαναλαμβάνει την πλήρη αιτιολογία που δόθηκε στην απόφαση της ημερ. 22.8.11." Αυτής δηλαδή που διαγνώσθηκε ότι έπασχε.
Υιοθετώ προς τούτο το σκεπτικό και την προσέγγιση του Χατζηχαμπή, Δ., στην απόφασή του στις Υποθέσεις αρ. 1983/2006 και 256/2007, Λοϊζος Παναγή ν. Δημοκρατίας ημερομηνίας 4.6.2008, όπου λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
"Συμφωνώ με τις επ΄αυτού εισηγήσεις του Αιτητή. Ανεξαρτήτως του αν η κάθε παράταση μπορεί να συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη ώστε να μπορεί να προσβάλλεται αυτή καθ΄αυτή, η ακύρωση της απόφασης για θέση σε διαθεσιμότητα δεν μπορεί παρά να συμπαρασύρει και οποιεσδήποτε παρατάσεις της διαθεσιμότητας. Η ίδια η έννοια της παράτασης είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αρχική θέση σε διαθεσιμότητα προς την οποία και συναρτάται. Η απόφαση για παράταση δεν είναι απόφαση για εξ υπαρχής θέση σε διαθεσιμότητα αλλά για συνέχιση της ήδη θέσης σε διαθεσιμότητα και έτσι έχει εκείνη ως βάση και προϋπόθεσή της, όπως διατυπώνεται η γενική αρχή και στα Πορίσματα Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας στα οποία αναφέρονται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον Αιτητή. Είναι με δεδομένη τη θέση σε διαθεσιμότητα, η οποία απεφασίσθη στα πλαίσια των δικών της παραμέτρων που μπορεί να είναι ευρύτερες των εκάστοτε αποφάσεων για παράταση, που αποφασίζεται η παράτασή της, ώστε η εξαφάνιση της θέσης σε διαθεσιμότητα να στερεί τη βάση στην οποία η παράταση εστηρίχθη."
Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως μιασμένη από την ήδη ακυρωθείσα απόφαση στην οποία και στηρίχτηκε, θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται και τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ