ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 105/2010)

 

 

15 Ιανουαρίου, 2013

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΣΤΕΛΛΑ ΣΑΝΤΗ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Σ. Ανδρέου, για την Αιτήτρια.

 

Αλ. Ευαγγέλου, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια, επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση «.... με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη Γρηγοριάδου Έλενα, Λουκά Θερούλα και Προκοπίου Αργυρώ προάχθηκαν με ισχύ από την 1.12.2009 στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή, αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας».

 

Συνοψίζω τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα προσφυγή, τα οποία να σημειωθεί συνιστούν κοινό έδαφος.

 

Η αιτήτρια διορίστηκε στη θέση Λειτουργού Β΄ Τάξης την 1/2/1978, ενώ την 1/10/1984 προήχθη στη θέση Λειτουργού Α΄ Τάξης. Την 1/5/1999 προήχθη στη θέση Ανώτερου Λειτουργού, θέση την οποία κατείχε μέχρι την προκήρυξη της επίδικης θέσης.

 

Η Έλενα Γρηγοριάδου (Ε.Μ.1) διορίστηκε στη θέση Λειτουργού Β΄ Τάξης στις 3/1/1983, ενώ στις 3/1/1988 προήχθη στη θέση Λειτουργού Α΄ Τάξης. Την 1/5/1999 προήχθη στη θέση Ανώτερου Λειτουργού, θέση την οποία κατείχε μέχρι την προαγωγή της στην επίδικη θέση.

 

Η Θερούλα Λουκά (Ε.Μ.2) διορίστηκε στη θέση Λειτουργού Β΄ Τάξης στις 4/5/1992. Στη θέση Λειτουργού Α΄ Τάξης προήχθη στις 4/5/1995, ενώ στις 15/3/2003 προήχθη στη θέση Ανώτερου Λειτουργού, θέση την οποία κατείχε μέχρι την προαγωγή της στην επίδικη θέση.

 

Η Αργυρώ Προκοπίου (Ε.Μ.3) διορίστηκε στη θέση Λειτουργού Β΄ Τάξης στις 15/7/1988, ενώ στις 15/7/1994 προήχθη στη θέση Λειτουργού Α΄ Τάξης. Στις 15/3/2003 προήχθη στη θέση Ανώτερου Λειτουργού, θέση την οποία κατείχε μέχρι την προαγωγή της στην επίδικη θέση.

 

Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2009, υπήρχαν δύο κενές θέσεις Βοηθού Διευθυντή, συνεπεία προαγωγών στη θέση Διευθυντή. Πρόσθετα, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ'ων η αίτηση, δημιουργήθηκε ακόμα μία θέση Βοηθού Διευθυντή, η οποία όμως θα ήταν προσωρινή μέχρι την αφυπηρέτηση του Διευθυντή και κένωση της μόνιμης θέσης.

 

Η Επιτροπή Προσωπικού των καθ'ων η αίτηση, στα πλαίσια συνεδρίας της ημερομηνίας 16/11/2009, σύστησε την πλήρωση των τριών πιο πάνω κενών θέσεων Βοηθού Διευθυντή μέσω προαγωγής από το υπάρχον προσωπικό της αμέσως προηγούμενης βαθμίδας, που ήταν αυτή του Ανώτερου Λειτουργού, θέση την οποία κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο η αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Εδώ θεωρώ σκόπιμο να παρεμβάλω και τα εξής:  Το έχον αρμοδιότητα να διορίζει, θέτει σε διαθεσιμότητα ή απολύει οποιοδήποτε υπάλληλο των καθ'ων η αίτηση όργανο, είναι ο Διοικητής των καθ'ων η αίτηση (άρθρο 20(1)(δ) του Ν. 138(Ι)/2002), ο οποίος στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του, ενεργεί σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού (άρθρο 20(2) του Νόμου), η οποία προβλέπεται από το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου. Σύμφωνα με την παράγραφο 8 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών, Κ.Δ.Π. 233/2004, οι κενές θέσεις πληρούνται με οποιοδήποτε τρόπο αποφασίσει ο Διοικητής, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού. Το νομικό καθεστώς που ρυθμίζει την αξιολόγηση του προσωπικού της Κεντρικής Τράπεζας, διέπεται από την παράγραφο 12 των εν λόγω Οδηγιών. Συγκεκριμένα, οι πρόνοιες της              παρ. 12(9) αναφέρουν: «Το Σύστημα Αξιολόγησης, περιλαμβανομένης και της σύνταξης των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, ρυθμίζεται με βάση τις εκάστοτε εγκυκλίους του Διοικητή». Με σχετική εγκύκλιο του Διοικητή ημερομηνίας 21/12/2007, υιοθετήθηκε νέο επίπεδο γενικής απόδοσης, αυτό της Ιδιαίτερα Εξαιρετικής Απόδοσης, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το εξαίρετο επίπεδο απόδοσης. Σύμφωνα με την εν λόγω εγκύκλιο, «το συγκεκριμένο επίπεδο Γενικής Απόδοσης αφορά πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις υπαλλήλων, θα πρέπει να χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και με μεγάλη φειδώ από τους αξιολογητές και θα καλύπτει ένα πολύ μικρό ποσοστό του προσωπικού». Σύμφωνα με τις πρόνοιες της παρ. 11(1) των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών του 2004 (Κ.Δ.Π. 2003/2004, όπως έχουν τροποποιηθεί (Οι Οδηγίες), οι προαγωγές στην Κεντρική Τράπεζα διενεργούνται με βάση την αξία, την πείρα και τα προσόντα των υπαλλήλων. Σύμφωνα με την παράγραφο 1.4 του Παραρτήματος των Οδηγιών, για κάθε θέση ή βαθμό (grade), τα προσόντα που καθορίζονται είναι τα ελάχιστα που απαιτούνται για διορισμό και ότι κατάλληλα επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα σχετικά με την κάθε θέση θεωρούνται ως πλεονέκτημα.

 

Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, παραθέτω και τα πιο κάτω:

 

Στη συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 16/11/2009, η Επιτροπή Προσωπικού αποφάσισε, για σκοπούς αξιολόγησης της πείρας των υποψηφίων, να υιοθετήσει προηγούμενη απόφαση της ημερομηνίας 18/5/2006. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση της, κατάλληλη θα θεωρείτο η πείρα που αποκτήθηκε σε εννέα συγκεκριμένους τομείς εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας. Επίσης, με αναφορά στην απόφαση της ημερομηνίας 18/5/2006, η Επιτροπή σημείωσε ότι η υπηρεσία στις θέσεις Γραφέα και Διοικητικού Βοηθού Γ΄ Τάξης δεν θεωρείται κατάλληλη υπηρεσία για σκοπούς προαγωγής στην υπό εξέταση θέση.

 

Σε συνεδρία της που έλαβε χώρα στις 12/11/2007, η Επιτροπή υιοθέτησε τις αρχές και τις κρίσεις της Υποεπιτροπής σχετικά με την αναγνώριση της πείρας Λειτουργού Β΄ Τάξης, υιοθετώντας ταυτόχρονα την αρχή ότι θα αναγνωρίζεται πείρα που αφορά έκτακτη υπηρεσία σε καθήκοντα Λειτουργού στην Κεντρική Τράπεζα. Στη συνέχεια, κατάρτισε Πίνακα είκοσι υποψηφίων που κατείχαν τη θέση Ανώτερου Λειτουργού και πληρούσαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ακαδημαϊκά προσόντα. Μεταξύ αυτών ήταν η αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ακολούθως, αφού προέβηκε σε διαπιστώσεις αναφορικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος και την πείρα συγκεκριμένων υποψηφίων, μελέτησε την αξία όλων των υποψηφίων, όπως αυτή προέκυπτε από το σύνολο των υπηρεσιακών τους εκθέσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στην αξιολόγηση της απόδοσής τους κατά την περίοδο 2006-2008. Επειδή, σημείωσε, η εν λόγω θέση εντάσσεται στις διευθυντικές βαθμίδες της Κεντρικής Τράπεζας και επειδή, από τη νομολογία, παρέχεται ευχέρεια απόδοσης μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας σε ένα από τα τρία κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για προαγωγές, αποφάσισε όπως στον παράγοντα της αξίας δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα. Σημείωσε επίσης ότι, στις περιπτώσεις όπου η αξία δύο υποψηφίων θα ήταν σε παρόμοια επίπεδα και θα υπήρχε σημαντική διαφορά στην πείρα, θα δίδετο στην τελευταία μεγαλύτερη βαρύτητα. Ακολούθως, αφού συνεκτίμησε τα τρία κριτήρια προαγωγής και στάθμισε όλα τα σχετικά στοιχεία, έκρινε κατά πλειοψηφία ως καταλληλότερους και σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αιτιολογώντας την απόφασή της ανέφερε τα εξής:

 

"Α. Η υποψήφια με αριθμό 2, Γρηγοριάδου Έλενα κρίθηκε καταλληλότερη για τους εξής λόγους:

 

1.  Σε σχέση με την υποψήφια με αριθμό 1, Σάντη Στέλλα κρίθηκε ότι:

 

(α) Η υποψήφια με αριθμό 2 έχει υπεροχή σε αξία κατά το έτος 2008, ενώ η αξία τους κατά τα έτη 2006 και 2007 κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα.

 

(β)  Η υποψήφια με αριθμό 1 έχει υπεροχή σε πείρα στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα, ενώ η πείρα των δύο υποψηφίων στην αμέσως προηγούμενη θέση κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα.

 

(γ)        Η υποψήφια με αριθμό 2 έχει πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

    Η Επιτροπή Προσωπικού καταλήγει ότι η υποψήφια με αριθμό 2 είναι καταλληλότερη για τη θέση, διότι έχει υπεροχή σε αξία κατά το έτος 2008. Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η υποψήφια με αριθμό 1 έχει υπεροχή σε πείρα. Όμως, λαμβανομένης υπόψη της απόφασής της ότι ο παράγοντας της αξίας θα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα για σκοπούς πλήρωσης της θέσης του Βοηθού Διευθυντή, θεώρησε ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή της σε αξία, η υποψήφια με αριθμό 2 είναι καταλληλότερη για τη θέση. Επιπλέον, η Επιτροπή σημείωσε ότι η υποψήφια με αριθμό 2 έχει πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

Β. Η υποψήφια με αριθμό 8, Λουκά Θερούλα κρίθηκε καταλληλότερη για τους εξής λόγους:

 

1.  Σε σχέση με την υποψήφια με αριθμό 1, Σάντη Στέλλα κρίθηκε ότι:

 

(α) Η υποψήφια με αριθμό 8 έχει υπεροχή σε αξία κατά το έτος 2007, ενώ η αξία τους κατά τα έτη 2006 και 2008 κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα.

 

(β)  Η υποψήφια με αριθμό 1 έχει υπεροχή σε πείρα τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα, όσο και στην αμέσως προηγούμενη θέση.

 

(γ)        Καμία υποψήφια δεν έχει πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

    Η Επιτροπή Προσωπικού καταλήγει ότι η υποψήφια με αριθμό 8 είναι καταλληλότερη για τη θέση, διότι έχει υπεροχή σε αξία κατά το έτος 2007. Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η υποψήφια με αριθμό 1 έχει υπεροχή σε πείρα. Όμως, λαμβανομένης υπόψη της απόφασής της ότι ο παράγοντας της αξίας θα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα για σκοπούς πλήρωσης της θέσης του Βοηθού Διευθυντή, θεώρησε ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή της σε αξία, η υποψήφια με αριθμό 8 είναι καταλληλότερη για τη θέση.

 

Γ. Η υποψήφια με αριθμό 7, Προκοπίου Αργυρώ κρίθηκε καταλληλότερη για τους εξής λόγους:

 

1.  Σε σχέση με την υποψήφια με αριθμό 1, Σάντη Στέλλα κρίθηκε ότι:

 

(α) Η υποψήφια με αριθμό 7 έχει υπεροχή σε αξία κατά τα έτη 2007 και  2008, ενώ η αξία τους κατά το έτος 2006 κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα.

 

(β)  Η υποψήφια με αριθμό 1 έχει υπεροχή σε πείρα τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας της στην Τράπεζα, όσο και στην αμέσως προηγούμενη θέση.

 

(γ)        Η υποψήφια με αριθμό 7 έχει πλεονέκτημα σε προσόντα.

 

    Η Επιτροπή Προσωπικού καταλήγει ότι η υποψήφια με αριθμό 7 είναι καταλληλότερη για τη θέση, διότι έχει υπεροχή σε αξία κατά τα έτη 2007 και 2008. Η Επιτροπή Προσωπικού δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η υποψήφια με αριθμό 1 έχει υπεροχή σε πείρα. Όμως, λαμβανομένης υπόψη της απόφασής της ότι ο παράγοντας της αξίας θα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα για σκοπούς πλήρωσης της θέσης του Βοηθού Διευθυντή, θεώρησε ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή της σε αξία, η υποψήφια με αριθμό 7 είναι καταλληλότερη για τη θέση. Επιπλέον, η Επιτροπή σημείωσε ότι η υποψήφια με αριθμό 7 έχει πλεονέκτημα σε προσόντα."

 

 

Οι πιο πάνω απόψεις της Επιτροπής τέθηκαν ενώπιον του Διοικητή, ο οποίος και τις υιοθέτησε, προάγοντας στην επίμαχη θέση τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Αντιδρώντας η αιτήτρια στην πιο πάνω απόφαση του Διοικητή, η οποία της κοινοποιήθηκε με την εγκύκλιο ημερομηνίας 17/1/2009, καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

 

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται από την αιτήτρια και έχουν προωθηθεί μέσω των γραπτών αγορεύσεων του ευπαίδευτου συνήγορου της, περιστρέφονται γύρω από τους πιο κάτω άξονες:

 

(α) Η εφαρμογή αναδρομικά της εγκυκλίου του Διοικητή ημερομηνίας 21/12/2007, με την οποία τροποποιήθηκε το σύστημα αξιολόγησης, παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, όπως αυτές κατοχυρώνονται στα άρθρα 50 και 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99.

 

(β) Το σύστημα αξιολόγησης, περιλαμβανομένης και της σύνταξης των υπηρεσιακών εκθέσεων, που περιλαμβάνει τον χαρακτηρισμό «Ιδιαίτερα Εξαιρετική Απόδοση», εισάγει χαρακτηρισμό άγνωστο στο Νόμο και/ή τους Κανονισμούς και/ή τις Οδηγίες, συνιστά κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, έχει έκδηλα σκοπό την ευνοϊκή μεταχείριση αξιολογουμένων και δεν συνάδει με τη γραμματική και τελολογική ερμηνεία φράσεων και λέξεων για σκοπούς αξιολόγησης.

 

(γ) Η εισαγωγή του επιπέδου αξιολόγησης «Ιδιαίτερα Εξαιρετική Απόδοση» βρίσκεται έξω από τα πλαίσια εξουσιοδότησης (ultra vires) της παραγράφου 12 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Οδηγιών του 2004, Κ.Δ.Π. 233/2004, όπως τροποποιήθηκαν.

 

(δ) Η αξιολόγηση των ενδιαφερόμενων μερών και η πίστωση τους με τη βαθμολογία της «Ιδιαίτερα Εξαιρετικής Απόδοσης», είναι αναιτιολόγητη και/ή παράνομη.

 

(ε) Αναιτιολόγητα και/ή παράνομα παραγνωρίστηκε η υπέρμετρη πείρα της αιτήτριας.

 

(στ) Παραβίαση του άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99 και της παραγράφου 12 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών του 2004, Κ.Δ.Π. 233/2004, όπως τροποποιήθηκαν.

 

(ζ) Παραβίαση της εγκυκλίου του Διοικητή ημερομηνίας 21/12/2007 λόγω μη τεκμηρίωσης από όλα τα μέλη της ομάδας αξιολόγησης, ότι η απόδοση του υπαλλήλου συστηματικά ξεπερνούσε κατά πολύ το εξαίρετο επίπεδο απόδοσης και/ή λόγω μη παράθεσης συγκεκριμένων παραδειγμάτων από όλα τα μέλη της ομάδας.

 

(η) Παράβαση της νομολογιακής αρχής ότι λαμβάνονται υπόψη τα πέντε τελευταία έτη των ετήσιων αξιολογήσεων.

 

(θ) Έχει παραβιασθεί η αρχή της αμεροληψίας λόγω συμμετοχής στην Επιτροπή Προσωπικού συγκεκριμένου προσώπου και δη του κ. Πουλλή.

 

Αναφορικά με τον υπό στοιχείο (α) πιο πάνω προβαλλόμενο λόγο ένστασης, οι καθ'ων η αίτηση, πέραν της ένστασης τους επί της ουσίας του, εγείρουν με τη μορφή προδικαστικής ένστασης την πιο κάτω διττή θέση:

 

(α) Η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην προβολή του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης και συνεπώς στερείται έννομου συμφέροντος να προσβάλει την επίδικη απόφαση, εφόσον υπέγραψε το έντυπο αξιολόγησης της για το 2007, ανεπιφύλακτα.

 

(β) Έστω και αν το υπό στοιχείο (α) πιο πάνω σκέλος της προδικαστικής ένστασης δεν ευσταθεί και πάλι η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην προβολή του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, καθότι ακόμα και αν δεν ληφθεί υπόψη η βαθμολογία των υπαλλήλων για το έτος 2007, και πάλι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούν σε αξία της αιτήτριας.

 

Αναφορικά με το πρώτο σκέλος της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, έχω την άποψη ότι το γεγονός ότι η αιτήτρια υπέγραψε το έντυπο αξιολόγησης της για το έτος 2007, δεν υποδηλεί και αποδοχή από μέρους της είτε της αξιολόγησης της είτε του τρόπου με τον οποίο αυτή αξιολογήθηκε και πολύ περισσότερο, δεν υποδηλεί αποδοχή του νεοεισαχθέντος επιπέδου γενικής αξιολόγησης, ήτοι αυτού της «Ιδιαίτερα Εξαιρετικής Απόδοσης». Η υπογραφή της αιτήτριας εμφανίζεται στην τελευταία σελίδα του εγγράφου αξιολόγησης κάτω από τη φράση «Έχω δει αυτή την έκθεση». Έχω την άποψη ότι εκείνο που η υπογραφή της αιτήτριας στο συγκεκριμένο έντυπο υποδηλεί είναι ότι το περιεχόμενο του εγγράφου περιήλθε σε γνώση της.  Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη θέση των καθ'ων η αίτηση δεν γίνεται δεκτή και απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με την ουσία της θέσης που οι καθ'ων η αίτηση προβάλλουν στα πλαίσια του δεύτερου σκέλους της πιο πάνω προδικαστικής της ένστασης, αυτή θα ήταν, κατά την άποψή μου, καλύτερα να εξεταστεί, εάν και εφόσον βέβαια αυτό κριθεί αναγκαίο, σε κατοπινό στάδιο και συγκεκριμένα όταν θα εξετάζονται οι σχετικές με τον υπό στοιχείο (α) προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, εκατέρωθεν θέσεις, με τις οποίες η επί του προκειμένου θέση των καθ'ων η αίτηση συναρτάται και είναι άρρηκτα συνυφασμένη. Στο παρόν στάδιο θα περιοριστώ στην επισήμανση ότι σε περίπτωση που η εφαρμογή της εγκυκλίου του Διοικητή, ημερομηνίας 21/12/2007, αναδρομικά κριθεί εσφαλμένη και συνεπεία τούτου η αξιολόγηση των υποψηφίων για το έτος 2007 αγνοηθεί, τότε:

 

(α) Αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος 2 (Θερούλα Λουκά): Θα ισοβαθμούν καθότι για τα εναπομείναντα δύο έτη, ήτοι 2006 και 2008, έχουν βαθμολογηθεί και οι δύο καθόλα εξαίρετες. Η αιτήτρια όμως θα υπερτερούσε του ενδιαφερόμενου μέρους 3 σε πείρα κατά 14 χρόνια.

 

(β) Αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος 3 (Αργυρώ Προκοπίου): Η διαφορά τους θα ανάγεται μόνο στο έτος 2008, αφού για μεν το 2006 και οι δύο έχουν βαθμολογηθεί ως εξαίρετες, για δε το 2008 το ενδιαφερόμενο μέρος 3 βαθμολογήθηκε ως ιδιαίτερα εξαίρετο, σε αντίθεση με την αιτήτρια που βαθμολογήθηκε ως εξαίρετη. Το ενδιαφερόμενο μέρος θα υπερτερούσε της αιτήτριας σε προσόντα λόγω πλεονεκτήματος, θα υστερούσε όμως της αιτήτριας κατά 10 χρόνια σε πείρα.

 

(γ) Αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος 1 (Έλενα Γρηγοριάδου): Στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους 1 δεν εγείρεται θέμα αναδρομικής εφαρμογής της εγκυκλίου του Διοικητή, εφόσον η αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους 3 ως «ιδιαίτερα εξαίρετου» είναι μεταγενέστερη της εγκυκλίου εφόσον αφορά το έτος 2008, ενώ για τα έτη 2006 και 2007 και οι δύο έχουν αξιολογηθεί ως εξαίρετες. Το ενδιαφερόμενο μέρος 1 θα υπερτερούσε της αιτήτριας σε προσόντα λόγω πλεονεκτήματος, θα υστερούσε  όμως της αιτήτριας κατά πέντε χρόνια σε πείρα.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω την ουσία των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, με πρώτο τον υπό στοιχείο (α) πιο πάνω προβαλλόμενο λόγο.

 

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η εφαρμογή της εγκυκλίου του Διοικητή ημερομηνίας 21/12/2007, με την οποία στα ήδη υπάρχοντα επίπεδα γενικής απόδοσης προσετέθη το επίπεδο «Ιδιαίτερα Εξαιρετική Απόδοση» (Exceptionally Outstanding Performance) όταν η απόδοση του υπαλλήλου έχει υπερβεί, κατά πολύ το εξαίρετο επίπεδο απόδοσης, για τις αξιολογήσεις του 2007, υπήρξε καταχρηστική και παρήξε αναδρομικά αποτελέσματα αφού οι υπάλληλοι είχαν εργαστεί κατά το συγκεκριμένο έτος σύμφωνα με τις υφιστάμενες κατά το χρόνο εκτέλεσης των καθηκόντων τους οδηγίες, όταν ο ανώτερος βαθμός αξιολόγησης τους ήταν αυτός της «Εξαίρετης Απόδοσης». Η εν λόγω αναδρομική εφαρμογή της συγκεκριμένης εγκυκλίου, συνεχίζει η εισήγηση της αιτήτριας, παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης (άρθρα 50 και 51 του περί Γενικών Αρχών                    του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99), που πρέπει να διέπουν                   τις δημοσιοϋπαλληλικές σχέσεις. Επεκτείνει δε το λόγο ακύρωσης, υποστηρίζοντας ότι έτσι δόθηκε η ευκαιρία να διακριθούν από τους προϊσταμένους μεταξύ των εξίσου εξαίρετων υπαλλήλων, οι προορισμένοι για προαγωγή, εκτοξεύοντας τις βαθμολογίες τους στο επίπεδο του «ιδιαιτέρως εξαίρετος».

 

Διεξήλθα προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις, όπως αυτές προβάλλουν μέσα από τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των εμπλεκόμενων πλευρών. Πανομοιότυπη θέση με τη θέση που προβάλλει στα πλαίσια                του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης η αιτήτρια, προβλήθηκε και στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Γιαννάκης Τσικουρής ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και Κρίστια Κωνσταντίνου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Αρ. Υποθ. 925/2008 και 1152/2008, αντίστοιχα, ημερομηνίας 12/1/2011 (Κραμβής, Δ.), όπου οι συγκεκριμένες πρόνοιες της εγκυκλίου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 21/12/2007 ήταν στο στόχαστρο και των εκεί αιτητών, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Κάμνοντας δεκτές τις προσφυγές ο αδελφός Δικαστής, ακύρωσε τις εκεί προσβαλλόμενες αποφάσεις προαγωγής με το πιο κάτω σκεπτικό:

 

    "Έχω μελετήσει την επιχειρηματολογία που προβάλλεται και από τις δυο πλευρές για το θέμα και θα συμφωνήσω με τις απόψεις των αιτητών. Παρά το ότι η εγκύκλιος ημερ. 21.1.2007 εκδόθηκε δυνάμει της παρ. 12(9) κατά ενάσκηση της απόλυτης διακριτικής εξουσίας του Διοικητή να ρυθμίζει το σύστημα αξιολόγησης περιλαμβανομένης και της σύνταξης των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και εφόσον οι αξιολογικές εκθέσεις για το έτος 2007 συμπληρώθηκαν από τους αξιολογούντες τον Φεβρουάριο του 2008, θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς εκ πρώτης όψεως ότι δεν δόθηκε αναδρομική εφαρμογή. Δεν είναι όμως έτσι, διότι αφενός η διαδικασία αξιολόγησης των υπαλλήλων για κάθε έτος βασίζεται στη συστηματική παρακολούθηση και καταγραφή των καθηκόντων τους καθ' όλη την διάρκεια του χρόνου και αποτελεί μια συνεχή διαδικασία ανεξάρτητα από την χρονική στιγμή υπογραφής των εκθέσεων και αφετέρου είναι δικαίωμα του κάθε υπαλλήλου στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης καθώς και της διαφάνειας και συνέπειας που πρέπει να διέπει τις δημοσιοϋπαλληλικές σχέσεις να γνωρίζει τα επίπεδα βαθμολόγησης του και τον τρόπο αξιολόγησης του κάθε χρόνο. Συνεπώς τροποποιητική εγκύκλιος που εφαρμόζεται αιφνιδιαστικά για τις αξιολογήσεις του τρέχοντος έτους που εκδόθηκε και όχι για το επόμενο, για την οποία μάλιστα το προσωπικό του κάθε τμήματος της Τράπεζας έλαβε γνώση μόλις 2 μήνες πριν την αξιολόγηση του, επιφέρει εμμέσως αναδρομικά αποτελέσματα με την έννοια της κατά παράβαση των πιο πάνω θεμελιωδών διοικητικών αρχών καταχρηστικής εφαρμογής τους."

 

 

Συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση, της οποίας το σκεπτικό υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας απόφασης μου. Συμφωνώ επίσης με τα όσα ο Δικαστής Κραμβής, εν είδη σχολίων και επισημάνσεων, διατυπώνει στην απόφαση του αναφορικά με τις προεκτάσεις της εισαγωγής του νέου επιπέδου αξιολόγησης στην εξεταζόμενη προαγωγική διαδικασία και την απόδοση του «Ιδιαιτέρως εξαίρετος» σε πολλές από τις επί μέρους πτυχές απόδοσης των ενδιαφερόμενων μερών για το έτος 2007, τα οποία συμμερίζομαι και επίσης υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης μου. Τα παραθέτω:

 

"Η Υπεπιτροπή εκ των προτέρων είχε αποφασίσει να προκρίνει το κριτήριο της αξίας στα τελευταία τρία έτη, δίνοντας όμως ιδιαίτερη βαρύτητα στη Γενική Απόδοση το έτος 2007, έτος εφαρμογής του τροποποιημένου συστήματος αξιολόγησης. Τελικά, όπως εύκολα διακρίνει κανείς από τη συγκεκριμένη αιτιολογία που δόθηκε πιο πάνω, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των αξιολογικών εκθέσεων που λήφθηκαν υπόψη ............ καταλυτική βαρύτητα δόθηκε στην ιδιαιτέρως εξαιρετική απόδοση των ενδιαφερομένων μερών ..... στο έτος 2007, η οποία τα διέκρινε σε αξία και έκλινε την πλάστιγγα υπέρ τους παρά την πείρα του αιτητή και το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας το οποίο κρίθηκε ως πλεονέκτημα ........................................

 

Προκύπτει ότι οι αξιολογήσεις του 2007 οι οποίες προέκυψαν από την καταχρηστική εφαρμογή της τροποποιητικής εγκυκλίου γι' αυτά τα έτη και η κατακόρυφη αύξηση της βαθμολογίας των ενδιαφερόμενων μερών .... συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη, προεξόφλησαν τόσο τη γενική εκτίμηση της αξίας τους όσο και την σύσταση υπέρ τους .......

 

Οι καθ'ων η αίτηση έχουν βέβαια την ευχέρεια να δώσουν σε ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια μεγαλύτερη βαρύτητα, εφαρμόζοντας όμως ενιαίο μέτρο κρίσης και χωρίς να υπερβαίνουν τα ακραία όρια της εξουσίας τους. Με δεδομένη εδώ την εκ προοϊμίου δέσμευση της Υποεπιτροπής να δώσει προβάδισμα στην αξία, η αναβάθμιση των εκθέσεων του έτους 2007 δεν θα έπρεπε να εξουδετερώσει την αξία προηγούμενων ετών ούτε να επιλέγεται κάθε φορά ως αιτιολογία η εκάστοτε υπεροχή."

 

 

Τα πιο πάνω σχόλια/επισημάνσεις, τα οποία συμμερίζομαι πλήρως, τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα περίπτωση, τουλάχιστον στο βαθμό και την έκταση που το παράπονο της αιτήτριας στρέφεται εναντίον των ενδιαφερόμενων μέρων 2 και 3. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις εκείνο που ουσιαστικά, κατά την άποψή μου, έκλινε την πλάστιγγα υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών, παρά τη συντριπτική υπεροχή της αιτήτριας σε πείρα (14 χρόνια έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 2 και 10 χρόνια έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 3), ήταν η βαρύτητα, καταλυτική θα έλεγα, που δόθηκε στην ιδιαιτέρως εξαιρετική απόδοση της στο έτος 2007.

 

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι το ενδιαφερόμενο μέρος 3 αξιολογήθηκε ως «Ιδιαιτέρως εξαίρετος» και το 2008, ενώ παράλληλα υπερτερούσε της αιτήτριας και σε προσόντα πλεονεκτήματος. Αναφορικά με την υπεροχή του στην αξιολόγηση του 2008, έχω την άποψη ότι πρόκειται για μικρή διαφορά, οριακή θα έλεγα, μη δυνάμενη να προσδώσει στο ενδιαφερόμενο μέρος 3 υπεροχή σε αξία. Αντίθετα, πρόκειται για δύο καθόλα εξαίρετες υπαλλήλους, ουσιαστικά ισοδύναμες. (Βλ. Νίκος Αττάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 112/2008, ημερομηνίας 29/11/2012). Αναφορικά με την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους 3 σε προσόντα λόγω πλεονεκτήματος, η αιτήτρια θα μπορούσε, κατά την άποψή μου, ενδεχομένως να προβάλει με επιτυχία την υπεροχή της σε πείρα. Ανεξάρτητα όμως τούτου, παραμένει το γεγονός, καθοριστικό κατά τη γνώμη μου για το θέμα που εξετάζουμε, ότι στη διαμόρφωση της τελικής κρίσης και λήψης της απόφασης για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους 3 αντί της αιτήτριας, λήφθηκε υπόψη και η αξιολόγηση του 2007 η οποία κατά τη γνώμη μου διαδραμάτισε ρόλο ουσιαστικό. Παραμένει άγνωστο κατά πόσο η τελική κρίση του αρμόδιου οργάνου θα διαμορφωνόταν με τον τρόπο που διαμορφώθηκε, αν η αξιολόγηση του 2007 δεν λαμβανόταν υπόψη υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους 3.

 

Αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος 2 περιορίζομαι στην υπενθύμιση ότι χωρίς την καταχρηστική εφαρμογή της εγκυκλίου, το ενδιαφερόμενο μέρος 2 θα ισοβαθμούσε σε αξιολόγηση με την αιτήτρια, η οποία όμως θα υπερτερούσε συντριπτικά σε πείρα κατά 14 χρόνια.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μου, πέραν του ότι απαντά στην επιχειρηματολογία των καθ'ων η αίτηση επί της ουσίας του πιο πάνω προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης, απαντά και στο δεύτερο σκέλος της προδικαστικής ένστασης της, η οποία και απορρίπτεται στο σύνολο της.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η παρούσα προσφυγή, στο βαθμό και την έκταση που στρέφεται εναντίον των ενδιαφερόμενων μερών 2 και 3 (Θερούλας Λουκά και Αργυρώς Προκοπίου, αντίστοιχα), θα πρέπει να πετύχει και η προσβαλλόμενη απόφαση, στο βαθμό που τις αφορά, να κυρωθεί.

 

Στο βαθμό και την έκταση που η προσφυγή στρέφεται εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους 1, παρατηρώ τα πιο κάτω:

 

Μεταξύ των λόγων ακύρωσης που εγείρονται, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους 1 παραβιάστηκαν από τους καθ'ων η αίτηση οι πρόνοιες της παραγράφου 12(1) των Οδηγιών του 2004. Συγκεκριμένα, είναι η θέση της αιτήτριας ότι η υπηρεσιακή έκθεση του ενδιαφερόμενου μέρους 1 για το 2008 συντάχθηκε μόνο από ένα άτομο,             τον κ. Πουλλή, Ανώτερο Διευθυντή της Διεύθυνσης του αξιολογούμενου υπαλλήλου, δυνατότητα μεν που παρέχεται δυνάμει της παραγράφου 12(2), όταν όμως είναι πρακτικά αδύνατο να συσταθεί τριμελής ομάδα αξιολόγησης. Στην προκείμενη περίπτωση, συνεχίζει η εισήγηση της αιτήτριας, δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί δεν ήταν δυνατό να συσταθεί τριμελής ομάδα αξιολόγησης.

 

Συμφωνώ με τη συγκεκριμένη θέση της αιτήτριας. Στην παρούσα περίπτωση παραβιάστηκαν οι Οδηγίες και δεν παρέχεται η αναγκαία τεκμηρίωση με αναφορά στα δεδομένα που θα την καθιστούσαν επιτρεπτή.

 

Δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να καταδεικνύει «πρακτική αδυναμία» για τη μη σύσταση τριμελούς ομάδας αξιολόγησης. Ως εκ τούτου, η προσφυγή θα πρέπει να πετύχει και εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους 1.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση, στο βαθμό και την έκταση που αυτή αφορά στα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 3, είναι τρωτή και θα πρέπει να απορριφθεί και γιατί ο κ. Πουλλής, ο οποίος μόνος του σύνταξε και στη συνέχεια υπόγραψε την υπηρεσιακή έκθεση του ενδιαφερόμενου μέρους 1 για το έτος 2008 και ήταν ο ένας από τα δύο άτομα που συνέταξαν και υπέγραψαν την υπηρεσιακή έκθεση του ενδιαφερόμενου μέρους 3 για το ίδιο έτος, μετείχε ως μέλος στην Υποεπιτροπή Προσωπικού.

 

Είναι η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων της αιτήτριας ότι η συμμετοχή του κ. Πουλλή στην Υποεπιτροπή Προσωπικού κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, συνιστά παραβίαση των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99 και συγκεκριμένα της κατοχυρωμένης, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 42(2) του εν λόγω Νόμου, αρχής της αμεροληψίας.

 

Η πιο πάνω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Όπως πολύ εύστοχα ο Δικαστής Κραμβής, ο οποίος κλήθηκε να απαντήσει σε πανομοιότυπο ερώτημα, παρατηρεί στην απόφαση του στην υπόθεση Τσικκουρής (πιο πάνω):

 

"Παρά το ότι η σχέση υπαλλήλου με τον άμεσα προϊστάμενο του δεν είναι δεσμός, έχει τα χαρακτηριστικά ιδιάζουσας σχέσης έναντι των άλλων υπαλλήλων λόγω της αμεσότητας της επαγγελματικής σχέσης και συνεργασίας."

 

 

Όπως και στην υπόθεση Τσικκουρής, έτσι και στην παρούσα περίπτωση, τεκμαίρεται στη βάση του άρθρου 42(2) του Ν. 158(Ι)/99 μεροληπτική συμμετοχή του κ. Πουλλή στη διαδικασία προαγωγών, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης κατά πόσο η γνωμάτευση υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών 1 και 3 ήταν ή όχι πράγματι μεροληπτική. (Δημοκρατία ν. Πέτρου Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769).

 

Η κατάληξη μου ότι η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει, για τους λόγους που έχω αναφέρει, τόσο στο βαθμό και την έκταση που στρέφεται εναντίον των ενδιαφερόμενων μερών 2 και 3, όσο και στο βαθμό και την έκταση που στρέφεται εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους 1, καθιστά την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης, περιττή.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ'ων η αίτηση €1.350, πλέον Φ.Π.Α. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                         Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο