ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.103 /2010)
11 Ιανουαρίου, 2013
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΤΣΙΓΓΑΣ
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
(Δικαστική Υπηρεσία)
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.
Ζ.Κυριακίδου, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της ποινής αυστηρής επίπληξης που του επιβλήθηκε από τον πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αφού βρέθηκε ένοχος σε σοβαρή παράβαση ή παραγνώριση κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων που σχετίζονται με την απασχόληση.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή έχουν ως εξής: Ο αιτητής, ως τακτικός ωρομίσθιος αχθοφόρος κλητήρας, είχε εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα στις 27 Απριλίου 2009. Ως αποτέλεσμα του πιο πάνω ατυχήματος του παραχωρήθηκε άδεια ασθενείας από τις 28 Απριλίου 2009 μέχρι τις 22 Μαϊου 2009 και από την 1η Ιουνίου 2009 μέχρι τις 14 Αυγούστου 2009. Διαπιστώθηκε, και αποτελεί αποδεκτό γεγονός, και από τον αιτητή, ότι από τις 25 Ιουλίου 2009 μέχρι και τις 31 Ιουλίου 2009, ο τελευταίος είχε μεταβεί σε κρουαζιέρα, στα ελληνικά νησιά.
Στις 5 Αυγούστου 2009, διορίστηκε, από τον πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ερευνών Λειτουργός με σκοπό την εξέταση πιθανής διάπραξης πειθαρχικού αδικήματος από τον αιτητή. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 ετοιμάστηκε έκθεση της ερευνούσας Λειτουργού, που διαπίστωσε παράβαση της παραγράφου (v) του άρθρου 7 των Πειθαρχικών Κανονισμών που σχετίζονται με τους ΄Ορους Απασχόλησης του Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού. Στις 11 Νοεμβρίου 2009 επιβλήθηκε στον αιτητή η ποινή της αυστηρής επίπληξης.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω απόφαση αντίκειται στην αρχή της φυσικής δικαιοσύνης. Δεν υπήρξε αμεροληψία, πρόβαλε, αφού ο Πρωτοκολλητής ήταν ο κατήγορος και ο κριτής της υπόθεσης. Ούτε παρασχέθηκε σ΄αυτόν, είπε, το δικαίωμα ακρόασης αφού μεταξύ του αιτητή και της ερευνούσας Λειτουργού υπήρχε μια «ιδιάζουσα σχέση».
Η κατάληξη της ερευνούσας Λειτουργού ήταν αποτέλεσμα πλάνης, υπήρξε σοβαρή παραβίαση και παραγνώριση εισηγήσεων που έγιναν μέσω επιστολών, όπως είπε ο αιτητής και βασίστηκε η όλη υπόθεση σε ανύπαρκτα στοιχεία. Τέλος ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν του δόθηκε η δυνατότητα να ακουστεί προτού του επιβληθεί ποινή.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση πρόβαλε ότι το Δικαστήριο σε υποθέσεις αυτής της μορφής εξετάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας και όχι το ύψος ή το εύρος της επιβληθείσας ποινής. Η παράγραφος (ν) του Καν.7, επιβάλλει, όπως είπε, την εξέταση κατά πόσο υπήρξε σοβαρή παραβίαση ή παραγνώριση οδηγιών, όπως στην προκείμενη περίπτωση, που ο αιτητής, ενώ βρισκόταν υπό αναρρωτική άδεια, χωρίς να εξασφαλίσει έγκριση, μετέβη στο εξωτερικό για διακοπές.
Αυτή η αοριστία του Κανονισμού δεν τεκμηριώνει τη δυνατότητα καταδίκης, υποστήριξε, τέλος ο αιτητής.
Υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, ένα θεμελιακό θέμα που άπτεται της όλης διαδικασίας και οδηγεί στην κατάληξη επί του εγειρόμενου θέματος της νομιμότητας της.
Η υποπαράγραφος (ν) της παραγράφου (α) του Καν.7 επί του οποίου στηρίχθηκε η καταδίκη του αιτητή αναφέρει:
«(ν) σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη παράβαση ή παραγνώριση κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων που σχετίζονται με την απασχόληση».
Προτού ασχοληθώ ιδιαιτέρως με την πιο πάνω υποπαράγραφο του Κανονισμού διαπιστώνω ότι ο Καν.7 τιτλοφορείται «Πειθαρχικά Παραπτώματα - Ποινές». Η όλη εξέταση των θεμάτων αυτών που επιλαμβάνονται οι παράγραφοι (i) μέχρι και (ν) της παραγράφου (α) του Καν.7, έχουν ως βάση τη διάπραξη αδικημάτων σχετιζομένων με την εκτέλεση των καθηκόντων του ωρομίσθιου, που διαπράττονται κατά τη διάρκεια της εργασίας του.
Αυτή η ίδια διαπίστωση εξάγεται με σαφήνεια και από την παράγραφο (ν), ήτοι: σοβαρή παράβαση ή παραγνώριση κανόνων της εργασίας. Σε κανένα σημείο της απόφασης του πρωτοκολλητή, για την επιβολή της ποινής στον αιτητή, δεν εξειδικεύεται ποία είναι η σοβαρή παράβαση των κανόνων εργασίας για τις οποίες αυτός κατηγορείται. Ούτε επίσης υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά σε παραβίαση, και μάλιστα, σοβαρή, άλλων κανόνων που σχετίζονται με την απασχόληση. Σε κανένα σημείο δεν έχω διαπιστώσει να υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά από τον Πρωτοκολλητή στην παράβαση οποιουδήποτε κανόνα σχετιζόμενου με την απασχόληση. Η παράβαση κανόνων εργασίας ή η παράβαση κανόνων απασχόλησης έχουν ως βάση την ύπαρξη «απασχόλησης». Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής δεν ήταν στην «απασχόληση». Βρισκόταν με άδεια ασθενείας. Εξετάζοντας δε, το πόρισμα της ερευνούσας Λειτουργού, επί του οποίου στηρίχθηκε ο Πρωτοκολλητής και γίνεται μνεία στην απόφαση του ημερ. 11 Νοεμβρίου 2009, και πάλι δεν διαπιστώνω να υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά σε κανόνες εργασίας ή κανόνες απασχόλησης τους οποίους ο αιτητής είχε παραβεί. Γίνεται μνεία και αναφορά σε άδεια ασθενείας ή αναρρωτική άδεια χωρίς να προσδιορίζεται εάν οι όροι παραχώρησης αδείας επέβαλλαν στον αιτητή την παραμονή του εντός της οικίας του. Αυτή η ενδεχόμενη παραβίαση των όρων της αδείας ασθενείας, δεν εμπίπτουν μέσα στον ορισμό της απασχόλησης και εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής δεν κατηγορήθηκε για παραβίαση των όρων της αδείας ασθενείας του, αλλά, για παραβίαση κανόνων σχετιζομένων με την εκτέλεση των καθηκόντων του, ή κανόνων που έχουν σχέση με την απασχόληση του και μάλιστα όχι απλή παράβαση αλλά σοβαρή παράβαση.
Ενόψει αυτής της πορείας καταφαίνεται σαφώς ότι ο πρωτοκολλητής δεν έχει με οποιονδήποτε τρόπο, προσδιορίσει, πώς έχει στοιχειοθετηθεί το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο αιτητής. Η απουσία της νομικής βάσης επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη δεν αφήνει περιθώρια παρά την επιτυχή κατάληξη της υπόθεσης. Ενόψει του πιο πάνω, δεν χρειάζεται να ασχοληθώ με τα άλλα θέματα τα οποία εγείρει ο αιτητής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται. Ποσό €500 ως έξοδα, επιδικάζεται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.