ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 85/2011)
11 Δεκεμβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΟΦΙΑ ΚΑΖΕΛΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Ε. Συμεωνίδου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση (ΕΔΥ) με την οποία διορίστηκαν επί δοκιμασία στη μόνιμη θέση καθηγητών Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για την πληροφορική / επιστήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών στις συνδυασμένες μισθολογικές κλίμακες Α8, Α10 και Α11 από την 1.9.10 οι Αντώνης Πατσαλίδης, Μάριος Σαρρής, Ελένη Ιάσονος και Μαρία Μίκαλλου.
Η αιτήτρια εργάστηκε από 23.9.02 σε έκτακτη βάση ως καθηγήτρια πληροφορικής για διάφορες περιόδους και από 25.10.04 μέχρι 19.5.05 εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Νοσηλευτική Σχολή Κύπρου, προϋπηρεσία αναγνωρισμένη για σκοπούς παραχώρησης μονάδων στον πίνακα διοριστέων. Η προϋπηρεσία της αιτήτριας μέχρι τις 31.12.07 ανερχόταν σε 4 χρόνια, 8 μήνες και 2 ημέρες για την οποία της παραχωρήθηκαν 2 μονάδες στον αναθεωρημένο πίνακα διοριστέων καθηγητών Πληροφορικής του Φεβρουαρίου 2008 (0,5 μονάδα για κάθε συμπληρωμένος έτος). Η αιτήτρια άσκησε επιτυχώς προσφυγή κατά της προαναφερόμενης απόφασης της ΕΔΥ που αφορούσε στην παραχώρηση των δύο μονάδων. (Βλ. Σοφία Καζέλη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1413/2008, ημερ. 5.5.2010). Η Δημοκρατία εφεσίβαλε την απόφαση και εκκρεμεί η ακρόαση της έφεσης. Σχετικό είναι το πιο κάτω καταληκτικό απόσπασμα της ακυρωτικής απόφασης ημερ. 5.5.10 (ανωτέρω):
«Σημαντικός όμως είναι και ο Καν. 4(1) των περί Λειτουργίας Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 310/1990) ο οποίος ορίζει ότι «το σχολικό έτος αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου και λήγει την 31η Αυγούστου του επόμενου χρόνου».
Αυτό που προκύπτει από τις νομικές πρόνοιες είναι ότι η ½ μονάδα για την προϋπηρεσία υπολογίζεται με βάση προϋπηρεσία σε αναφορά με σχολικό έτος και ότι σχολικό έτος είναι εκείνο το οποίο αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου και λήγει την 31η Αυγούστου. Η ½ μονάδα λοιπόν πρέπει να δίδεται με βάση τους νόμους και κανονισμούς ανάλογα με την υπηρεσία που αναλογεί στο σχολικό έτος.
Διαφορετική όμως ήταν η προσέγγιση της Επιτροπής ως προς τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας της Αιτήτριας. Φαίνεται ότι η Επιτροπή ενήργησε όχι στη βάση της έννοιας του σχολικού έτους και της διάρκειας του αλλά στη βάση της συνολικής χρονικής περιόδου που η αιτήτρια υπηρέτησε ως έκτακτη διαιρώντας το σύνολο των περιόδων υπηρεσίας της δια 12 μήνες ούτως ώστε να εξεύρει πόσα έτη, μήνες και ημέρες, χρονολογικά ομιλούντες τώρα, είχε υπηρετήσει η Αιτήτρια ως έκτακτη και αποδίδοντας της ½ μονάδα για κάθε πλήρες ημερολογιακό έτος. Εφ΄ όσον η Αιτήτρια είχε συνολικά 4 έτη 8 μήνες και 2 ημέρες, θεώρησε η Επιτροπή ότι δεν θα μπορούσε να της δώσει ½ μονάδα για 5ο σχολικό έτος αφού δεν συμπληρώνετο 5ο ημερολογιακό έτος, έστω και αν η αιτήτρια είχε εργαστεί για περισσότερα από 4 σχολικά έτη.
Δεν εξετάζω, και αυτό το υπέδειξα επανειλημμένα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά πόσο η έννοια του σχολικού έτους εμπεριέχει την έννοια της πλήρους απασχόλησης κατά το σχολικό έτος ή κατά πόσο η ουσιαστική απασχόληση θα ήταν επαρκής. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο στην προσφυγή. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο η μέθοδος υπολογισμού την οποία εφάρμοσε η Επιτροπή ήταν ορθή με βάση το νόμο και τους κανονισμούς. Και θεωρώ, στην όψη του πράγματος, ότι η μέθοδος αυτή δεν ήταν ορθή εφ΄όσον σαφώς ο νόμος και οι κανονισμοί δεν αναφέρονται σε ημερολογιακά έτη υπηρεσίας, έχοντας ως βάση δηλαδή το σύνολο των επί μέρους περιόδων υπηρεσίας, αλλά σε σχολικό έτος το οποίο καθορίζεται ρητώς ως αρχίζοντας την 1η Σεπτεμβρίου και λήγοντας την 31η Αυγούστου. Έπρεπε σε αυτή τη βάση η Επιτροπή να εξετάσει την προϋπηρεσία της Αιτήτριας και όχι στη βάση στην οποία την εξέτασε, δηλαδή του ημερολογιακού έτους. Για το λόγο αυτό, και χωρίς να υπεισέρχομαι σε οτιδήποτε άλλο, η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί ούτως ώστε η Επιτροπή να εξετάσει στην ορθή βάση το θέμα της προϋπηρεσίας της Αιτήτριας.»
Εν τω μεταξύ, στον αναθεωρημένο πίνακα διοριστέων του Φεβρουαρίου του 2009 παραχωρήθηκαν στην αιτήτρια 2½ μονάδες για την προϋπηρεσία της μέχρι την 31.12.08 που ανερχόταν σε 5 χρόνια 8 μήνες και 1 ημέρα. Στον επόμενο πίνακα διοριστέων Φεβρουαρίου του 2010 στη βάση του οποίου λήφθηκε η επίδικη απόφαση, η αιτήτρια είχε σειρά κατάταξης 8 ενώ τα ενδ. μέρη προηγούνταν. Της είχαν παραχωρηθεί 3 μονάδες για την προϋπηρεσία της μέχρι 31.12.2009. Αυτό που ουσιαστικά προσβάλλει η αιτήτρια μέσω του διορισμού των ενδ. μερών είναι η συμπερίληψη τους σε λανθασμένη σειρά προτεραιότητας έναντι της στον πίνακα διοριστέων του 2010.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η περίπτωση της είναι ένα κλασσικό παράδειγμα ετσιθελισμού της διοίκησης αφού η καθ' ης η αίτηση δεν προέβη καν σε επανεξέταση και δεν συμμορφώθηκε με το ακυρωτικό αποτέλεσμα με αποτέλεσμα να μην της αποδοθούν και πάλι οι ορθές μονάδες στον πίνακα διοριστέων. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι ενώ υπήρχε ακυρωτική απόφαση που θα επηρέαζε την σειρά κατάταξης της από τον Μάιο του 2010, εντούτοις η ΕΕΥ προχώρησε στους επίδικους διορισμούς (10.12.10) με βάση τον αναθεωρημένο πίνακα της αντίστοιχης χρονιάς ο οποίος επαναλάμβανε το ίδιο σφάλμα με τους προηγούμενους στη μέθοδο υπολογισμού των ετών προϋπηρεσίας της, αποστερώντας της την ½ μονάδα. Επίσης προσθέτει ότι η εκκρεμότητα έφεσης δεν αναστέλλει την υποχρέωση σε επανεξέταση ούτε επιτρέπει στη διοίκηση την παραγνώριση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.
Η ΕΕΥ απαντά ότι η άσκηση έφεσης αποτελεί βάσιμο λόγο όπως το αρμόδιο διοικητικό όργανο μην προβεί κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας στην επανεξέταση, πριν την έκβαση της έφεσης. Παραπέμπει ατυχώς σε παλιές αποφάσεις (Veis & Others v. Republic (1979) 3 CLR 390, Republic v. Petrides (1981) 3 CLR 246) οι οποίες δεν θεμελιώνουν όμως τον πιο πάνω κανόνα. Εκεί είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αίτησης από τους εφεσείοντες, διατάχθηκε αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι έκδοσης της απόφασης του Εφετείου. Συνεπώς κατ' εξαίρεση δε ενεργοποιήθηκε η υποχρέωση άμεσης επανεξέτασης μετά την ακύρωση. Η πιο πάνω άποψη εκφράστηκε μεμονωμένα από τον Νικολαϊδη Δ. στην Επιστ. Τεχν. Επιμ. Κύπρου ν. Δημοκρατίας (1999) 4(Α) ΑΑΔ 623.
Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει παραδοχή από την καθ' ης η αίτηση ότι δεν έπραξαν οτιδήποτε για να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση αλλά ούτε και καταχώρησαν αίτηση αναστολής εκτέλεσης της μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Αδιαμφισβήτητα η καταχώρηση έφεσης δεν αναστέλλει τις υποχρεώσεις της διοίκησης για ενεργό συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση δυνάμει του άρθρου 146.5 του Συντάγματος, εκτός αν αυτό ρητά διατάσσεται βάσει των προνοιών της Δ.35 Θ.18 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. (Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3(Β) ΑΑΔ 1110, Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά. (2002) 3 ΑΑΔ 685, Χ»Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 322.)
Η υποχρέωση επανεξέτασης και το τι περιλαμβάνει κρίνεται με βάση το ration decidendi της απόφασης δηλαδή το δεσμευτικό/αποφασιστικό περιεχόμενο της. Σύμφωνα με το μέρος της που εκτέθηκε ανωτέρω προέκυπτε ως καθήκον επανεξέτασης η αναθεώρηση των μονάδων που πιστώθηκαν για την προϋπηρεσία της αιτήτριας με βάση τη μέθοδο που υπέδειξε το δικαστήριο, δηλαδή υπολογισμό ½ μονάδας κατά σχολικό έτος προϋπηρεσίας (που ξεκινά την 1η Σεπτεμβρίου και τελειώνει την 31η Αυγούστου του επόμενου έτους) και όχι κατά ημερολογιακό έτος (υπολογίζοντας τη συνολική πραγματική υπηρεσία της όπως προέκυπτε από τις επί μέρους περιόδους υπηρεσίας της ως έκτακτη και διαιρώντας το σύνολο δια 12 μήνες).
Δεδομένου ότι ο αναθεωρημένος πίνακας διοριστέων καταρτίζεται και δημοσιοποιείται το Φεβρουάριο κάθε έτους, η ΕΕΥ μπορούσε να προβεί στην αναθεώρηση συμμορφούμενη με την ακυρωτική απόφαση οποτεδήποτε μετά την ημερομηνία έκδοσης της ήτοι 5.5.10 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2011. Δεν το έκανε όμως αναμένοντας προφανώς το αποτέλεσμα της έφεσης.
Το ζητούμενο όμως για σκοπούς επιτυχίας της παρούσας προσφυγής δεν είναι να διαπιστωθεί θεωρητικά η παράλειψη επανεξέτασης από την καθ' ης η αίτηση, αλλά να αποδειχθεί ότι αυτή η παράλειψη οδήγησε αιτιωδώς στο λανθασμένο υπολογισμό της προϋπηρεσίας της αιτήτριας, ώστε να τίθεται με χαμηλότερη σειρά κατάταξης από τα ενδ. μέρη στον πίνακα διοριστέων στη βάση του οποίου λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση διορισμού.
Από την ακυρωτική απόφαση δεν γεννήθηκε στην αιτήτρια καμία προσδοκία λήψης ½ μονάδας επιπλέον για 5ο σχολικό έτος αφού δεν θα συμπληρώνετο τέτοιο κατά την επανεξέταση. Ενόψει της εκκρεμότητας της έφεσης που θα κρίνει την ουσία της υπόθεσης δεν είναι ορθό να επεκταθώ περισσότερο. Θα περιοριστώ μόνο να αποδεχθώ ως ορθή την άποψη της ΕΕΥ ότι η επανεξέταση στη βάση της μεθοδολογίας που υπέδειξε το ακυρωτικό δικαστήριο θα κατέληγε στην απόδοση των ίδιων μονάδων ή/και λιγότερων, νοουμένου ότι η υπηρεσία της μέχρι τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν συνεχόμενη και δεν εργάστηκε ολόκληρα σχολικά έτη.
Συνεπώς η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι η παραβίαση της υποχρέωσης επανεξέτασης σχετίζεται αιτιωδώς με τη λανθασμένη σειρά κατάταξης της στον πίνακα διοριστέων που προεξόφλησε τους επίδικους διορισμούς των ενδ. μερών.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της καθ΄ ης η αίτηση και σε βάρος της αιτήτριας.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.