ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.671 /2010)

 

3 Δεκεμβρίου, 2012

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146 του Συντάγματος

 

ΝΙΚΟS ΚΑLLENOS ENTERPRICES LTD

 

                                                              Αιτητές,

-και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

 

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Σ.Νικολάου, για τους Αιτητές

Αλ.Καλησπέρα, (κα.), για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Στις 21 Αυγούστου 2008 εισήχθη νομίμως στην Κύπρο, από το Ηνωμένο Βασίλειο ένα όχημα μάρκας Mercedes Saloon.  Στις 5 Σεπτεμβρίου 2008 καταβλήθηκαν οι νενομισμένοι τελωνειακοί δασμοί και στις 8 Μαρτίου 2010 οι αιτητές, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν αγοράσει το πιο πάνω όχημα, αποτάθηκαν στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, το οποίο ενέγραψε το εν λόγω όχημα με αριθμός εγγραφής KXH033.  Κατά το στάδιο της εγγραφής ζητήθηκε από τους αιτητές η καταβολή φόρου εγγραφής ανερχόμενη στο ποσό των €3,200.00 πλέον €280 για την άδεια κυκλοφορίας.  Τα πιο πάνω ποσά καταβλήθηκαν από τους αιτητές με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους. 

 

Οι καθ΄ων η αίτηση αρνήθηκαν να επιστρέψουν τον καταβληθέντα φόρο εγγραφής και οι αιτητές καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών βασιζόμενος σε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2009, ισχυρίστηκε ότι με βάση την κοινοτική νομοθεσία και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (τότε ΔΕΚ), επιτρέπεται η επιβολή φόρων στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα από άλλο κράτος μέλος, υπό τη βασική προϋπόθεση ότι ο επιβαλλόμενος φόρος δεν μπορεί να υπερβαίνει το κατάλοιπο του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, που είναι ήδη εγγεγραμμένα στo Mητρώo του οικείου κράτους (κράτος εισαγωγής).  Η υφιστάμενη νομοθεσία, πρόσθεσε ο συνήγορος, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος μεταχειρισμένου αυτοκινήτου προερχόμενου από άλλο κράτος μέλος.  Ως αποτέλεσμα τούτου εισηγήθηκε ότι η επιβληθείσα φορολογία θα πρέπει να ακυρωθεί. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία ισχυρίστηκε ότι οι προβληθέντες ισχυρισμοί των αιτητών είναι γενικοί και αόριστοι.  Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως γίνεται απλή αναφορά στο άρθρο 90 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.  Στη δε παράγραφο 2 των νομικών σημείων οι αιτητές γενικώς και αορίστως, όπως είπε η συνήγορος, ισχυρίζονται ότι υπάρχει σύγκρουση της κείμενης νομοθεσίας με την πρωτογενή και δευτερογενή νομοθεσία της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.    Επί της ουσίας της υπόθεσης, η κα.Καλησπέρα εισηγήθηκε, ότι το άρθρο 90 της Συνθήκης επιτρέπει, ως θέμα γενικής πολιτικής, τη δυνατότητα στο κράτος μέλος και επί του προκειμένου,  στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, να καθορίσει το ύψος του φόρου εγγραφής μηχανοκινήτου οχήματος.  Η παράγραφος 1 του Μέρους Ι του παραρτήματος του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, προσδιορίζει ότι ο φόρος εγγραφής, είναι εξαρτώμενος από τα χαρακτηριστικά του αυτοκινήτου, εάν αυτό είναι βενζινοκίνητο ή πετρελαιοκίνητο, και για τα υπόλοιπα στοιχεία υπάρχει σχετικός πίνακας.  Με σχετική τροποποίηση που έγινε, και η συνήγορος αναφέρθηκε στην παράγρ.6(α), ο φόρος εγγραφής καθορίζεται με βάση υφιστάμενο πίνακα, στη βάση της μάζας εκπεμπόμενου διοξειδίου του άνθρακα CO2.  Τα στοιχεία αυτά η εταιρεία, η οποία είχε εισάξει το αυτοκίνητο, δεν τα παρουσίασε στους καθ΄ων η αίτηση.  Καμία μαρτυρία δεν έχει προσαχθεί από τους αιτητές που να τεκμηριώνει, όπως εισηγήθηκε η συνήγορος, ότι η φορολογία που τους επιβλήθηκε είναι ψηλότερη από αυτή του αντίστοιχου μεταχειρισμένου οχήματος του κράτους εισαγωγής.  Ουσιαστικώς, πρόσθεσε η κα.Καλησπέρα, οι αιτητές αμφισβητούν την πολιτική που εφαρμόζει το Τμήμα επί του προκειμένου. 

 

Αναφορικά με τον προβληθέντα ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας, η συνήγορος ισχυρίστηκε ότι η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί.  Η διοίκηση είχε προχωρήσει σε επαρκή έρευνα και μελέτησε όλα τα στοιχεία που συνόδευαν την αίτηση.  Ούτε, ισχυρίστηκε, η απόφαση στερείται αιτιολογίας αφού γίνεται αναφορά στην κείμενη νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία επιβλήθηκε ο φόρος εισαγωγής. 

 

Είχα την ευκαιρία να εξετάσω ανάλογο θέμα προγενέστερα και συγκεκριμένα στην υπόθεση αρ. 228/10 Ιωαννίδης ν. της Δημοκρατίας, ημερ. 31 Μαϊου 2012, όπου, όπως ορθώς και με επιμέλεια είχε προβάλει η κα.Καλησπέρα, υπάρχουν δύο τάσεις στην κυπριακή νομολογία αναφορικά με την αναγκαιότητα προσκόμισης στοιχείων, από τον εκάστοτε αιτητή, αναφορικά με την κατάσταση, ηλικία και λοιπά στοιχεία που θα επέτρεπαν εκπτώσεις στον επιβληθέντα φόρο. 

 

Αναφέρομαι στις υποθέσεις 462/10 Ασπρομάλλης ν. της Δημοκρατίας , ημερ. 8 Σεπτεμβρίου 2011, που εκδόθηκε από τον αδελφό δικαστή Νικολάτο, και στην υπόθεση αρ.194/2010 Χρυσάνθου ν. της Δημοκρατίας, ημερ. 19 Δεκεμβρίου 2011 που εκδόθηκε από τον αδελφό δικαστή Κωνσταντινίδη.  Στην τελευταία υπόθεση αναλύεται με σαφήνεια η αναγκαιότητα εναρμόνισης των προνοιών του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Οχημάτων, που με βάση το Μέρος Ι του παραρτήματος του Νόμου το αποκλειστικό κριτήριο για τον καθορισμό του φόρου είναι ο κυβισμός του αυτοκινήτου, ανεξαρτήτως αν αυτό είναι καινούργιο ή μεταχειρισμένο.

 

Το Δικαστήριο στην υπόθεση Χρυσάνθου στηρίχτηκε στο σκεπτικό των αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Americo Joao Tadeu (C-345/93, 9.3.2005) και Antonio Gomez Valente (C-393/98, 22.2.2001).  Στην υπόθεση Valente,  με βάση θεσπισθέντα στην Πορτογαλία κώδικα, ο φόρος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων μειωνόταν κατά σταθερά ποσοστά αναλόγως των ετών χρήσεως.  Κρίθηκε, όμως, ότι η κλιμάκωση της μείωσης, εδραζόμενη μόνο στα έτη χρήσης, χωρίς το συνυπολογισμό και άλλων παραγόντων, όπως ο τύπος του οχήματος, τα διανυθέντα χιλιόμετρα, δεν καθιστούσαν ούτε εξασφάλιζαν επαρκή ακρίβεια στον υπολογισμό, συναφώς κρίθηκε ότι ο εν λόγω κώδικας ήταν αντίθετος με τις πρόνοιες του άρθρου 95 της Συνθήκης. 

 

Υπάρχει επί του προκειμένου και η απόφαση αριθμός 1777/2009 Χ΄Πέτρου ν. της Δημοκρατίας, ημερ. 13 Απριλίου 2011, όπου ο αδελφός Δικαστής Δ. Χ΄Χαμπής, θεώρησε ότι η μη προσκόμιση από τον αιτητή, οποιονδήποτε στοιχείων που να συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος ότι ο φόρος που επιβλήθηκε ήταν υψηλότερος από το φόρο της εναπομείνασας αξίας ομοειδούς αυτοκινήτου εγγεγραμμένου στο Μητρώο της Δημοκρατίας, ήταν στοιχείο καταλυτικό για την παραπέρα πορεία της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η προσφυγή. 

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση, όπως αυτή καταφαίνεται στην επιστολή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των αιτητών για επιστροφή του καταβληθέντος φόρου δεν γίνεται καμία αναφορά είτε σε παράλειψη προσκόμισης στοιχείων ή απουσίας εισήγησης για μείωση του φόρου, λόγω ανεπαρκών δεδομένων.  Γίνεται σαφώς επίκληση της υφιστάμενης νομοθεσίας, ήτοι της παραγράφου του Μέρους Ι του Παραρτήματος του Νόμου. 

 

Με  όλο το σεβασμό διαφωνώ με το σκεπτικό της απόφασης Χ΄Πέτρου ανωτέρω, και υιοθετώ το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Χρυσάνθου, ανωτέρω.

 

«Δεν καθορίστηκε το ποσό του φόρου με αναφορά στη μη προσαγωγή, από τον αιτητή, οποιωνδήποτε στοιχείων. Καθορίστηκε με βάση τις δεσμευτικές για τον Έφορο πρόνοιες του Νόμου όπως και ο ίδιος εξήγησε απαντώντας στον αιτητή. Δεν είχε, του είπε, περιθώριο άλλου χειρισμού. Δεν ήταν και δυνατό να τίθεται θέμα άλλων κριτηρίων. Ο Νόμος, στην πτυχή του που εδώ ενδιαφέρει, καθορίζει ένα κριτήριο, τον κυβισμό. Οτιδήποτε άλλο προσκόμιζε ή έλεγε ο αιτητής θα ήταν εκτός του Νόμου τον οποίο ο Έφορος όφειλε να εφαρμόσει. Η αποδοχή, ορθή βεβαίως, ότι δεν είναι επιτρεπτό να υπολογίζεται ο φόρος μόνο στη βάση του κυβισμού, τέμνει το θέμα. Αυτός είναι ο Νόμος και αφού εκ του Νόμου δημιουργείται η ανισότητα, όπως εξηγήθηκε από το ΔΕΚ, δεν παρεχόταν δυνατότητα συζήτησης άλλων κριτηρίων, ώστε να τίθεται ζήτημα βάρους απόδειξης του αιτητή, ως προς τέτοια. Η άρση της δυσμενούς διάκρισης μπορεί να επέλθει με τροποποίηση του Νόμου και σημειώνουμε την αναφορά στην Ασπρομάλλης (ανωτέρω) στον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο του 1994 [Ν. 91(Ι)/94] που τροποποιήθηκε ειδικά, μετά από σειρά ακυρωτικών αποφάσεων στην ίδια βάση, ώστε να εξαρτά το ποσό του φόρου από κριτήρια στη γραμμή της νομολογίας του ΔΕΚ.»

 

 

Συνακόλουθα, βρίσκω ότι το παράπονο των αιτητών είναι βάσιμο και η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ τους.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                                      Κ. Παμπαλλής,

                                                                                  Κ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο