ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 472/2011)
21Δεκεμβρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΗΡΑΚΛΗΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Π. Σιακαλλής για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές.
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 22.10.2002 εκδόθηκε Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης που επηρέαζε τα τεμάχια των αιτητών στην ενορία Αγία Παρασκευή, στο Δήμο Λακατάμειας ως «... αναγκαία για σκοπούς άμυνας της Δημοκρατίας και η απαλλοτρίωση της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους, δηλαδή, για αντιμετώπιση των αμυντικών αναγκών της Δημοκρατίας.».
Οι αιτητές δεν υπέβαλαν ένσταση με δεδομένο ότι οι ίδιοι με επιστολή τους ημερ. 19.3.2002 είχαν ζητήσει την απαλλοτρίωση των τεμαχίων τους, εφόσον τα τεμάχια αυτά ήταν ήδη επιταγμένα από το Υπουργείο Άμυνας για σκοπούς λειτουργίας του Στρατιωτικού Αεροδρομίου Λακατάμειας ζητώντας, εφόσον δεν τους είχαν καταβληθεί και οποιαδήποτε ενοίκια από την επίταξη, είτε την απαλλοτρίωση αυτών των τεμαχίων, είτε την ακύρωση της επίταξης. Δημοσιεύθηκε, επομένως, στις 27.11.2002 Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, τα δε τεμάχια περιήλθαν στην κυριότητα της απαλλοτριούσας αρχής και ενεγράφησαν στο όνομα της, ως αναφέρεται στην επιστολή του Κτηματολογίου προς το Υπουργείο Άμυνας, ημερ. 22.9.2004.
Το πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν οι αιτητές με επιστολή τους ημερ. 3.2.2011, μέσω δικηγόρου, αιτήθηκαν την επιστροφή των τεμαχίων ενόψει του ότι οι λόγοι για τους οποίους έγινε η απαλλοτρίωση είχαν εκλείψει, οι δε σκοποί της απαλλοτρίωσης δεν πραγματοποιήθηκαν παρά την παρέλευση οκτώ ετών και επομένως οι αιτητές ήσαν έτοιμοι με την επιστροφή των τεμαχίων τους, να επιστρέψουν και την αποζημίωση που τους δόθηκε. Το Υπουργείο Άμυνας απάντησε στις 17.3.2011, απάντηση που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη, ότι τα τεμάχια δεν ήταν δυνατό να επιστραφούν στους αιτητές διότι από τον Ιούλιο του 2010, έπαυσαν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άμυνας, παρήλθε δε το χρονικό διάστημα των τριών ετών που καθορίζει το άρθρο 15(1)(α) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962, και, επομένως, τα τεμάχια θα πωλούνταν με τη διαδικασία του δημόσιου πλειστηριασμού δυνάμει του άρθρου 15(2)(γ). Προς την κατεύθυνση αυτή ζητήθηκαν από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να αποσταλούν στο Υπουργείο Άμυνας όλα τα αναγκαία έγγραφα για κήρυξη της ιδιοκτησίας αυτής ως πλεονάζουσας και στη συνέχεια να πωληθεί με δημόσιο πλειστηριασμό στην οποία και οι ίδιοι οι αιτητές θα μπορούσαν να συμμετάσχουν, εάν το επιθυμούσαν.
Οι αιτητές εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας και αναιτιολόγητη διότι οι καθ΄ ων δεν διεξήγαγαν οποιαδήποτε έρευνα για να διαπιστώσουν εάν πραγματοποιήθηκε ή αν κατέστη εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης. Αυτό, κατά την εισήγηση, λόγω της πολύ αόριστης διατύπωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και κατά παράβαση του Άρθρου 23.4(β) του Συντάγματος, που προνοεί ότι η απαλλοτρίωση πρέπει να εξειδικεύει τον σκοπό για τον οποίο γίνεται και να αναφέρονται με σαφήνεια οι λόγοι που την επέβαλαν. Περαιτέρω, οι αιτητές διατείνονται ότι παραβιάζονται οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, ενώ διαπιστώνεται και κατάχρηση εξουσίας δεδομένου ότι τα τεμάχια των αιτητών κατέχονται ανελλιπώς είτε δυνάμει επίταξης, είτε δυνάμει απαλλοτρίωσης για περίοδο πέραν των 40 ετών. Με δεδομένο ότι οι ίδιοι οι καθ΄ ων δημιούργησαν την κατάσταση αυτή, αποστερώντας έτσι την ιδιοκτησία των αιτητών για την εξυπηρέτηση της άμυνας της Δημοκρατίας, η πώληση των τεμαχίων με δημόσιο πλειστηριασμό αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και δίδει ταυτόχρονα στους καθ΄ ων τη δυνατότητα να προσποριστούν μεγάλο οικονομικό όφελος εφόσον η πώληση θα γίνει σε τρέχουσες τιμές.
Οι καθ΄ ων θέτουν πρωτίστως προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα και δεν είναι εκτελεστή. Επί της ουσίας, η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει πλήρως επιτευχθεί, και, επομένως, εφαρμογή στην περίπτωση έχει η πρόνοια του άρθρου 15(2)(γ) που δίδει το δικαίωμα στην απαλλοτριούσα αρχή να προχωρήσει, μετά την επίτευξη του σκοπού, στην διά δημοσίου πλειστηριασμού πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας. Το Άρθρο 23 του Συντάγματος προνοεί μόνο για την υποχρέωση επιστροφής της ιδιοκτησίας εκεί και όπου ο σκοπός της απαλλοτρίωσης καθίσταται ανέφικτος. Η νομολογία, κατά τους αιτητές, έχει κατ΄ επανάληψη αποφασίσει ότι άμα τη εκπληρώσει του σκοπού της απαλλοτρίωσης, δεν τίθεται ζήτημα επιστροφής, αλλά ενεργοποίησης του άρθρου 15(2)(γ). Επομένως, κατά τη Δημοκρατία, δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί περί έλλειψης δέουσας έρευνας ή έλλειψης αιτιολογίας ιδιαιτέρως διότι ουδέποτε προσεβλήθη διά προσφυγής ο σκοπός της απαλλοτρίωσης με αποτέλεσμα τώρα να κωλύονται να εγείρουν τέτοια ζητήματα. Περιπλέον, ο χειρισμός τεχνικών θεμάτων δεν εμπίπτει στον έλεγχο του ακυρωτικού Δικαστηρίου, και, επομένως, η κρίση της διοίκησης ότι η επίδικη ιδιοκτησία δεν εξυπηρετεί πλέον αμυντικούς σκοπούς δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί από το Δικαστήριο. Η ιδιοκτησία των αιτητών έχει καταστεί πλεονάζουσα μετά την επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης και η μόνη επιλογή για τη διοίκηση είναι να ακολουθήσει τη νομοθετική ρύθμιση, που είναι αυτή της πώλησης με δημόσιο πλειστηριασμό ή της επίσχεσης των τεμαχίων.
Οι αιτητές στην απαντητική τους αγόρευση διαφωνούν τόσο ως προς το βάσιμο της προδικαστικής ένστασης, όσο και ως προς την ουσία του θέματος. Διευκρινίζουν ότι δεν ισχυρίζονται ότι πάσχει η απαλλοτρίωση, την οποία οι ίδιοι ζήτησαν, αλλά ότι δεν επιτεύχθη ο σκοπός διότι δεν υπήρχε σκοπός προς επίτευξη. Ουδέποτε διευκρινίστηκε ποιες ήταν οι συγκεκριμένες αμυντικές ανάγκες ώστε να υπάρχει και έλεγχος του συγκεκριμένου σκοπού. Οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης υποδεικνύοντας ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης πρέπει να εξειδικεύεται στο διάταγμα απαλλοτρίωσης, ώστε να είναι δυνατή και η επίτευξη αυτού.
Κατ΄ αρχάς όσον αφορά την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά είναι μόνο πληροφοριακού χαρακτήρα, θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτή εγείρεται απαραδέκτως εφόσον δεν τέθηκε στην ένσταση σε συμμόρφωση με τον Κανονισμό 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962. Όπως έχει αποφασιστεί και πρόσφατα στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 92/2011, ημερ. 30.3.2012, αποτελεί υποχρέωση κάθε διαδίκου να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και μάλιστα με πλήρη αιτιολόγηση. Η υποχρέωση αυτή αφορά και τη Δημοκρατία κατά ίσο μέτρο με ένα αιτητή και η μη έγερση του νομικού ή νομικών σημείων εγκαίρως καθιστά τους εκ των υστέρων διατυπωμένους λόγους μη δεκτικούς σε δικαστική εξέταση, (Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23). Η Δημοκρατία δεν μπορεί να εγείρει προδικαστικά ζητήματα υπό το πρόσχημα το ότι αυτά είναι δημόσιας τάξης και να αναμένει να εξεταστούν από το Δικαστήριο μόνο διότι τέθηκαν τα θέματα αυτά στην αγόρευση. Βεβαίως ζητήματα δημόσιας τάξης εξετάζονται και αυτεπάγγελτα όπως είναι η σύνθεση ενός διοικητικού οργάνου διότι αυτό άπτεται της εγκυρότητας και της αρμοδιότητας του να λαμβάνει αποφάσεις (δέστε ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 53 - απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας), αλλά και πάλι τέτοια ζητήματα μπορούν να εξετάζονται εφόσον βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία, (δέστε Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314 και Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, της Πλήρους Ολομέλειας).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι πληροφοριακού ή όχι περιεχομένου εξαρτάται εν πολλοίς και από τα προηγηθέντα στοιχεία παραγωγής της διοικητικής πράξης και δεν είναι το ζήτημα κατ΄ ανάγκην εξεταστέο αυτεπαγγέλτως και, επομένως, δεν θα εξεταστεί περαιτέρω σε βάθος. Εν πάση όμως περιπτώσει, είναι φανερό από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 17.3.2011, ότι αυτή δεν είναι πληροφοριακού χαρακτήρα εφόσον με την επιστολή αυτή το Υπουργείο Άμυνας αρνήθηκε να επιστρέψει τα τεμάχια στους αιτητές δίνοντας και τους λόγους για την απόφαση αυτή, σε απάντηση σχετικού αιτήματος που υπεβλήθη στις 3.2.2011.
Επί της ουσίας οι αιτητές κρίνεται ότι δεν έχουν δίκαιο στις θέσεις που προβάλλουν. Όπως οι ίδιοι εισηγούνται, στόχος τους είναι να δείξουν ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης πρέπει να εξειδικεύεται στο ίδιο το διάταγμα της απαλλοτρίωσης ώστε να καθίσταται εφικτή η επίτευξη του. Και εδώ, σύμφωνα με την εισήγηση, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν τόσο αόριστος ώστε να μην μπορεί να γίνεται λόγος περί δυνατότητας εκπλήρωσης του σκοπού, εφόσον τέτοιος δεν υπήρχε. Είναι φανερό, όμως, όπως ορθά εισηγείται η Δημοκρατία στην αγόρευση της, ότι η ίδια η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, καθώς και το μεταγενέστερο διάταγμα απαλλοτρίωσης, ουδέποτε αμφισβητήθηκαν. Και, επομένως, το τι επιδιώκουν οι αιτητές είναι στην ουσία παρεμπίπτων έλεγχος μιας διοικητικής πράξης την οποία οι ίδιοι ζήτησαν αφενός και αφετέρου σφράγισαν με την παράλειψη τους να υποβάλουν οποιαδήποτε ένσταση και στη συνέχεια οποιαδήποτε προσφυγή.
Με αυτό ως δεδομένο και στη βάση του ότι οι ίδιοι οι αιτητές υποδεικνύουν στις αγορεύσεις τους και ιδιαιτέρως στην απαντητική τους αγόρευση, ότι ο σκοπός τους δεν ήταν και δεν είναι να προσβάλουν το διάταγμα απαλλοτρίωσης ή ότι η απαλλοτρίωση αυτή καθαυτή πάσχει, πρέπει να εξεταστεί η συναφής και ταυτόχρονα λεπτή βάση στην οποία θέτουν το αίτημα τους. Ότι, δηλαδή, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ουδέποτε επιτεύχθη διότι δεν υπήρχε τέτοιος σκοπός. Η θέση αυτή δεν είναι ορθή διότι η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, Παράρτημα 5 στην ένσταση, αναφέρει, όπως έχει ήδη καταγραφεί στην αρχή του σκεπτικού, ότι η απαλλοτρίωση ήταν επιβεβλημένη για την αντιμετώπιση των αμυντικών αναγκών της Δημοκρατίας. Με δοσμένη την αποδοχή του σκοπού απαλλοτρίωσης εκ μέρους των αιτητών εφόσον δεν αμφισβήτησαν την απαλλοτρίωση των τεμαχίων τους για το σκοπό που καθορίστηκε, εύλογα η Δημοκρατία εισηγείται ότι όχι μόνο ο σκοπός δεν επιτεύχθη, αλλά αντίθετα ολοκληρώθηκε με αποτέλεσμα τα τεμάχια να μην χρειάζονται πλέον εφόσον από τον Ιούλιο του 2010, αυτά έπαυσαν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άμυνας.
Τα τεμάχια των αιτητών είναι τα υπ΄ αρ. 186, 187 και 189 του Φ/Σχ.30/13W2 και Φ/Σχ.30/21W1 στη Λακατάμεια και όπως φαίνεται από το Παράρτημα 2 στην ένσταση, που είναι σημείωμα διοικητικού λειτουργού προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, τα τεμάχια αυτά ήταν ήδη επιταγμένα μαζί με άλλα από το 1999, με το μεγαλύτερο μέρος τους να καταλαμβάνεται από τον δίαυλο του Στρατιωτικού Αεροδρομίου. Ιδιαίτερα αναφέρεται ότι τα τεμάχια αυτά καταλαμβάνονται στην ουσία από τον δίαυλο και είναι μονίμως δεσμευμένα στις, ως συνάγεται, δύο ζώνες ασφαλείας που υπάρχουν εκατέρωθεν του διαύλου προσγειώσεων και απογειώσεων. Το σημείωμα αυτό φέρει ημερ. 22.4.2002 και προηγήθηκε βέβαια της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης στις 22.10.2002, στην οποία Γνωστοποίηση ρητά αναφέρονται τα τρία αυτά τεμάχια των αιτητών με συνημμένο επίσης συναφές σχέδιο υπογραμμένο από τον Υπουργό Άμυνας.
Στη βάση των πιο πάνω, ορθά η Δημοκρατία αντιτάσσει στην αγόρευση της ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε ιδιαίτερη έρευνα για το θέμα αυτό εφόσον ως τεχνικό στην ουσία ζήτημα ενέπιπτε στην αρμοδιότητα της διοίκησης να αποφασίσει ότι τα τεμάχια αυτά αρχικά χρειάζονταν για αμυντικούς σκοπούς (υπενθυμίζεται ότι οι ίδιοι οι αιτητές ζήτησαν την απαλλοτρίωση τους), όσο και για το μεταγενέστερο γεγονός ότι η επίδικη ιδιοκτησία δεν εξυπηρετούσε πλέον τους αμυντικούς αυτούς σκοπούς. Η επιλογή της γης, η προώθηση απαλλοτρίωσης και η κρίση της αρμοδίας αρχής σε σχέση με την αναγκαιότητα του έργου αποτελούν θέματα κατ΄ εξοχή διοικητικά και τεχνικά στα οποία κατά κανόνα το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, (δέστε Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543). Δεν ήταν επομένως αόριστος και απραγματοποίητος, ως εισηγούνται οι αιτητές, ο σκοπός της Γνωστοποίησης και του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Οι ίδιοι οι αιτητές, άλλωστε, σε αίτημα τους που είχαν υποβάλει στις 19.3.2002, Παράρτημα 1 στην ένσταση, δέχθηκαν ότι τα τεμάχια ήταν από τότε επιταγμένα από το Υπουργείο Άμυνας για σκοπούς λειτουργίας του Στρατιωτικού Αεροδρομίου Λακατάμειας.
Έπεται ότι τα ερωτήματα που εκ των υστέρων θέτουν ως προς τη δέουσα έρευνα και την απαραίτητη αιτιολογία, σε συνάρτηση με ερωτήματα του είδους ποιες ήταν οι συγκεκριμένες αμυντικές ανάγκες, αν ανοίχθηκαν ορύγματα, αν κατασκευάστηκαν φυλάκια και πυροβολεία, δεν ευσταθούν. Τα τεμάχια ως είχαν επί του εδάφους και χωρίς να ήταν ανάγκη να γίνουν οποιαδήποτε έργα σ΄ αυτά, εκπλήρωναν το σκοπό της δέσμευσης τους είτε με επίταξη, είτε με απαλλοτρίωση, για το στρατιωτικό αεροδρόμιο. Δεν χρειαζόταν επομένως οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή προηγούμενη μελέτη ή σχέδια ως η συνήθης προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης, (δέστε Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76 και Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13).
Με τον σκοπό της απαλλοτρίωσης ολοκληρωθέντα ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 15(2)(γ), που δίνουν το δικαίωμα στην απαλλοτριούσα αρχή να προβεί στην πώληση με πλειστηριασμό της επηρεαζομένης ιδιοκτησίας. Το άρθρο 15(1) του Νόμου και το σχετικό Άρθρο 23.4 του Συντάγματος που επικαλούνται οι αιτητές δεν ισχύουν στην προκείμενη περίπτωση. Οι υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε η κα Πιπερή είναι εύστοχες και αποκαλύπτουν την εμβέλεια του άρθρου 15(2)(γ), σε αντιδιαστολή με το άρθρο 15(1). Στην Αντώνης Μ. Πατάτα ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Μιχαήλ Κ. Πατάτα κ.ά. ν. Ελληνικής Μεταλλευτικής Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, υπόθ. αρ. 1346/2006, ημερ. 18.11.2011, εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα, όπου αποφασίστηκε στα δεδομένα της υπόθεσης, ότι με το σκοπό της απαλλοτρίωσης που ήταν η εκμετάλλευση χαλκούχου πυρίτη, ο οποίος και εξωρύχθη πλήρως, δεν τίθετο θέμα εγκατάλειψης του σκοπού, αλλά αντίθετα εκπλήρωσης του. Με αποτέλεσμα να μην ήταν δυνατό να τίθεται βάσιμα θέμα επιστροφής της ιδιοκτησίας, αλλά αντίθετα ενεργοποιείτο η διάταξη του άρθρου 15(2)(γ) που δίδει τη δυνατότητα, ως ανεφέρθη, για πώληση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου με δημόσιο πλειστηριασμό, εφόσον βέβαια ο σκοπός της απαλλοτρίωσης επετεύχθη. Παρόμοια, στη Μιχαήλ Καραγιώργης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1995/06, ημερ. 20.6.2008, κρίθηκε και πάλι ότι ο σκοπός της εκεί απαλλοτρίωσης είχε επιτευχθεί (πρόκειτο για την ανέγερση δεξαμενών για τη λειτουργία σταθμού λυμάτων), με αποτέλεσμα το ακίνητο να μπορούσε να πωληθεί διά πλειστηριασμού χωρίς μάλιστα να ήταν ανάγκη ή υποχρέωση, ως ήταν η εισήγηση των αιτητών, να προσφέρουν το ακίνητο πρώτα στους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Το κατά πόσο ο σκοπός μιας απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί ή όχι, συναρτάται προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, (δέστε Ανδρούλλα Μιλτιάδους Φυλακτού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 489/09, ημερ. 16.3.2011).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ