ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1856/2012)
21 Δεκεμβρίου, 2012
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΙΜΝΑΤΙΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ,
Καθ'ου η αίτηση.
Αίτηση ημερομηνίας 3/12/2012
Λ. Λουκαΐδης, για τον Αιτητή.
Απ. Ντορζής, για τον Καθ'ου η αίτηση.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Χρ. Βασιλειάδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Το ενδιαφερόμενο μέρος, Αντώνης Λιμνατίτης, είναι γιός του αιτητή και της Ελένης Λιμνατίτη. Μαζί με τη μητέρα του είναι συνιδιοκτήτες ανά ½ μερίδιο έκαστος, του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 370, Φ/Σχ. XXI/61W1, που βρίσκεται στο Στρόβολο και στο οποίο υπάρχει κτισμένη κατοικία.
Στις 5/5/2011, οι δύο συνιδιοκτήτες του πιο πάνω τεμαχίου, παραχώρησαν γραπτώς στον αιτητή με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 11(1)(α) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 και των Νόμων 32/1960 - 23/1982, «δικαίωμα οικήσεως εφ' όρου ζωής .... εις την κατοικία που βρίσκεται ..... στο ακίνητο».
Προτού παραχωρηθεί στον αιτητή το συγκεκριμένο δικαίωμα, το ενδιαφερόμενο μέρος αφού εξασφάλισε την απαιτούμενη για την ανέγερση διώροφης κατοικίας στο εν λόγω τεμάχιο, πολεοδομική άδεια, υπέβαλε αίτηση στους καθ'ων η αίτηση όπως του χορηγηθεί και άδεια οικοδομής για την ανέγερση της εν λόγω κατοικίας. Ενώ η εν λόγω αίτηση του εκκρεμούσε προς εξέταση, ο αιτητής στον οποίο είχε στο μεταξύ παραχωρηθεί δικαίωμα οίκησης δυνάμει του άρθρου 11(1)(α) του Κεφ. 224, όπως ο εν λόγω Νόμος μεταγενέστερα τροποποιήθηκε, υπέβαλε ένσταση.
Οι καθ'ων η αίτηση, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς που είχαν εκφράσει ως αποτέλεσμα της ένστασης που υπέβαλε ο αιτητής, χορήγησαν τελικά στο ενδιαφερόμενο μέρος την αιτούμενη άδεια οικοδομής με απόφαση τους ημερομηνίας 7/11/2012.
Με στόχο την ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 7/11/2012, ο αιτητής καταχώρισε την πιο πάνω προσφυγή στα πλαίσια της οποίας καταχώρισε και την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, με την οποία επιδιώκει την αναστολή της ισχύος της επίδικης απόφασης των καθ'ων η αίτηση μέχρι την εκδίκαση και την πλήρη αποπεράτωση της προσφυγής του και/ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Στην ένορκη δήλωση του αιτητή, που συνοδεύει την ενδιάμεση αίτηση του, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «η αναστολή της εκτέλεσης της άδειας οικοδομής επείγει και είναι δικαιολογημένη διότι από τα στοιχεία τεκμηριώνεται έκδηλη παρανομία της εν λόγω άδειας και δημιουργείται πρόβλημα ανεπανόρθωτης ζημιάς». Είναι η θέση του αιτητή ότι σε περίπτωση που η επίδικη απόφαση δεν ανασταλεί τότε «θα είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να ανατραπούν τα τετελεσμένα της οικοδομής ..... και οπωσδήποτε θα ματαιωθεί ουσιαστικά ο στόχος της προσφυγής ....». Είναι επίσης η θέση του ότι λόγω του δικαιώματος του για οίκηση, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν δικαιούτο να κτίσει στο εν λόγω τεμάχιο χωρίς την έγκριση του και συνεπώς οι καθ'ων η αίτηση δεν δικαιούντο να εκδώσουν την επίδικη άδεια οικοδομής χωρίς τη συγκατάθεση του. Κοντολογίς, είναι η θέση του αιτητή ότι η ανέγερση κατοικίας συνιστά επέμβαση στο συγκεκριμένο δικαίωμα του. Τέλος, είναι η θέση του αιτητή ότι έτυχε άνισης μεταχείρισης από τους καθ'ων η αίτηση, οι οποίοι κατέληξαν στην επίδικη απόφαση χωρίς να τον ακούσουν και παραγνωρίζοντας ουσιαστικά την περί αντιθέτου γνωμοδότηση του νομικού τους συμβούλου.
Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους και των καθ'ων η αίτηση, οι οποίες, στην ουσία τους συμπίπτουν μεταξύ τους. Τόσο η πλευρά των καθ'ων η αίτηση όσο και η πλευρά του ενδιαφερόμενου μέρους, επικαλούμενες τα δικαιώματα του τελευταίου ως εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη του τεμαχίου, ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ορθή. Ισχυρίζονται επίσης ότι καμιά από τις δύο προϋποθέσεις, είτε η προϋπόθεση της «έκδηλης παρανομίας», της πράξης είτε η προϋπόθεση της πρόκλησης «ανεπανόρθωτης ζημιάς», ικανοποιούνται, έτσι ώστε να δικαιολογείται η άσκηση της επί του προκειμένου εξουσίας του δικαστηρίου, υπέρ του αιτητή. Βασικό άξονα όμως των ισχυρισμών που οι καθ'ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος προβάλλουν, συνιστά η θέση ότι η διαφορά η οποία προέκυψε μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους ως ιδιοκτήτη του τεμαχίου και του αιτητή ως δικαιούχου/κατόχου του συγκεκριμένου δικαιώματος, εμπίπτει στη σφαίρα, όχι του δημοσίου δικαίου αλλά του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς η επίλυση της θα πρέπει να αναζητηθεί στα πλαίσια αστικής διαδικασίας και συγκεκριμένα αγωγής.
Είχα την ευκαιρία σχετικά πρόσφατα (βλ. Υπόθεση αρ. 1141/2010, Michael John Καλακουτής ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20/4/2011) να ασχοληθώ σε έκταση με τις πρόνοιες του Κ. 13, οι οποίες παρέχουν το δικονομικό πλαίσιο που διέπει την παροχή προσωρινής προστασίας σε υποθέσεις διοικητικής φύσης και οι οποίες αποτελούν τη σπονδυλική στήλη του νομικού υπόβαθρου της παρούσας αίτησης και ειδικότερα με την έννοια του όρου «έκδηλη παρανομία» όπως αυτός χρησιμοποιείται στις εν λόγω πρόνοιες. Επειδή οι αρχές που διέπουν το θέμα παραμένουν αναλλοίωτες, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω υπόθεση, το οποίο και υιοθετώ για σκοπούς και της παρούσας απόφασής μου:
"Το δικονομικό πλαίσιο για την παροχή προσωρινής προστασίας σε υποθέσεις διοικητικής φύσης, προσφέρεται από τις πρόνοιες του Κ. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Η παροχή τέτοιας εξουσίας τελεί κάτω από προϋποθέσεις τις οποίες έθεσε η νομολογία. Αυτές είναι δύο, δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν (Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 164, 167). Ικανοποίηση οποιασδήποτε από αυτές είναι αρκετή για να ενεργοποιήσει θετικά για τον αιτητή τη συγκεκριμένη εξουσία του Δικαστηρίου. Μια από τις εν λόγω προϋποθέσεις, ...... είναι «η έκδηλη παρανομία της πράξης». Η άλλη είναι η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς νοουμένου ότι δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση, οπότε λόγοι δημόσιου συμφέροντος επενεργούν ανασταλτικά στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος (Moyo and another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).
Ως προς τα όρια της έννοιας «έκδηλη παρανομία», σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248, 252, 253, στην οποία οι αρχές της νομολογίας επιβεβαιώθηκαν με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση, επίσης της Ολομέλειας, στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, 240.
"Προτού ασχοληθούμε με τους επί μέρους λόγους που συνθέτουν την πρώτη ενότητα, προτάσσουμε συντομογραφικά, την έννοια της έκδηλης παρανομίας. Εξετάστηκε από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837, Moyo and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Κροκίδου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, υπ' αρ. 741/89, ημερομηνίας 29 Μαΐου 1990, όπου επιδοκιμάστηκε ο ακόλουθος γενικός ορισμός που δόθηκε από τον νυν Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γ. Πική, στην υπόθεση Frangos and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53 (στη σελ. 57):
"Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law. The notion does not encompass any defective exercise of discretionary powers vested in an organ of public administration."
Είχε πιο πριν στην ίδια απόφαση δηλωθεί ότι έκδηλη παρανομία είναι παρανομία "palpably identifiable without having to probe into disputed facts". Έπειτα, η προσέγγιση από τον νυν Πρόεδρο στην υπόθεση Πολύβιος Νικολάου ν. ΕΔΥ, Υπ' Αρ. 692/92, ημερομηνίας 22 Οκτωβρίου 1992, προσφέρει καθοδήγηση ως προς τα όρια της έννοιας. Τη συνοψίζουμε με τα εξής. Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης."
Αναφορικά με την έννοια του όρου «έκδηλη παρανομία», σχετική είναι και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. (2007) 3 A.A.Δ. 32, 36, στην οποία υιοθετήθηκε με ρητή αναφορά η έννοια του όρου που δόθηκε στην υπόθεση Λοϊζίδης (πιο πάνω).
Για σκοπούς ολοκλήρωσης του νομολογιακού πλαισίου που διέπει το θέμα, θα πρέπει να αναφερθεί επίσης πως το προσωρινό διάταγμα του διοικητικού δικαίου διαφέρει από το αντίστοιχο του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60, δεν τυγχάνουν εφαρμογής και πως η εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο από τις πρόνοιες του Κ. 13, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με πολλή φειδώ. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί πως τα στενά πλαίσια της ενδιάμεσης διαδικασίας που προβλέπει ο Κ. 13, δεν προσφέρονται για σκοπούς επίλυσης της ουσίας της διαφοράς ή των νομικών ζητημάτων που εγείρονται. Όπως έχει νομολογηθεί, επίλυση νομικών ζητημάτων στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από το δικάζοντα Δικαστή (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας))."
Αναφορικά με την έννοια του όρου «ανεπανόρθωτη ζημιά», όπως ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται στις πρόνοιες του Κ. 13, η θέση της νομολογίας μας είναι πως ανεπανόρθωτη ζημιά είναι η ζημιά η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης. Ενδεικτικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Frangos and others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53:
"Irreparable damage encompasses damage of a kind that is irretrievable by subsequent legal or administrative action, such as the destruction of the res and irreversible physical deterioration."
Είναι επίσης η θέση της νομολογίας μας ότι η πρόκληση χρηματικής ζημιάς δεν εξυπακούει κατ' ανάγκη πρόκληση «ανεπανόρθωτης ζημιάς» εντός της έννοιας του Κανονισμού 13. (Μαρκουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ 3413). Το βάρος απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημιάς βρίσκεται στους ώμους του αιτητή ο οποίος θα πρέπει να περιλάβει στην αίτηση του, κατά τρόπο σαφή και λεπτομερή, το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν την ανεπανόρθωτη ζημιά. (Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345).
Στην παρούσα προσφυγή το ζητούμενο είναι η νομιμότητα της επίδικης απόφασης των καθ'ων η αίτηση, με την οποία χορηγήθηκε στον αιτητή η επίμαχη άδεια οικοδομής. Η νομιμότητα αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στα πλαίσια του νομοθετικού πλαισίου το οποίο διέπει το θέμα και που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι πρόνοιες του Κανονισμού 5(1)(α) του Μέρους ΙΙΙ των θεσπισθέντων, δυνάμει του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε, Κανονισμών, τις οποίες στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρουν τις παραθέτω. Να σημειωθεί ότι πανομοιότυπες πρόνοιες περιλαμβάνονται και στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμούς, Κ.Δ.Π. 55/90:
"5.-(1) Πάσα αίτησις δι' άδειαν προς ανέγερσιν, κατεδάφισιν ή επανοικοδομήν οιασδήποτε οικοδομής ή δι' οιανδήποτε μετατροπήν, προσθήκην ή επισκευήν εις οιανδήποτε οικοδομήν (εν τοις εφεξής αναφερομένη ως "άδεια οικοδομής") υποβάλλεται εις την αρμοδίαν αρχήν εις διπλούν∙ αύτη υπογράφεται υπό του ιδιοκτήτου ή του δεόντως εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου αυτού και υποβάλλεται εν τοιούτω τύπω ως ήθελε καθορισθή κατά καιρούς υπό της αρμοδίας αρχής.
Πάσα τοιαύτη αίτησις δέον να συνοδεύηται υπό των ακολούθων εγγράφων -
(α) πιστοποιητικού εγγραφής της ιδιοκτησίας της περιλαμβανούσης το οικόπεδον, ή, εν ή περιπτώσει η ιδιοκτησία είναι υποθηκευμένη, πιστοποιητικού του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου ότι η ιδιοκτησία είναι εγγεγραμμένη επ' ονόματι του αιτητού και δηλώσεως του ενυποθήκου δανειστού ότι ούτος δεν ενίσταται εις τούτο."
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Οι πιο πάνω πρόνοιες δεν απαιτούν, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα περίπτωση, τη συγκατάθεση του δικαιούχου του δικαιώματος οίκησης, για σκοπούς εξέτασης και έγκρισης, αίτησης για χορήγηση άδειας οικοδομής για ανέγερση κτιρίων επί του τεμαχίου το οποίο βαρύνεται με τέτοιο δικαίωμα.
Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι ο ισχυρισμός του αιτητή για έκδηλη παρανομία εδράζεται στο σκεπτικό της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Άνθος Σ. Σιάτης ν. Στυλιανού Μ. Σιάτη (1996) 1 Α.Α.Δ. 1349, τα γεγονότα της οποίας κρίνω σκόπιμο να παραθέσω, όπως αυτά συνοψίζονται στο προοίμιο της απόφασης:
"Στη δήλωση δωρεάς μεταβίβασης μιας οικίας με αυλή στον εφεσείοντα - εναγόμενο γιό του, ο εφεσίβλητος - ενάγοντας, επεφύλαξε στον εαυτό του και τη σύζυγό του δικαίωμα διά βίου κατοίκησης.
Ο εφεσείων - εναγόμενος, έκτισε ακόμη μια οικία στην αυλή, την οποία χώρισε με τοίχο από την άλλη οικία.
Επικαλούμενος τα δικαιώματά του, ο εφεσίβλητος - ενάγοντας, καταχώρισε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα - εναγόμενου και πέτυχε διάταγμα που απαγόρευε στον εφεσείοντα - εναγόμενο να επεμβαίνει στο ακίνητο με οποιοδήποτε τρόπο. Η θέση του εφεσείοντα - εναγόμενου ήταν ότι είχε κάθε δικαίωμα σαν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης να κτίσει στην αυλή του ακινήτου και ότι αυτό το δικαίωμα δεν επηρεάζεται από την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του πατέρα του τα οποία περιορίζονταν στη διαμονή του εντός της οικίας.
Ο εφεσείων - εναγόμενος, εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου."
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαινόμενο επί επιφυλαχθέντος συμφώνως των προνοιών του άρθρου 11(1)(ζ) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, δικαιώματος οίκησης, αφού απέρριψε την εισήγηση ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα συνιστά δουλεία, επικύρωσε την πρωτόδικη κατάληξη ότι «το επιφυλαχθέν δικαίωμα του ενάγοντα το οποίο και εξυπακούει ανάλογη κατοχή εκ μέρους του, αποκλείει, ενόσω διαρκεί, τον εναγόμενο από του να προβαίνει σε οποιεσδήποτε ενέργειες οι οποίες θα συνιστούσαν επέμβαση με το εν λόγω δικαίωμα και την κατοχή και χρήση του ενάγοντα η οποία πηγάζει από αυτό».
Με όλο το σέβας προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, η υπόθεση Σιάτη, διαφοροποιείται ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα της από την παρούσα περίπτωση. Συγκεκριμένα, η υπόθεση Σιάτη αφορούσε ιδιωτική διαφορά για παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο για την επίλυση της οποίας ο δικαιούχος καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Συνεπώς η επίλυση της εκεί επίδικης διαφοράς, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση, αναζητήθηκε στα πλαίσια αστικής διαδικασίας. Πέραν τούτου, η εκεί διαφορά αφορούσε τις πρόνοιες του άρθρου 11(1)(ζ) του Νόμου, σε αντίθεση με την περίπτωση μας όπου οι πρόνοιες που μας αφορούν είναι αυτές του άρθρου 11(1)(α). Τέλος, στην υπόθεση Σιάτη κρίθηκε ότι η ανέγερση κατοικίας εντός του τεμαχίου συνιστούσε υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις εκείνης της υπόθεσης επέμβαση στο δικαίωμα του ενάγοντα.
Εξέτασα τους προβαλλόμενους από τον αιτητή λόγους για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και τις θέσεις του. Έλαβα υπόψη το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την άσκηση των εξουσιών της αρμόδιας Αρχής, σε συνδυασμό με τις αρχές που διέπουν τη χορήγηση προσωρινών διαταγμάτων. Έχω την άποψη ότι, τα όσα έχει επικαλεστεί ο κ. Λουκαίδης δεν συνιστούν σαφή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο ή αδιαμφισβήτητη παραγνώριση των θεμελιωδών κανόνων του διοικητικού δικαίου. Σχετίζονται με την ουσία της διαφοράς, πλην όμως η παρούσα διαδικασία δεν προσφέρεται για σκοπούς επίλυσης της ουσίας. Επομένως, δεν συντρέχει έκδηλη παρανομία. Επίσης, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η απόρριψη της παρούσας αίτησης θα προκαλέσει στον αιτητή ανεπανόρθωτη ζημιά, με την έννοια που ο όρος αυτός ερμηνεύθηκε στην πιο πάνω νομολογία. Η οποιαδήποτε ζημιά ήθελε προκληθεί μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα και να αποζημιωθεί ο αιτητής.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η παρούσα ενδιάμεση αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, θα καταβληθούν όμως στο τέλος της κυρίως υπόθεσης.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ