ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 157/2011)
20 Δεκεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΘΕΜΟΥΛΛΑ Χ΄΄ ΛΟΙΖΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Σ. Οικονομίδης, για την Αιτήτρια.
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου Επανακρίσεων Γυναικών Υπαξιωματικών με την οποίαν το Συμβούλιο απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας εναντίον της απόφασης να παραμείνει στον ίδιο βαθμό, την οποίαν είχε πάρει το Συμβούλιο Κρίσεων Γυναικών Υπαξιωματικών, για το έτος 2010, είναι άκυρη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.
Η αιτήτρια είναι μόνιμη Υπαξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας και ανήκει στο Πεζικό. Από 2.10.2002 φέρει το βαθμό του Επιλοχία και υπηρετεί στην Εθνική Φρουρά. Με την προσβαλλόμενη απόφαση αρχικά του Συμβουλίου Κρίσεων και στη συνέχεια του Συμβουλίου Επανακρίσεων Γυναικών Υπαξιωματικών αυτή παρέμεινε στον ίδιο βαθμό. Σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζεται η αιτήτρια αυτή πληρούσε τις προβλεπόμενες, στους σχετικούς κανονισμούς, προϋποθέσεις για να προαχθεί κατ΄ αρχαιότητα αλλά το προαναφερόμενο Συμβούλιο απεφάσισε να την αφήσει στον ίδιο βαθμό ενώ, κατά το χρονικό διάστημα από το 2009 μέχρι το 2010, η αιτήτρια δεν είχε υποπέσει σε οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα ή είχε οτιδήποτε εις βάρος της.
Στην ένσταση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το προαναφερόμενο Συμβούλιο έδωσε λόγους για την απόφαση του οι οποίοι είναι επαρκείς και πειστικοί. Στην απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων για το έτος 2010 αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι αποφασίστηκε όπως η αιτήτρια παραμείνει στον ίδιο βαθμό επειδή αυτή έχει πρόβλημα υγείας το οποίο πιστοποιήθηκε από το Ιατροσυμβούλιο στις 4.10.2002 και επιβεβαιώθηκε στις 17.3.2005 και ένεκα αυτού του προβλήματος δεν μπορεί να κάμει χρήση όπλων αλλά εκτελεί γραφειακή εργασία χωρίς διανυκτερεύσεις. Επιπρόσθετα το Συμβούλιο έλαβε υπόψιν διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα που διέπραξε η αιτήτρια όπως η απουσία άνευ αδείας, η σύναψη δανείου άνευ αδείας, αλλά και άλλα παραπτώματα τα οποία οδήγησαν στην επιβολή ποινής φυλάκισης στην αιτήτρια. Συγκεκριμένα στις 23.10.2000 επιβλήθηκε δεκαήμερη ποινή φυλάκισης στην αιτήτρια διότι τον Σεπτέμβριο του 2000 αρνήθηκε να εκτελέσει διαταγή ανωτέρου της. Το 2003 της επιβλήθηκε διήμερος περιορισμός και πενθήμερη κράτηση επειδή καθυστέρησε να προσέλθει στο γραφείο της για εργασία σε δύο περιπτώσεις. Το 2004 της επιβλήθηκε πενθήμερη ποινή φυλάκισης επειδή ανευρέθηκε κοιμώμενη εντός του εποπτείου του στρατοπέδου, εν ώρα εργασίας. Το 2004 της επιβλήθηκε οχταήμερη ποινή φυλάκισης επειδή προσήλθε καθυστερημένη στο στρατόπεδο και επειδή δεν ανευρέθηκε στο γραφείο της εν ώρα εργασίας και όταν ο Διευθυντής του γραφείου της της το επισήμανε αυτή απάντησε: «Άτε ολάν που δαμέ».
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και ιδιαίτερα την προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων Μονίμων και Εθελοντών Υπαξιωματικών ημερ. 23.11.2010. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας επειδή έκρινε ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα που διέπραξε στον κατεχόμενο βαθμό (από το 2002), για τα οποία της είχαν επιβληθεί διάφορες πειθαρχικές ποινές, είναι αρκετά σοβαρά, για μόνιμο στέλεχος του στρατού. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε σε τέσσερα πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράχθηκαν το 2003 και το 2004. Όπως αναγράφεται στην απόφαση απόρριψης της προσφυγής της το Συμβούλιο εξέτασε τους ισχυρισμούς της αιτήτριας και σημείωσε ότι, παρόλο που οι βαθμολογίες της στα ουσιαστικά προσόντα, στις εκθέσεις ικανότητας, στον κατεχόμενο βαθμό, πιθανόν να δικαιολογούσαν την κρίση της ως προακτέας κατ΄ αρχαιότητα, «εντούτοις έκρινε ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράξατε, τα οποία είναι τα ίδια και επαναλαμβανόμενα, είναι σοβαρά και επιβλαβή για την πειθαρχία του Στρατεύματος και δικαιολογούν την κρίση σας ως παραμένουσα στον ίδιο βαθμό».
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα θεωρώ την προσβαλλόμενη απόφαση ως μερικώς μόνο αιτιολογημένη, εφόσον σ΄ αυτή αναγράφονται οι λόγοι για τους οποίους λήφθηκε η απόφαση η αιτήτρια να παραμείνει στον ίδιο βαθμό. Υπήρχαν εις βάρος της τέσσερα αρκετά σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα που αφορούσαν την περίοδο 2002-2004, όταν η αιτήτρια κατείχε τον βαθμό που κατέχει και σήμερα και επίσης η αιτήτρια αντιμετωπίζει και πρόβλημα υγείας το οποίο τη θέτει σε μειονεκτική θέση έναντι άλλων. Αυτοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην αρχική απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων και στην προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα εις βάρος της στοιχεία, όπως της αναφέρθηκε, αυτή θα μπορούσε να προαχθεί, κατ΄ αρχαιότητα.
Το ζήτημα όμως που με απασχόλησε ιδιαίτερα είναι ότι η αιτήτρια κατά το έτος 2009, είχε κριθεί ως προακτέα κατ΄ αρχαιότητα (από το Συμβούλιο Κρίσεων) ενώ το 2010, ως παραμένουσα στον ίδιο βαθμό, παρόλον που δεν φαίνεται να διέπραξε οποιοδήποτε πειθαρχικό ή άλλο παράπτωμα κατά την περίοδο 2009-2010. Αυτό, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας, συνιστά ένδειξη κακής πίστης αλλά και αντιφατικής συμπεριφοράς εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη έναντι της διοίκησης. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Έκδοση 1977, σελ. 106 και 107 και σε σχετική κυπριακή νομολογία.
Το ότι η αιτήτρια το 2009 κρίθηκε ως προακτέα κατ΄ αρχαιότητα είναι αδιαμφισβήτητο, εφόσον αναγράφεται στο Παράρτημα 3 επί της ενστάσεως το οποίο περιλαμβάνει «Συνοπτικά στοιχεία εκ του φακέλου της αιτήτριας».
Με βάση τα προαναφερόμενα καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, λήφθηκαν υπόψιν τα πειθαρχικά παραπτώματα της αιτήτριας κατά το 2003 και 2004, αλλά δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψιν και να απασχόλησε το γεγονός ότι η αιτήτρια κρίθηκε, το 2009, ως προακτέα κατ΄ αρχαιότητα. Αυτό μου δημιουργεί την ισχυρήν εντύπωση ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέβλεψαν ένα ουσιώδες και ουσιαστικό γεγονός το οποίο ούτε ανέφεραν, ούτε σχολίασαν.
Υπό τις περιστάσεις, θεωρώ ότι οι καθ΄ ων η αίτηση θα έπρεπε να είχαν λάβει υπόψιν τους, και να είχαν αιτιολογήσει δεόντως το γιατί, το 2009 η αιτήτρια κρίθηκε ως προακτέα και το 2010 ως μη προακτέα, χωρίς εμφανή αποχρώντα λόγο, αλλά δεν το έπραξαν.
Για τον προαναφερόμενο λόγο θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση και ως εκ τούτου εκδίδεται δηλωτική απόφαση του δικαστηρίου ως η παράγραφος 1 του αιτητικού της προσφυγής. Έξοδα €1.200.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.