ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1423/2010)

 

20 Δεκεμβρίου, 2012

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΛΟΥΚΑΣ  ΛΑΖΟΥ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΑΜΥΝΑΣ  ΚΑΙ/΄Η

ΑΝΩΤΑΤΟΥ  ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ  ΚΡΙΣΕΩΝ  ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΏΝ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Σωτήρης Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής, μόνιμος Αξιωματικός της Αεροπορίας του Στρατού της Δημοκρατίας, με την παρούσα προσφυγή, ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-

 

«1.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Καθ' ου η αίτηση Υπουργού ΄Αμυνας να κυρώσει την κρίση ως 'παραμένων στον ίδιο βαθμό', που ο Αιτητής έτυχε από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά τις τακτικές κρίσεις Αξιωματικών έτους 2010 και/ή η απόφαση του Καθ' ου η αίτηση Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών να κρίνει τον Αιτητή κατά την τακτική του σύνοδο για το έτος 2010 ως 'παραμένων στον ίδιο βαθμό', που γνωστοποιήθηκαν στον Αιτητή με επιστολή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερ. 11-9-2010, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας.»

 

 

 

Επειδή το 2001 κατείχε το βαθμό του Ανθυποσμηναγού και πληρούσε τις προβλεπόμενες από τις σχετικές διατάξεις των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, (Κ.Δ.Π. 90/90), (όπως έχουν τροποποιηθεί), (οι «Κανονισμοί»), προϋποθέσεις κρίσης, ο αιτητής περιλήφθηκε στη σχετική Διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, με την οποία γνωστοποιήθηκαν τα ονόματα των αξιωματικών που δικαιούνταν κρίσης από το αρμόδιο για την περίπτωσή τους Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την τακτική σύνοδό του για το εν λόγω έτος.

 

Το Συμβούλιο Κρίσεων, με σχετική απόφασή του, έκρινε τον αιτητή ως παραμένοντα στον ίδιο βαθμό, επειδή, μεταξύ άλλων, αυτός είχε σε βάρος του δύο πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία, το 2000, του επιβλήθηκαν από το Διοικητή πειθαρχικές ποινές και δυσμενή αξιολόγηση σε ΄Εκθεση Ικανότητάς του στον κατεχόμενο βαθμό για την περίοδο 1/1/2000 μέχρι 9/10/2000.

 

Ο αιτητής, με τη γνωστοποίηση σ' αυτόν της πιο πάνω κρίσης, προσέφυγε στο Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών, το οποίο, αφού εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή του, την απέρριψε, για το λόγο ότι αυτός είχε αξιολογηθεί σε ΄Εκθεση Ικανότητάς του στον κατεχόμενο βαθμό για την περίοδο 1/1/2000 - 9/10/2000 στο ουσιαστικό προσόν «αφοσίωση στο καθήκον» με βαθμολογία κάτω από το «Καλός».  Είχε αξιολογηθεί με βαθμολογία 6.

 

Ο αιτητής, στο μεταξύ, καταχώρισε εναντίον των δύο πειθαρχικών ποινών που του είχαν υποβληθεί από το Διοικητή του τις Προσφυγές με Αρ. 353/01 και 382/01, οι οποίες είχαν επιτυχή κατάληξη.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, με αποφάσεις του, που εκδόθηκαν στις 23/5/2002 και 21/5/2002, αντίστοιχα, ακύρωσε τις πειθαρχικές καταδίκες του αιτητή, ο οποίος, μετά την άρση των πειθαρχικών ποινών από τον Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, (ο «Αρχηγός»), ζήτησε όπως η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων για την κρίση του ως παραμένοντα στον ίδιο βαθμό επανεξεταστεί, χωρίς να ληφθεί υπόψη η «ουσιωδώς πάσχουσα» ΄Εκτακτη ΄Εκθεση Ικανότητάς του της περιόδου 1/1/2000 - 9/10/2000.  Το αίτημα του αιτητή, αφού διαβιβάστηκε ιεραρχικά στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, (Γ.Ε.Ε.Φ.), εξετάστηκε και απορρίφθηκε, για το λόγο ότι:-

 

(α) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσαν πειθαρχικές ποινές μόνο σε σχέση με τον πειθαρχικό έλεγχο και δε συναρτώνταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με τη δυσμενή κρίση του.

 

(β)  Ο αιτητής είχε, ήδη, ασκήσει για τη δυσμενή του κρίση του 2001   το δικαίωμα προσφυγής του στο Συμβούλιο Επανακρίσεων, οι αποφάσεις του οποίου είναι αμετάκλητες και, ως εκ τούτου, δεν ήταν νομικά επιτρεπτή η επανεξέταση του θέματος. 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 89/03, η οποία έγινε δεκτή.  Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, ημερομηνίας 5/8/2004, μεταξύ άλλων, διαπίστωσε ότι η ΄Εκθεση Ικανότητας του αιτητή ημερομηνίας 10/10/2000, είχε επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμός από τα δύο παραπτώματα του αιτητή, τα οποία, όμως, εξαλείφθηκαν με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η απόφαση του Αρχηγού, ημερομηνίας 18/10/2002, με την οποία απέρριψε το αίτημά του για επανεξέταση των αποφάσεων του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών και του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ΄Εκθεση Ικανότητάς του για την περίοδο 1/1/2000 - 9/10/2000, έπασχε.    

 

Ακολούθως, ο αιτητής, κατά τις τακτικές κρίσεις Αξιωματικών του έτους 2006, κρίθηκε από το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών προακτέος κατ' αρχαιότητα αναδρομικά για το έτος 2005 και προάχθηκε σε Σμηναγό από 30/12/2005.

 

Το έτος 2010, επειδή ο αιτητής πληρούσε τις προβλεπόμενες από τις σχετικές διατάξεις των Κανονισμών προϋποθέσεις κρίσης, συμπεριλήφθηκε στη σχετική Διαταγή του Αρχηγού, με την οποία κοινοποιείτο Πίνακας των δικαιούχων κρίσης από το αρμόδιο για την περίπτωσή τους Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών.  Το Συμβούλιο Κρίσεων, σε συνεδρία του στις 5/8/2010, τον έκρινε ως παραμένοντα στον ίδιο βαθμό.  Για την απόφασή του αυτή, έλαβε υπόψη του το πειθαρχικό παράπτωμα που ο αιτητής είχε σε βάρος του και για το οποίο το 2007 του επιβλήθηκε από το Διοικητή του πειθαρχική ποινή και τη δυσμενή αξιολόγηση που είχε στην ΄Εκθεση Ικανότητάς του για την περίοδο 1/1/2000 - 9/10/2000. 

 

Ο αιτητής, με την προσφυγή του, προβάλλει τους πιο κάτω λόγους ακυρότητας:-

 

«1.  Δεν έχει επαρκή και/ή νόμιμη και/ή την απαιτούμενη για την περίπτωση αιτιολογία.  Μεταξύ άλλων, η αιτιολογία βασίστηκε, σε καθοριστικό βαθμό, σε στοιχείο άκυρο ή/και σε στοιχείο που δεν μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να ληφθεί υπόψη.

 

2.  Λήφθηκε υπό το κράτος πλάνης περί τον νόμο και/ή τα πράγματα.

 

Ο Αιτητής επιφυλάσσεται να προσθέσει και νέους λόγους ακύρωσης ή/και να τροποποιήσει ή/και να διευκρινίσει ή/και να εξειδικεύσει όλους ή/και οποιοδήποτε από τους ήδη αναφερθέντες λόγους ακύρωσης, όταν λάβει γνώση όλων των ουσιωδών στοιχείων του σχετικού διοικητικού φακέλου.»

 

 

 

 

Οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν προδικαστικά ζήτημα γενικής και αόριστης αναφοράς στο δικόγραφο της προσφυγής των λόγων ακυρότητας.  Στα νομικά σημεία της, ισχυρίζονται, δεν έχει εξειδικευθεί το στοιχείο που, κατ' ισχυρισμό, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη.  Αναφορά ότι δεν υπάρχει επαρκής και/ή νόμιμη για την περίπτωση αιτιολογία, χωρίς εξειδίκευση δεν αρκεί και παραπέμπουν, σχετικά, σε νομολογία[1].

 

Είναι ορθό ότι, σύμφωνα με τον Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, κάθε διάδικος θα πρέπει, με τις έγγραφες προτάσεις του, να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογώντας τα πλήρως.  Στην παρούσα περίπτωση, όμως, λαμβάνοντας υπόψη το λεκτικό του λόγου ακυρότητας 1, το οποίο, όντως, δεν περιέχει αιτιολογία, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 των γεγονότων της αίτησης[2], τα οποία παραπέμπουν στο Παράρτημα 1, καταλήγω ότι η απαιτούμενη αιτιολογία συμπληρώνεται. 

 

Ενόψει της απόρριψης της προδικαστικής ένστασης, προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς του αιτητή.

 

Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, λήφθηκε υπόψη πειθαρχικό παράπτωμα που διέπραξε πριν από τέσσερα χρόνια και το οποίο «δεν είναι σοβαρό».  Το Συμβούλιο Κρίσεων, στην απόφασή του, δεν προσδιόρισε πώς εκτιμά το συγκεκριμένο παράπτωμα, δηλαδή αν το εκτιμά ή όχι ως σοβαρό.  Το παράπτωμα το οποίο λήφθηκε υπόψη και για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή διήμερης κράτησης είναι το παράπτωμα της παραγράφου 9 του Πρώτου Πίνακα (Πειθαρχικός Κώδικας) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964, (Κ.Δ.Π. 554/64), (όπως έχουν τροποποιηθεί) και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι από τις μικρότερες σε είδος και διάρκεια που υπήρχε εξουσία να επιβληθεί.  Δεν είναι από τα χαρακτηριζόμενα από τους εν λόγω Κανονισμούς ως «βαρέα πειθαρχικά παραπτώματα» - (Κ. 10(9)).  Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η ΄Εκθεση Ικανότητάς του της περιόδου από 1/1/2000 - 9/10/2000, η οποία κρίθηκε μεμπτή από το Ανώτατο Δικαστήριο και ακυρώθηκε, δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμη αιτιολογία της απόφασης.

 

Οι καθ' ων η αίτηση, καίτοι αποδέχονται ότι η συγκεκριμένη ΄Εκθεση Ικανότητας ακυρώθηκε και, συνεπώς, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διασώζεται από τη νόμιμη αιτιολογία που δόθηκε σχετικά με το διαπραχθέν πειθαρχικό παράπτωμα του αιτητή.  Η επίκληση, προβάλλουν, από τον αιτητή του Κ. 10(9) της Κ.Δ.Π. 554/64 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή του.  Ο εν λόγω Κανονισμός αναφέρεται σε φυλάκιση που επιβάλλεται στους στρατιώτες και τους στρατεύσιμους υπαξιωματικούς για βαριά πειθαρχικά παραπτώματα και όχι στους μόνιμους Αξιωματικούς, όπως ο αιτητής.  Στην περίπτωσή του, εφαρμογής τυγχάνει ο Κ. 29(1) των Κανονισμών.    

 

Ο Κ. 29(1) των Κανονισμών προβλέπει ότι:-

 

«29. - (1)  Το Συμβούλιο Κρίσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων κρίνει τους Αξιωματικούς με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στους ατομικούς τους φακέλους.

 

 

 

Ο Κ. 29(2) προβλέπει ότι:-

 

«(2)  Στον ατομικό φάκελο του κάθε Αξιωματικού πρέπει απαραιτήτως να υπάρχουν:

 

..............................................................................................................

 

(θ) οι τυχόν επιβληθείσες σ' αυτόν πειθαρχικές ποινές οποιασδήποτε μορφής και τα αιτιολογικά τους.»

 

 

 

Σε σχέση, συνεπώς, με το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης δε διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό.  Ό,τι λήφθηκε υπόψη ήταν η πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στον αιτητή το 2007.  Λήφθηκε, όμως, υπόψη και η ΄Εκθεση Ικανότητάς του για την περίοδο 1/1/2000 - 9/10/2000, η οποία είχε, ήδη, ακυρωθεί.  Σε ποιο βαθμό οι δύο λόγοι που δόθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεων προσμέτρησαν για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να διαπιστωθεί, ώστε να είναι βάσιμη η εισήγηση των καθ' ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει έρεισμα την πειθαρχική ποινή που υπήρχε εναντίον του αιτητή.  Δεν προκύπτει από το λεκτικό της απόφασης ότι η αιτιολογία σε σχέση με την ακυρωθείσα ΄Εκθεση Ικανότητας ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα και δεν επηρέασε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης - (βλ. ΄Αρθρο 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99).  Η λήψη υπόψη της ακυρωθείσας ΄Εκθεσης Ικανότητας καθιστά ακυρωτέα την απόφαση, τόσο για λόγους εσφαλμένης αιτιολογίας όσο και για λόγους πλάνης περί τα πράγματα, εφόσον γι' αυτή λήφθηκε υπόψη γεγονός εξ αντικειμένου ανύπαρκτό - (΄Αρθρο 46(1) του Ν. 158(Ι)/99, Παπαϊωάννου και άλλοι (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713).

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

 

                                                                            Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                         Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Δ.Δ. 598 και Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006)3 Α.Α.Δ. 671

 

[2] «2.  Κατά τις τακτικές κρίσεις Αξιωματικών έτους 2010, επειδή ο Αιτητής πληρούσε τις προβλεπόμενες στους σχετικούς Κανονισμούς περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (ΚΔΠ 90/90, όπως έχει τροποποιηθεί) προϋποθέσεις για κρίση στο βαθμό του Σμηναγού, κρίθηκε από το αρμόδιο για την περίπτωσή του Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών και κρίθηκε ως 'παραμένων στον ίδιο βαθμό'  (Παρ '1'), που είναι απόφαση πολύ δυσμενής γι' αυτόν.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο