ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Σαββίδη κ.ά. (1995) 3 ΑΑΔ 69
Σπανός Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 432
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σωτήρη Χατζηγεωργίου (2008) 3 ΑΑΔ 100
Χριστοδούλου Ειρήνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164
Καφά Αντώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 12
Τρύφωνος Έλλη και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 377
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χριστιάνας Σαββίδου (2011) 3 ΑΑΔ 633
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1376/2010)
28 Δεκεμβρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,
2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΣΠΑΝΑΣΙΗΣ,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Αγ. Ευσταθίου (κα), για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Βρ. Χατζηχάννας, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, Κώστα Κωνσταντίνου, στη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, Τμήμα Γεωργίας, από 1.8.2010, προσβάλλεται τελικώς ως άκυρη μόνο από τον αιτητή 1 (εφεξής «ο αιτητής»), δεδομένου ότι ο αιτητής 2 απέσυρε την προσφυγή του εναντίον της ίδιας πράξης κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της διαδικασίας της προσφυγής.
Ο αιτητής διατείνεται ότι η Ε.Δ.Υ. παραβίασε το καθήκον της προς επιλογή του καταλληλοτέρου υποψηφίου, λαμβάνοντας υπόψη εξωγενή στοιχεία κρίσης, δίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Ο αιτητής περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε ως προς την κατοχή από τον ίδιο των απαραίτητων προσόντων για να είναι υποψήφιος για τη θέση, επειδή, κατ΄ ισχυρισμόν, δεν κατείχε την απαιτούμενη δεκαετή πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα σχετικά με ένα ή περισσότερους κλάδους του Τμήματος Γεωργίας, από την οποία πενταετή τουλάχιστο υπηρεσία σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα. Στη συνέχεια, όμως, η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε τη θέση της στη βάση επιστολής της συνηγόρου του αιτητή κρίνοντας τον ως προσοντούχο υποψήφιο, γεγονός που του αποστέρησε την απαραίτητη δυναμική στην υποψηφιότητα του διότι κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, η Ε.Δ.Υ., θεωρώντας τον αιτητή ως μη προσοντούχο, συμπεριέλαβε τελικά το ενδιαφερόμενο μέρος στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, παρά το γεγονός ότι αυτός δεν είχε συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ενώ ο αιτητής είχε τη σύσταση της.
Περαιτέρω, παραγνωρίσθησαν τα υπέρτερα προσόντα του αιτητή εφόσον είναι κάτοχος επιπλέον προσόντος με μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Δημόσια Διοίκηση του Μεσογειακού Ινστιτούτου Διεύθυνσης, άμεσα σχετικό με θέματα διοικητικών καθηκόντων, το οποίο ανεπίτρεπτα υποβιβάστηκε από την Ε.Δ.Υ., θεωρώντας το αφενός ως «πιστοποιητικό» μόνο και αφετέρου ως μη σχετικό, με αποτέλεσμα παρά το γεγονός ότι πιστώθηκε σ΄ αυτόν, να μην συσχετίσθηκε, ούτε να αξιολογήθηκε ορθά έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο δεν πιστώθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, με οποιοδήποτε πρόσθετο προσόν.
Επιπροσθέτως, η σύσταση της διευθύντριας προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους συγκρουόταν με τα στοιχεία του φακέλου, και επομένως, δεν έπρεπε να αποδοθεί σ΄ αυτήν η σημασία που της απεδόθη κατά την τελική επιλογή της Ε.Δ.Υ. Συνάγεται ότι και η Ε.Δ.Υ., δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προτίμηση της για το ενδιαφερόμενο μέρος, ιδιαιτέρως υπό το φως του γεγονότος ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε αξιολογήσει τον αιτητή ως «πάρα πολύ καλό», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως «πολύ καλό», συστήνοντας τον αιτητή με αναφορά μάλιστα στο πρόσθετο προσόν του, χωρίς ταυτόχρονα να περιλάβει στον κατάλογο των υποψηφίων και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Έπεται ότι η Ε.Δ.Υ. έπρεπε να είχε αιτιολογήσει με επάρκεια την επιλογή της δεδομένου ότι ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερομένου μέρους σε προσόντα, υπερείχε κατά τη διαδικασία ενώπιον του γνωμοδοτικού οργάνου, ενώ ήταν κατά τα άλλα ισοδύναμος με το ενδιαφερόμενο μέρος στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Η αξιολόγηση από την Ε.Δ.Υ. κατά την προφορική εξέταση του ενδιαφερομένου μέρους ως «εξαίρετου» και μάλιστα κατά πλειοψηφία, έναντι του αιτητή ως «σχεδόν εξαίρετου», δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία προς παραγνώριση του, ακόμη και υπό το φως της υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους σύστασης της διευθύντριας και της αρχαιότητας του.
Η αντίθετη θέση τόσο της Ε.Δ.Υ., όσο και του ενδιαφερομένου μέρους, είναι ότι δεν υπήρξε καμία πλάνη σε σχέση με τη μεταβολή της στάσης της Ε.Δ.Υ. στην κρίση της ότι ο αιτητής ήταν τελικώς προσοντούχος για να διεκδικήσει τη θέση. Αυτό, με αναφορά στη νομολογία ότι τόσο η ερμηνεία και η εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας, όσο και η σχετική έρευνα κατά πόσο υποψήφιος κατέχει ή όχι τα απαραίτητα προσόντα ανήκουν στην Ε.Δ.Υ.. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είναι απλώς βοηθητικό όργανο στην όλη διαδικασία πλήρωσης θέσης και δεν δεσμεύεται η Ε.Δ.Υ., από τη δική της κρίση. Άλλωστε, η Ε.Δ.Υ. διατηρεί πάντοτε τη δυνατότητα να καλεί σε προφορική εξέταση όχι μόνο τους συστηθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά και οποιοδήποτε άλλο υποψήφιο που θεωρεί ότι θα έπρεπε να συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των συστηθέντων.
Επί της ουσίας, το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή ορθά λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ. ως πιστοποιητικό από ανώτερο και όχι ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, δεδομένου ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο επιλογής, δεν είχε εκδοθεί ακόμη και δεν ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. το σχετικό πιστοποιητικό ισοτιμίας του ΚΥΣΑΤΣ. Η σύσταση, κατά τα άλλα, του ενδιαφερομένου μέρους από τη διευθύντρια ήταν καθόλα σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων και η απόφαση της Ε.Δ.Υ., έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά κριτήρια περιλαμβανομένης και της αρχαιότητας του ενδιαφερομένου μέρους, της αξιολόγησης του κατά την προφορική εξέταση, των όλων προσόντων και της αξίας των υποψηφίων. Ο αιτητής εν πάση περιπτώσει δεν έχει καταφέρει να δείξει ότι υπερτερεί εκδήλως του ενδιαφερομένου μέρους.
Ο αιτητής γεννήθηκε στις 28.7.1966, αποφοίτησε από το Θ΄ Γυμνάσιο Λεμεσού με βαθμό «πολύ καλά» το 1984, και στη συνέχεια έλαβε πτυχίο Γεωπονίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με «λίαν καλώς» το 1992, αναγνωρισμένου και ως μεταπτυχιακού διπλώματος Γεωπονίας επιπέδου Master από το ίδιο Πανεπιστήμιο, στη βάση αναγνώρισης ισοτιμίας από σχετικό πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 14.5.2007, και μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Δημόσια Διοίκηση από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης. Διορίστηκε τον Μάϊο του 1996, ως Γεωργικός Λειτουργός στο Τμήμα Γεωργίας, τον Οκτώβριο δε του 2003, προήχθη σε Γεωργικό Λειτουργό Α΄.
Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 17.12.1950, αποφοίτησε το 1968 από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, και έλαβε πτυχίο από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1976 με βαθμό «καλώς». Στη συνέχεια το 1983 απέκτησε το Diploma in Farm Mechanization National Agricultural από το National Agricultural College, της Ολλανδίας. Διορίστηκε Έκτακτος Κτηνοτροφικός Λειτουργός στο Τμήμα Γεωργίας τον Μάϊο του 1977 και στη συνέχεια ως Κτηνοτροφικός Λειτουργός τον Ιούλιο του 1983, προαχθείς μετέπειτα σε Κτηνοτροφικό Λειτουργό Α΄τον Μάϊο του 2001 και σε Ανώτερο Κτηνοτροφικό Λειτουργό τον Μάρτιο του 2007.
Ο αιτητής έχει δίκαιο όχι στη θέση του ως προς την αρχική πλάνη της Ε.Δ.Υ. να μην τον θεωρήσει προσοντούχο, παρά την προς το αντίθετο θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την πείρα των δέκα ετών σε υπεύθυνη θέση, αλλά ως προς την κατοχή του πρόσθετου προσόντος του. Ως προς το πρώτο, την πείρα, δηλαδή, που τελικώς έγινε αποδεκτή και από την Ε.Δ.Υ. ως κατεχόμενη και από τον αιτητή για σκοπούς υποψηφιότητας, το ουσιώδες είναι ότι ο αιτητής τέθηκε υπό την κρίση της Ε.Δ.Υ. κατά ίσο μέτρο με τους υπόλοιπους υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένου και του ενδιαφερόμενου μέρους. Το ζητούμενο εδώ δεν είναι αν η κατάσταση όπως εν τέλει διαμορφώθηκε δεν θα ήταν τόσο ευνοϊκή για το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο όντως δεν συστήθηκε ως υποψήφιος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά κατά πόσο ήταν ευνοϊκή για τον αιτητή. Και ήταν, εφόσον συμπεριελήφθη στους υποψηφίους, με την Ε.Δ.Υ. να αναθεωρεί, και ορθά, την προηγούμενη αρνητική θέση της. Η αναθεωρημένη στάση της Ε.Δ.Υ. ενήργησε επ΄ ωφελεία του αιτητή, ο οποίος θα είχε δικαιολογημένα παράπονο εάν αποκλειόταν από τη διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ., παρά την εκ μέρους του πλήρωση των προσόντων.
Εκεί όμως που διαπιστώνεται πρόβλημα είναι στην υποβίβαση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή. Και αυτό σε δύο επίπεδα: (i) ορθά ο αιτητής παρατηρεί ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή τον έκρινε προσοντούχο με κατοχή και πρόσθετου προσόντος και η Ε.Δ.Υ. δεν αμφισβήτησε τη θέση αυτή όταν έστειλε πίσω στη Συμβουλευτική Επιτροπή την έκθεση της τελευταίας. Επομένως, δεν δικαιολογείτο να υπαναχωρήσει χωρίς αποχρώντα λόγο από τα συστηθέντα, τα οποία έστω και αν δεν δέσμευαν την Ε.Δ.Υ., ήταν ιδιαιτέρως επωφελή γι΄ αυτήν εφόσον αποσαφηνιζόταν η όλη κατάσταση σχετικά με τους υποψήφιους και τα προσόντα τους, (ii) η Ε.Δ.Υ. όφειλε να δώσει την ευκαιρία στον αιτητή να τοποθετηθεί στο ζήτημα του επιπέδου του πρόσθετου προσόντος του, εάν είχε αμφιβολίες ως προς τούτο, και όχι απλώς να το θεωρήσει ως «πιστοποιητικό» αντί «διπλώματος», λέγοντας ότι αυτό ήταν από ανώτερο και όχι ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, χωρίς και πάλι ουσιαστική εξήγηση.
Στην έκθεση της ημερ. 14.5.2009, (Παράρτημα 6 στην ένσταση), η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε ότι ο αιτητής είχε επιπλέον προσόν σε μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Δημόσια Διοίκηση από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης, το οποίο μάλιστα έκρινε ότι ήταν «.. άμεσα σχετικό με θέματα δημόσιας διοίκησης το οποίο θα το βοηθά στην εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, που σε μεγάλο βαθμό περιλαμβάνει διοικητικά καθήκοντα.». Και πράγματι τα καθήκοντα της θέσης περιλαμβάνουν διοικητικά καθήκοντα ως θα αναφερθεί αργότερα. Αυτή η θεώρηση έγινε μετά τις παρατηρήσεις της Ε.Δ.Υ., στην επιστολή της ημερ. 19.2.2009, αναφορικά με διάφορα θέματα στα οποία δεν περιλαμβανόταν οτιδήποτε σχετιζόμενο με την επάρκεια του πρόσθετου προσόντος του αιτητή. Και όταν η Ε.Δ.Υ. συνεδρίασε στις 14.7.2009 (Παράρτημα 7 στην ένσταση), οι αρνητικές θέσεις που καταγράφηκαν για τον αιτητή αφορούσαν την δεκαετή και πενταετή υπ΄ αυτού προϋπηρεσία, για την επάρκεια της οποίας η Ε.Δ.Υ. διαφώνησε με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η θέση της Ε.Δ.Υ. μετά από σχετική ανάλυση ήταν ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος υποψήφιος διότι «. δεν διέθετε τουλάχιστον πέντε χρόνια πείρα σε "διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα" ...». Το πρόσθετο προσόν του αιτητή ουδόλως σχολιάστηκε, ούτε αμφισβητήθηκε η θεώρηση αυτού από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «μεταπτυχιακού διπλώματος», θεώρηση που είχε ήδη γίνει από την πρώτη έκθεση της, στη συνεδρία της ημερ. 14.10.2008.
Από τα πιο πάνω προκύπτει αβίαστα ότι η Ε.Δ.Υ., άνευ αποχρώντος λόγου και ενώ απέστειλε πίσω στη Συμβουλευτική Επιτροπή τις διαπιστώσεις αυτής με αριθμό άλλων παρατηρήσεων, λανθασμένα έκρινε εκ των υστέρων το μεταπτυχιακό δίπλωμα ως πιστοποιητικό, χωρίς εξήγηση. Δεν αιτιολογείται η κρίση της Ε.Δ.Υ. (όπως αυτή αναπαράγεται στη σελ. 9 της γραπτής αγόρευσης των καθ΄ ων), ότι το μεταπτυχιακό προσόν είναι «πιστοποιητικό» και όχι «δίπλωμα» και ότι αυτό προέρχεται από Ανώτερο και όχι Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα και δεν είναι επιπέδου Master. Από πού άντλησε αυτή την κρίση η Ε.Δ.Υ., ουδόλως είναι σαφές, ούτε και η αγόρευση των καθ΄ ων καλύπτει αυτό το ανυπέρβλητο κενό. Ιδιαιτέρως όταν αναλογισθεί κανείς ότι στον κατάλογο των υποψηφίων που ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ., ο χαρακτηρισμός του προσόντος του αιτητή παρέπεμπε σε «δίπλωμα» και όχι «πιστοποιητικό». Αυτό σε σύμπνοια με την παρόμοια θεώρηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Και όπως ορθά παρατηρεί και σημειώνει η κα Ευσταθίου στην απαντητική της αγόρευση, σελ 4, (και όπως ήδη αναφέρθηκε κατ΄ ουσίαν και ανωτέρω στο παρόν σκεπτικό), η Ε.Δ.Υ. κατά τα άλλα, πέραν της διαφωνίας της ως προς την απαραίτητη από το Σχέδιο Υπηρεσίας, δεκαετή και πενταετή ιδίως πείρα, υιοθέτησε την κρίση της Συμβουλευτικής ως προς την κατοχή των «λοιπών απαιτούμενων προσόντων».
Η εκ υστέρων βεβαίωση του ΚΥΣΑΤΣ ως προς την ισοτιμία του πρόσθετου προσόντος του αιτητή με επίπεδο Master, πέραν της απλής χρονικής μετατόπισης της αναγνώρισης, δεν δείχνει, ούτε σημαίνει ότι το πρόσθετο προσόν του αιτητή δεν ήταν από τη λήψη του το 2001, τέτοιου επιπέδου. Αυτό άλλωστε βεβαιώνεται και από τους σχετικούς Κανονισμούς στους οποίους παραπέμπει το ΚΥΣΑΤΣ, όπισθεν του πιστοποιητικού αναγνώρισης, οι οποίοι χρονολογούνται από το 1999, Κ.Δ.Π. 172/99. Παρατηρείται ότι οι Κανονισμοί αυτοί προϋπήρχαν του πιστοποιητικού αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ και επομένως η αναγνώριση αυτή έγινε στη βάση στοιχείων και προϋπαρχόντων Κανονισμών και όχι μεταγενέστερων του ουσιώδους χρόνου κρίσης από την Ε.Δ.Υ. Από τον Καν. 4(1) της Κ.Δ.Π. 172/99 και τις εκεί αναφερόμενες κατηγορίες, η μόνη αναφορά σε «μεταπτυχιακό πιστοποιητικό» είναι αυτή της παρ (1), σε συνάρτηση όμως με ολοκλήρωση προγράμματος σπουδών, ενός έτους. Ενώ στα προσόντα του αιτητή φαίνεται ότι το μεταπτυχιακό του δίπλωμα χορηγήθηκε μετά από διετές πρόγραμμα σπουδών, μεταξύ 1999-2001. (Ιανουάριο 1999 με Ιανουάριο 2001).
Το σημαντικό εδώ είναι ότι αν η Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό οποιαδήποτε αμφιβολία, παρά τα όσα ανωτέρω υποδείχθησαν σε σχέση με την αναγνώριση από την ίδια της κατάταξης και θέσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όφειλε να αναζητήσει από τον αιτητή την παροχή διευκρινήσεων, περιλαμβανομένης και τυχόν πιστοποίησης από το ΚΥΣΑΤΣ, σύμφωνα με τη νομολογία, (δέστε Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100 και Ζωή Αδαμίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1304/09, ημερ. 31.5.2011). Ανεξάρτητα δε από την οποιαδήποτε εμπλοκή του ΚΥΣΑΤΣ, η Ε.Δ.Υ. αναμφίβολα διέπραξε σφάλμα εφόσον το ίδιο το έγγραφο του πρόσθετου προσόντος, το χαρακτηρίζει ως «δίπλωμα». Με ποία λογική επομένως η Ε.Δ.Υ. το εξέλαβε ως «πιστοποιητικό»;
Υπάρχει λοιπόν ουσιώδης πλάνη της Ε.Δ.Υ. και έλλειψη σχετικής δέουσας έρευνας. Η Ε.Δ.Υ. όφειλε να διερευνήσει περαιτέρω το ζήτημα, (Κύπρος Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 308/09, ημερ. 15.3.2011). Αυτή η πλάνη επηρέασε την όλη διαδικασία εφόσον στην πορεία, η Ε.Δ.Υ. δεν προσμέτρησε το πρόσθετο προσόν ως δίπλωμα ισότιμο με Master, αλλά ως πιστοποιητικό μη επιπέδου Master. Εξ ου και δεν απέδωσε σ΄ αυτό ουσιώδη βαρύτητα εφόσον έκρινε ότι «δεν μπορεί να προσδώσει στον κάτοχο του ουσιώδη υπεροχή έναντι του επιλεγέντα».
Μετέπειτα, έναντι αυτού, η Ε.Δ.Υ. αντιστάθμισε την ολιγόμηνη εκπαίδευση στο εξωτερικό του ενδιαφερομένου μέρους ως άμεσα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Πέραν του ότι η ολιγόμηνη εκπαίδευση του ενδιαφερομένου μέρους (την οποία και δεν καθορίζει επακριβώς ποια είναι), έπρεπε να συγκριθεί με ό,τι η Ε.Δ.Υ. πεπλανημένα θεώρησε ως «πιστοποιητικό» του αιτητή, η Ε.Δ.Υ. προέβη και στο λάθος να θεωρήσει το δίπλωμα του αιτητή ως μη σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ παρατηρείται ότι η παρ.2 των Σχεδίων Υπηρεσίας σαφώς προβλέπει ότι ο Πρώτος Λειτουργός Γεωργίας, βοηθά το Διευθυντή στην οργάνωση και διοίκηση του Τμήματος, αλλά και είναι υπεύθυνος για την οργάνωση, προγραμματισμό, συντονισμό κλπ, σε ένα ή περισσότερους τομείς του Τμήματος Γεωργίας. Αυτή η διάσταση του ζητήματος ορθά κατεγράφη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, θεωρώντας το μεταπτυχιακό δίπλωμα στη δημόσια διοίκηση του αιτητή «..άμεσα σχετικό με θέματα δημόσιας διοίκησης το οποίο θα το βοηθά στην εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, που σε μεγάλο βαθμό περιλαμβάνει διοικητικά καθήκοντα». (η έμφαση προστέθηκε). Παρατηρείται δε εδώ ότι και στο ίδιο το μεταπτυχιακό δίπλωμα, ημερ. 20.3.2002, αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στο ερυθρό 56 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α», καταγράφεται ότι με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, το δίπλωμα αναγνωρίστηκε ως «Μεταπτυχιακό προσόν διάρκειας ενός έτους σε θέματα Διεύθυνσης για σκοπούς εργοδότησης στη Δημόσια Υπηρεσία». Η Ε.Δ.Υ. όμως σιωπά ως προς το κατά πόσο το «δίπλωμα» ή έστω «πιστοποιητικό», κατά τη λανθασμένη κρίση της, ήταν ή όχι σχετικό με τα καθήκοντα.
Είναι προφανές ότι και η Διευθύντρια, συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος περιέπεσε σε λάθος διότι (i) παρουσιάζεται από το σκεπτικό της, όπως αυτό καταγράφηκε στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ., ότι προέβη σε αξιολόγηση με βάση την προφορική εξέταση σ΄ αντίθεση με τα νομολογηθένα στην Αντώνης Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12 και Δημοκρατία ν. Χριστιάνας Σαββίδου, Α.Ε. αρ. 96/08 ημερ. 13.9.2011 και (ii) δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη το πρόσθετο προσόν του αιτητή. Η σύσταση της Διευθύντριας ενόψει του ότι η θέση ήταν πρώτου διορισμού δεν ήταν ανάγκη να ήταν αιτιολογημένη, κατά το άρθρο 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άμεμπτη, αν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ίσοι στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών, η δε αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους λήφθηκε υπόψη από την ίδια την Ε.Δ.Υ. ως έχουσα «μικρή βαρύτητα», λόγω της θέσης που είναι υψηλά στην ιεραρχία. Το πρόσθετο, όμως, προσόν του αιτητή δεν σταθμίστηκε ορθά και επομένως αποτελεί εικασία πώς η Ε.Δ.Υ., αν είχε υπόψη της την ορθή διάσταση του θέματος, θα αποφάσιζε, έχοντας υπόψη τη διαχρονική νομολογία ότι πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν, αλλά σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, πρέπει να σταθμίζεται ανάλογα ως τέτοιο ούτε δίδοντας σ΄ αυτό έκδηλη υπεροχή, ούτε όμως και εντελώς οριακή ως να μην είχε σχέση με τα καθήκοντα, (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Έλλη Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 156/08, ημερ. 29.9.2011).
Από την άλλη, η διαφορά στην προφορική ενώπιον της Ε.Δ.Υ. απόδοση των υποψηφίων μόνο οριακή μπορεί να χαρακτηριστεί στη βάση της σχετικής νομολογίας, (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Δημοκρατία ν. Λάζαρου Σαββίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 69, κ.ά.). Πράγματι, το «εξαίρετος» με το «σχεδόν εξαίρετος» που αποδόθηκαν από την Ε.Δ.Υ. στο ενδιαφερόμενο μέρος και τον αιτητή, αντίστοιχα, δεν παραπέμπει σε τέτοια ουσιώδη διαφορά που να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, ιδιαιτέρως υπό το φως της αντίθετης θέσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής («πάρα πολύ καλός» για τον αιτητή, έναντι «πολύ καλός» για το ενδιαφερόμενο μέρος), η οποία βεβαίως και αυτή είναι οριακή, δείχνοντας έτσι την υποκειμενικότητα της όλης προφορικής αξιολόγησης, έναντι των αντικειμενικών στοιχείων.
Η διαπίστωση των πρωτογενών δεδομένων αφορά την ίδια την Ε.Δ.Υ. και όχι το Δικαστήριο. Η πλάνη στην οποία περιέπεσε αναφορικά με το πρόσθετο προσόν του αιτητή είναι ουσιώδης και συμπαρέσυρε την όλη σκέψη της.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ